Kεφάλαιο 59
Τον κοίταξαν σοβαρά και πήρε το λόγο η Κωνσταντία. «Να ξέρεις βασιλιά Πέτρο ότι η βασίλισσα μας είναι αθώα. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως η βασίλισσα παρεξηγήθηκε με τον κύριο Ιωάννη Βισκόντη και τον έβρισε. Αυτός, όπως φαίνεται, της κράτησε κακία, και από την κακία του αυτή σου έγραψε το αισχρό γράμμα».
«Βασιλιά μας,» μίλησε τώρα η Ελοίζ, «γνωρίζεις πως εμείς είμαστε ένα τίποτα μπροστά στη μεγαλοφροσύνη σου. Ο κόμης ντε Ρουχάς είναι τίμιος και πιστός, γιατί να τον συκοφαντήσουμε άδικα;»
Ο Πέτρος έφυγε από τα διαμερίσματα των δύο γυναικών ανικανοποίητος. Το ύφος τους δεν τον έπεισαν. Ήταν πασιφανές ότι κάτι προσπαθούσαν να κρύψουν. Η ματιά του δεν ήταν αστραφτερή όπως των ανθρώπων που δεν έχουν τίποτα να κρύψουν.
Σαν τελευταία του λύση να βρει το δίκιο του κατέφυγε στους ιππότες του και στο Συμβούλιο. Τους εξήγησε το πρόβλημά του και ζήτησε τη συμβουλή τους.
«Να χωρίσω την άπιστη και να την στείλω πίσω στον πατέρα της; Να σκοτώσω τελικά αυτό τον άθλιο που ατίμασε το βασίλειό μου; Ή μήπως είναι προτιμότερο να μην κάνω τίποτα και να υποκριθώ πως πίστεψα στα λόγια τους ότι είναι αθώοι; Πείτε μου τη γνώμη σας και σας υπόσχομαι πως θα πράξω όπως με συμβουλέψετε».
«Κύριέ μας, ακούσαμε το παράπονο σου και την απαίτησή σου. Ελπίζουμε ότι η χάρη του Θεού θα μας δώσει φώτιση για να ικανοποιήσουμε Εκείνον και τη μεγαλειότητά σου. Σε παρακαλούμε να μας αφήσεις μόνους ώστε να συζητήσουμε και να αποφασίσουμε το καλύτερο που επιθυμεί ο Θεός, και θα σου πούμε αυτό που πρέπει να γίνει».
Ο Πέτρος υπακούοντας στο θέλημά τους αποχώρησε από την αίθουσα.
Όταν έμειναν μόνοι τους -ιππότες και σύμβουλοι- άρχισαν τη συζήτηση.
«Αν σκοτώσουμε τον κόμη, τότε θα αποδειχθεί ότι όντως είναι αλήθεια όλα όσα έμαθε και θα είναι ντροπή για όλους μας».
Μετά κάποιος άλλος μίλησε «Καλά τα λες, τρεις είναι οι αφορμές που πρέπει να αποφύγουμε: ο θυμός, το μίσος και το σκάνδαλο.
Αν αποφασίσουμε να σκοτωθεί η βασίλισσα για την προδοσία της κατά του βασιλιά τότε η γενιά των Καταλανών που είναι ανελέητοι θα πουν πως το κάναμε από μίσος, θα αρματωθούν και θα έρθουν να μας εξολοθρεύσουν. Και εμάς και τις περιουσίες μας. Μου φαίνεται πως προτιμότερο είναι να αποσιωπήσουμε την όλη ιστορία. Βέβαια, ο βασιλιάς μάς παρουσίασε το γράμμα που έλαβε από τον Ιωάννη Βισκόντη. Ας συμφωνήσουμε να πούμε όλοι ότι αυτός είπε ψέματα και ας τον αφήσουμε στο έλεος του βασιλιά σαν τον άνθρωπο εκείνο που συκοφάντησε την βασίλισσα επειδή θύμωσε με την μεγαλειότητά της για κάποια αιτία για την οποία τον είχε επιπλήξει στο παρελθόν. Και αν τύχει και σωθεί, δόξα στον Θεό, διαφορετικά ας πάει στο καλό.
