Kεφάλαιο 6




Δεν πίστευαν στα μάτια τους ήταν τρομερό αυτό που αντίκρυζαν. Εύχονταν να έβλεπαν τον ίδιο εφιάλτη, να ξυπνούσαν κάθυδροι, να πήγαιναν στο παράθυρο και όλα να ήταν όπως πριν από ένα μήνα. Δεν ήταν όμως. «Ω, Θεέ μου» είπαν και οι δυο μαζί.

        Έξω το νερό είχε καλύψει τα πάντα. Κανένα ίχνος δεν φαινόταν από ανθρώπους, ζώα, δέντρα, σπίτια. Όλα είχαν καταστραφεί. Πάνε οι μεγαλόπρεποι κήποι και τα μυρωδάτα περβόλια, τα σπίτια τόσων ανθρώπων, μα πάνω από όλα τί να απέγιναν οι άνθρωποι. Θα κατάφεραν να ξεφύγουν; Κάποιοι ίσως. Θα υπάρχουν θύματα; Αναμφίβολα ναι. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια τους που τα άφησαν να κυλήσουν χωρίς ντροπή.

«Πάω να βρω τον Αρχιεπίσκοπο, να συζητήσουμε μήπως βρεθεί κάποια λύση».

Έφυγε και άφησε την Αλίκη μονάχη να κλαίει για αυτά που χάθηκαν και να μουρμουρίζει ότι καμιά λύση δεν υπάρχει γι' αυτούς που χάθηκαν για πάντα.

         Βρήκε τον Αρχιεπίσκοπο να κάθεται μπροστά στο τζάκι με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του. Αν και κατάλαβε την παρουσία του Ούγου δεν άλλαξε στάση, απλώς τον ρώτησε «Είδες;».

«Είδα και δεν πίστευα στα μάτια μου». Έκανε μια μικρή παύση γεμάτη θλίψη και συνεχισε, «Αν και είμαι ο βασιλιάς και θα έπρεπε να είχα λύσεις και σχέδια έτοιμα να εκτελεστούν, εντούτοις το κεφάλι μου το νιώθω άδειο από οποιαδήποτε λύση και σχέδιο. Δεν έχω τίποτα. Έχεις εσύ να προτείνεις κάτι;». «Έχω» ψέλλισε ο Αρχιεπίσκοπος.

«Αλήθεια; Και ποιο είναι αυτό;» τον ρώτησε ο Ούγος.

«Να περιμένουμε. Προς το παρόν δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άμεσα. Θα περιμένουμε να δούμε πού θα καταλήξει όλο αυτό το νερό, αν καταλήξει κάπου, ή μείναμε εδώ πάνω εγκλωβισμένοι. Σε αφήνω τώρα. Πάω να προσευχηθώ».

Έφυγε και άφησε τον Ούγο με τις σκέψεις του που δυστυχώς ήταν όλες ζοφερές και δυσοίωνες. Τίποτα χαρούμενο δεν υπήρχε σε αυτές.

           Η πλημμύρα κράτησε τρεις μαρτυρικές μέρες. Τόσο διήρκησε και η αγωνία τους. Όταν επιτέλους τα νερά ξεφούσκωσαν, υποχώρησαν από την πόλη και έφτασαν στα φυσιολογικά επίπεδα, αποκάλυψαν τι έκρυβαν στα σπλάχνα τους. Και ήταν ό,τι πιο αποτρόπαιο είχαν αντικρύσει στη ζωή τους.

Αν και τελικά το κακό δεν κάλυψε ολοκληρωτικά την πόλη αλλά έφτασε μόνο ως κάποια απόσταση μέσα στην πόλη και στα σπίτια τριγύρω από το ποτάμι, εντούτοις ήταν υπεραρκετό ώστε να αφήσει το τόπο διάσπαρτο από τρομακτικά πτώματα ανθρώπων που κοίταζαν με τα παγωμένα γυάλινα μάτια τους τον ουρανό και κουφάρια ζώων. Τα σπίτια κτισμένα με πηλό και καλάμια έχασκαν μισογκρεμισμένα ή και εντελώς γκρεμισμένα.

