Kεφάλαιο 5
Βγήκε τρέχοντας από το παλάτι. Το σκοτάδι ήταν ακόμα βαθύ όμως δεν ανησυχούσε μη χάσει τον προσανατολισμό της γιατί είχε πάει τόσες φορές στο σπίτι των κομητών που τα βήματά της την οδηγούσαν από μόνα τους στον προορισμό της. Η βροχή τής μαστίγωνε το πρόσωπο και το κρύο τής περόνιαζε τα κόκαλα. Στη φούρια της δε σκέφτηκε να πάρει το πανωφόρι της και ούτε λόγος να επιστρέψει για να το πάρει. Κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο που καθυστερούσε ήταν εις βάρος του παιδιού της. Ένιωθε το νερό στο κορμί της να παίρνει ύψος, τώρα της είχε φτάσει μέχρι τα γόνατα και τη δυσκόλευε στην πορεία, όμως δεν το έβαζε κάτω αν και είχε κουραστεί. Η σκέψη του παιδιού της της έδινε τη δύναμη και το κουράγιο που χρειαζόταν για να συνεχίσει.
Μέχρι να φτάσει είχε βραχεί μέχρι το μεδούλι. Βρήκε την πόρτα ανοικτή και μπήκε φωνάζοντας την παραμάνα όμως η μόνη απάντηση που πήρε ήταν το σπαραχτικό κλάμα του παιδιού της. Το ακολούθησε και το βρήκε μέσα στο καλάθι του που τη στιγμή εκείνη άρχισε να μπάζει νερά. Το μωρό τρόμαξε και άρχισε το σωτήριο κλάμα του. Η παραμάνα δεν εμφανίστηκε. «Την άτιμη, την καταραμένη, εγκατέλειψε το παιδί μου στην τύχη του!». Το έχωσε στην αγκαλιά της με λαχτάρα και το γέμισε φιλιά κλαίγοντας και αυτή μαζί του. Έπρεπε να βιαστεί. Η στάθμη του νερού ολοένα και ανέβαινε. Για καλή της τύχη βρήκε μια στεγνή κάπα με την οποία τυλίχτηκαν γερά μάνα και γιος και βγήκαν έξω στο κρύο και τη βροχή.
Τώρα η Αλίκη προχωρούσε με μεγαλύτερη δυσκολία από ότι πριν, η στάθμη του νερού της έφτανε σχεδόν μέχρι τη μέση και ήταν τρομερά κοπιαστικό να περπατά έχοντας αντίσταση από το νερό. Το βάρος του παιδιού δυσχέραινε ακόμα περισσότερο την υπεράνθρωπη προσπάθειά της επιβραδύνοντας τα βήματά της, αντίθετα με το νερό που όλο κέρδιζε ύψος. Έσφιγγε τον μικρό πάνω της και συνέχιζε. Προσευχόταν με όλη τη δύναμη της πίστης και της ψυχής της. Προσευχόταν και παρακαλούσε το Θεό να τους γλυτώσει. Ένιωθε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν, το σώμα της να μουδιάζει από το κρύο, η ανάσα της έβγαινε κοφτή και σφυρικτή από τα πνευμόνια της, με δυσκολία κρατιόταν στα πόδια της. Ήταν στα πρόθυρα της τελειωτικής κατάρρευσής της που θα οδηγούσε στον πνιγμό και των δύο. Ο μικρός Πέτρος ένιωσε ανασφάλεια στην αδύναμη και υγρή πλέον αγκαλιά της μητέρας του και άρχισε να κλαίει γοερά. Η Αλίκη δεν άντεχε άλλο. Το νερό της είχε φτάσει σχεδόν μέχρι το λαιμό και αναγκάστηκε να σηκώσει ψηλότερα το παιδί για να μην πνιγεί. Αυτό απέφερε ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία στην πορεία της αλλά δεν το έβαζε κάτω. Τουλάχιστον όχι ακόμα, αν και σε λίγο θα καλύπτονταν και οι δύο από τον υγρό θάνατο. Τα μπράτσα της άρχισαν να τρέμουν από το βάρος που δεν μπορούσαν να κρατήσουν άλλο, δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. Δεν έκλαιγε γι' αυτήν αλλά για το μονάκριβο παιδί της που θα χανόταν τόσο πρόωρα και τόσο άδικα.
