Kεφάλαιο 54




Ο Πέτρος τους αγκάλιασε και τους φίλησε θερμά. Η αγκαλιά του μικρού Πέτρου ήταν μεγάλη και ζεστή, απεναντίας η μητέρα του, υπόδεχτηκε τον βασιλιά της με ψυχρότητα.

Όταν έφτασαν στο παλάτι, η πρώτη δουλειά του Πέτρου ήταν να γράψει και να στείλει επιστολές στον πάπα και στους υπόλοιπους ηγεμόνες της Δύσης, για να τους κοινοποιήσει τα γεγονότα της Αλεξάνδρειας.

Ήταν μεγάλη η χαρά και η ικανοποίηση του πάπα όταν διάβασε την επιστολή του Πέτρου. Τελικά αποδείχτηκε πως δεν είχε άδικο που τον εμπιστεύτηκε. Κάτι μέσα του τού έλεγε πως αυτό το παιδί ήταν προορισμένο για σπουδαία ανδραγαθήματα!

Αντιθέτως, σαν έμαθαν οι Βενετοί τα γεγονότα της Αλεξάνδρειας αναστατώθηκαν πολύ. Αμέσως έστειλαν απεσταλμένους στο σουλτάνο για να διαχωρίσουν τη θέση τους στο όλο ζήτημα. Του ξεκαθάρισαν πως ουδεμία ανάμειξη δεν είχαν με την επίθεση στην Αλεξάνδρεια. Ότι από την αρχή δεν ήταν σύμφωνοι με το όλο εγχείρημα της σταυροφορίας και πως δεν γνώριζαν καν πως θα ξεκινούσαν από την Αλεξάνδρεια. Τέλος, του τόνισαν πως καμία βοήθεια δεν παρείχαν στον Πέτρο.

Κατάπιαν την περηφάνια τους και τον παρακάλεσαν γονυπετείς να μην χαλάσουν οι καλές σχέσεις που είχαν μέχρι τώρα και να συνάψουν ειρήνη.

Ο σουλτάνος από την μεριά του τούς ξεκαθάρισε πως δεν επιθυμεί να συνάψει ειρήνη με κανέναν αν πρώτα δεν συνάψη ειρήνη με τον βασιλιά της Κύπρου, γιατί δεν είναι δυνατόν ο βασιλιάς Πέτρος να είναι σε εμπόλεμη κατάσταση μαζί του και αυτός να έχει ειρήνη με τους Βενετούς.

Μετά από αυτή τη δήλωση του σουλτάνου, οι Βενετοί θέλησαν να σπρώξουν λίγο την κατάσταση. Αφού έφυγαν από το Κάϊρο πήγαν στην Κύπρο για να συναντήσουν τον Πέτρο.

Ο Πέτρος τους δέχθηκε περισσότερο από περιέργεια.

«Σας ακούω» τους είπε σοβαρός. Ήταν ακόμα κακοφανισμένος μαζί τους επειδή δεν τήρησαν τη συμφωνία τους τότε.

«Ήρθαμε να σε παρακαλέσουμε για χάρη των παλαιών καιρών όπου η σχέσεις μας ήταν καλές και οι εμπορικές συναλλαγές μας πλούσιες να συνάψεις ειρήνη με τον σουλτάνο. Δεν κάνει ειρήνη μαζί μας, αν δεν κάνει πρώτα μαζί σου. Το έθεσε σαν όρο. Σε ικετεύουμε να μας λυπηθείς. Ό,τι έχουμε βρίσκεται στη Συρία. Θα καταστραφούμε οικονομικά αν επιτεθείς εκεί. Βρισκόμαστε στο έλεός σου βασιλιά Πέτρο. Εσύ ορίζεις πλέον τη μοίρα μας».

Οι λέξεις που χρησιμοποίησαν επίτηδες οι Βενετοί έκαναν τη δουλειά τους. Το ότι η μοίρα τους ήταν στα χέρια του τον έκανε να νιώσει πολύ σπουδαίος, σχεδόν Θεός.

Το επεξεργάστηκε για λίγο στο μυαλό του και μετά τους έδωσε την απάντησή του.

