Κεφάλαιο 7 - Νέα αρχόντισσα
-"Έλα καλή μου, σκούπισε τα μάτια σου. Όλα θα πάνε καλά, θα δεις. Ο Τζέθρο θα φροντίσει και για σένα και για τις κόρες σου."
Ακουμπάω το χέρι μου στον ώμο της Γκέιλ. Τι κάθομαι και της λέω της γυναίκας. Όλα θα πάνε καλά... Μόλις έχασε τον άντρα της. Είδε να τον σφάζουν μπροστά της. Έχασε το σπίτι της. Όλη της η ζωή άλλαξε μέσα σε λίγες ώρες. Και τα άμοιρα κορίτσια της ... Είναι σε κατάσταση σοκ, αυτό μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Κοιτάνε σα χαμένες, φοβισμένα κουταβάκια που βρέθηκαν έξω απ'την προστασία της φωλιάς τους. Γυρίζω και τις κοιτάζω, χαμογελώντας τους ενθαρρυντικά.
Αλλά πρέπει να χειριστώ και το δικό μου θέμα με προσοχή. Έχω ένα ρόλο να υποστηρίξω. Γελάω με τον εαυτό μου, μέσα στο μυαλό μου. Στήνω και ρόλους για να επιζήσω τώρα. Ένας θεός ξέρει πόσο χρειάζομαι να υποστηρίξω αυτό το ρόλο. Γιατί δεν γίνεται να μάθει κανείς το πώς βρέθηκα εδώ, αλλά δεν είναι δυνατόν και να έπεσα απ'τον ουρανό.
Κι όμως έτσι έγινε! Κυριολεκτικά! Το βουητό που μου τρύπαγε το μυαλό και μ'έκανε να σφίγγω τα αφτιά μου κλαίγοντας, ενώ περιστρεφόμουνα στο κενό και καιγόντουσαν τα ρούχα μου, έρχεται στη μνήμη μου. Εκείνο το μπλε φως που ερχόταν καταπάνω μου! Ένα καυτό σιφόνι που με ρούφηξε απ'την εποχή μου και με πέταξε τέσσερις αιώνες πίσω, στο παρελθόν.
Τι είδους μαγεία ήταν αυτό?! Τι είδους δαιμονική δύναμη?! Ούτε εγώ δεν μπορώ να κατανοήσω και να αποδεχτώ, πόσο μάλλον ένας άνθρωπος απ'το δέκατο έβδομο αιώνα.
Όμως εγώ, ζούσα στον εικοστό πρώτο αιώνα. Έχω συνειδητοποιημένες γνώσεις και βιώματα. Έχω διαβάσει κβαντική φυσική, η οποία διατείνεται ότι στοιχεία της πραγματικότητας που μας περιβάλλει, είναι δυνατόν να υπάρχουν την ίδια στιγμή σε δύο διαφορετικούς χώρους. Κείμενα που είχα μελετήσει και αναλύσει εκατοντάδες φορές, δεν αφήνουν περιθώρια για σκέψεις με μαγείες και δαίμονες. Η μαγεία δεν είναι τίποτα άλλο από επιστημονική γνώση, η οποία δεν έχει ακόμα κατακτηθεί.
To να μετατρέπουμε το σκοτάδι σε φως πατώντας απλά ένα διακόπτη, ή να πετάμε απ΄την μιαν άκρη του κόσμου στην άλλη μέσα σε ένα σιδερένιο πουλί, πράγματα τόσο καθημερινά για τη δικιά μου εποχή, θα μπορούσαν σε αυτή την εποχή να θεωρηθούν μαγικά κατορθώματα. Το είχε πει ο Arthur C. Clarke, ο περίφημος Άγγλος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας : 'Η υψηλή τεχνολογία δε διαφέρει σε τίποτα από τη μαγεία'.
Σε τι είδους υψηλή τεχνολογία μπλέχτηκα? Μήπως ένας άλλος εαυτός μου, είναι ακόμα στη βιβλιοθήκη Wren και αναζητά πληροφορίες για πίνακες και τέχνη?