         Η υποχώρηση του νερού αποκάλυψε επίσης τον λόγο του τρομερού εκείνου θορύβου που ήταν η αιτία για την πλημμύρα και όλα τα δεινά που ακολούθησαν. Το  γεφύρι που βρισκόταν κοντά στα βασιλικά ανάκτορα είχε στουπώσει, από δέντρα κλαδιά, παχύρρευστη λάσπη και οτιδήποτε μπορούσε να μεταφέρει μαζί του το ορμητικό ποτάμι, έτσι το νερό δεν βρήκε το πέρασμά του ανοικτό με αποτέλεσμα την υπερχείλιση του από την κοίτη και την ορμητική εξάπλωσή του στην πόλη με τραγικά αποτελέσματα. Ο Ούγος τα έβλεπε όλα αυτά γεμάτος φρίκη. Τα είχε κυριολεκτικά χαμένα. Δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να το αντιμετωπίσει. Ούτε καν πώς να αντιδράσει. Προς το παρόν το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει σαν υπνωτισμένος τη χαμένη Λευκωσία.

           Τις επόμενες μέρες οι κάτοικοι που είχαν σωθεί από όλο αυτό επέστρεφαν σιγά σιγά πίσω στην πόλη, αλλά, το μόνο που έβρισκαν ήταν γκρεμισμένα σπίτια, κατεστραμμένες περιουσίες και κυρίως νεκρούς, πολλούς νεκρούς. Έκλαψαν για όλα. Τους φαινόταν αδιανόητο πως το πολύτιμο γλυκό νερό που υπό κανονικές συνθήκες τροφοδοτούσε τις βρύσες στο παλάτι, τις αυλές των κατοίκων και τις όμορφες πλατείες της πόλης, ναι, τους ήταν αδιανόητο να το χωρέσουν στο μυαλό τους ότι το ελαφρύ και υγιεινό νερό που μέχρι και βαριά άρρωστοι μπορούσαν να πιούν άφοβα όσο ήθελαν, τώρα γινόταν η αιτία να τα χάσουν όλα. Πρώτο τους μέλημα ήταν η ταφή των νεκρών, οι οποίοι είχαν φτάσει σε αριθμό περίπου τους τέσσερις χιλιάδες. Όλα τα πληγέντα σπίτια είχαν κάποιον να θρηνήσουν, υπήρχαν όμως και οικογένειες που ξεκληρίστηκαν τελείως.

           Ο Αρχιεπίσκοπος άνοιξε για τους άστεγους όλες τις εκκλησίες που δεν είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές, όπως επίσης και το ανάκτορό του για να τους φιλοξενήσει για όσο θα χρειαζόταν, μέχρι ωσότου κτίζονταν τα χαμένα σπίτια και επανερχόταν η τάξη στην πόλη. Το γεφύρι αποφράχτηκε. Ήταν μια μεγάλη επιχείρηση για την οποία χρειάστηκαν δυνατά άλογα, δυνατοί άντρες και γερά σχοινιά. Επίσης πολλής κόπος και μόχθος χρειάστηκε για να καθαριστεί το παλάτι. Μπορεί το νερό να υποχώρησε αλλά άφησε πίσω του πολλή λάσπη και ακαθαρσίες. Πολλά  χαλιά και κουρτίνες δε σώζονταν και πετάχτηκαν, όπως επίσης και πολλά από τα έπιπλα, τα ρούχα τους και διάφορα άλλα τα οποία θα έπρεπε να αντικατασταθούν. Τα σιτηρά στις βασιλικές αποθήκες είχαν επίσης καταστραφεί. Πείνα απειλούσε το λαό. Ο Ούγος εισήγαγε καινούρια σιτηρά από τα οποία πρόσφερε δωρεάν στους παθόντες και στους υπόλοιπους τα πωλούσε σε πολύ χαμηλές τιμές. Πρόσταξε επίσης την ανακατασκευή των πληγέντων σπιτιών.

