Κεφάλαιο 5 - Δυο κόσμοι μπλέκονται

Κάθεται μπροστά μου, σοβαρός και αυστηρός. Το όμορφο πρόσωπό του σκοτεινό, μαυρισμένο από τη μουτζούρα της φωτιάς που πριν λίγο έδινε μάχη να σβήσει. Τα ρούχα του κι αυτά μέσα στη μαυρίλα και τις λάσπες. Το ύφος του, έτσι επίμονα και αποφασισμένα να μάθει την αλήθεια που με κοιτάει, έχει κάτι το απόκοσμο, το τρομακτικό. Τα μπλε μάτια του λάμπουν από ανυπομονησία. Περιμένει να του δώσω εξηγήσεις.

Πρέπει να του δώσω μια ιστορία, να δημιουργήσω ένα πλαίσιο αλήθειας, στα τόσα ψέμματα που του έχω πει. Αρχίζω να μιλάω, αργά και σιγανά, προσαρμόζοντας την δικιά μου ιστορία, την πραγματική μου ζωή, στην νέα παρανοϊκή ζωή που έχω βρεθεί.

-"Ήμασταν μια αγαπημένη οικογένεια. Ο πατέρας μου, η μητέρα μου και γω. Ο πατέρας έμπορος, εξασφάλιζε ένα καλό εισόδημα για να έχουμε μια καλή ζωή. Μου πρόσφερε μια καλή εκπαίδευση κατ'οίκον και μια άνετη διαβίωση. Όμως, όπως πολύ καλά θα ξέρεις και συ άρχοντά μου, ένα καλό εισόδημα δεν μπορεί να εξασφαλίσει τα πάντα. Δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την εύθραυστη υγεία της μητέρας μου.

'Ημουν δεκαεπτά χρονών, όταν πέθανε τελικά από μια άγνωστη αρρώστια, που την είχε εξασθενήσει τόσο, ώστε να περάσει τους τελευταίους μήνες της ζωής της στο κρεβάτι, ανίκανη να σταθεί, να αυτοσυντηρηθεί, να φάει, ή να πλυθεί μόνη της."

Στο μυαλό μου έρχονται ολοζώντανες οι εικόνες της μανούλας μου, εξαντλημένης απ'τον καρκίνο στο πάγκρεας που την είχε χτυπήσει, ξαπλωμένη και κατάχλωμη, να με κοιτάει με μάτια θολά, χωμένα στις κόχες τους. Οι τελευταίοι αυτοί μήνες, όταν η νόσος είχε πια διηθήσει λεμφαδένες, αιμοφόρα αγγεία και άλλους ιστούς και όργανα, είχε κάνει τη μαμά μου να καταπέσει τελείως και δεν είχε δύναμη ούτε να μιλήσει πια. Ήταν η χειρότερη περίοδος, οι χειρότεροι μήνες της ζωής μου. Έβλεπες τη ζωή να εξατμίζεται, να την εγκαταλείπει μέρα με τη μέρα. Κάθε λεπτό, έβλεπες τα μάτια της να χάνουν τη λάμψη τους, το χρώμα να ξεθωριάζει απ'το πρόσωπό της. Μέχρι που έμεινε μια σκιά της μανούλας μου, μια κατάχλωμη μορφή με θολά μάτια, να κείτεται σε ένα κρεβάτι, χωρίς ψυχή, χωρίς περιεχόμενο. Θυμάμαι το βάρος και την ενοχή που με έπνιξε, τη μέρα που ευχήθηκα να τελειώσει αυτή η μαρτυρική ζωή, να πάψει να ζει πια.

Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα, καθώς οι τραγικές αυτές στιγμές κατακλύζουν το μυαλό μου.

Ξεροκαταπίνω, παίρνω βαθιά ανάσα και συνεχίζω την ιστορία μου.