Ένα είναι σίγουρο! Δεν έχω ούτε το χρόνο, ούτε τα μέσα για να αναλύσω αυτή τη στιγμή τέτοιες σκέψεις. Πρέπει να σκεφτώ με λογική, πώς θα χειριστώ το απίστευτο αυτό μυστικό μου, για να μείνει έτσι. Μυστικό!
Μου προσφέρθηκε μια ευκαιρία και πρέπει να την εκμεταλλευτώ, όσο καλύτερα γίνεται. Ή μήπως το μυαλό μου προσπαθεί να δει ως ευκαιρία, αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι που κάνει μια αφελής κοπελίτσα σε ένα πολύ επικίνδυνο κόσμο?
Κάμποσοι άντρες του άρχοντ... του Τζέθρο, ήταν μαζί του όταν με έσωσε από τα χέρια εκείνου τον ταβερνιάρη, του Μπιλ, που είχε τρελαθεί με τον τρόπο που εμφανίστηκα μέσα στο δάσος. Και καλά, οι άντρες του δεν πρόκειται να μιλήσουν, ούτε η Σίλια, αλλά ο ταβερνιάρης? Πώς βγάζεις απ'το μυαλό του αυτό που είδε με τα μάτια του και του εμφανίζεις ξαφνικά μια ... ξαδέλφη του άρχοντα?!
Δεν έχω άλλη επιλογή παρά να εμπιστευτώ τον Τζέθρο, όπως μου είπε. Όλη η επιβίωσή μου στηρίζεται σε αυτή την εμπιστοσύνη. Στη Σίλια, στο Τζέθρο, σε όσους εμπλέκονται να είναι πιστοί σ'αυτόν, τόσο όσο να μην δώσουν συνέχεια...
Γυρίζω στη Σίλια.
-"Σίλια, θα μας οδηγήσεις να βρούμε το χώρο που θα μείνουν τα κορίτσια? Ας ξεκινήσουμε από κει. Να πλυθούν, να αλλάξουν ρούχα, να αρχίσουν να προσαρμόζονται από το χώρο που θα είναι το νέο τους σπίτι και να γνωριστούν με το υπόλοιπο προσωπικό του σπιτιού."
Σκύβει το κεφάλι της κοντά στο δικό μου και μου λέει με σιγανή φωνή.
-"Αρχόντισσά μου, καλύτερα να ξεκινήσουμε απ'την κυρία Μάργκαρετ, την οικονόμο. Εσύ μπορείς να περιφέρεσαι και να κάνεις ότι θες στο σπίτι φυσικά και ο λόγος σου να είναι εντολή, αλλά εγώ δεν μπορώ να πάρω τέτοιες πρωτοβουλίες. Η οικονόμος με τίμησε, ορίζοντάς με ως προσωπική σου ακόλουθο και δεν θα ήθελα να την εκνευρίσω παρακάμπτοντάς την, καταλαβαίνεις." με κοιτάει με τα αθώα μάτια της και ένα παρακαλετό ύφος, να μην την αναγκάσω να κάνει κίνηση που θα της δημιουργήσει προβλήματα.
Φυσικά! Τι χαζή που είμαι! Ολόκληρος πύργος, θα υπάρχει υπεύθυνος προσωπικού, που θα χειρίζεται και θα διανέμει εργασίες και αρμοδιότητες. Η οικονόμος επομένως, η κυρία Μάργκαρετ έχει το πρόσταγμα εδώ μέσα. Ας τη γνωρίσουμε λοιπόν. Συγκεντρώσου Ιζαμπέλα, μπες στο ρόλο σου.
-"Πάμε λοιπόν να βρούμε την κυρία Μάργκαρετ."
Βγαίνουμε απ'το δωμάτιο και αυτή τη φορά δεν προχωράμε ευθεία το διάδρομο και κάτω τη φαρδιά, μαρμάρινη σκάλα που οδηγεί έξω στους κήπους, αλλά στρίβουμε και κατεβαίνουμε μια πιο στενή σκάλα που οδηγεί στα κάτω διαμερίσματα, από την πίσω μεριά του κάστρου. Συνειδητοποιώ πως το κάστρο είναι τεράστιο και έτσι δομημένο, ώστε να απομονώνεται κάθε χώρος και να φαίνεται κάθε τμήμα του σαν ανεξάρτητο κομμάτι.