«Πραγματικά λυπάμαι που τα πράγματα πάνε τόσο στραβά. Γι' αυτό λοιπόν και για χάρη των παλαιών καιρών αποφάσισα να σας βοηθήσω. Είναι καλύτερος ο φίλος στον δρόμο, παρά ο πλούτος στη ζωή. Δεν θα επιτεθώ στη Συρία, και ειδοποιήστε τον σουλτάνο να μου στείλει τον απεσταλμένο του για τη σύναψη της ειρήνης που τόσο επιθυμεί. Αφού έτσι θα ανοίξει και ο δρόμος για την μεταξύ σας σύνοψη ειρήνης».

Η θετική απάντηση ήταν απρόσμενη και ξάφνιασε ευχάριστα τους Βενετούς απεσταλμένους που πραγματικά ένιωσαν ευγνώμων.

«Ο Θεός να σε ευλογεί βασιλιά Πέτρο, και ευχαρίστως θα μεταβιβάσουμε το μήνυμά σου στο σουλτάνο. Θα ξεκινήσουμε αμέσως τώρα. Σε χαιρετάμε.»

«Στο καλό να πάτε. Θα περιμένω»

Οι απεσταλμένοι έφυγαν και ο Πέτρος έμεινε μόνος του.

«Εύχομαι και ελπίζω όταν θα σας ζητήσω βοήθεια για τη νέα σταυροφορία που σκοπεύω να κάνω να θυμηθείτε τι έκανα για σας και να μην μου την αρνηθείτε γιατί αλλιώς θα γνωρίσετε το άλλο μου πρόσωπο» είπε σφίγγοντας τα χέρια του σε γροθιές.

Βγήκε από την αίθουσα που βρισκόταν με σκοπό να βρει κάποιον να στείλει στον πλοίαρχο ώστε να τον ενημερώσει ότι η αποστολή στη Συρία ακυρώνεται, και αντί για εκεί, να πάνε στην Τουρκία και να τους προξενήσει όσες μεγαλύτερες καταστροφές μπορεί.

Ο πλοίαρχος πήρε το μήνυμα και ξεκίνησε μαζί με τον υπόλοιπο στόλο που είχε διαθέσιμο.

Πρώτα τράβηξαν για την Αλλαγία, επιτέθηκαν στο φρούριο και έπληξαν το λιμάνι της. Ακολουθώντας τα παράλια έφτασαν μέχρι τον ποταμό Μονοβγάτη, εκεί βρήκαν αγκυροβολημένα πολλά τουρκικά καράβια και τα έκαψαν.

Εν τω μεταξύ, οι Βενετοί είχαν φτάσει στο Κάϊρο, συνάντησαν τον σουλτάνο και του μετέφεραν κατά λέξη την συζήτηση που είχαν με τον βασιλιά Πέτρο. Ο σουλτάνος ευχαριστήθηκε πολύ με αυτά που άκουσε και αμέσως έγραψε γράμμα και το έστειλε με τους απεσταλμένους του στην Κύπρο μαζί με πολλά δώρα για τον βασιλιά. Όταν έφτασαν στην Κύπρο έγιναν δεκτοί με τιμές και ο Πέτρος τους παραχώρισε διαμερίσματα για να ξεκουραστούν από το ταξίδι τους.

Τότε βρήκε την ευκαιρία και μαζί με τους άρχοντες του Συμβουλίου διάβασαν το γράμμα του σουλτάνου.

«Λοιπόν, τί έχετε να πείτε για αυτά που γράφει;» τους ρώτησε ο Πέτρος μόλις τελείωσαν το διάβασμα.

«Αφού ο σουλτάνος, ένας τέτοιος ισχυρός ηγεμόνας επιδιώκει την ειρήνη, είναι κάτι που συμφέρει και εμάς μα και εκείνον. Ειδικά όταν μετά από έναν πόλεμο σου μένουν μόνο τα έξοδα, αφού, τα λάφυρα τα παίρνει ο στρατός».

Ο Πέτρος με τη σειρά του έστειλε δικούς του απεσταλμένους με γράμματα και δώρα ως ανταπόδωση αυτών που είχε στείλει ο σουλτάνος.

