Kεφάλαιο 51
Η επόμενη συνάντηση ήταν καθορισμένη για το μεσημέρι.
Στο γεύμα λοιπόν ο βασιλιάς τους ανακοίνωσε ότι βρίσκει τολμηρή την όλη ιδέα της σταυροφορίας και με μάτια που έλαμπαν αναφώνησε:
«Επιτέλους ένας τολμηρός άντρας που θέλει να πολεμήσει τους Άπιστους και να πάρει πίσω όσα αυτοί έκλεψαν από εμάς τους Χριστιανούς. Κανείς μας μέχρι σήμερα δεν βρήκε το θάρρος και το κουράγιο να αφήσει το ζεστό του παλατάκι και να ξεκινήσει την προετοιμασία για κάτι τόσο μεγάλο όσο μια σταυροφορία. Εύγε, βασιλιά Πέτρο. Άξιος» και με αυτά τα λόγια ύψωσε το ποτήρι με το κρασί που κρατούσε στον αέρα, τον ακολούθησαν και οι υπόλοιποι υψώνοντας και τα δικά τους ποτήρια.
Ο Πέτρος ένιωσε απέραντη περηφάνια για τον εαυτό του.
Ναι, πίστευε πως ήταν μοναδικός. Ο εκλεκτός του Θεού.
«Φυσικά και είμαι δεκτός με το όλο εγχείρημα. Θα βοηθήσω για ότι θελήσετε».
Άκουσε ο Πέτρος τα μαγικά λόγια από τα χείλη του βασιλιά Ιωάννη που περίμενε με τόση αδημονία και αγαλλίασε η ψυχή του. Επιτέλους.
Ένιωσε βαθιά ευτυχισμένος και δικαιωμένος.
Κανείς όμως δεν γνώριζε πως οι λόγοι για τους οποίους δέκτηκε ο βασιλιάς της Γαλλίας δεν ήταν και τόσο ανιδιοτελείς.
Ήθελε τη δόξα της επιτυχίας από ένα τόσο μεγάλο κατόρθωμα, και είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Πέτρο πως θα τα κατάφερνε.
Επίσης, ήταν μια καλή ευκαιρία να ξεφορτωθεί τους μισθοφόρους που τώρα ήταν άνεργοι και ζούσαν κλέβοντας το βιός των απλών ανθρώπων. Είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος ολόκληρης της χώρας. Να, λοιπόν, που τους βρήκε δουλειά.
Όλα λοιπόν ταχτοποιήθηκαν. Τόσο ωραία και απλά.
Όλοι ήταν ικανοποιημένοι.
Μερικές μέρες αργότερα η σταυροφορία κηρύχτηκε στον καθεδρικό ναό της Αβινιόν και για ηγέτης της ορίστηκε ο βασιλιάς Ιωάννης.
Με τα ίδια του τα χέρια ο Πάπας έραψε στις κάπες τους το ιερό σύμβολο των σταυροφόρων, τον κόκκινο σταυρό.
Το βράδυ γιόρτασαν το μεγάλο γεγονός με ξέφρενο γλέντι.
Όταν πια εξουθενωμένος ο Πέτρος βρέθηκε στο κρεβάτι του, απαλλαγμένος πια από το έντονο άγχος που τον κατείχε από όταν ξεκίνησε το ταξίδι του ένιωσε την έλλειψη γυναίκας από το κρεβάτι του.
Φυσικά θα προτιμούσε την Ιωάννα, ή ακόμα και την Ελεονώρα, αλλά αυτές τώρα ήταν μακριά. Αντιλήφθηκε πως καθόλου δεν θα τον δυσαρεστούσε η παρέα μιας άλλης, οποιασδήποτε γυναίκας. Όμορφης και θελκτικής βεβαίως.
Δεν συμβιβαζόταν με τίποτα λιγότερο.