Το δωμάτιο που κοιμάμαι βρίσκεται στο κεντρικό μπροστινό τμήμα του κάστρου, ενώ εδώ που προχωράμε τώρα, είναι ένας όροφος πιο κάτω και απ'την πίσω μεριά του κάστρου. Αναρωτιέμαι αόριστα πόσα δωμάτια να έχει σύνολο και αν είναι κανένα γνωστό κάστρο που στην εποχή μου να διατηρείται επισκέψιμο για τουρίστες, αλλά αμέσως η σκέψη μου χάνεται, καθώς ακούω μια αυστηρή γυναικεία φωνή, να φωνάζει το όνομα της Σίλιας.
Η Σίλια γυρνάει προς εμένα, κάνει μια μικρή γρήγορη υπόκλιση και φεύγει μπροστά μας με γρήγορα βήματα. Η αυστηρή φωνή, έρχεται από μια περιποιημένη, αρχοντική κυρία, όχι πολύ διαφορετική ηλικία από την Γκέηλ νομίζω, αλλά όχι τόσο ταλαιπωρημένη όπως η Γκέηλ. Είναι ντυμένη με μακρύ, σκούρο φόρεμα, που μπροστά έχει δεμένη μια μικρή ποδιά από λευκή δαντέλα. Όλα, το ύφος, το ντύσιμο, ακόμα και το στήσιμο του κεφαλιού της και το ύφος της, δείχνουν ότι έχει τον έλεγχο του σπιτιού.
Η Σίλια πάει κοντά της, κάνει και σε αυτήν μια μικρή γρήγορη υπόκλιση και αρχίζει να της μιλάει χαμηλόφωνα, σκυμμένη κοντά στο πρόσωπό της.
Η κυρία Μάργκαρετ, στρέφει το βλέμμα της προς εμάς και αφού ρίχνει μια γρήγορη ματιά από πάνω μέχρι κάτω στην Γκέηλ και τις κόρες της, γυρίζει προς εμένα. Προχωράει μερικά βήματα και έρχεται και στέκεται μπροστά μου. Χαμηλώνει το κεφάλι της, τύπο χαιρετισμού σε μια ανώτερη υποθέτω και μετά, κοιτώντας με στα μάτια, μου λέει με σταθερή φωνή και ανέκφραστο πρόσωπο :
-"Η παρουσία σας μας τιμά αρχόντισσα Ιζαμπέλα, αλλά δεν χρειάζεται να κατέβετε στους χώρους του προσωπικού. Θα αναλάβω εγώ την κυρία και τις κόρες της από δω και πέρα. Ο άρχοντας με έχει ενημερώσει σχετικά."
-"Κυρία Μάργκαρετ είπαμε?" μου κάνει νεύμα με το κεφάλι της, ότι την αποκάλεσα σωστά.
-"Εκτιμώ το ότι θέλετε να με απαλλάξετε, αλλά θα επιμείνω να συνοδεύσω εγώ την Γκέηλ και τα κορίτσια της. Είναι μια ευκαιρία και για μένα να περιηγηθώ στο κάστρο και να γνωρίσω το προσωπικό και γω μαζί τους. Άλλωστε, μου το ανέθεσε ο ίδιος ο ξάδελφός μου, σαν προσωπική χάρη." της λέω, χαμογελώντας της όσο πιο γλυκά μπορώ.
Στο άκουσμα της λέξης "ξάδελφος", ένα αδιόρατο παίξιμο του φρυδιού, μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης ησυχίας, κοιτώντας με διερευνητικά και μετά ένα παγωμένο χαμόγελο διαγράφεται στο πρόσωπό της.
-"Φυσικά! Όπως επιθυμείτε αρχόντισσά μου. Μπορείτε με τη βοήθεια της Σίλιας, να περιηγηθείτε στους χώρους που εργάζεται το προσωπικό. Μετά, πάλι με τη βοήθεια της Σίλιας, να έρθετε στην ιματιοθήκη, για να δοθούν στα κορίτσια και στη μητέρα τους, ρούχα ανάλογα με τη θέση που θα αναλάβουν."
-"Η οποία θα είναι..." την κοιτάω με ερωτηματικό βλέμμα.