Ένιωσε τα βλέφαρά της να κλείνουν από την κούραση και τα χέρια της να λύνονται. Ένιωσε τον μικρό να γλιστρά από τα χέρια της και αμέσως συνήλθε σφίγγοντάς τον και πάλι, και σε μια ύστατη προσπάθεια τον ύψωσε ακόμα πιο πολύ αν και το ένιωθε ότι δεν θα κρατούσε για πολύ ακόμα. Στα αυτιά της έφτασαν κραυγές απελπισίας και απόγνωσης από ανθρώπους που βρίσκονταν στην ίδια ή και σε χειρότερη μοίρα από αυτήν. Ήθελε να κλείσει τα αυτιά της να μην ακούει τις σπαρακτικές φωνές που καλούσαν σε βοήθεια μα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί γιατί κρατούσε το παιδί. Της φάνηκε ότι άκουσε κάποιον να την καλεί αλλά σκέφτηκε πως μάλλον θα ήταν της φαντασίας της. Δεν μπορούσε πλέον να προχωρήσει άλλο, της ήταν αδύνατο. Όλα την καθήλωσαν. Η τρομερή κούραση, το κρύο, η βροχή που της ράπιζε ανελέητα το πρόσωπο, οι σπαραξικάρδιες κραυγές των ανθρώπων που της κατέκλυζαν το μυαλό. Τώρα της φαινόταν τόσο δελεαστική η παραίτηση από τη μάχη που έδινε, να αφεθεί στο νερό και να χαθεί, να μην νιώθει πλέον αυτή την κούραση και τον πόνο σε όλο της το σώμα, να πάψει να ακούει, να πάψει να αισθάνεται και θα υπέκυπτε στο δέλεαρ αυτό εδώ και ώρα αν δεν είχε το παιδί της μαζί. Ένιωσε το σώμα της να ταλαντεύεται. Της φάνηκε πως τη φωνή που την φώναζε πριν, τώρα την άκουγε πιο κοντά της, πολύ κοντά της και λίγο αργότερα ένιωσε δυο δυνατά χέρια να την αγκαλιάζουν και να την συγκρατούν λίγο πριν πέσει. «Αλίκη μου, μη φοβάσαι, εγώ είμαι, ο Ούγος». Η φωνή του βάλσαμο στην ψυχή της.
«Από την ώρα που ξύπνησα από έναν τρομερό εφιάλτη σε ψάχνω σαν τρελός. Έλα Αλίκη μου μην τα παρατάς τώρα. Δεν πρέπει να λιποθυμήσεις γιατί δεν θα μπορώ να σας κουβαλήσω και τους δύο. Θα χαθούμε και οι τρεις μας! Έλα, θα πάρω τον μικρό και στηρίξου απάνω μου. Γρήγορα όμως γιατί το νερό σύντομα θα μας καλύψει».
Η Αλίκη, που τόση ώρα είχε τα μάτια της κλειστά περιμένοντας το αναπόφευκτο, υπάκουσε με αγαλλίαση και από τα βάθη της καρδιάς της ευχαρίστησε το Θεό. Βαθιά μέσα της πίστεψε ότι μόλις είχε βιώσει ένα θαύμα. Όταν κατέκλυσαν εφιάλτες τα όνειρα του Ούγου, τον ανάγκασαν να ξυπνήσει, να αντιληφθεί τι γινόταν και να ψάξει την Αλίκη που απουσίαζε. Την έψαχνε πολλή ώρα, φώναζε το όνομά της και όταν πια είχε απελπιστεί άκουσε το σπαρακτικό κλάμα του παιδιού τους που τον οδήγησε κοντά τους και τους έσωσε από βέβαιο θάνατο. Η Αλίκη ένιωθε λυτρωμένη. Απέθεσε τη ζωή του παιδιού της και τη δική της στα δυνατά και έμπιστα χέρια που τόσο αγαπούσε και εμπιστευόταν τυφλά. Ήταν πλέον σίγουρη ότι θα έβγαιναν αλώβητοι από όλη αυτή τη δοκιμασία. Ήξερε τον Ούγο, γνώριζε τη δύναμη που τον διακατείχε στις δύσκολες ώρες όπως τώρα και γνώριζε επίσης τη θέληση και το πείσμα του για τη ζωή. Ξαλαφρωμένη από το βάρος του παιδιού και την έντονη αγωνία της για την τύχη του και νιώθοντας δίπλα της την ήρεμη δύναμη του Ούγου, πήρε την ώθηση για να συνεχίσει τον αγώνα επιβίωσης της. Ήταν λες και με την επαφή τους είχε μεταγγιστεί δύναμη από τον Ούγο στο αδύναμο και εξασθενημένο σώμα της Αλίκης. Τον ακολουθούσε πειθήνια χωρίς ερωτήσεις, χωρίς να αντιτίθεται σε τίποτα.