Είναι λιγότερο το κακό αν πεθάνει ένας απλός ιππότης παρά να συμβεί ένα τόσο μεγάλο σκάνδαλο και να ντροπιαστεί η Κύπρος. Εκτός του ότι θα μας θεωρήσει και ο βασιλιάς ως επίορκους επειδή δεν προστατεύσαμε τη βασίλισσά μας. Και ακόμη θα απαιτήσει να μάθει γιατί όταν ακούσαμε τις άπρεπες ειδήσεις δεν πήραμε εκδίκηση σκοτώνοντας τον κόμη, αυτό τον εχθρό και επίορκο της τιμής του; Αν ρίξουμε το φταίξιμο στον Βισκόντη τότε όλοι θα πειστούν πως όλα όσα ακούστηκαν ήταν ψέματα. Και η υπόθεση θα λάβει τέλος. Όλοι θα πιστέψουν αυτή την ιστορία».
Όλοι συμφώνησαν με τον ιππότη και κάλεσαν τον Πέτρο για να του ανακοινώσουν τα αποτελέσματα μετά την εξέταση της υπόθεσης.
«Βασιλιά μας, λάβαμε σοβαρά υπόψιν μας όλα όσα μας είπες και το γράμμα που μας έδειξες. Το συζητήσαμε και εξετάσαμε την υπόθεση μήπως και βρούμε κάποιο ίχνος αλήθειας.
Μάθε, λοιπόν, ότι όλα όσα λέγονται στο γράμμα είναι αισχρά ψεύδη και ψεύτης είναι αυτός που το έγραψε. Και έγραψε αυτά τα ψεύδη γιατί η βασίλισσα είχε θυμώσει μαζί του επείδή την είχε ποθήσει, και αυτή δεν το άντεξε και οργίστηκε μαζί του, τον προσέβαλε πολύ και εκείνος φοβήθηκε μήπως το μάθεις και έτσι αποφάσισε να σου στείλει το γράμμα. Η κυρία και βασίλισσα μας είναι καλή, αγία, ευγενική και τιμημένη. Και να θυμάσαι την υπόσχεσή σου ότι θα κάνεις αυτό που θα σε συμβουλεύσουμε».
Ο Πέτρος τήρησε την υπόσχεσή του και αποδέχτηκε την απόφαση του Συμβουλίου, χωρίς όμως να πειστεί πραγματικά για την αθωότητα της Ελεονώρας και του κόμη ντε Ρουχά. Ήταν σίγουρος πως όλοι ήταν εναντίον του και ήθελαν να τον κοροϊδέψουν. Γι'αυτόν όλοι ήταν προδότες. Και γιατί; Για να προστατεύσουν μια άτιμη, μια άπιστη, μια βρόμα που δεν αξίζει να φέρει τον τίτλο της βασίλισσας.
Παρ'όλα αυτά, ο Βισκόντη πλήρωσε την τιμιότητά του. Αυτός έγινε το εξιλαστήριο θύμα για να σωθούν οι πολλοί. Νύχτα τον άρπαξαν από το ζεστό του κρεβάτι, και τον έσυραν στη φυλακή με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας κατά του στέμματος.
Ο Πέτρος μετά την απογοήτευσή του από το Συμβούλιο πήγε στην Κερύνεια, στο κάστρο, να ψάξει για την Ιωάννα. Εκεί μαθαίνει από τον Λουκά ντ' Αντιγιώμ ότι αφέθηκε ελεύθερη.
«Και που έχει πάει;» τον ρώτησε ο Πέτρος.
«Δε γνωρίζω. Δε μου έχει πει που θα πήγαινε».
«Καλά. Σ'ευχαριστώ Λουκά».
«Στις διαταγές σου μεγαλειότατε».
Σαν τρελός γύρισε στην Λευκωσία. Ήταν αποφασισμένος να την βρει. Θα πήγαινε στην Ελεονώρα να της μιλήσει.
Όταν έφτασε στο παλάτι, πήγε στο σταύλο να αφήσει το άλογο του. Εκεί βρήκε την κυρα-Ελένη να τον περιμένει. Και τότε μια αναλαμπή φώτισε το μυαλό του. «Μα φυσικά, η κυρα-Ελένη. Πώς δεν το σκέφτηκα νωριτερα; Σίγουρα θα ξέρει κάτι, οτιδήποτε». Έτρεξε κοντά της.
«Επιτέλους Πέτρο, γύρισες».
«Γύρισα. Θέλω να μιλήσουμε. Πρόκειται για...»
«Σσσς» του έκλεισε το στόμα με το χέρι της και του ψιθύρισε «ξέρω καλέ μου. Και εγώ γι'αυτό θέλω να σου πω. Όμως, όχι εδώ. Μπορεί να μας ακούσουν και δεν πρέπει. Έλα σε λίγο να με βρεις στην κουζίνα».