-"Δεν σας κατάλαβα αρχόντισσά μου."
-"Ρωτάω, ποια θα είναι η θέση τους. Ο ξάδελφός μου είπε, ότι η Γκέηλ φτιάχνει τις καλύτερες πίτες στο χωριό. Θα ήθελα να πιστεύω ότι θα εκμεταλευτείτε αυτό το ταλέντο της. Και τα κορίτσια της, καλό θα ήταν να βρίσκονται κοντά της. Όπως ξέρετε χάσανε τον πατέρα τους, το σπίτι τους. Είμαι σίγουρη ότι ο ξάδελφός μου δεν θα επιθυμούσε να περάσουν ένα επιπλέον σοκ, χάνοντας και την επαφή με τη μητέρα τους, σε ένα ξένο περιβάλλον."
Το παγωμένο βλέμμα που μου επιστρέφει, κάνει ένα ρίγος να περάσει απ'την σπονδυλική μου στήλη.
Εντάξει Ιζαμπέλα, χαλάρωσε τώρα. Απέδειξες αυτό που ήθελες. Μην το παρακάνεις, κολυμπάς σε άγνωστα και επικίνδυνα νερά εδώ. Συνεχίζω με πιο χαλαρό τόνο.
-"Φυσικά εσείς ξέρετε καλύτερα τις ανάγκες που υπάρχουν, αλλά θα ήταν ωραίο, τουλάχιστον μέχρι να εγκλιματιστούν στο νέο τους σπίτι, να μείνουν ενωμένες, δεν νομίζετε?" χαμόγελο εκατό μεγατόνων. Ελπίζω να πιάσει, αλλιώς μόλις δημιούργησα τη δεύτερη ορκισμένη εχθρό μου μετά τον ταβερνιάρη, σε τούτη την παράξενη ιστορία.
Μου επιστρέφει ένα ξινό χαμόγελο, σκύβει ελαφρώς το κεφάλι και μετά γυρίζει απότομα προς τη Σίλια.
-"Σίλια, οδήγησε τις κυρίες να δουν το χώρο στα μαγειρεία και τα κελάρια."
-"Μάλιστα κυρία." λέει η Σίλια κάνοντας τη γνωστή της μικρή, γρήγορη υπόκλιση. -"Από δω αρχόντισσά μου." μου δείχνει το διάδρομο και φεύγουμε και οι τέσσερις, αφήνοντας πίσω μας την κυρία Μάργκαρετ να μας κοιτάει ενώ απομακρυνόμαστε.
.
.
Ο χώρος είναι λουσμένος από αρώματα που αυτόματα βάζουν σε λειτουργία τους σιελογόνους αδένες μου. Μυρωδιές από μπαχαρικά, γλυκιές και πικάντικες γεύσεις, κατακλύζουν τη μύτη μου. Ο χώρος των μαγειρείων είναι γεμάτος ενέργεια.
Δεν ξέρεις πού να πρωτοκοιτάξεις εδώ μέσα. Μια μακρόστενη, μεγάλη αίθουσα, με έναν τεράστιο ξύλινο πάγκο στο κέντρο της. Πάνω στον πάγκο, δουλεύουν ταυτόχρονα, τέσσερις νεαρές γυναίκες. Κάθονται αντικριστά και η κάθε μια, είναι αφοσιωμένη στη δουλειά που έχει αναλάβει. Η μια ζυμώνει με δύναμη μέσα σε μια τεράστια μπασίνα. Η άλλη, καθαρίζει πατάτες και κρεμμύδια. Πιο πέρα, η πιο νεαρή απ'τις τρεις, ψιλοκόβει καρότα, ρέβες και πράσα, ενώ στο βάθος του πάγκου, η τελευταία μαδάει με μανία μια κότα.
Δεξιά και αριστερά, σωροί από μεγάλες πλεκτές καλαθούνες, γεμάτες πατάτες, μήλα και κρεμμύδια.
Σακιά με αλεύρια στοιβαγμένα εδώ και κει.
Απ'το ταβάνι, κρεμασμένα από ένα τεράστιο ξύλινο τελάρο, στο μέγεθος του πάγκου που βρίσκεται από κάτω του, κρέμονται χάλκινες κατσαρόλες και τηγάνια σε όλα τα μεγέθη, κουτάλες, σίτες, ντετζερέδια και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς.