Την επόμενη μέρα δήλωσε στον Πάπα και στο βασιλιά Ιωάννη πως θα έφευγε για το Λονδίνο, να συναντήσει τον βασιλιά Εδουάρδο τον Γ'. Τους εξήγησε πως χρειάζονται σύμμαχοι για ένα τέτοιο μεγάλο εγχείρημα. Πρέπει να συγκεντρωθούν τεράστιες δυνάμεις στρατού.
Πείστηκαν και συμφώνησαν να πάει ο Πέτρος στο Λονδίνο και να ζητήσει και από εκεί βοήθεια.
Μετά την θετική απάντηση από τον ίδιο τον Πάπα και τον βασιλιά της Γαλλίας, ο Πέτρος ένιωθε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Ήταν σίγουρος πια πως όλα θα πήγαιναν καλά, πως και ο βασιλιάς Εδουάρδος θα δεχόταν, ειδικά όταν θα μάθαινε πως ο ίδιος ο Πάπας είχε δεκτεί και είχε ήδη κηρύξει την σταυροφορία.
Στο Λονδίνο έφτασαν τον Οκτώβριο του 1363 μ.Χ. Ένας χρόνος πέρασε από την μέρα που ο Πέτρος ξεκίνησε το ταξίδι του από το λιμάνι της Πάφου.
Ο βασιλιάς Εδουάρδος και η βασίλισσα του Φιλίππα τον υποδέχτηκαν με όλες τις τιμές που αρμόζουν σε έναν βασιλιά.
Το βράδυ το γλέντι άναψε για τα καλά. Ο Πέτρος γνώριζε για πρώτη φορά μια τελείως διαφορετική χώρα. Γεύτηκε φαγητά που ποτέ δεν είχε ξαναδοκιμάσει και το απόλαυσε. Δοκίμασε υπέροχα ντελικάτα κρασιά και γενικά όλη η ατμόσφαιρα που επικρατούσε ήταν κάπως μυστηριακή. Ούτε ο ίδιος ο Πέτρος δεν μπορούσε να εξηγήσει ακριβώς πως το ένιωθε. Το μόνο που μπορούσε να πει με σιγουριά είναι ότι ρήγη διέτρεχαν την ραχοκοκκαλιά του. Ήταν όντως περίεργο συναίσθημα που καμιά συμπεριφορά δεν τα δικαιολογούσε. Όλοι του φέρονταν φιλόξενα και ευγενικά.
Αργά το βράδυ όταν πια τελείωσε το γλέντι και ξαπλωσε στο κρεβάτι του τού φάνηκε πιο κρύο από ποτέ. Επιθυμούσε όσο τίποτα άλλο μια γυναίκα.
Αγκάλιασε σφικτά την πουκαμίσα της Ελεονώρας που πάντα τον περίμενε απλωμένη στο κρεβάτι του, όμως η επιθυμία του παρέμενε εκεί το ίδιο δυνατή και βασανιστική.
Την επομένη, οι βασιλείς διεργάνωσαν για χάρη του κονταρομαχίες. Ο Πέτρος κέρδισε σε όλες και για λίγο η επιθυμία του κοιμήθηκε. Το κοινό επευφημούσε την κάθε του νίκη τρέφοντας ακόμα περισσότερο την αυταρέσκεια του Πέτρου.
Ο βασιλιάς Εδουάρδος τον συνεχάρηκε θερμά για τις νίκες του και έπειτα του είπε:
«Στο κάστρο ετοιμάζεται γιορτή προς τιμήν σου. Θα είναι κάτι ξεχωριστό. Είμαι σίγουρος πως δεν θα έχεις ξαναζήσει κάτι τέτοιο».
Ο Πέτρος όμως έλιωνε από περιέργεια να μάθει περισσότερα.
«Τί το ξεχωριστό θα έχει δηλαδή;»
«Το βράδυ θα μάθεις. Μη βιάζεσαι».