-"Ο πατέρας μου, είχε φέρει μια γυναίκα να βοηθάει στο σπίτι και να φροντίζει κάποιες ανάγκες της μαμάς μου, που όπως σου είπα, δεν μπορούσε πια να κάνει από μόνη της. Όταν πέθανε η μαμά μου, η γυναίκα αυτή, που εν τω μεταξύ είχε εδραιώσει τη θέση της μέσα στο σπίτι μας, κόλλησε σα βδέλλα πάνω στον μπαμπά μου. Εκμεταλλεύτηκε τη θλίψη του, προσποιούμενη το νέο στήριγμά του. Με τον τρόπο της και τα κόλπα της, απομάκρυνε τον πατέρα μου από μένα και τον έστρεψε σιγά σιγά εναντίον μου, πείθοντάς τον ότι δεν ήμουνα παρά μια κακομαθημένη που μόνο απαιτήσεις είχα απ'αυτόν."

Η σιχαμένη Έβελιν! Το βλέμμα της κάθε φορά που πέρναγα μπροστά απ'τον πατέρα μου καθισμένο στην πολυθρόνα του. Αυτή σχεδόν πάντα γύρω του, σαν φίδι που σέρνεται και κουλουριάζεται πάνω του, να με κοιτάει με αυτό το χαιρέκακο βλέμμα και το αηδιαστικό μειδίαμα στο πρόσωπό της. Σα να μου έλεγε 'Σε προκαλώ! Κάνε κάτι! Δεν έχεις καμία τύχη! ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΤΩΡΑ!' 

Ήθελα να μπορούσα να πάρω ένα πανί και να σβήσω αυτό το υπεροπτικό της υφάκι, όπως θα έκανα με ένα ζωγραφικό πίνακα και ένα πανί με διαλυτικό μπογιάς. Να τρίψω με δύναμη, να χαλάσω την έκφρασή της, να την κάνω μια μουτζούρα. Αυτό το υφάκι που κράταγε μόνο για μένα, γιατί μόλις το βλέμμα του πατέρα μου έπεφτε πάνω της, έπαιρνε το καλοκάγαθο, το αγγελικό ύφος και τον κοίταζε μελιστάλαχτα, έτοιμη να τον υπηρετήσει, να τον ταΐσει, να του τρίψει την πλάτη, να τον δηλητηριάσει για την αχάριστη κόρη του.

-"Άντεξα περίπου ένα χρόνο αυτή την κατάσταση. Ήταν φανερό όμως πως δεν μπορούσα να μένω πια σε αυτό το σπίτι και έτσι αναζητούσα τρόπους να απομακρυνθώ. Λάτρευα τα βιβλία και το διάβασμα και ο πατέρας μου, πάντα με εφοδίαζε με ένα σωρό βιβλία από τα ταξίδια του, που τα διάβαζα μανιωδώς."

Είμαι έτοιμη να του πω ότι έκανα αίτηση για να φοιτήσω στο Κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ στον τομέα ιστορίας των τεχνών και η αίτησή μου έγινε δεκτή, αλλά αμέσως συνειδητοποιώ ότι το 1642 δεν επιτρεπόταν σε γυναίκες να φοιτήσουν ακόμα.

Το κολέγιο Τρίνιτι το ίδρυσε ο Βασιλιάς Ερίκος ο Όγδοος το 1546. Ήταν μια από τις τελευταίες δημιουργίες του λίγο πριν πεθάνει. Ο σκοπός του ήταν να δημιουργήσει ένα ίδρυμα, ένα θεσμό, που θα έφτιαχνε τους μελλοντικούς ηγέτες της χώρας, που θα υπηρετούσαν κάτω απ'τη νέα αγγλικανική εκκλησία που επίσης ο ίδιος δημιούργησε. Ένωσε δύο ήδη υπάρχοντα κολέγια, το Κινγκς Χολ και το Μαϊκλχαους και δημιούργησε το Τρίνιτι, ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια στο Κέιμπριτζ.

Κάνω μια παύση σκεπτόμενη πώς να συνεχίσω. Ανασηκώνω τα μάτια μου και τον κοιτάζω. Έχει καρφώσει τα μάτια του πάνω μου και με κοιτάει τόσο επίμονα, λες και θέλει να εισβάλλει στο μυαλό μου. Σμίγει τα φρύδια του και μου κάνει νεύμα να συνεχίσω.