Στους τοίχους, ράφια με βάζα, γεμάτα με μπαχαρικά σε όλα τα χρώματα.
Δεξιά απ'την είσοδο, ένα πηγάδι με ένα σωρό κουβάδες γύρω του.
Στο βάθος της αίθουσας, σκυμμένη μπροστά σε ένα μεγαλόπρεπο πέτρινο τζάκι, απ'το οποίο κρέμονται δύο πελώρια καζάνια που βγάζουν πυκνό ατμό, μια στρουμπουλή κυρία, ανακατεύει με δύναμη, με μια μεγάλη ξύλινη κουτάλα, το περιεχόμενο απ'το ένα καζάνι.
Όλες οι γυναίκες είναι ντυμένες ομοιόμορφα, με παρόμοιο ντύσιμο σαν αυτό της Σίλιας. Γκρι μπλε ανοιχτόχρωμο φόρεμα, με λευκή, ολόσωμη ποδιά και λευκό σκουφάκι.
Το φως που περνάει από τα ημικυκλικά παράθυρα που βρίσκονται ψηλά και κατά μήκος του μεγάλου τοίχου αριστερά μας, δίνει μια ατμοσφαιρική εικόνα στην αίθουσα, καθώς χρωματίζει τους ατμούς απ'τα καζάνια και τους κόκκους σκόνης από τα αλεύρια που αιωρούνται.
Η Σίλια προχωράει μερικά βήματα στο βάθος προς τη στρουμπουλή κυρία, που ανακατεύει το φαγητό μέσα στα καζάνια και έχει στραμμένη την πλάτη της προς εμάς. Την ακουμπάει στην πλάτη, σκύβει στο αφτί της και της μιλάει χαμηλόφωνα.
Η εύσωμη κυρία, σταματάει να ανακατεύει το φαγητό, τραβάει την κουτάλα και την στερεώνει σε ένα γάντζο παραδίπλα, σκουπίζει τα χέρια της με γρήγορες κινήσεις στην ποδιά της και γυρίζει προς εμένα με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό της.
-"Καλώς όρισες κυρά μου στην κουζίνα μου. Μεγάλη μου τιμή, η επίσκεψή σου."
Είναι στρογγυλοπρόσωπη, με μικρά, μαύρα, αλλά έξυπνα μάτια, κατσαρά γκρίζα μαλλιά, ροδοκόκκινα μάγουλα και ένα γέλιο όλο καλοσύνη, που της δίνει μια μητρική διάσταση. Αυτόματα τη συμπαθώ.
Τεντώνω το χέρι μου χαμογελώντας της και της απαντάω πως η τιμή είναι δική μου, να γνωρίσω από κοντά την κυρία που ευθύνεται για τα πεντανόστιμα φαγητά που έφαγα αυτές τις μέρες.
Το πρόσωπό της φωτίζει ολόκληρο, μόλις με ακούει να παινεύω το φαγητό της. Κοντοστέκεται λίγο, πριν απλώσει και τα δυο της χέρια να πιάσει το δικό μου εγκάρδια.
-"Είμαι η Λούσι η μαγείρισσα, αν και θα ακούσεις να με φωνάζουν πολύ συχνά 'πατατούλα'," λέει γελώντας και γυρίζει προς τα κορίτσια στον πάγκο, που κοιτάζονται μεταξύ τους και χαχανίζουν σκανταλιάρικα.
-"Ναι, τσούπρες μου, μη νομίζετε ότι δεν ξέρω πώς με φωνάζετε πίσω απ'την πλάτη μου." συμπληρώνει γελώντας.
-"Λοιπόν Λούσι, εγώ βρίσκω το 'πατατούλα', πολύ χαριτωμένο και ένα υποκοριστικό όλο αγάπη θά'λεγα, αλλά είναι μάλλον επειδή λατρεύω τις πατάτες." της λέω γελώντας.
