Κεφάλαιο 6 - Ο σιδεράς

-"Λοιπόν? Έμαθες τίποτα απ'τη μυστηριώδη γοητευτική ύπαρξη?"

Γυρίζω και κοιτάζω τον Άντονι ξαφνιασμένος. Δεν συνηθίζει τέτοιου τύπου σχόλια.

-"Έλα τώρα Τζέθρο, τι με κοιτάζεις έτσι ξαφνιασμένος? Σε ξέρω πάρα πολύ καλά για να μου κρυφτείς. Σου αρέσει αυτή η μικρή εισβολέας, παραδέξου το." μου λέει χαμογελώντας μου.

-"Σταμάτα Άντονι και δεν ξέρεις τίποτα. Αυτή η μικρή εισβολέας όπως την αποκαλείς, είναι μια αγωνίστρια. Ένα θαυμάσιο πλάσμα, με ιδιαίτερη εξυπνάδα, κοφτερό μυαλό και εξαιρετική καλλιέργεια."

Ο Άντονι ξεφυσάει χαμογελώντας και κουνάει το κεφάλι του.

-"Πριν συνεχίσεις να με κοιτάς με αυτό το ύφος, μάθε πως μου τα είπε όλα. Μου διηγήθηκε σχεδόν όλη τη ζωή της και ξέρεις πολύ καλά, ότι δεν είμαι άνθρωπος που κρίνω επιπόλαια. Όλα αυτά που σου λέω, ισχύουν."

-"Καλά, καλά, σε πιστεύω. Λοιπόν? Τι σου είπε αυτό το αξιοθαύμαστο πλάσμα? Πώς βρέθηκε στα χέρια του τρελοΜπιλ ολόγυμνη? Έπεσε όντως απ'τον ουρανό, όπως ισχυριζόταν ο ταβερνιάρης?" συνεχίζει με το ανάλαφρο στυλ του, χωρίς να έχει πειστεί ακόμα ούτε στο ελάχιστο για ότι του λέω.

-"Ήταν μέσα στην άμαξα που βρέθηκε καμμένη μέσα στο δάσος, με απανθρακωμένους τέσσερις ανθρώπους. Και μάθε ότι η εν λόγω άμαξα, μετέφερε βοήθεια για στρογγυλοκέφαλους που οργανώνονται παντού και στην περιοχή μας, για να εναντιωθούν στο βασιλιά και τους υποστηρικτές του. 

Πρέπει να μάθω πού θα κατέληγε αυτή η βοήθεια. Και ξέρω από πού πρέπει να ξεκινήσουμε την έρευνά μας. Πάμε να πάρουμε τα άλογα και πάμε στο σιδηρουργείο του Ρόμπερτ." 

Ξεκινάω με γρήγορο βήμα προς τους σταύλους.

-"Τι λες Τζέθρο? Σε τύφλωσε τόσο αυτό το κοριτσόπουλο? Τι παλαβομάρες είναι αυτές?" μου λέει σοβαρός πλέον και θορυβημένος, ενώ αυξάνει την ταχύτητα του βήματός του, ακολουθώντας το δικό μου ρυθμό. 

-"Αυτό το κοριτσόπουλο, μου άνοιξε τα μάτια Άντονι. Ένα σωρό σημάδια γύρω μας και εμείς δεν δίναμε σημασία. Οι φωτιές, οι επιθέσεις, ο νεκρός στρατιώτης, η πληροφορία που μάθαμε για το στρατό του Τζορτζ Ντίγκμπι που κατέβαινε νότια. Έχει ξεκινήσει και εμείς εθελοτυφλούμε, κλεισμένοι στο μικρόκοσμό μας."

-"Τι έχει ξεκινήσει Τζέθρο?"

-"Εμφύλιος πόλεμος, Άντονι. Έλα, μην χασομεράμε. Πάμε και θα δεις πως έχω δίκιο. -Αν είναι έτσι όπως πιστεύω τα πράγματα.-" Λέω σχεδόν ψιθυριστά, περισσότερο στον εαυτό μου παρά στον Άντονι. 

Διαισθάνομαι ότι δεν με ακολουθεί πια. Σταματάω και γυρίζω να τον κοιτάξω. Έχει μείνει ακίνητος, έχει σταυρώσει τα χέρια του και με κοιτάει με σουφρωμένα φρύδια και ένα πολύ σοβαρό και σκοτεινό ύφος. Τον κοιτάζω με ερωτηματικό βλέμμα. Τι περιμένει και δεν με ακολουθεί?