-"Πήγα στην πανεπιστημιούπολη του Κέιμπριτζ αναζητώντας εργασία άρχοντά μου. Το ότι ήξερα να διαβάζω και να γράφω, ήξερα γαλλικά και λίγα γερμανικά, αλλά και η λατρεία μου και οι γνώσεις που είχα γύρω απ'τα βιβλία, μου εξασφάλισε μια θέση στη βιβλιοθήκη. Βοηθός βιβλιοθηκάριου, να τοποθετώ και να αρχειοθετώ βιβλία. Δεν μπορούσα να φανταστώ καλύτερη δουλειά στη ζωή μου. Να βρίσκομαι ανάμεσα από τόνους βιβλία σε μια απ'τις ωραιότερες βιβλιοθήκες του κόσμου. Όποτε ξέκλεβα λίγο χρόνο, διάβαζα μανιωδώς ότι έπεφτε στα χέρια μου."

-"Δούλεψες στο Κέιμπριτζ? Σε βιβλιοθήκη?" μου λέει κοιτάζοντάς με, με ένα έκπληκτο βλέμμα γεμάτο θαυμασμό.

-"Ναι άρχοντά μου, στη βιβλιοθήκη του κολεγίου Τρίνιτι. Εκεί έμαθα για τον αγώνα που έχει ξεκινήσει ενάντια στην αδιαλλαξία και την καταπίεση του Βασιλιά και την προσπάθεια του Κοινοβουλίου να περιορίσει την εξουσία του. Εντυπωσιάστηκα από την καθαρότητα του πνεύματος, των φοιτητών, που υπερασπιζόντουσαν τις αξίες ενός κοινοβουλίου, απέναντι σε ένα τύραννο Βασιλιά, που πιστεύει για τον εαυτό του, ότι μόνο ο Θεός βρίσκεται πάνω απ'αυτόν."

Ανασηκώνει τα φρύδια του και δείχνει σοκαρισμένος.

-"Ιζαμπέλα, σε προειδοποιώ. Πρόσεξε τι λες! Αυτές είναι πολύ επικίνδυνες κουβέντες. Οι άνθρωποι εδώ γύρω φοβούνται ακόμα και να αναφέρουν το όνομα του Βασιλιά και εσύ μιλάς με τέτοια άνεση εναντίον του, εξαπολύοντας βαριές φράσεις τελείως απερίσκεπτα. Μπορεί το Άρνεμ απ΄όπου έρχεσαι να είναι μακριά, το Westminster και το παλάτι του Whitehall όμως είναι μια ανάσα από δω. Έχω ακούσει και έχω δει ανθρώπους για πολύ πιο ελαφρές και απερίσκεπτες κουβέντες απ'τις δικές σου, ακόμα και για ένα νεύμα δυσαρέσκειας, να καταλήγουν στον Πύργο του Λονδίνου."

Το παλάτι του Whitehall στο Westminster! Φυσικά!  Στην εποχή του, δηλαδή αυτή που βρίσκομαι τώρα, ήταν το μεγαλύτερο παλάτι στην Ευρώπη, με περισσότερα από χίλια πεντακόσια δωμάτια. Μεγαλύτερο και από το Βατικανό, πριν και αυτό ξεπεραστεί από το παλάτι των Βερσαλλιών, που έφτιαξε λίγο αργότερα ο Λουδοβίκος ο Δέκατος τέταρτος. Εκεί είχε την έδρα του ο Βασιλιάς Κάρολος ο Πρώτος. Και εκεί, εννέα χρόνια μετά, μπροστά στο προαύλιο του παλατιού του, τον αποκεφάλισαν. 

Στην δικιά μου εποχή, παραμένει ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα! Ένα πανέμορφο αξιοθέατο, επισκέψιμο από τουρίστες. Έχω περάσει ώρες θαυμάζοντας τα υπέροχα ταβάνια του σερ Πίτερ Πολ Ρούμπενς στην αίθουσα χορού του παλατιού. Η χρυσή εποχή του Ρούμπενς στα καλύτερά της!