Το βράδυ λοιπόν ο Πέτρος περιποιήθηκε τον εαυτό του σχολαστικά, έκανε μπάνιο με αιθέρια έλαια και φόρεσε τα καλύτερά του ρούχα. Δεν άφησε τίποτα στην τύχη.
Βγήκε από την κάμαρά του κατευθυνόμενος με μεγάλα βήματα προς την αίθουσα όπου θα πραγματοποιόταν η γιορτή. Ανυπομονούσε να δει τί του είχαν ετοιμάσει. Η περιέργειά του είχε κορυφωθεί.
Όταν έφτασε στην είσοδο είδε ότι την κάλυπταν βελούδινες κουρτίνες, πριν προλάβει να τις παραμερίσει και να μπει στην αίθουσα κάποιος τον σταμάτησε. Ήταν ένας υπηρέτης επίσημα ντυμένος.
«Βασιλιά μου, δεν μπορείτε να περάσετε μέσα χωρίς αυτήν» είπε και του έβαλε στα χέρια μια μάσκα. Μαύρη βελούδινη μάσκα που καλύπτει το μισό πρόσωπο.
Ο Πέτρος δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο.
«Δεν ξέρω πως φοριέται αυτό το πράγμα» είπε.
Ο υπηρέτης τότε την πήρε στα χέρια του και είπε στον Πέτρο να γυρίσει.
Τότε ο υπηρέτης προσεχτικά την τοποθέτησε στα μάτια του Πέτρου και έδεσε σφιχτά τα κορδόνια στο πίσω μέρος του κεφαλιού του.
«Έτοιμος» του είπε και παραμέρισε τις κουρτίνες για να περάσει ο Πέτρος.
Όταν μπήκε αντίκρυσε ένα θέαμα που ποτέ δεν είχε ξαναδεί. Όλοι φόραγαν τέτοιες μάσκες. Άντρες και γυναίκες. Των γυναικών ήταν σε διάφορα έντονα χρώματα και περίτεχνα στολισμένες. Οι άντρες φόραγαν ίδια με αυτήν του Πέτρου.
Υπήρχε μουσική και ήδη κάποια ζευγάρια χόρευαν. Υπήρχαν τραπέζια φορτωμένα με όλων των ειδών τα φαγητά. Η αίθουσα ήταν στολισμένη με πολύχρωμα υφάσματα που κρέμονταν από το ταβάνι. Ομηλίες και γέλια ακούγονταν από παντού.
Οι βασιλείς κάθονταν στον θρόνο τους παρατηρώντας τους καλεσμένους τους.
Ο Πέτρος τους πλησίασε και τους χαιρέτησε.
«Βασιλιά Πέτρο, επιτέλους ήρθες» του είπε ο Εδουάρδος «λοιπόν, πώς σου φαίνεται η γιορτή;»
«Πραγματικά υπέροχη, έχω εντυπωσιαστεί. Δεν έχω παρευρεθεί μέχρι τώρα σε κάτι παρόμοιο».
«Οι μασκαράτες μας είναι μοναδικές στην ευρώπη» είπε με περηφάνια ο Εδουάρδος «όμως φαντάζομαι πως αργά ή γρήγορα θα αρχίσουν να τις αντιγράφουν. Αλλά ας τα αφήσουμε τώρα αυτά. Καλή διασκέδαση σου εύχομαι».
«Ευχαριστώ» είπε και έφυγε.
Ανακατεύτηκε με τον κόσμο. Του άρεσε που δεν τον αναγνώριζαν. Πήγε στο τραπέζι και πήρε ένα κύπελλο με κρασί. Έστεκε πίνοντας το κρασί και παρατηρώντας τον κόσμο που διασκέδαζε. Μέχρι που διέκρινε ανάμεσα στο πλήθος μία πλάτη καλυμμένη από ένα χείμαρρο κόκκινα λαμπερά μαλλιά. Θύμησες τότε ξύπνησαν από το παρελθόν του Πέτρου που είχαν από καιρό κοιμηθεί· σχεδόν ξεχαστεί.