-"Γι'αυτό έδωσες εντολή να ενισχυθούν οι περιπολίες γύρω απ'το χωριό? Φοβάσαι νέα επίθεση! Τι κάνεις Τζέθρο? Αν όντως είναι τα πράγματα έτσι όπως τα λες, με ποιους είσαι? Ποιοι είναι οι σύμμαχοί σου? Σίγουρα όχι οι άρχοντες των γύρω περιοχών, που επανηλλειμένα έχεις απορρίψει τις προσκλήσεις τους."

Κοντοστέκομαι και αναλογίζομαι για λίγο τα λόγια του, κοιτάζοντάς τον προβληματισμένος. Έχει δίκιο! Εδώ και καιρό, υπήρξαν πολλές προσκλήσεις που απέρριψα, μη θέλοντας να ανοίξω, να δημιουργήσω καμιά σχέση με όλους αυτούς τους φανφαρόνους. Γιατί ούτε μια στιγμή δεν είχε περάσει απ'το μυαλό μου η εικόνα που μου αποκάλυψε η Ιζαμπέλα. Ίσως πράγματι οργανώνεται καιρό τώρα κάτι μεγάλο γύρω μου και εγώ απέχοντας, έχω μείνει απ'έξω. Ίσως όμως και να είναι καλύτερα που απέρριψα όλες αυτές τις προσκλήσεις, γιατί αν όλοι αυτοί οργανώνονται με το μέρος του βασιλιά, που είναι και το πιθανότερο, θα είχε ήδη αποκαλυφτεί η στάση μου και οι απόψεις μου και θα ήταν χειρότερα τα πράγματα. Ωστόσο δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι ο Άντονι έχει δίκιο σε αυτά που λέει.

-"Έχεις δίκιο Άντονι. Μου το είχες πει πολλές φορές πως έπρεπε να αποδεχτώ τις προσκλήσεις και να μην απομονώνομαι, αλλά δεν σε άκουσα. Τώρα είναι πλέον αργά να επανορθώσω γι'αυτό. Όμως, ίσως δεν είναι αργά να μάθω τι συμβαίνει στο ίδιο μου το χωριό. Πάμε. Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο."

.

.

Πηδάω απ'το άλογό μου και προσγειώνομαι μπροστά στο σιδεράδικο του Ρόμπερτ. Η μυρωδιά καμένου, μετάλλου και δέρματος είναι διάχυτη. Όπως και η ζέστη που σε χτυπάει από το καμίνι που καίει αδιάκοπα.

Ο Ρόμπερτ είναι έξω απ'το σιδεράδικο, καθισμένος σε ένα χαμηλό ξύλινο σκαμνάκι, με απλωμένη μια ποδιά από χοντρό δέρμα πάνω του. Έχει λυγισμένο το πόδι ενός αλόγου πάνω στο σκληρό δέρμα και καρφώνει με δύναμη ένα πέταλο πάνω στην οπλή του άλογου.

Ανασηκώνει το βλέμμα του, με κοιτάζει και μου σκάει ένα χαμόγελο όλο στραβά και σαπισμένα δόντια.

-"Μεγάλη μας τιμή άρχοντα να μας επισκέπτεσαι. Σε τι μπορώ να σε βοηθήσω?" μου λέει με τη βραχνή φωνή του.

Πλησιάζω κοντά του, παρατηρώντας τη δουλειά που κάνει. Είναι πάντα ιδιαίτερα προσεκτικός με τα άλογα, του το αναγνωρίζω αυτό. Φροντίζει και καθαρίζει σωστά τις οπλές τους από χώματα και πέτρες, λιμάρει με προσοχή τα νύχια και ελέγχει να εφάπτονται σωστά τα πέταλα για να μην ενοχλείται το άλογο.    

-"Πώς πάνε οι δουλειές Ρόμπερτ? Όλα καλά? Είσαι ευχαριστημένος?"

-"Δεν έχω μείνει χωρίς αντικείμενο άρχοντα μου, πάντα υπάρχει κάτι να κάνω, οπότε θεωρώ ότι είμαι καλά. Ήθελα να σου μιλήσω και γω, να ζητήσω την άδειά σου για την ακρίβεια."

-"Να ζητήσεις την άδειά μου για τι πράγμα?"