Ο ομώνυμος δρόμος Whitehall street, στεγάζει τα περισσότερα διοικητικά κτήρια της κυβέρνησης και καταλήγει στην περίφημη Downing street, που βρίσκεται η έδρα του πρωθυπουργού. Το Μπάκινγχαμ, η επίσημη έδρα της Βασίλισσας στον εικοστό πρώτο αιώνα,  έγινε εκατό χρόνια μετά από την εποχή που βρίσκομαι τώρα. Συγκεντρώσου Ιζαμπέλα, μην πετάξεις καμιά βλακεία. Οι άνθρωποι φοβούνται ακόμα και να αναφέρουν το όνομα του Βασιλιά αυτή την εποχή!

Τα λόγια του μου φέρνουν στο μυαλό τη Σίλια, να βάζει το δάχτυλο μπροστά στα χείλη της και να μου ψιθυρίζει: 'μην αναφέρεις το όνομα του βασιλιά κυρά μου'. Όμως ο τόνος του, δεν είναι απόλυτος, σαν διαταγή, είναι περισσότερο προστατευτικός, σα να προσπαθεί να με λογικέψει. Συνεχίζει, μιλώντας μου ήρεμα με απαλή φωνή, όπως θα εξηγούσε ένας πατέρας στο παιδί του, κάτι που δεν έχει καταλάβει.

-"Οι πράξεις αυτών που έχουν την εξουσία Ιζαμπέλα, είναι πολλές φορές απρόβλεπτες και μυστήριες γι'αυτούς που βρίσκονται γύρω τους. Αλλά βασιλιάς δεν σημαίνει αυτόματα και τύραννος. Άλλωστε και τα μέλη του κοινοβουλίου που με τόσο σθένος υπερασπίζεσαι, είναι ευγενείς που θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους από εμάς τους κοινούς ανθρώπους."

-"Η υπεροψία είναι ένα θέμα άρχοντά μου, αλλά το κοινοβούλιο αποδέχεται ότι όλοι μεταξύ τους είναι ίσοι εκλεγμένοι άρχοντες. Ο Βασιλιάς απαξιώνει το κοινοβούλιο και παρεμβαίνει στους δικαστές. Αν κάποιος έπρεπε να αποφασίσει για την μοίρα σου, ποιον θα επέλεγες? Αυτόν που θεωρεί τον εαυτό του μετά το Θεό, ή μια ομάδα ανθρώπων με ίσα δικαιώματα, μια ομάδα ίσων μεταξύ τους?"

Μένει να με κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα χωρίς να λέει κουβέντα. Δείχνει να αναλογίζεται την απάντησή μου για λίγο και μετά αρχίζει να κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω.

-"Είσαι έξυπνη και γρήγορη στη σκέψη, στο αναγνωρίζω. Το απολαμβάνω πολύ να μιλάω μαζί σου. Δεν βρίσκεις εύκολα ανοιχτόμυαλο άνθρωπο, να συζητήσεις τέτοια θέματα. Όμως μιλάω σοβαρά όταν σου λέω να προσέχεις τα λόγια σου. Για όλους τους λόγους που εσύ η ίδια προανέφερες, πρέπει να προσέξεις πολύ τις σκέψεις στις οποίες θα δώσεις φωνή.

Συνέχισέ μου την ιστορία σου. Έφυγες λοιπόν απ'το σπίτι σου και εργάστηκες στη βιβλιοθήκη του Τρίνιτι. Πώς κατέληξες στην άμαξα , δεν μου έχεις εξηγήσει ακόμα."