Εντελώς παρορμητικά άρχισε να περπατά προς την γυναίκα αυτή. Την πλησίασε και την άγγιξε στο ώμο, αυτή γύρισε και ο Πέτρος βρέθηκε αντίκρυ από δύο καταπράσινα μάτια που τον κοιτούσαν με απορία μέσα από τις σχισμές της μάσκας.
Ω, πόσο γνώριμα του ήταν αυτά τα μάτια.
Η ματιά του κατέβηκε στα σαρκώδη χείλη της γυναίκας και πάλι ανέβηκε στα μάτια. Δεν ήθελε να πάψει να τα κοιτά. Δεν τα χόρταινε αυτά τα μάτια.
Ένα καυτό κύμα πόθου διαπέρασε το σώμα του και η καρδιά του άρχισε να βροντοχτυπά στο στήθος του.
«Σαλώμη;» ψέλλισε.
«Όχι, δεν με λένε Σαλώμη» απάντησε η γυναίκα σαστισμένη «μάλλον κάποιο λάθος έκανες, το όνομά μου είναι..»
«Όχι, μη μου πεις. Δε θέλω να ξέρω».
Η γυναίκα γέλασε από αμηχανία αλλά και γιατί όλο αυτό της φάνηκε κάπως αστείο. Αποφάσισε να πάει με τα νερά του γοητευτικού άνδρα που είχε απέναντί της.
«Καλά όπως θες. Δεν επιμένω».
«Χορεύουμε;» της πρότεινε ο Πέτρος.
«Όπως επιθυμείς, κύριε» είπε η γυναίκα και αμέσως ο Πέτρος την άρπαξε στην αγκαλιά του με ορμή. Η γυναίκα αιφνιδιάστηκε μα συνάμα γοητεύτηκε από τη συμπεριφορά του άγνωστου γι'αυτήν άντρα.
Την κόλλησε πάνω του και τα ματιά του δεν έχαναν στιγμή τα δικά της. Μα και η γυναίκα δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα δικά της από του Πέτρου. Μαύρα, διαπεραστικά την γήτεψαν, την έκαιγαν μέχρι το βάθος της ύπαρξής της.
Χάθηκαν στη δίνη της μουσικής. Όλοι οι άλλοι εξαφανίστηκαν, δεν υπήρχαν γι'αυτούς. Χόρευαν όλο το βράδυ.
Ούτε η γυναίκα ζήτησε να μάθει το όνομα του παρτενέρ της. Τη σαγήνευε το μυστήριο που διαχυνόταν στην ατμόσφαιρα.
Ο Πέτρος τη ξελόγιαζε και αυτή υπέκυπτε όλο και περισσότερο.
«Έλα στην καμάρα μου απόψε» της ψιθύρισε κοντά στο αυτί. Ικεσία και διαταγή μαζί.
Της ήταν πλέον αδύνατον να αντισταθεί. Ο Πέτρος την είχε κατακτήσει.
«Ναι, θα έρθω» του είπε υποταγμένη στη θελκτική του αύρα.
«Η κάμαρά μου είναι στον δεύτερο όροφο, τρίτη πόρτα αριστερά».
«Κατάλαβα».
«Μετά που θα τελειώσει η γιορτή θα φύγω πρώτος και μετά από λίγο έλα, θα σε περιμένω».
«Εντάξει».
«Και κάτι τελευταίο. Μην βγάλεις την μάσκα».
Αυτό έθιξε την γυναίκα.
«Μα γιατί; Δεν είμαι άσχημη» του είπε σχεδόν θυμωμένα.
«Δεν λέω αυτό. Καμία σχέση. Γίνεται να μην το συζητήσουμε; Σε παρακαλώ».
Η γυναίκα φάνηκε να το σκέφτεται για λίγο.