-"Να! Ήθελα την άδειά σου να εκμεταλλευτώ ότι μεταλλικό μπορέσω να περισώσω απ'τα συντρίμμια των σπιτιών που κάηκαν. Με το αζημίωτο φυσικά προς τους ανθρώπους που τους ανήκαν, αλλά όχι σε χρήματα, αλλά σε εργασία, ή σε είδος. Καταλαβαίνεις..." μου δείχνει πάλι τα στραβά, σάπια δόντια του, χαμογελώντας μου. 

Τον κοιτάω με σοβαρό ύφος κατευθείαν στα μάτια, χωρίς να του δώσω απάντηση. Κάνω στροφή και αρχίζω να προχωράω μέσα στο σιδηρουργείο. Η ζέστη είναι αποπνικτική όσο πλησιάζω το καμίνι. Τραβάω το σπαθί μου και αρχίζω να σκαλίζω σωρούς από σπασμένα εργαλεία, κομμάτια μετάλλων, καρφιά, πέτρες και χώματα, που είναι σκορπισμένα σε στοίβες εδώ και κει.

-"Γιατί υπάρχει μεγάλη ανάγκη για μέταλλο, έτσι δεν είναι Ρόμπερτ?"

-"Ναι, άρχοντά μου, πάντα." μου λέει εύθυμα. Κατεβάζει με προσοχή το πόδι του αλόγου απ'την ποδιά του, αφήνει το σφυρί και ένα μάτσο καρφιά στο πλάι και σηκώνεται απ'το σκαμνί. Μπαίνει μέσα στο σιδηρουργείο και πλησιάζει προς το μέρος μου.

-"Φτιάχνεις και κράνη Ρόμπερτ?"

-"Κράνη, αρχοντά μου?" ρωτάει παραξενεμένος, αλλά συγχρόνως η ευθυμία του εξατμίζεται. Αρχίζει να με κοιτάει με καχυποψία.

-"Ναι, κράνη, προστατευτικούς θώρακες, εξοπλισμό για προστασία σε μάχη."

-"Μπορώ να φτιάξω ότι μου ζητήσεις άρχοντά μου."

-"Σε ρώτησα αν φτιάχνεις, όχι αν 'μπορείς' να φτιάξεις."

-"Για ποιον να κάνω τέτοιο εξοπλισμό? Το κόστος θα ήταν τεράστιο. Κανείς εδώ γύρω δεν έχει τη δυνατότητα για τέτοια. Μόνο εσύ θα μπορούσες άρχοντά μου να αντέξεις τέτοιο κόστος, αλλά δεν μου έχεις ζητήσει τίποτα τέτοιο ποτέ."

-"Σπαθιά όμως φτιάχνεις." συνεχίζω να προχωράω και να παρατηρώ τα πάντα με προσοχή. Καταλαβαίνω τον Ρόμπερτ να αλλάζει ξανά στάση. Από καχύποπτος, τώρα αρχίζει να δείχνει ταραγμένος. Με ακολουθεί σε κάθε μου βήμα και τα μάτια του δεν ξεκολλάνε από την άκρη του σπαθιού μου, που ανακατεύει εδώ και κει τις στοίβες από εργαλεία. 

-"Φυσικά, τα καλύτερα! Και αυτό που βαστάς, εγώ στο έφτιαξα."

Το μάτι μου πέφτει σε μια ελαφρώς ξεκαρφωμένη σανίδα στον τοίχο, πίσω απ'το τοιχάκι με το βαρύ αμόνι. Σταματάω να περπατάω. Γυρίζω και κοιτάζω τον Ρόμπερτ, που ακολουθεί το βλέμμα μου και δείχνει να έχει χάσει τελείως το χρώμα του. Κάνω νεύμα προς τον Άντονι, δείχνοντάς του την πόρτα. Ο Άντονι αμέσως κλείνει την πόρτα και την ασφαλίζει με τη χοντρή σανίδα. Χώνω το σπαθί μου στην μισοξεκαρφωμένη σανίδα και με μια απότομη κίνηση την ξηλώνω τελείως. Από μέσα ξεχύνονται στο πάτωμα ένα σωρό σπαθιά, ξίφη, ξιφίδια, βέλη και μαχαίρια.

Με μια γρήγορη κίνηση, γυρίζω τη μύτη του σπαθιού μου, ακριβώς στο κέντρο του στήθους του. Γουρλώνει τα μάτια του τρομοκρατημένος και πέφτει στα γόνατα. Αρχίζει να κλαίει και να εκλιπαρεί.