Οι Βενετοί επωφελήθηκαν απ'όλο αυτό που γινόταν μεταξύ των δύο ηγεμόνων και χωρίς να χάσουν καιρό διέδωσαν πως ο Πέτρος με τον σουλτάνο ετοιμάζονται να συνάψουν ειρήνη. Ακούγοντας αυτή την είδηση οι υπόλοιποι ηγεμόνες, που όταν άκουσαν για το κατόρθωμα του Πέτρου στην Αλεξάνδρεια αποφάσισαν να τον βοηθήσουν και μάζευαν στρατό και στόλο για να του στείλουν, απογοητεύτηκαν οικτρά, άλλαξαν γνώμη και διέλυσαν τον στρατό που είχαν ήδη μαζέψει.

Μετά τους απεσταλμένους του Πέτρου, ο σουλτάνος στέλνει πάλι δικούς του. Αυτή τη φορά με αίτημα πριν την τελική υπογραφή της ειρήνης.

«Τί επιθυμεί ο σουλτάνος;» τους ρώτησε ο Πέτρος νευρικά. Πραγματικά είχε βαρεθεί τα συνεχή πήγαινε έλα των απεσταλμένων. Ήθελε επιτέλους να τελειώνει με αυτό το ζήτημα, για να προχωρήσει με τα υπόλοιπα ποι είχε κατά νου.

«Επιθυμεί να ελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι της Αλεξάνδρειας».

«Πολύ καλά, θα γίνει αυτό που επιθυμεί πέστε του».

Οι αιχμάλωτοι της Αλεξάνδρειας αποφυλακίστηκαν και συγκεντώθηκαν σε καράβι, και μαζί με μερικούς δικούς του Πέτρου ως συνοδεία έφυγαν για το Κάϊρο.

Το καράβι αγκυροβόλησε στην Αλεξάνδρεια και από εκεί με άλογα έφτασαν στο Κάϊρο όπου μένει ο σουλτάνος.

Πριν φτάσει όμως το καράβι ο σουλτάνος πρόλαβε και έμαθε ότι οι ηγεμόνες της Δύσης, όπως τους αποκαλούσε, έμαθαν για την σύναψη ειρήνης και απέσυραν τον στρατό που ετοίμαζαν να στείλουν στον Πέτρο.

Ο σουλτάνος αποφασίζει να αλλάξει τα σχέδια του και όταν έφτασαν οι αιχμάλωτοι διέταξε και συνέλαβαν τους συνοδούς τους.

«Θέλω να πάρετε και το καράβι» ούρλιαξε, «εμπρός πηγαίνετε στην Αλεξάνδρεια και να μου φέρετε και όσους έμειναν πάνω στο καράβι και περιμένουν την επιστροφή των συντρόφων τους. Αυτούς που τώρα έχω εγώ» είπε σαρδόνια και ένα ηχηρό γέλιο γεμάτο κακία βγήκε από το λαρύγγι του.

Ο πλοίαρχος σαν είδε τους στρατιώτες του σουλτάνου να έρχονται κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά κι αμέσως διέταξε το πλήρωμα και σάλπαραν για Κύπρο.

Ο Πέτρος ενημερώθηκε για ότι συνέβη από τον ίδιο τον πλοίαρχο.

«Τους αιχμαλώτισε» είπε με σιγουριά ο Πέτρος, «και το ίδιο θα έκανε και με εσάς αν δεν προλαβαίνατε να φύγετε».

«Το ίδιο πιστεύω και εγώ» συμφώνησε και ο πλοίαρχος με πίκρα στη φωνή του.

«Πολύ καλά» είπε ο Πέτρος με οργή «αφού το θέλει έτσι, ας γίνει. Ετοίμασε στρατό και καράβια, θα κτυπήσουμε τη Συρία, και αυτή τη φορά θα έρθω μαζί σας. Θα τους συντρίψουμε σαν ποντίκια» είπε οργισμένα ο Πέτρος.

«Σε μερικές μέρες θα είναι όλα έτοιμα βασιλιά μου. Θα σας ενημερώσω».

«Θα περιμένω».

Το τελευταίο βράδυ του πριν φύγει για την επίθεση στην Συρία θέλησε να το περάσει με την αγαπημένη του Ιωάννα, που μόνο αυτή ξέρει να τον ηρεμεί και να τον χαλαρώνει.