«Καλά, όπως θες».
«Σ' ευχαριστώ».
Οι ώρες που ακολούθησαν τους φάνηκαν ατέλειωτες. Ανυπομονούσαν να βρεθούν μόνοι τους.
Επιτέλους η στιγμή έφτασε. Η γιορτή έλαβε τέλος. Ο Πέτρος ευχαρίστησε τους βασιλείς για την υπέροχη βραδιά, τους καληνύχτισε και αποχώρησε. Πριν βγει από την αίθουσα με τα μάτια του έψαξε την γυναίκα. Ήθελε να σιγουρευτεί ότι τον είδε που έφευγε. Η γυναίκα τον κοιτούσε, δεν τον είχε χάσει στιγμή από τα μάτια της.
Ο Πέτρος παραμέρισε τις κουρτίνες και βγήκε. Με βιαστικά βήματα ανέβηκε στην κάμαρά του και περίμενε...
Σε λίγο χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα. Έτρεξε στην πόρτα και την άνοιξε απότομα από την ανυπομονησία που μέχρι εκείνη τη στιγμή υπότασσε. Μπροστά του ήταν η γυναίκα. Είχε κρατήσει τον λόγο της και δεν είχε βγάλει τη μάσκα. Ούτε ο Πέτρος έβγαλε τη δικιά του.
Ο Πέτρος την πήρε από το χέρι και την τράβηξε μέσα, έκλεισε την πόρτα και γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά.
Τα χείλη του γύρεψαν με λαχτάρα τα δικά της και αυτή παραδομένη του τα πρόσφερε.
Ο Πέτρος τη φίλησε άγρια, παθιασμένα. Το απωθημένο του για τη Σαλώμη ξύπνησε άγριο και επιτακτικό. Κύμα ορμητικό που δεν μπόρεσε να ελέγξει. Φαντασιώθηκε ότι την Σαλώμη αγκάλιαζε, τη Σαλώμη φιλούσε.
Αυτήν και μόνο αυτήν έβλεπε τώρα μπροστά του...
Αυτήν· που τόσες φορές είχε αρνηθεί τα φιλιά του, που τόσες φορές τον είχε απορρίψει και αυτός καιγόταν από τον πόθο του γι'αυτήν γυρεύοντας αλλού τη λύτρωση του κορμιού του.
Της έβγαλε το φόρεμα σχεδόν σχίζοντάς το και την πέταξε στο κρεβάτι, έβγαλε και τα δικά του και έπεσε πάνω της σωστό άγριο θηρίο και άρχισε να την φιλάει παντού αναστενάζοντας από ευχαρίστηση.
«Επιτέλους, Σαλώμη, είσαι δική μου. Μόνο δική μου» είπε βαριανασαίνοντας.
Η γυναίκα σαν άκουσε αυτά τα λόγια θορυβήθηκε, θέλησε να φύγει αλλά το σώμα του Πέτρου βαρύ απάνω της την είχε αιχμαλωτίσει για τα καλά.
«Άσε με να φύγω» του είπε σπρώχνωντάς τον .
Ο Πέτρος μουγγρίζοντας από θυμό της άρπαξε τα χέρια και τα κράτησε σφιχτά πάνω από το κεφάλι της.
«Όχι, Σαλώμη, αυτή τη φορά θα γίνει αυτό που θέλω εγώ» της είπε με λύσσα.
Μπήκε μέσα της με τέτοια ορμή που της έκοψε την ανάσα. Άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα της με σφοδρότητα βογγώντας από ηδονή.
Η γυναίκα από κάτω του σπαρταρούσε από τον πόνο που της προξενούσε η μανία του, σιωπηλά δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της, όμως ο Πέτρος δεν καταλάβαινε τίποτα, είχε τυφλωθεί χαμένος στην φρεναπάτη του. Ήταν πια έρμαιο του ξέφρενου πόθου του.