-"Όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν έχεις τελικά τόσο μεγάλη ανάγκη από μέταλλο. Μάλλον έχεις αρκετό θα έλεγα. ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΟΠΛΑ? ΤΙ ΕΤΟΙΜΑΖΕΙΣ ΕΔΩ? ΛΕΓΕ ΑΜΕΣΩΣ ΑΘΛΙΕ!"

-"Άρχοντά μου, είναι για να προστατευτούμε. Εσύ δεν έχεις ανάγκη, είσαι στο κάστρο σου, έχεις φύλακες, στρατό, άλογα, όπλα, εμείς είμαστε στο έλεος των..."

-"ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΠΟΙΩΝ? ΛΕΓΕ! ΜΗΝ ΔΟΚΙΜΑΖΕΙΣ ΑΛΛΟ ΤΗΝ ΥΠΟΜΟΝΗ ΜΟΥ!"

-"Στο έλεος των επιδρομέων και των καβαλιέρων άρχοντά μου." λέει με χαμηλωμένη φωνή.

Ανασηκώνω το βλέμμα μου και κοιτάω τον Άντονι, που έχει έρθει πίσω απ'το γονατισμένο  σιδερά, έχει τραβήξει και αυτός το σπαθί του και κοιτάζει τα χυμένα όπλα στο πάτωμα, με έκπληξη και δέος.

Χώνει το σπαθί του και ξηλώνει άλλη μια σανίδα, πίσω απ'το τοιχάκι που είναι στημένο το αμόνι και ξεχύνονται στο πάτωμα και άλλα σπαθιά, μικρά βέλη χωρίς φτερά για βαλλίστρες, αλλά και αρκετά ξύλινα κουτιά σε διάφορα μεγέθη. Σκύβει και παίρνει ένα κουτί στο χέρι του και το ανοίγει με προσοχή. Γουρλώνει τα μάτια του και το στρέφει προς εμένα. Είναι γεμάτο με μικρές μολυβένιες μπίλιες, βόλια για τουφέκια.

Σκύβει πάνω απ'το γονατισμένο σιδερά που τώρα τρέμει ολόκληρος και φέρνει το ανοιγμένο κουτί μπροστά στο πρόσωπό του. 

-"Και αυτά? Για προστασία είναι? Μας θεωρείς ηλίθιους Ρόμπερτ? Λέγε, ποιος σου τα παρήγγειλε όλα αυτά? Για ποιον τα φτιάχνεις?"

-"Λέγε, αλλιώς θα θεωρηθεί η συμπεριφορά σου, συνωμοσία εναντίον μου. Θα σου πάρω το κεφάλι, εδώ! Επί τόπου!"

Παίρνει βαθιά ανάσα και ανασηκώνει το βλέμμα του. Κοιτάζει πρώτα το κουτί που έχει φέρει μπροστά του ο Άντονι, μετά τα χυμένα όπλα στο πάτωμα. Ξεροκαταπίνει και ανασηκώνει το βλέμμα του στο δικό μου.  Δείχνει ξαφνικά γενναίος και αποφασισμένος.

-"Άρχοντα Ταλ, όταν πέθανε ο πατέρας σου, όλο το χωριό θρήνησε την βαριά απώλεια, αλλά περισσότερο, θρηνήσαμε το χαμό ενός σοφού και δίκαιου άρχοντα, που νοιαζόταν για τους υπηκόους του. Τρέμαμε για το αν θα κατάφερνε ο γιος του να σταθεί στο ύψος ενός τέτοιου άντρα. Στην πορεία, με χαρά διαπιστώσαμε ότι είχες τις αρχές και το δίκαιο πνεύμα του πατέρα σου. Δυστυχώς όμως, δεν είχες τη διορατικότητά του. Λέγαμε ότι είσαι νέος ακόμα, μικρό παιδί που θα μάθει στην πορεία. Όμως εσύ δεν έμαθες. Παρέμεινες ο ξέγνοιαστος νέος, που έχει έννοια μόνο να πάει για κυνήγι και να περνάει καλά με το φίλο του." Γυρίζει και ρίχνει μια βαριά ματιά προς τον Άντονι.

Κοιτάζω τον Άντονι που τσιτώνει, με κοιτάει έξαλλος και με μια γρήγορη κίνηση πιάνει τον Ρόμπερτ απ'το λαιμό.    

Του πιάνω το χέρι και του λέω έντονα, χωρίς να σηκώνω αντίρρηση: -"Άστον να μιλήσει, Άντονι." 