-"Θυμάσαι πριν μερικά χρόνια όταν ο Βασιλιάς Κάρολος διέλυσε το κοινοβούλιο γιατί αρνιόταν να επιβάλλει κι άλλους φόρους, για τον πόλεμο που είχε ξεκινήσει με την Ισπανία? Στη συνέχεια άρχισε ένα ανελέητο κυνήγι εξόντωσης μελών του κοινοβουλίου. Μεταξύ άλλων, συνέλαβε και τον sir Τζον Έλιοτ, τον υπέροχο αυτόν άνθρωπο, λόγιο και γνήσιο δημοκράτη, τον φυλάκισε στον πύργο του Λονδίνου και πέθανε εκεί μέσα, κάτω από άθλιες συνθήκες. Ένας άδικος θάνατος που τον μετέτρεψε σε μάρτυρα και αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα για τον αγώνα που ξεκίνησε ενάντια στον τύραννο Βασιλιά.

Κάποιοι απ'τους κυνηγημένους ευγενείς, καταφύγανε στις Κάτω Χώρες για να γλυτώσουν τη ζωή τους και από κει ξεκίνησαν να οργανώνουν την αντίσταση κατά του Βασιλιά. Άρχισε να συγκεντρώνεται στρατός και να στήνεται βοήθεια προς όποιον συμπορευόταν με το μέρος των στρογγυλοκέφαλων, όπως αποκαλούν τους κοινοβουλευτικούς οι φιλοβασιλικοί, ή αλλιώς καβαλιέροι.

Αρχίσαμε να οργανώνουμε δρομολόγια με βοήθεια κάθε είδους προς όλες τις περιοχές που βρίσκαμε υποστήριξη. Βοήθεια που μπορεί να ήταν χρυσός, μπαρούτι, σφαίρες, ή ακόμα και όπλα. Σε ένα τέτοιο δρομολόγιο μπήκα εγώ απ'το Άρνεμ, μαζί με άλλον έναν συνταξιδιώτη, με σκοπό να φέρουμε βοήθεια στην περιοχή σου. Ήταν δικιά του ιδέα να ντυθώ σαν άντρας, για να περάσω όσο πιο απαρατήρητη γίνεται, μιας και τους άλλους δύο συνταξιδιώτες μας δεν τους γνωρίζαμε. Οι καιροί είναι επικίνδυνοι και δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τον εμφύλιο πόλεμο. Ομοεθνείς, αδέλφια, να σκοτώνονται μεταξύ τους."

-"Μια στιγμή! Ιζαμπέλα τι λες? Μιλάς για εμφύλιο πόλεμο?"

-"Ναι αρχοντά μου, όσο και αν δεν θες να το παραδεχτείς, για εμφύλιο πόλεμο πρόκειται και έχει ξεκινήσει. Θα τον δεις να κλιμακώνεται πολύ σύντομα γύρω σου. Στο ξαναείπα. Πρέπει να πάρεις θέση. Δεν γίνεται να μείνεις αμέτοχος στο χάος που πρόκειται να πνίξει τη χώρα."

-"Και μου λες ότι έφερνες βοήθεια στην περιοχή μου? Λες ότι με έχουν χαρακτηρίσει οι κινήσεις μου ως στρογγυλοκέφαλο, αλλά εμένα κανείς δεν με έχει πλησιάσει, δεν έχω ιδέα για αντίσταση κατά του βασιλιά. Πού πήγαινε αυτή η βοήθεια?"

-"Αντίσταση όπως τη λες, στήνεται παντού. Άρχοντά μου, πρέπει να καταλάβεις. Ο κόσμος σου, σε θεωρεί δίκαιο και συμπονετικό, αλλά δεν παύεις να είσαι ένας άρχοντας με δύναμη, που κατέχει περιουσία και φρουρά. Μην έχοντας πάρει φανερά το μέρος κανενός ακόμα, φοβούνται να σε πλησιάσουν. Δεν ξέρουν με ποιανού το μέρος θα ταχτείς τελικά."

Σταματάω να μιλάω. Μένουμε να κοιταζόμαστε, ενώ μια εκκωφαντική ησυχία αιωρείται ανάμεσά μας. Και οι δυο βυθισμένοι βαθιά στις σκέψεις μας.