Τα μάτια της λάμπουν από ενθουσιασμό και αμέσως ξεκαρδίζεται στα γέλια με το σχόλιό μου. Πραγματικά δεν περίμενα μια τόσο γλυκιά και καλόκαρδη γυναίκα σε ένα τόσο απαιτητικό πόστο. Περισσότερο περίμενα μια αγριεμένη, αυστηρή φιγούρα. Μάλλον οι διάφορες μαγειρικές εκπομπές από την τηλεόραση της εποχής μου, έχουν δημιουργήσει το στερεότυπο που έχω στο μυαλό μου.
-"Σου έφερα βοήθεια Λούσι. Ο ξάδελφός μου, θέλει να δώσει στέγη και εργασία στην Γκέηλ και τις κόρες της και επιθυμεί να δουλέψουν στην κουζίνα. Η Γκέηλ έχω μάθει, φτιάχνει καταπληκτικές πίτες και τα κορίτσια της, είμαι σίγουρη ότι θα βρεις τρόπο να αναδείξουν και αυτές τα ταλέντα τους, στο χώρο σου."
-"Κυρά μου, κάθε βοήθεια είναι Θεού χάρη εδώ μέσα. Οι δουλειές δεν σταματάνε ποτέ."
Γυρίζει προς την Γκέηλ και την πιάνει μια εγκάρδια αγκαλιά.
-"Γκέηλ καλή μου, έμαθα για τη συμφορά που σε βρήκε. Ειλικρινά δεν ξέρεις πόσο λυπάμαι. Θα είναι μεγάλη βοήθεια για μένα, να σε έχω στην κουζίνα μου. Θα αναλάβεις πίτες και ψωμιά. Όσο για την Κέιτ και την Έλεν, θα κάνουν στην αρχή βοηθητικές δουλειές, θα φέρνουν νερό, θα συντηρούν τη φωτιά με ξύλα, θα πλένουν κατσαρολικά και πιάτα και σιγά σιγά, θα μάθουν και άλλες δουλειές της κουζίνας."
-"Σε ευχαριστώ πολύ καλή μου Λούσι." απαντάει η Γκέηλ βουρκωμένη και μετά γυρίζει και κοιτάει τα κορίτσια της. Η Κέιτ και η Έλεν, που συνειδητοποιώ ότι πρώτη φορά άκουσα να τις λένε με τα ονόματά τους, κάνουν μια μικρή υπόκλιση ταυτόχρονα προς τη Λούσι και λένε και αυτές με τη σειρά τους ευχαριστώ.
Την συζήτησή μας, διακόπτει μια χαρωπή αντρική φωνή, πίσω απ'την πλάτη μου.
-"Πατατούλα μου, πού θες να τα αφήσουμε αυτά?"
Γυρίζω και βλέπω τα δύο παλληκάρια που σερβίρισαν το πρωινό στο κιόσκι του κήπου, σε μένα και στον Τζέθρο. Ο ένας βαστάει στην αγκαλιά του ένα πάκο ξύλα για το τζάκι και ο άλλος έχει στην πλάτη του ένα μεγάλο μπούτι κρέας, που νομίζω ότι είναι από μοσχάρι. Μόλις με βλέπουν, σταματάνε και οι δύο, το γέλιο σβήνει απ'το πρόσωπό τους και με κοιτάνε ξαφνιασμένοι.
-"Ορίστε αρχόντισσά μου, τι σου έλεγα? Με κοροϊδεύουν όλοι εδώ μέσα. Μέχρι και οι γιοι μου." λέει η Λούσι και το βλέμμα της είναι γεμάτο λατρεία για τα δύο αγόρια.
-"Οι γιοι σου είπες είναι? Τα έχω γνωρίσει τα παιδιά. Σερβίρανε σε μένα και τον Τζέθρο πρωινό, σήμερα το πρωί στον κήπο. Χαίρω πολύ λοιπόν, εγώ είμαι η Ιζαμπέλα." τους λέω χαμογελώντας, ενώ τεντώνω το χέρι μου για να συστηθώ.
-"Όχι, όχι, μην δίνεις το χέρι σου κυρά μου, δεν τους βλέπεις που είναι μέσα στις σκόνες και τα χώματα? Τομ, άφησε τα ξύλα δίπλα στο φούρνο και συ Τζιμ, άφησε το κρέας πάνω στον πάγκο και πηγαίνετε να πλυθείτε για να σας συστήσω όπως πρέπει στην αρχόντισσά μας. Άντε, άντε, γρήγορα, για να σας βάλω να φάτε μετά να τελειώνω μαζί σας, ένα σωρό δουλειές έχω."