Γυρίζω προς τον Ρόμπερτ. -"Συνέχισε. Περιμένω να ακούσω. Τι είναι αυτό που έχασα, περνώντας τις ώρες μου με το φίλο μου? Τι συνέβη και έχεις στήσει ένα οπλοστάσιο εδώ μέσα?"

Ξεσπάει σε ένα νευρικό γέλιο, ενώ τα μάτια του γυαλίζουν απ'την ένταση και το φόβο.

-"Τι να σου πω άρχοντα? Από πού να αρχίσω? Το ότι ακόμα και τώρα ρωτάς, δείχνει πόσο βρίσκεσαι στον κόσμο σου. Αλλά αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα και θα χάσω τη ζωή μου από τα χέρια σου, τουλάχιστον δώσε μου την ικανοποίηση να την κάνω να αξίζει. Άκουσε τα λόγια μου, που κανείς δεν έχει το θάρρος να σου ξεστομίσει."

Βάζω το σπαθί μου στη θήκη του. Σκύβω, τον πιάνω απ'τους ώμους και τον ανασηκώνω.

-"Δεν πρόκειται να χάσεις τη ζωή σου Ρόμπερτ, τουλάχιστον όχι απ'τα χέρια μου. Θέλω όμως να μου πεις τι συμβαίνει εδώ πέρα. Για ποιον ετοιμάζεις όλα αυτά τα όπλα? Ποιος οργανώνει και τι? Και το κυριότερο, γιατί κανείς δεν με πλησίασε να μου πει τι συμβαίνει, αφού με θεωρείτε δίκαιο όπως λες."

Βλέπω μια σπίθα ελπίδας να δίνει λάμψη στα τρομαγμένα μάτια του, που γρήγορα όμως χάνεται, καλύπτεται από κάτι σκοτεινό, ζοφερό.

-Άρχοντα, ο κόσμος υποφέρει, πεινάει. Οι επιδρομές, μας έχουν γονατίσει. Οι ιππότες του Βασιλιά μπαινοβγαίνουν και ρημάζουν το βιος μας. Πεινασμένοι, απελπισμένοι άνθρωποι, ορμάνε να πάρουν ότι ελάχιστο έχει απομείνει, σε όσους έχουν κάτι ακόμα. Όσοι έχουν την τύχη και είναι στη δούλεψή σου, έχουν εξασφαλισμένο το φαΐ τους. Οι υπόλοιποι όμως, υποφέρουμε. Δεν έχουμε άλλα περιθώρια, παρά να πάρουμε τα όπλα. Είμαστε έτσι κι αλλιώς χαμένοι, το μόνο που μας μένει είναι να παλέψουμε."

Τον κοιτάω έκπληκτος! 

-"Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ γι'αυτή την κατάσταση? Πιστεύεις ότι δεν θα σας βοηθούσα?"

Ένα ξεφύσημα, ένα ειρωνικό γέλιο. Το ύφος του σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο.

-"Για ποια βοήθεια μιλάς άρχοντά μου? Δεν μας αφήνεις να ζήσουμε ούτε απ'ότι προσφέρει ο τόπος. Να έρθω να σου ζητήσω ένα πιάτο φαΐ? Γιατί? Για να μου το δώσεις και να έχεις τη συνείδησή σου ήσυχη, ότι βοηθάς? Και την επόμενη μέρα τι θα γίνει? Και για πόσους από μας?  Εδώ τις προάλλες οι άντρες σου, κατάφεραν και πιάσανε ένα απ'τα λίγα παλικάρια, που είχαν το θάρρος να συνεχίζουν να βγαίνουν για κυνήγι στο δάσος σου και είχαν καταφέρει να πιάσουν ένα ελάφι. Το παιδί εκλιπαρούσε, να το τιμωρήσουν μεν, αλλά να αφήσουν το ελάφι που είχε καταφέρει να χτυπήσει. Θα έδινε τροφή στην οικογένειά του για τουλάχιστον τρεις εβδομάδες, ή και περισσότερο. Τον κρέμασαν στο ξέφωτο και πήραν το ελάφι μαζί τους. Έχασε τη ζωή του για το τίποτα! Τον μάζεψαν οι δικοί του και τον έθαψαν στα κρυφά την άλλη μέρα, για να μην τιμωρηθούν και αυτοί."

Σκύβει το κεφάλι του ξανά και συνεχίζει να μιλάει, αλλά αυτή τη φορά σιγά, ίσα που ακούγεται η φωνή του.