Έμπλεξα τη ζωή μου με τη ζωή ενός άλλου μου εαυτού, που βρέθηκε τετρακόσια χρόνια πριν την εποχή του. Και κάθομαι και λέω την ιστορία όπως την ξέρω, όπως τη διάβαζα στα βιβλία του σχολείου, σε έναν άρχοντα από ένα μακρινό και σκοτεινό παρελθόν, που δεν ξέρει τι πρόκειται να ακολουθήσει, για να σώσω τη ζωή μου και ίσως και τη δική του απ΄την οποία κρέμεται πια η δική μου. Και σκέφτομαι με πληροφορίες που αντλώ απ'το μέλλον, για να τις χρησιμοποιήσω σε ένα παρόν που δεν έχουν συμβεί ακόμα.

Τι μπλέξιμο! Άραγε έχει νόημα όλο αυτό? Μήπως βρέθηκα για κάποιο σκοπό εδώ? Μήπως πρόκειται να παίξω κάποιο ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας? Μπορώ να αλλάξω το μέλλον? Έχουμε όλοι κάποια μοίρα, κάποιο πεπρωμένο που πρέπει να εκπληρώσουμε? Ή όπως έλεγε ο Τομ Χανκς στο Forest Gump, εκείνη την ταινία απ'την εποχή μου, απλά αιωρούμαστε στο χρόνο, χωρίς να ξέρουμε τι θα μας συμβεί και πού θα καταλήξουμε, όπως αιωρείται ένα φτερό στον άνεμο, που δεν ξέρει πού θα το ακουμπήσει το ρεύμα που το παρασύρει!

Τις σκέψεις μας, διακόπτει ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα. Σηκωνόμαστε και οι δύο όρθιοι ταυτόχρονα. Ο άρχοντας με κοιτάει αινιγματικά και μετά δίνει εντολή να ανοίξουν.

Οι πόρτες ανοίγουν και η Σίλια μπαίνει μέσα διστακτικά, με το κεφάλι σκυμμένο κάτω. Με ένα γρήγορο κοίταγμα στα πλάγια, μου ρίχνει ένα φοβισμένο βλέμμα, κοιτάζοντάς με από την κορυφή ως τα νύχια. Μετά γυρίζει προς τον άρχοντα, κάνει μια μικρή υπόκλιση και του λέει ότι έφτασαν στον πύργο η Γκέηλ με τις κόρες της, όπως έδωσε εντολή και περιμένουν απ'έξω.

-"Πες να τις φέρουν μέσα και θα κατέβω αμέσως. Όχι! Στάσου! Πήγαινε εσύ Σίλια και φέρ'τις εδώ και τις τρεις. Στο δωμάτιο της Ιζαμπέλας. Θα τις υποδεχτώ εδώ, μαζί με την Ιζαμπέλα."

Η Σίλια κοντοστέκεται για λίγο, ανασηκώνει τα μάτια της και του ρίχνει ένα παραξενεμένο βλέμμα. Μετά κάνει πάλι μια γρήγορη μικρή υπόκλιση και φεύγει έξω απ'το δωμάτιο.

Ο άρχοντας γυρίζει και έρχεται κοντά μου. Βάζει τα χέρια του στους ώμους μου και με ανασηκώνει. Τα μάτια του έντονα, γυαλιστερά μπλε πετράδια με ένα κάρβουνο που καίει στο κέντρο.

-"Ιζαμπέλα, μου εμπιστεύτηκες τη ζωή σου με αυτά που μου είπες. Και με έκανες να δω καθαρά, κάτι που αρνιόμουν να παραδεχτώ εδώ και πολύ καιρό. Τώρα θέλω και γω τη βοήθειά σου."

-"Ότι θέλεις άρχοντά μου." του λέω χωρίς να μπορώ να κρύψω την έκπληξή μου, απ'την απότομη στροφή στη συμπεριφορά του.

-"Κατ'αρχήν σε εμπιστεύομαι και πίστεψέ με, δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος για τον οποίο το έχω πει αυτό, εκτός από τον Άντονι τον ακόλουθό μου, που τον θεωρώ όχι απλά έμπιστο, αλλά κάτι παραπάνω. Τον θεωρώ αδελφό μου.