Προχωρούσαν αργά και βασανιστικά. Η Αλίκη κάποια στιγμή κάπου σκόνταψε και κάτι μπλέχτηκε στα πόδια της, αιφνιδιάστηκε που ένιωσε να χάνει τα βήματά της, τρόμαξε και στρίγγλισε αλλά ο Ούγος τη συγκράτησε καθησυχάζοντας την.
«Έλα Αλίκη μου, ηρέμησε δεν ήταν τίποτα, κάνε κουράγιο και σε λίγο θα βγούμε από το νερό. Δεν αισθάνεσαι ήδη το έδαφος που άρχισε να παίρνει μια ελαφριά κλίση προς τα πάνω; Μας οδηγώ στο ανάκτορο του Αρχιεπισκόπου που βρίσκεται στο λόφο. Εκεί πιστεύω θα είμαστε ασφαλείς. Το μόνο που εύχομαι είναι να βρίσκεται εκεί για να μας ανοίξει και να μας φιλοξενήσει για όσο χρειαστεί. Αν όμως κάνω λάθος...».
Δεν τελείωσε αυτό που ήθελε να πει για να μην ταράξει την Αλίκη η οποία μέσα στην ταραχή της δεν έδωσε σημασία στα λόγια του. Αν έκανα λάθος θα δω τι θα κάνω, σκέφτηκε ο Ούγος. Η Αλίκη ηρέμησε αλλά δεν ένιωθε την κλίση του εδάφους να ανηφορίζει. Δεν είπε τίποτα. Συνέχισαν προσεκτικά την πορεία τους ώσπου τελικά ένιωσε και η Αλίκη την κλίση του εδάφους να αλλάζει. Η καρδιά της φτερούγισε σαν σπουργίτι από άγρια χαρά αλλά και απο ικανοποίηση που τελικά δεν είχε κάνει λάθος για τον Ούγο. Ένιωθε καθαρά πλέον το νερό να χάνει ύψος από το κορμί της, αργά αλλά σταθερά. Αισθάνονταν την απελευθέρωσή τους από τον υγρό θάνατο που τόση ώρα τους είχε αγκαλιά, τους διεκδικούσε και τους πάγωνε μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής τους. Ένιωσαν να γεννιούνται ξανά, λες και μόλις έβγαιναν από τα σπλάχνα της μητέρας τους. Τους είχε δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία και σίγουρα θα την άρπαζαν από τα μαλλιά. Ναι, είχαν γλυτώσει! Τουλάχιστον από τον πνιγμό.
Όταν επιτέλους βγήκαν εντελώς από το νερό ένιωσαν το κρύο σε όλο του το μεγαλείο. Έτρεμαν, δεν αισθάνονταν πλήρως τα πόδια τους από το μούδιασμα, όμως δεν πτοήθηκαν. Ατσαλώθηκαν με καινούριο κουράγιο και συνέχισαν την διαδρομή που θα τους οδηγούσε στην τελειωτική τους σωτηρία, στο ανάκτορο του Αρχιεπισκόπου. Τους φάνηκε ότι περπατούσαν αιώνια. Με όσο κουράγιο και θέληση και να είχαν εφοδιαστεί ήταν τρομερά δύσκολο γιατί τα σώματα δεν υπάκουαν στις εντολές του μυαλού, τα ίδια τα κορμιά τους τους πρόδιδαν. Αρνούνταν να συνεχίσουν. Έμειναν για λίγο εκεί, καθηλωμένοι μέχρι που πήρε και πάλι τα ηνία ο Ούγος και προέτρεψε και την Αλίκη να συνεχίσει. Δεν θα τα παρατούσαν τώρα και δεν το έκαναν.
Συνέχισαν. Ανέβηκαν την ανηφόρα και επιτέλους έφτασαν στον προορισμό τους.