Την ακινητοποίησε εντελώς καθώς έσπρωχνε όλο και πιο άγρια, όλο και πιο γρήγορα.
Στο σώμα του γυάλιζαν στάλες ιδρώτα. Αγκομαχούσε όμως ο ρυθμός του δεν ελαττώθηκε, μέχρι που, με ένα μακρόσυρτο βογγητό έφτασε στην κορύφωση.
«Αχ! Σαλώμη» φώναξε.
Ένα δυνατό τρέμουλο συντάραξε το κορμί του και ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη του. Όταν το σώμα του ηρέμησε από τα κύματα ηδονής άφησε το κορμί του να πέσει στο κρεβάτι, πλάι της.
Όταν η γυναίκα απελευθερώθηκε από τα χέρια και το σώμα του που τόση ώρα την καταπλάκωνε, πετάχτηκε πάνω και άρχισε να ντύνεται βιαστικά κλαίγοντας.
«Γι'αυτό δεν ήθελες να βγάλω τη μάσκα;» φώναξε «Για να φαντάζεσαι ότι είμαι μια άλλη; Αυτή η Σαλώμη που συνεχώς ψιθύριζες το όνομά της; Εγώ άλλα νόμισα. Αν το είχα καταλάβει από την αρχή ποτέ δεν θα δεχόμουν να έρθω. Δεν έχω ξανανιώσει πιο ταπεινωμένη στη ζωή μου. Μ' έκανες να νιώσω σαν πόρνη. Είσαι ένα τέρας. Εύχομαι μόνο να μην έπιασα παιδί γιατί θα το πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια» του φώναξε και κλαίγοντας ξεκλέιδωσε την πόρτα βγήκε, και την έκλεισε πίσω της με δύναμη. Άρχισε να τρέχει με όλη της την δύναμη.
«Μη Σαλώμη, μη φεύγεις» είπε αδύναμα πίσω της ο Πέτρος χωρίς να έχει το κουράγιο να σταθεί στα πόδια του. Ένιωθε τόσο καταβεβλημένος. Έτσι κι αλλιώς ήταν πια αργά. Η κοπέλα είχε κιόλας φύγει μακριά.
Δεν άκουσε τα λόγια που του είπε με τόσο πόνο και θυμό. Ήταν ακόμα στο δικό του κόσμο. Αυτόν που έφτιαξε με τη φαντασία του και δεν ήθελε να τον εγκαταλείψει ακόμα.
Ούτε που συνειδητοποίησε τι ακριβώς είχε κάνει. Κουρέλιασε την αξιοπρέπειά της. Καταπάτησε το σώμα και τη ψυχή της. Ουσιαστικά τη βίασε και όμως υπό την επίρρεια της παραφροσύνης του πάθους του δεν το αντιλήφθηκε.
Χορτάτος από έρωτα βυθίστηκε σε ένα μακάριο ύπνο γεμάτο κόκκινα λαμπερά μαλλιά και καταπράσινα, ίδια σμαράγδια μάτια.
Την επομένη ξύπνησε γεμάτος όρεξη και ζωντάνια. Ένιωθε ανάλαφρος και γεμάτος ευεξία. Μετά από πολλές μέρες ένιωθε γεμάτος ενέργεια. Έτοιμος να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δυσκολία βρισκόταν στο δρόμο του που θα εμπόδιζε την επίτευξη του στόχου του. Ένιωθε πανέτοιμος να μιλήσει στο βασιλιά Εδουάρδο για τον σκοπό της επίσκεψής του στην Αγγλία.
Ζήτησε ακρόαση και ο Εδουάρδος τον δέκτησε. Σαν βρέθηκε μπροστά του, κάπου έχασε το θάρρος του. Δεν είχε ακόμα αποκτήσει οικειότητα μαζί του, αλλά, δε γινόταν να καθυστερήσει άλλο.