Τα αγόρια που χαλαρώνουν αμέσως από την ανάλαφρη συμπεριφορά της Λούσι, αρχίζουν να την πειράζουν πάλι, λέγοντάς της, 'ότι πεις πατατούλα μου, σου χαλάμε εμείς χατήρι' και ακολουθούν αμέσως τις οδηγίες της. Αφήνουν τα πράγματα και κατευθύνονται προς το πηγάδι για να πλυθούν.
Μια ιδέα περνάει απ'το μυαλό μου. Η μανούλα μου πάντα έλεγε ότι ο καλύτερος τρόπος για να σπάσει ο πάγος και να χαλαρώσει κάποιος απέναντί σου, είναι γύρω από ένα τραπέζι, τρώγοντας και πίνοντας. Ίσως έχω μια ευκαιρία εδώ, να κερδίσω την εμπιστοσύνη του προσωπικού.
-"Λούσι είπες ότι θα βάλεις στα παιδιά να φάνε? Τι καλό τους έχεις φτιάξει?"
-"Ζεστή σουπίτσα κυρά μου, από κόκαλα και διάφορα λαχανικά. Να ζεσταθούν και να πάρουν δύναμη."
-"Έχεις αρκετή για όλους μας? Βγαίνει ένα μπολάκι και για μένα?" Πολύ θα ήθελα να κάτσω παρέα σας, να φάω και γω απ'την υπέροχη σούπα σου. Ακόμα έχω τη γεύση εκείνης που μου σερβίρισες το βράδυ που ήρθα στον πύργο."
-"Πεινάς κυρά μου? Θα ετοιμάσω αμέσως, να φέρουν στα διαμερίσματά σου. Κορίτσια πιάστε..."
Την κόβω απότομα.
-"Όχι Λούσι, δεν κατάλαβες! Θέλω να φάω εδώ μαζί σας, λίγη απ'την υπέροχη σούπα σου. Δεν θέλω να μου ετοιμάσεις τίποτα άλλο. Άντε και να πιούμε ένα ποτήρι κρασί για τη γνωριμία μας και για το καλωσόρισμα της Γκέηλ και των κοριτσιών της."
Μια παγωμάρα πέφτει στο δωμάτιο και όλοι κοιτάζονται μεταξύ τους, έκπληκτοι. Μήπως το παράκανα? Μήπως είναι ανήκουστο να κάθεται μια... αρχόντισσα, όπως με αποκαλούν, με το προσωπικό? Ε, λοιπόν, ένας λόγος παραπάνω! Να δουν ότι δεν είμαι τέτοιο είδος αρχόντισσας, να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους.
Περνάνε μερικά ακόμα δευτερόλεπτα απόλυτης ησυχίας, ενώ εγώ συνεχίζω και κοιτάω την Λούσι, με ύφος προσμονής, να δεχτεί την πρότασή μου.
-"Κυρά μου, είσαι σίγουρη? Μπορώ να σου ετοιμάσω..."
-Ναι, Λούσι, είμαι σίγουρη! Θέλω να κάτσω παρέα σας, να σας γνωρίσω και να με γνωρίσετε καλύτερα. Και η ζεστή σουπίτσα σου, που παρεπιπτόντως μου έχει σπάσει τη μύτη τόση ώρα, είναι ότι πιο δελεαστικό μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή."
Λες και το κάλεσα για βοήθεια, για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά μου, το στομάχι μου κάνει ένα θόρυβο εκτίμησης εκείνη την ώρα.
Η Λούσι, σαν κάποιος να της πάτησε έναν αόρατο διακόπτη, παίρνει φωτιά. Αρχίζει να εκτοξεύει εντολές και να τρέχει πέρα δώθε.
-"Κορίτσια, καθαρίστε τον πάγκο, φέρτε ψωμί και τυρί, βάλτε πιάτα, ποτήρια. Γκέηλ, Κέιτ, Έλεν, στο πηγάδι να πλυθείτε, Σίλια, πήγαινε στο κελάρι να φέρεις μια μπουκάλα κρασί..."