-"Ήταν ο μόνος γιος που είχε η καημένη η Γκλάντις, που δεν είχε σακατευτεί ακόμα από τα τουβλάδικα. Ο άλλος της ο γιος, ο μεγαλύτερος, σακατεύτηκε πριν από ένα χρόνο περίπου, όταν έσπασε ένα δοκάρι και έπεσε το βαρύ φορτίο του πάνω στο πόδι του, κάνοντας το κόκκαλο θρύψαλα. Δεν μπόρεσε να ξαναδουλέψει. Σέρνεται με το μπαστούνι του και παλεύει να επιβιώσει. -Ανασηκώνει πάλι το κεφάλι του και ξαναδυναμώνει τη φωνή του-  Δες λίγο καλύτερα γύρω σου. Δες πίσω απ'τις χαιρετούρες και τις υποκλίσεις. Δες τη δυστυχία και την απόγνωση του κόσμου. Όλοι περιμένουμε πότε θα τελειώσει ο χρόνος μας. Εμένα τελείωσε, το ξέρω. Αλλά ίσως σου ανοίξω τα μάτια πριν πεθάνω απ'το σπαθί σου, να δεις λίγο πέρα απ'τη μύτη σου."

Μου παίρνει μερικά δευτερόλεπτα να συνέλθω. Κοιτάζω τον Άντονι που και αυτός με κοιτάζει έκπληκτος με γουρλωμένα μάτια.

Μόλις καταφέρνω να ανακτήσω τα λογικά μου, αρχίζω να του μιλάω με σιγανή και όσο πιο σταθερή φωνή καταφέρνω, προσπαθώντας να αρθρώσω όσο πιο ξεκάθαρα μπορώ, αυτά που θέλω να πω.

-"Ρόμπερτ, αν ο λόγος μου έχει πια καμιά αξία για σένα, σου ξαναλέω ότι δεν πρόκειται να χάσεις τη ζωή σου από μένα. Έχεις δίκιο που λες ότι πρέπει να δω πέρα απ'τη μύτη μου, γιατί αυτά που μου λες, μου είναι τελείως άγνωστα. Οι άντρες μου κρέμασαν το γιο της Γκλάντις γιατί έπιασε ένα ελάφι στο δάσος? Γιατί?!" 

Με κοιτάει έκπληκτος!

-"Λόγω του νόμου άρχοντά μου! Απαγορεύεται το κυνήγι σε όλο το δάσος της επικράτειάς σου. Αλλά ο κόσμος πεινάει. Το δάσος έχει κρέας για να ζήσουμε. Όλοι μας έχουμε παραβεί το νόμο κατά καιρούς με κίνδυνο τη ζωή μας, αλλά για κανένα λαγό, κανένα σκίουρο, ή καμιά αλεπού. Το ελάφι ήταν μεγάλο ρίσκο και το παλικάρι το πλήρωσε με τη ζωή του."

Κοιτάζω τον Άντονι έντρομος, με ερωτηματικό βλέμμα, γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι.

Μου γνέφει καταφατικά, ότι το γνωρίζει.

Νιώθω το θυμό να ανεβαίνει στο στήθος μου και να με πνίγει.

-"Ήξερες πως κρέμασαν ένα παιδί γιατί ... πείναγε?" τον ρωτάω όλο αγανάκτηση.

-"Όχι! Δεν ήξερα γι'αυτό. Ωστόσο ο νόμος υπάρχει, απ'την εποχή του πατέρα σου ακόμα. Οι άντρες σου προφανώς ακολουθούν εντολές που ποτέ δεν ανακλήθηκαν εδώ και χρόνια." μου απαντάει ο Άντονι, εμφανώς θορυβημένος και αυτός από τις αποκαλύψεις του Ρόμπερτ.

Γυρνάω ξανά προς τον Ρόμπερτ, που με κοιτάει με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα. 

-"Έχεις καθόλου κρασί εδώ μέσα Ρόμπερτ?"

Παραξενεμένος μου απαντάει. -"Ναι άρχοντά μου, έχω ένα φλασκί κρεμασμένο στο δοκάρι εκεί πέρα."

-"Πιάσε από μια κούπα για τον καθένα μας και έλα να κάτσουμε εδώ στον πάγκο. Θέλω να μου τα πεις όλα. Για τα τουβλάδικα, για τις επιδρομές, για την άμυνα που στήνετε. Δεν θέλω να παραλήψεις τίποτα."

Σηκώνομαι και κατευθύνομαι στο δοκάρι να φέρω το φλασκί με το κρασί.



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top