«Ομολογώ πως μου κέντρισες την περιέργεια» άκουσε τον Εδουάρδο να του λέει και η ευγενική φωνή του του έδωσε το κουράγιο που χρειαζόταν και άρχισε να μιλά.
Του μίλησε για το οράμά του. Το χαρακτήρισε σαν θεάρεστη πράξη και ότι οφείλουν να το πραγματοποιήσουν χάριν της χριστιανοσύνης. Του τόνισε πως ο Πάπας δέκτηκε και ήδη είχε κηρύξει την σταυροφορία και πως όρισε για ηγέτη τον βασιλιά της Γαλλίας Ιωάννη.
Όση ώρα μιλούσε ο Πέτρος, ο Εδουάρδος τον κοιτούσε με ένα ανεξιχνίαστο ύφος που απογοήτευσε τον Πέτρο. Δεν μπόρεσε να καταλάβει τις προθέσεις του Εδουάρδου και αυτό του προξένησε κάποια ανησυχία. Ένιωσε την αυτοπεποίθησή του να κλονίζεται.
Ο Εδουάρδος πήρε το λόγο και μίλησε με επισημότητα.
«Βασιλιά Πέτρο άκουσα με προσοχή όσα είπες και πραγματικά με ξάφνιασες ευχάριστα. Παρά την μικρή σου ηλικία τα όνειρά σου είναι μεγάλα. Αυτό είναι αξιοθαύμαστο και σε συγχαίρω. Γι'αυτό λοιπόν αποφάσισα να συνεισφέρω και εγώ στο σκοπό σου. Θα σου παραχωρίσω ένα υπέροχο καράβι που διαθέτω, πλήρως επανδρωμένο. Την Αικατερίνη».
Ο Πέτρος απογοητεύτηκε. Τι; Μόνο αυτό; Ένα καράβι; Για κάτι τόσο μεγάλο όσο μια σταυροφορία; Είναι δυνατόν; Και όμως, αυτό ήταν το μόνο που πρόσφερε ο Εδουάρδος για την σταυροφορία.
«Επίσης θα ήθελα να σου επισημάνω πως αν τελικά κατορθώσεις να πάρεις πίσω το βασίλειο της Ιερουσαλήμ από τους άπιστους και γίνεις εκεί βασιλιάς τότε και εγώ θα απαιτήσω να επιστραφεί η Κύπρος στην κατοχή του αγγλικού θρόνου, γιατί αν θυμάσαι καλά η Κύπρος κατακτήθηκε το 1191 από τον τότε βασιλιά Ριχάρδο. Την πούλησε μετά στον Γκυ ντε Λουζινιάν όμως ποτέ δεν εξόφλησε το χρέος του προς τον αγγλικό θρόνο. Άρα θεωρητικά το νησί ανήκει ακόμη στην Αγγλία».
Ο Πέτρος τέτοια εξέλιξη δεν την περίμενε. Πάγωσε ακούγοντας αυτά τα λόγια. Απέφυγε να απαντήσει και αποχώρησε από την αίθουσα.
Την επόμενη κιόλας μέρα έφυγε από την Αγγλία αφήνοντας πίσω την Αικατερίνη που ακόμα περίμενε αγκυροβολημένη για να την παραλάβει.
Αποφάσισε να επιστρέψει στην Γαλλία.
Όταν έφτασε μαθαίνει τα δυσάρεστα νέα ότι ο βασιλιάς Ιωάννης δεν υπήρχε πια, είχε πεθάνει.
Κεραμίδα κτύπησε τον Πέτρο με τα νέα που έμαθε. Δεν μπορούσε να το πιστέψει πως ο βασιλιάς που θαύμαζε τόσο και θα ηγείτο της σταυροφορίας δεν υπήρχε πια.
Και τώρα; Τί θα γινόταν με την σταυροφορία; Ποιός θα ήταν ο καινούριος ηγέτης;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top