Κτύπησαν την πόρτα. Σιγά στην αρχή μα όσο περνούσε η ώρα και κανένας δεν άνοιγε τόσο πιο έντονα και απεγνωσμένα γίνονταν τα κτυπήματα μέχρι που τελικά προς ανακούφιση του ζεύγους η πόρτα άνοιξε και φάνηκε στο κατώφλι ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος που τα 'χασε μόλις τους είδε. Τους έμπασε βιαστικά μέσα, τους διέταξε να βγάλουν τα βρεγμένα ρούχα τους και να σταθούν γυμνοί για λίγο μπροστά στο αναμμένο τζάκι για να ζεσταθούν. Τους έδωσε στεγνά ρούχα που αν και μη βασιλικά τα δέχτηκαν όπως ο διψασμένος που βρίσκει όαση στην έρημο. Από διακριτικότητα ο Αρχιεπίσκοπος αποχώρησε λέγοντάς τους πως θα βρίσκεται στο δωμάτιο του και όταν θα ήταν έτοιμοι να πήγαιναν να τον βρουν.
Μόλις έφυγε έβγαλαν τα ρούχα τους και τα ρούχα του μικρού και στάθηκαν μπροστά στις ευεργετικές φλόγες της φωτιάς. Ένιωθαν σαν παγάκια που λιώνουν στον καυτό ήλιο και γίνονται νερό. Πόσο το απολάμβαναν! Έκλεισαν τα μάτια τους από ευχαρίστηση. Μέχρι και το κακόμοιρο το παιδί σταμάτησε επιτέλους να κλαίει και έμεινε ήσυχο και ευχαριστημένο στην αγκαλιά της μητέρας του. Έμειναν έτσι για λίγη ώρα τυλιγμένοι στη θαλπωρή της ζεστασιάς χωρίς κανένας να μιλάει. Σκέφτονταν ότι θα μπορούσαν να μείνουν έτσι εκεί για πάντα.
Από τις σκέψεις του βγήκε πρώτος ο Ούγος και χαμογελώντας στη γυναίκα του τη ρώτησε πως νιώθει αλλά το μόνο που εισέπραξε ήταν ένα γουργουρητό ευχαρίστησης που τον έκανε να γελάσει και να την αγκαλιάσει από τους ώμους.
«Αλίκη, τώρα που είμαστε μόνοι θέλω να μου πεις πώς βρέθηκες εκεί που σε βρήκα. Αχ, να ήξερες μόνο τι αγωνία πέρασα μέχρι να σε βρω. Σε είχα για χαμένη ξέρεις» και την έσφιξε με λαχτάρα πάνω του.
«Ας ντυθούμε πρώτα και θα σου πω πριν πάμε να βρούμε τον Αρχιεπίσκοπο. Νομίζω ζεσταθήκαμε αρκετά».
«Ναι, καλά λες και εγώ καλά είμαι. Ας ντυθούμε» την προέτρεψε και χωρίς χρονοτριβή ντύθηκαν και έντυσαν και τον μικρό Πέτρο.
Έπειτα κάθισαν κοντά στο τζάκι και η Αλίκη εξιστόρησε όλη την ιστορία, από το άσχημο προαίσθημα που είχε μέχρι την στιγμή που τους βρήκε ο Ούγος. «Μετά το αποψινό θα πάψω να κοιμάμαι με κερί στα αυτιά έστω και αν ο παραμικρός θόρυβος με ξυπνά. Σε άκουσα με προσοχή και καταλαβαίνω τον θυμό σου για την παραμάνα του γιου μας, όμως σκέφτηκες το ενδεχόμενο να πήγαινες εκεί και να ήταν άφαντος επειδή ακριβώς θα τον είχε πάρει η παραμάνα για να τον προστατέψει; Δεν θα ήξερες προς τα πού θα πήγαιναν ούτε αν τελικά κατάφερναν να επιβιώσουν. Δεν είναι καλύτερα έτσι; Εντέλει ίσως να μην κατόρθωσε να προστατέψει το παιδί μας γιατί μπορεί μέσα σε αυτόν το χαλασμό να της έτυχε κάτι δυσάρεστο ή αν πάλι όχι δεν πειράζει. Εγώ προτιμώ αυτή την έκβαση της ιστορίας. Πέρασες ό,τι πέρασες αλλά τουλάχιστον έχεις το παιδί μας μαζί».
Τα μάτια της Αλίκης γέμισαν δάκρυα και έπεσε στην αγκαλιά του με λυγμούς λέγοντας του πόσο δίκαιο είχε και ότι τώρα ένιωθε τύψεις που την καταράστηκε. Ο Ούγος απλά και μόνο για να την καθησυχάσει της είπε ότι αφού μετάνιωσε οι κατάρες της δεν θα πιάσουν. Στην πραγματικότητα ήταν άσχετος με αυτά αλλά αφού τα λόγια του απέφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα και η Αλίκη ηρέμησε δεν είχε και τόση σημασία. Μετά από λίγο πήγαν να βρουν τον Αρχιεπίσκοπο.