«Θα λείψεις καιρό;» τον ρώτησε λυπημένη.

«Όχι, καρδιά μου, μην στεναχωριέσαι. Δεν θα λείψω πολύ. Πιστεύω να μας πάρει μόνο μερικούς μήνες».

«Τότε να στο πω» είπε η Ιωάννα παιχνιδιάρικα.

«Να μου πεις τί;» την ρώτησε και το πρόσωπό του γέμισε ανησυχία.

«Μην ανυσηχείς, δεν είναι κάτι κακό».

«Τότε;»

«Ε, να...μάλλον.... είμαι έγκυος» του είπε όλο γλύκα και έβαλε το χέρι του απάνω στην κοιλιά της.

«Αχ, καρδιά μου, με κάνεις τόσο μα τόσο ευτυχισμένο» της είπε τρυφερά και την αγκάλιασε.

Όταν την άφησε του φάνηκε συλλογισμένη.

«Τί σκέφτεσαι;» την ρώτησε.

«Σκέφτομαι, αφού τώρα θα λείπεις εσύ, να φύγω και εγώ από το παλάτι. Να πάω στα κτήματά μου. Εκεί νιώθω πιο ασφαλής».

«Αφού το θέλεις κάντο. Και μόλις επιστρέψω θα έρθω να σε βρω».

Την πήρε στην αγκαλιά του, και έτσι αγκαλιασμένοι αποκοιμήθηκαν μέχρι το επόμενο πρωί που ο Πέτρος ξύπνησε για την αναχώρησή του.

Ήταν 7 Ιανουαρίου 1367, ημέρα Κυριακή. Ο καιρός φαινόταν καλός και ο στόλος απέπλευσε από το λιμάνι της Αμμοχώστου. Η βασίλισσα Ελεονώρα είχε πάει μέχρι εκεί για να τους ευχηθεί καλό κατευόδιο.

Όμως τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα σχεδίασαν. Θύελλα ξέσπασε και ο στόλος σκόρπισε. Το καράβι που επέβαινε ο Πέτρος μαζί με μερικά άλλα κατέληξαν πίσω στην Κύπρο. Ο υπόλοιπος στόλος κατάφερε να φτάσει μέχρι την Τρίπολη και αποφάσισαν να περιμένουν και τον υπόλοιπο στόλο. Ο στόλος, όμως, δεν ερχόταν και αποφάσισαν να προχωρήσουν μόνοι τους.

Λεηλάτησαν την Τρίπολη και επέστρεψαν στην Κύπρο με πλούσια λάφυρα.

Η είδηση της επίθεσης έκανε τον γύρο της Ανατολής, έφτασε και στα αυτιά του σουλτάνου που μόλις το πληροφορήθηκε, μετάνιωσε που δεν είχε ολοκληρώσει τη σύναψη ειρήνης με τον Πέτρο.

Θέλοντας να διορθώσει το λάθος του έστειλε απεσταλμένους του στην Κύπρο.

Ο Πέτρος μόλις τους είδε του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

«Τί νομίζει δηλαδή ο σουλτάνος; Ότι θα με κοροϊδέψει πάλι; Τώρα θα δείτε. Φρουροί» φώναξε και αμέσως μπήκαν μέσα τέσσερις φρουροί «κλείστε τους στη φυλακή».

«Μη βασιλιά Πέτρο, μην το κάνεις αυτό» τον παρακαλασούσαν οι απεσταλμένοι καθώς οι φρουροί τους έσερναν έξω από την αίθουσα «εμείς δεν φταίμε σε τίποτα. Λυπηθείτε μας».

«Ούτε οι δικοί μου απεσταλμένοι έφταιγαν σε τίποτα και όμως τους φυλάκισε ο σουλτάνος» ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσαν από τον Πέτρο καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω τους.

Προβλήματα άρχισαν να δημιουργούνται και στις παλιές κτήσεις του Πέτρου Κώρυκο και Αττάλεια.

Στην Κώρυκο επιτέθηκαν οι Τούρκοι. Ο Πέτρος έστειλε ενισχύσεις με αρχηγό τον αδελφό του Ιωάννη. Όταν έφτασαν εκεί οι Τούρκοι είχαν περικυκλώσει το φρούριο.