«Καλά. Σε λίγο θα είμαι εκεί».
Έπειτα από λίγο ο Πέτρος μπήκε στην κουζίνα. Η κυρα-Ελένη που ήταν ήδη εκεί, τον άρπαξε από το χέρι και τον οδήγησε κάτω στο κελάρι.
«Εδώ κάτω δεν υπάρχει περίπτωση να μας ακούσει κανείς».
Πήρε βαθιά ανάσα και του τα είπε όλα. Για την Ιωάννα που πρώτα την έβαλαν φυλακή και έπειτα που αναγκάστηκε από την Ελεονώρα να μπει στο μοναστήρι της Σάντα Κλάρα, και για το μωρό που το έδωσε με ανταμοιβή, σε μια χωριάτα να το μεγαλώσει σαν δούλα.
«Για περίμενε λίγο. Εμένα η Ελεονώρα μου είπε ότι το μωρό ήταν αγόρι και το σκότωσε για να μην διεκδικήσει τη βασιλεία από το νόμιμο γιο μας».
«Ψέματα σου είπε για να βγάλεις αυτό το παιδί από το μυαλό σου οριστικά. Να το ξεγράψεις».
«Να ήξερες πόσο ευτυχισμένο με κάνεις» της είπε και την σήκωσε στην αγκαλιά του γελώντας.
«Άσε με κάτω παιδί μου. Θα με σκοτώσεις» του είπε και αυτή γελώντας.
Την άφησε μαλακά κάτω και την ρώτησε πως τα έμαθε όλα αυτά.
«Μήπως σε κοροίδεψε όποιος στα είπε;»
«Δεν μου τα είπε κανένας. Τα είδα με τα ίδια μου τα μάτια».
Και του είπε για την παρακολούθηση της κάμαρας της Ιωάννας από την ίδια και την μικρή Δέσποινα. Για την γέννα του παιδιού και την παρακολούθηση της Θεανώς μέχρι το σπίτι της χωριάτας. Του διηγήθηκε πως κατάφερε και μπήκε στο σπίτι της χωριάτας να δει το μωρό.
«Είδες το μωρό;» την ρώτησε εμβρόντητος σαν το άκουσε.
«Μα φυσικά. Δεν με ξέρεις καλά μου φαίνεται. Είναι να μην βάλω κάτι στο μυαλό μου» του είπε με περηφάνια.
Ο Πέτρος κατένευσε. «Όντως είσαι θαραλλέα γυναίκα».
«Η αγάπη μου για την Ιωάννα και σένα μου έδωσε τη δύναμη να τα κάνω όλα αυτά. Δεν ήξερα πως μπορούσα» του είπε με τρεμάμενη φωνή έτοιμη να κλάψει.
Την κοίταξε τρυφερά και την αγκάλιασε. «Είσαι δυνατή γυναίκα. Πάντα το έβλεπα. Αλλά, για πες μου για την κορούλα μου. Είναι όμορφη;»
Το πρόσωπό της φωτίστηκε, αμέσως ξέχασε τα κλάματα και γεμάτη ενθουσιαμό άρχισε να του λέει «Το χρυσό μου είναι μια κούκλα. Έχει το χρώμα των μαλλιών σου, και τα μάτια της Ιωάννας. Υπέροχη μυτούλα και κατακόκκινα ζουμερά χειλάκια. Είναι όνειρο σου λέω».
Ο Πέτρος ήταν συγκινημένος. Ακόμα δεν μπορούσε να το πιστέψει πως και οι δύο ήταν ζωντανές. Θυμήθηκε και την άλλη υπόθεση που τον βασάνιζε και θεώρησε πως ήταν μια καλή ευκαιρία να τη ρωτήσει και γι'αυτό.
«Θέλω να σε ρωτήσω και κάτι άλλο κυρα-Ελένη».
«Πες μου, σε ακούω».
«Στην Ρώμη που ήμουνα έλαβα ένα γράμμα από τον ιππότη Ιωάννη Βισκόντη. Μου έγραφε πως η βασίλισσα έχει ερωτικές σχέσεις με τον κόμη ντε Ρουχάς. Ξέρεις εσύ κάτι γι'αυτό; Είχε φτάσει τίποτα στα αυτιά σου;»
«Στα αυτιά μου όχι, αλλά στα μάτια μου ναι» και του τα εξιστόρησε όλα για εκείνη τη μέρα που τους είχε δει να κάνουν έρωτα στην κάμαρα της βασίλισσας.