Σιγά-σιγά η πόλη επανερχόταν στην αρχική της μορφή και οι καινούριες κατασκευές απάλοιφαν κάθε ίχνος από το τραγικό γεγονός. Μόνο οι απουσίες των αποθανόντων και οι μαυροφορεμένοι εναπομείναντες βουτηγμένοι στο πένθος υπήρχαν για να τους θυμίζουν το κακό που τους είχε βρει.

Ο Ούγος φέρθηκε ανθρώπινα, προσπάθησε και μάλλον κατάφερε να μειώσει τα προβλήματα των κατοίκων, τους συμπαραστάθηκε στον πόνο τους αλλά, αλίμονο, τους νεκρούς δεν μπορούσε να τους φέρει πίσω. Αυτό που μπορούσε να κάνει και έκανε ήταν η μεγάλη λιτανεία που γινόταν κάθε χρόνο στις 10 του Νοέμβρη εις ανάμνησην αυτών που χάθηκαν. Η λιτανεία αυτή συνεχιζόταν σαν παράδοση για δεκάδες χρόνια μετά. Πολλές θα ήταν οι μετέπειτα γενιές ανθρώπων που θα πληροφορούνταν το τραγικό συμβάν που είχε συμβεί εκείνο το μοιραίο βράδυ.

        Μερικά χρόνια πέρασαν ήρεμα και χωρίς άλλες κακοτυχίες στο νησί. Ο πανδαμάτωρ χρόνος, μέγας αρωγός, δάμασε σιγά σιγά τον πόνο στην αχλή της λήθης. Η καθημερινότητα επανήλθε στο μέχρι τότε ήρεμο βασίλειο. Η βασιλική οικογένεια αυξήθηκε κατά τρία καινούρια μέλη. Ο Ιωάννης, ο Ιάκωβος και η Εχίβη έδωσαν στο παλάτι νέα πνοή ζωής. Η Αλίκη αναγκάστηκε να πάρει νέα παραμάνα για τα παιδιά αφού η προηγούμενη βρέθηκε τελικά πνιγμένη τότε στην μεγάλη πλημμύρα. Σε αυτήν είχε σκοντάψει εν αγνοία της τότε και παραλίγο θα έπεφτε, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν θα το μάθαινε ποτέ.

        Από τότε που είχαν σωθεί, η Αλίκη αφιέρωνε αρκετές ώρες της ημέρας της σε επισκέψεις εκκλησιών και μοναστηριών παντού στο νησί. Προσευχόταν και ευχαριστούσε το Θεό που βρίσκονταν ανάμεσα στους τυχερούς που είχαν επιβιώσει της καταστροφής αυτής. Τους είχε ευλογήσει με μια δεύτερη ευκαιρία, τόσοι άλλοι δεν είχαν σταθεί τόσο τυχεροί.

        Τα ίδια σκεφτόταν και ο Ούγος, ο οποίος είχε τελειώσει με ό,τι έπρεπε να κάνει και ραχάτευε στα διαμερίσματά του. Η Αλίκη είχε πάει για επίσκεψη σε κάποιο μοναστήρι μαζί με την προσωπική της υπηρέτρια την Σοφία, όπως και κάθε φορά άλλωστε, όμως είχαν περάσει ώρες και ο Ούγος άρχισε να ανησυχεί. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε φουριόζα η Αλίκη. Ήταν σε μαύρο χάλι, τα μάτια της που τον κοιτούσαν γεμάτα τρόμο και πόνο ήταν πρησμένα και κατακόκκινα από το κλάμα, τα μάγουλά της ήταν γεμάτα αμυχές, τα μαλλιά της ήταν ξέπλεκα, ανακατεμένα και γεμάτα χώματα και ξερά κλαδάκια και τα ρούχα της ήταν γεμάτα χώματα και υπολείμματα από ξερά φύλλα και βελόνες πεύκων. Δεν περίμενε ότι θα τον έβρισκε εκεί και μόλις τον είδε έκανε να φύγει αλλά ο Ούγος την πρόλαβε και την άρπαξε από το μπράτσο.