Οι Κωρυκιώτες μόλις είδαν τον στόλο κτύπησαν τις καμπάνες και έπαιξαν τις σάλπιγγες.

Ο Ιωάννης με το στρατό του βγήκαν στη στεριά και η μαχή ξεκίνησε. Οι Κωρυκιώτες τότε πήραν θάρρος και βγήκαν από την πόλη πολεμώντας και αυτοί στο πλευρό τους ενάντια στους Τούρκους. Η μάχη που έδωσαν ήταν σκληρή όμως κατάφεραν και κατατρόπωσαν τον εχθρό. Ήταν νικητές. Η πόλη τους είχε σωθεί.

Στην Αττάλεια το πρόβλημα ήταν άλλο. Οι ιππότες εκεί είχαν μείνει απλήρωτοι. Μέσα στις σκοτούρες του ο Πέτρος είχε ξεχάσει να στείλει τους μισθούς και τα εφόδια τους.

Οι ιππότες δυσανασχέτησαν με την καθυστέρηση και ο Πέτρος Κανέλ, ένας από τους ιππότες τους παρότρυνε να δώσουν πίσω την πόλη στους Τούρκους και να φύγουν. Ο διοικητής, που στο μεταξύ είχε ειδοποιήσει τον Πέτρο τους συγκρατούσε με όποιο τρόπο μπορούσε ώστε να μην κάνουν πράξη τα λεγόμενά τους.

Όταν έφτασε εκεί ο Πέτρος τιμώρησε με αποκεφαλισμό τον Πέτρο Κανέλ και πλήρωσε τους υπόλοιπους.

Όταν επέστρεψε στην Κύπρο άρχισε να ετοιμάζει νέο ταξίδι στην Ευρώπη όπου θα πήγαινε με σκοπό να συγκεντρώσει συμμάχους για να ξεκινήσει μια νέα σταυροφορία.

«Θα πάω στην Ρώμη» είπε ο Πέτρος μια μέρα στην Ιωάννα που είχε εγκατασταθεί και πάλι στο παλάτι.

«Τι; Πάλι; Γιατί;» του είπε ξαφνιασμένη. Δεν ήθελε να φύγει πάλι ο Πέτρος. Ειδικά τώρα που θα έφερνε στον κόσμο το παιδί τους. Δεν άντεχε να τον αποχωριστεί ξανά. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά της. Ο Πέτρος πήγε κοντά της και την αγκάλιασε.

«Έλα, καλή μου, μην κλαις. Σε παρακαλώ. Για καλό πάω. Σκοπεύω να ξεκινήσω μια νέα σταυροφορία. Θα πάω να δω τον πάπα για να συζητήσουμε το θέμα».

«Θα λείψεις πάλι τόσο πολύ καιρό;» τον ρώτησε με φρίκη «θα φύγεις και θα μας αφήσεις; Εμένα και το μωρό μας; Όχι δεν είναι δυνατόν».

«Ησύχασε, καρδιά μου, ταράζεσαι και κάνεις κακό στο παιδί μας. Ηρέμησε. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πότε θα γυρίσω. Όμως το ξέρεις καλά πως είναι το όραμά μου. Γιατί θέλεις να μου μαυρίσεις την καρδιά;»

«Έχεις δίκιο καλέ μου, συγχώρεσέ με. Είναι επειδή δεν σε έχω χορτάσει. Μόλις ήρθες και θα φύγεις πάλι».

«Ελπίζω να είναι και η τελευταία φορα που θα χρειαστεί. Να εκπληρώσω το όραμά μου και μετά θα βαρεθείς να με βλέπεις».

«Μακάρι καλέ μου, όχι να σε βαρεθώ, αλλά, να μην ξαναχρειαστεί να φύγεις».

Ο Πέτρος γέλασε και την αγκάλιασε. Ούτε ο ίδιος πίστευε πως θα την βαριόταν ποτέ.

Οι ετοιμασίες προχωρούν, καθώς και οι μήνες.

Όταν ανακοίνωσε και στην Ελεονώρα τα σχέδιά του δεν εξέφρασε ούτε λύπη ούτε χαρά. Η αλήθεια είναι ότι περίμενε άλλη συμπεριφορά από μέρους της. Λίγο πληγώθηκε ο εγωισμός του αλλά το ξεπέρασε γρήγορα.