«Α, τη σκύλα» αναφώνησε ο Πέτρος με θυμό κτυπώντας τη γροθιά του σε ένα κοντινό ράφι ρίχνοντας όλα τα πράγματα κάτω. «Θα μου το πληρώσει η βρόμα. Και μου ορυόταν ότι είναι αθώα η υποκρίτρια. Και τελικά την πλήρωσε ο Βισκόντη».
«Τί εννοείς;» τον ρώτησε η κυρα-Ελένη.
«Το Συμβούλιο τον έκρινε ένοχο για προδοσία και τον έκλεισαν φυλακή».
«Αχ, όχι, είναι τόσο άδικο» είπε πραγματικά στεναχωρημένη.
«Μην ανησυχείς, και μόλις τελειώσω με τους υπόλοιπους θα τον αφήσω ελεύθερο».
«Τί έχεις στο μυαλό σου Πέτρο;»
«Αυτό είναι δική μου δουλειά. Δεν θέλω να ξέρεις για το καλό σου και σε παρακαλώ να μην επιμείνεις».
«Όπως θες, Πέτρο μου. Όπως θες. Το μόνο που σου ζητώ είναι να προσέχεις».
«Θα προσέχω» είπε και της χαμογέλασε «μην μου στεναχωριέσαι. Μην το σκέφτεσαι. Έλα να δούμε τι θα κάνουμε με το θέμα της Ιωάννας».
«Δίκιο έχεις. Σκέφτηκες τίποτα;»
«Σκέφτηκα να το αγοράσουμε από αυτήν την γυναίκα».
«Μα πώς;»
«Θα πω στον Φίλιππο ντε Μεζιέρ. Είναι φίλος μου και μου είναι απόλυτα αφοσιωμένος. Θα πάει σε αυτήν την γυναίκα και θα της προτείνει να το αγοράσει».
«Λες να πιάσει;»
«Ελπίζω πως ναι».
«Και πότε λες να τον στείλεις;»
«Τώρα αμέσως. Θα πάω να βρω τον Φίλιππο. Όπως καταλαβαίνεις θα σε χρειαστώ για να μας οδηγήσεις στο σπίτι της».
«Μα φυσικά, Πέτρο μου, εννοείται».
«Και μόλις πάρουμε το μωρό στα χέρια μας θα φύγεις απευθείας μαζί με τον Φίλιππο για το σπίτι της Ιωάννας. Αυτό θα γίνει το καταφύγιό σας».
«Ε, τότε αν είναι έτσι θα έρθει μαζί μας και η Δέσποινα. Μόνη της θα την αφήσω;»
«Όχι βέβαια. Να πεις και στην Δέσποινα να ρθει μαζί μας. Ευκαιρία να γνωρίσω αυτό το καλό και πιστό κορίτσι. Εγώ θα αναλάβω να φέρω την Ιωάννα. Και από το λιμάνι της Πάφου θα φύγετε για την Καταλονία, για την οικογένεια της Ιωάννας».
«Αλήθεια, Πέτρο, θα με αφήσεις να πάω μαζί της;» του είπε συγκινημένη.
«Μα φυσικά. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για να σου ξεπληρώσω το καλό που έκανες σε όλους μας».
Τον αγκάλιασε. «Αχ, Πέτρο μου, πάντα ήσουν καλός μαζί μου. Θα μου λείψεις τόσο πολύ».
«Και σ' εμένα. Αλλά προτιμώ να λείψεις σε έμενα παρά στην Ιωάννα που ξέρω πόσο πολύ θα σε ήθελε μαζί της. Αλλά αυτά θα τα συζητήσουμε ξανά όταν θα είμαστε όλοι μαζί. Πάω να βρω τον Φίλιππό, πήγαινε και εσύ να βρεις τη Δέσποινα και συνάντηση σε λίγο στο σταύλο».
«Περίμενε να ανέβω εγώ πρώτη να ελέγξω αν υπάρχει κανείς και θα σου πω πότε να ανέβεις».
«Καλά, δίκιο έχεις. Δεν το σκέφτηκα».
Ανέβηκε. Έλεγξε. Ψυχή δεν υπήρχε.
«Ανέβα. Γρήγορα» του έκανε νόημα.
«Θα τα πούμε σε λίγο» της είπε βγαίνοντας βιαστικά από την κουζίνα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top