«Τι συνέβη Αλίκη; Τι έπαθες καλή μου; Γιατί έχεις αυτά τα χάλια;». Καμιά απάντηση δεν πήρε. «Μίλα μου! Γιατί δεν μου μιλάς; Τι έπαθες;». Η Αλίκη τον κοιτούσε τρομαγμένη και ο Ούγος είχε πραγματικά αναστατωθεί. «Σας επιτέθηκαν; Γι' αυτό είσαι έτσι; Σας πείραξαν; Μίλα Αλίκη για το όνομα του Θεού. Μίλα επιτέλους!».

Η Αλίκη φοβερά ταραγμένη από αυτό που της συνέβη, δεν κατανοούσε τις ερωτήσεις που έπεφταν βροχή και την μαστίγωναν. Ο Ούγος απέναντί της την κοίταζε με αυτό το παρακλητικό και χαμένο ύφος, απαιτούσε μια απάντηση. Δοκίμασε να του απαντήσει αλλά το μόνο που βγήκε από το λαρύγγι της ήταν κάτι άναρθρες κραυγές και μετά ξέσπασε σε γοερά κλάματα. Ο Ούγος τα 'χασε. Την κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια και δεν πίστευε στα αυτιά του. Όχι, όχι μάλλον δεν θα άκουσα καλά, σκέφτηκε γεμάτος ελπίδα και ξαναρώτησε «Τι είπες Αλίκη; Δεν κατάλαβα». Η Αλίκη δεν απαντούσε. Απλά τον κοιτούσε. Ο Ούγος την έπιασε από τους ώμους και άρχισε να την τραντάζει παρακαλώντας την να του μιλήσει. Η Αλίκη μην αντέχοντας άλλο, έκανε πάλι προσπάθεια να μιλήσει αλλά και πάλι μόνο άναρθρες κραυγές βγήκαν από το λαρύγγι της. Ο Ούγος την άφησε και έκανε ένα βήμα πίσω σαστισμένος και βαθύτατα σοκαρισμένος. Βγήκε από το δωμάτιο βιαστικός διατάζοντάς την να μείνει εκεί και να τον περιμένει.

Έτρεξε απεγνωσμένα να βρει τη Σοφία. Ήταν η μόνη που θα μπορούσε να του εξηγήσει τι είχε συμβεί, πώς είχε καταντήσει σε αυτά τα χάλια η γυναίκα του και το κυριότερο, τι είχε πάθει και δεν μπορούσε να μιλήσει.

«Σοφία, Σοφία πού είσαι; Έλα εδώ που σε θέλω!» ωρυόταν και την έψαχνε απελπισμένα παντού. Όσο η Σοφία δεν εμφανιζόταν τόσο περισσότερο θύμωνε. Όταν εντέλει έγινε έξαλλος από θυμό και το παλάτι σειόταν από την οργή και τις απειλές του ότι αν δεν εμφανιζόταν σύντομα θα την τιμωρούσε σκληρά, τότε μια Σοφία κατατρομαγμένη και ατημέλητη βγήκε από την κρυψώνα της και έπεσε κλαίγοντας στα πόδια του βασιλιά παρακαλώντας τον να της δείξει έλεος γιατί αυτή δεν έφταιγε σε τίποτα. Ο Ούγος μαλάκωσε. «Σήκω στα πόδια σου Σοφία. Μη φοβάσαι, δεν θα σου κάνω κακό». Η Σοφία σηκώθηκε με κόπο. «Και τώρα ακούω. Θέλω να μου πεις όλα όσα έγιναν σήμερα».

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top