Του ευχήθηκε βέβαια καλό ταξίδι, καλή τύχη στα σχέδιά του και όλα τα σχετικά.

«Γιατί δεν παίρνεις και το γιο μας μαζί σου; Μεγάλωσε πια. Καιρός να δει και κάτι άλλο εκτός από αυτό το νησί».

«Δεν είναι άσχημη ιδέα. Θα το σκεφτώ».

Και αυτή ήταν όλη η συζήτηση.

Ο Πέτρος το σκέφτηκε και τελικά αποφάσισε να πάρει τον μικρό Πέτρο μαζί.

Όταν του το ανακοίνωσε, ο μικρός πέταξε από την χαρά του.

Η μέρα που καθορίστηκε για την αναχώρηση όλο και πλησίαζε. Έπρεπε να προλάβει να κανονίσει τα ζητήματα του βασιλείου.

Στη θέση του άφησε και πάλι τον αδελφό του Ιωάννη. Για την φροντίδα του παλατιού άφησε τον ιππότη Ιωάννη Βισκόντη. Επίσης του ανάθεσε να προσέχει την κάθε κίνηση της βασίλισσας και να τον ενημερώνει με γράμματα.

Άφησε ακόμα έναν έμπιστό του, τον κόμη ντε Ρουχά, για να προσέχει τι γίνεται στο παλάτι, και ειδικά τη βασίλισσα.

Πήγε να αποχαιρετήσει και την Ιωάννα του. Ήταν οκτώ μηνών έγκυος. Έλαμπε από ομορφιά και ευτυχία. Φίλησε πρώτα τη μεγάλη κοιλιά της, τη χάϊδεψε τρυφερά και έπειτα φίλησε και την Ιωάννα.

«Στο καλό, καλέ μου, και να γυρίσεις σύντομα κοντά μας».

«Και εγώ το εύχομαι. Ανυπομονώ να γνωρίσω το μωρό μας».

Έκλαιγαν και γέλαγαν. Φιλιόντουσαν και χαιδεύονταν. Ο Πέτρος ένιωθε πολύ όμορφα. Ένιωθε πως αυτή ήταν η γυναίκα του.

Η Ιωάννα τον ενημέρωσε πως θα έφευγε και πάλι από το παλάτι γιατί ένιωθε μεγαλύτερη ασφάλεια στα κτήματά της.

«Μα γιατί; Τώρα που πλησιάζει η γέννα θα ήταν καλό να έχεις ένα δικό σου άνθρωπο κοντά σου, την κυρα-Ελένη ας πούμε».

«Δεν γίνεται να έρθει μαζί μου;»

«Θα δω τι μπορώ να κάνω. Αν βρεθεί κάποια άλλη ικανή γυναίκα ώστε να μπορεί να αναλάβει τις δουλειές της, τότε ναι, θα μπορούσε να έρθει.. Όσο το σκέφτομαι τόσο μου αρέσει η ιδέα. Και κάποιον θα έχεις κοντά σου και μακριά από εδώ θα είσαι. Έτσι θα γίνει. Θα έρθει μαζί σου. Θα το κανονίσω».

«Αχ, καλέ μου, σε ευχαριστώ. Τι ωραία που θα είναι να την έχω κοντά μου».

«Θα φύγετε, και τώρα μάλιστα. Πάω να την ειδιποιήσω να ετοιμάσει τα πράγματα της. Ετοίμασε και εσύ τα δικά σου».

Η κυρα-Ελένη χάρηκε πολύ με τα νέα. Αμέσως ετοίμασε τα πράγματά της, δεν είχε και πολλά άλλωστε, και έτρεξε να βοηθήσει και την Ιωάννα.

Ο Πέτρος κανόνισε να τις συνοδεύσουν τέσσερις φρουροί.

Όταν όλα ετοιμάστηκαν η μικρή συνοδεία ξεκίνησε για τα κτήματα της Ιωάννας.

Η βασίλισσα κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα στο παράθυρο παρακολουθούσε την μικρή ομάδα που έφευγε. Τα μάτια της είχαν γίνει δυο σχισμές που έκπεμπαν αβυσσαλέο μίσος.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top