Τελικά τον πέτυχαν στην κουζίνα να δίνει διαταγές στο μάγειρά του για την ετοιμασία του δείπνου. Ήδη υπέροχες μυρωδιές γέμισαν το χώρο γαργαλώντας τις αισθήσεις τους. Μέχρι να ετοιμαστεί το δείπνο ο Αρχιεπίσκοπος τους έφτιαξε ένα φαρμακευτικό αφέψημα το οποίο τους ανάγκασε να πιούν για να αποφύγουν την πνευμονία. Το έπιναν μορφάζοντας από την πίκρα που γεύονταν. Ο μικρός Πέτρος πλάνταξε στο κλάμα μέχρι να καταφέρουν να του δώσουν έστω λίγες σταγόνες με το ζόρι.
Το δείπνο που απόλαυσαν μετά τους αποζημίωσε. Αν και λιτό ήταν νοστιμότατο και συνοδευόταν από κόκκινο κρασί, νέκταρ σώματος και μυαλού. «Λοιπόν φίλοι μου, τώρα που φάγαμε και χορτάσαμε την πείνα μας μπορείτε να αποσυρθείτε για να κοιμηθείτε. Βλέπω πόσο κουρασμένοι είστε. Περάσατε πολλά. Αυτά όμως θα τα πούμε αύριο όταν όλοι μας θα είμαστε ξεκούραστοι με καθαρό μυαλό. Θα σας παραχωρήσω τα δικά μου διαμερίσματα τα οποία καλύπτουν όλες τις ανάγκες. Βέβαια, δεν έχουν τις ανέσεις που εγκαταλείψατε με τη βία απόψε». «Μα δε χρειάζεται να...» προσπάθησε να τον αποτρέψει ο Ούγος αλλά με μια κίνηση του χεριού ο Αρχιεπίσκοπος τον ανάγκασε να σωπάσει. «Δεν ακούω κουβέντα. Απόψε Ούγο δεν σε αντιμετωπίζω σαν το βασιλιά μας αλλά σαν έναν αγαπητό φίλο με την οικογένεια του που χρειάζεται βοήθεια, φροντίδα και φιλοξενία και εγώ με μεγάλη μου χαρά σας τα προσφέρω απλόχερα. Ξεκουραστείτε απόψε και αύριο με το καλό θα γίνεις και πάλι ο βασιλιάς μας. Απόψε μόνο ξεκουραστείτε» και μετά από μικρή παύση πρόσθεσε περίλυπα, «ο λαός θα σας χρειαστεί ξεκούραστο και δυνατό. Καληνύχτα λοιπόν».
Χωρίς άλλη κουβέντα αποχώρησαν και σε λίγο όλο το ανάκτορο βυθίστηκε στο σκοτάδι, όπως τις καρδιές των ανθρώπων που το κατοικούσαν απόψε. Ήταν κι εκείνες βυθισμένες στον πόνο και στην απόγνωση και πάλευαν να βρουν στον ύπνο τη λησμονιά για τις ανταριασμένες τους ψυχές.
Την επομένη ξύπνησαν αργά. Δεν έβρεχε αλλά σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό αν και δεν ήταν πια τόσο γκρίζα. Στο αμυδρό φως της καινούριας μέρας που ξημέρωσε θα τους αποκαλυπτόταν η πικρή αλήθεια. Όταν ξύπνησαν το κορμί τους υπέφερε ολόκληρο από τις επίπονες προσπάθειες της χθεσινής νύχτας. Το θετικό ήταν ότι όντως το μυστηριώδες αφέψημα που τους έδωσε ο Αρχιεπίσκοπος να πιουν τους βοήθησε και δεν αρρώστησαν. «Αχ, κοίτα αγαπημένε μου! Eπιτέλους σταμάτησε να βρέχει!» είπε η Αλίκη με χαρά, σηκώθηκε και προχώρησε αργά προς το παράθυρο. Όταν κοίταξε έξω το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της, μετατράπηκε σε μάσκα πόνου. Ο Ούγος αντιλήφθηκε την αλλαγή στη διάθεσή της και έσπευσε και αυτός στο παράθυρο να δει τι συμβαίνει. Το ίδιο παγωμένος έμεινε και αυτός...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top