Γυρίζω προς τη Σίλια, που με κοιτάζει ακόμα, έκπληκτη.
-"Σίλια, θα έρθω και γω μαζί σου, να δω το κελάρι."
Ξεκινάμε για το κελάρι και μόλις βγαίνουμε απ'την κουζίνα, η Σίλια με ρωτάει έκπληκτη:
-"Τί κάνεις κυρά μου?"
-"Συνεχίζω ότι ξεκίνησε ο άρχοντας, Σίλια. Δείχνω σε όλους ότι είμαι ξαδέλφη του άρχοντα και αρχόντισσα στον πύργο όπως μου ζήτησε και ταυτόχρονα γνωρίζομαι και θέλω να πιστεύω ότι κερδίζω και την εμπιστοσύνη του προσωπικού. Όπως εκτιμάνε τον 'ξαδελφό' μου, θέλω να εκτιμάνε και μένα."
Σκέφτεται για μερικά δευτερόλεπτα και μετά μου σπάει το λαμπερό της χαμόγελο.
-"Τα πας πολύ καλά λοιπόν κυρά μου, αν αυτός είναι ο στόχος σου. Τους τρέλανες όλους εκεί μέσα."
Της χαμογελάω. -"Δεν νομίζω να τα κατάφερα με όλους Σίλια. Η κυρία Μάργκαρετ μου φαίνεται πως άνετα θα με έπνιγε με τα ίδια της τα χέρια."
-"Μπα... η κυρία Μάργκαρετ έτσι κι αλλιώς δεν συμπαθεί κανέναν αρχόντισσά μου. Δεν είναι ότι δεν τα κατάφερες εσύ." Μου χαμογελάει και ταυτόχρονα κοιτάζει πίσω της έντρομη, λες και η κυρία Μάργκαρετ έχει το χάρισμα να βρίσκεται παντού και να παρακολουθεί τα πάντα.
Κατεβαίνουμε μια στενή στριφογυριστή σκάλα και μπαίνουμε στα κελάρια. Εδώ η μυρωδιά της υγρασίας, ανακατεμένη με μυρωδιές από κρασί, κεφάλια τυριών και βαρέλια με βούτυρο, αλλά και παστά και κρέατα, είναι διάχυτη. Το φως ίσα που περνάει από τη σκάλα που κατεβήκαμε και με δυσκολία βλέπεις να κινηθείς.
-"Περίμενε λίγο αρχόντισσά μου, να πάω να φέρω ένα φανάρι. Τα κελάρια είναι θεοσκότεινα, θα χρειαστούμε φως να δούμε τα βήματά μας. Εγώ ξέρω να κινούμαι εδώ μέσα στα τυφλά, αλλά εσύ θα χρειαστεί να βλέπεις." μου λέει απολογητικά.
Της λέω ότι δεν χρειάζεται, θα κατεβούμε μιαν άλλη φορά, παίρνοντας μαζί μας και φανάρι. Παίρνει ένα μπουκάλι κρασί, σχεδόν ψαχουλευτά από ένα ράφι και παίρνουμε το δρόμο πίσω προς την κουζίνα.
Το τραπέζι έχει στρωθεί με αχνιστή σούπα και όλοι έχουν πάρει τη θέση τους. Μόλις μπαίνω, σηκώνονται όλοι όρθιοι. Παίρνω το μπουκάλι με το κρασί απ'τη Σίλια και αρχίζω να γεμίζω όλα τα ποτήρια. Παίρνω το ποτήρι μου, το υψώνω και καλωσορίζω την Γκέηλ με τα κορίτσια της. Όλοι με ακολουθούνε, μόνο που αντί για την Γκέηλ και τα κορίτσια της, αναφωνούν ταυτόχρονα, καλωσόρισμα στην αρχόντισσα Ιζαμπέλα. Η Σίλια μου χαμογελάει και τα μάτια της λάμπουν. Καθόμαστε σε χαλαρωμένο κλίμα και αρχίζουμε να τρώμε όλοι μαζί, την πραγματικά νόστιμη σούπα της Λούσι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top