Θέλω να συνεχίσεις να με εμπιστεύεσαι και συ, όπως έκανες μέχρι τώρα. Η ζωή σου κινδυνεύει, αν μαθευτεί ότι έχω δώσει στέγη και προστασία σε μια άγνωστη, που εμφανίστηκε από το πουθενά. Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός να αρχίσουν να συνδυάζουν χρόνο και γεγονότα και κάποιος πολύ σύντομα μπορεί να σε συνδέσει με την άμαξα που κάηκε έξω απ'την επικράτειά μου. Χρειάζεσαι μια ταυτότητα για την προστασία όλων μας. Θα ..."

Την κουβέντα μας πάλι διακόπτει, ένα σιγανό χτύπημα που ακούγεται απ'την πόρτα.

-"Πέρασε μέσα." λέει με δυνατή φωνή.

Η Σίλια ξεπροβάλλει με το γνωστό της αθόρυβο και ντροπαλό παρουσιαστικό και από πίσω την ακολουθούν, μια καταταλαιπωρημένη γυναίκα γύρω στα πενήντα και κάτι θαρρώ, αν και δεν μπορώ να πω με σιγουριά, που πρέπει να είναι η Γκέηλ και δύο νέα κορίτσια που προφανώς είναι οι κόρες της. Και οι τρεις τους δείχνουν εξαντλημένες. Είναι μουτζουρωμένες από τη φωτιά, με τριμμένα βρώμικα ρούχα και φοβισμένο ύφος.

-"Περάστε και καθίστε κοντά στη φωτιά." λέει ο άρχοντας, καλωσορίζοντας με μια μεγαλόπρεπη ανοιχτή αγκαλιά τις τρεις γυναίκες και καθοδηγώντας τις προς τον καναπέ μπροστά στο τζάκι.

-"Ιζαμπέλα, η Γκέηλ και τα κορίτσια της, χάσανε τον πατέρα τους σήμερα, μετά την αισχρή επίθεση που σημειώθηκε στο χωριό μας. Οι ελεεινοί εισβολείς, σκότωσαν τον άντρα της και πατέρα των κοριτσιών και κάψανε το σπίτι τους ολοσχερώς."

Ένα επιφώνημα έκπληξης μου ξεφεύγει. Γουρλώνω τα μάτια μου με τρόμο και φέρνω το χέρι μου μπροστά στο στόμα μου. Δικαιολογημένα έχουν όψη λες και είδαν φάντασμα τα καημένα τα κορίτσια και η καλή αυτή γυναικούλα.

-"Λυπάμαι πολύ για την απώλειά σας." τους λέω με απόλυτη ειλικρίνεια και όσο πιο γλυκά μπορώ, με σιγανή φωνή.

-"Σε ευχαριστώ αρχόντισσά μου." μου απαντάει η Γκέηλ και σκύβει το κεφάλι κοιτώντας την μουτζουρωμένη ποδιά της. Τα κορίτσια της, ανασηκώνουν το βλέμμα τους, με κοιτάνε και ξανασκύβουν τα κεφάλια τους κοιτώντας προς τα κάτω.

-"Υποσχέθηκα να τους δώσω μια βοήθεια να αντιμετωπίσουν τη δυστυχία που τους χτύπησε. Θα σας προσφέρω στέγη, εργασία και τροφή, εδώ στο κάστρο. Γκέηλ, απ'ότι θυμάμαι έφτιαχνες τις πιο νόστιμες πίτες σε όλο το χωριό. Θα μπορούσες να δουλέψεις στην κουζίνα και τα κορίτσια σου, να βοηθάνε σε ανάγκες του σπιτιού.

-"Η Ιζαμπέλα είναι μακρινή μου ξαδέλφη, απ'τη μεριά της μητέρας μου. Ήρθε να μείνει ένα διάστημα μαζί μας."

Η Σίλια και γω ταυτόχρονα, γυρνάμε και τον κοιτάμε έκπληκτες. Η Σίλια πολύ πιο γρήγορα από μένα, επανακτεί τον έλεγχο και ξαναχαμηλώνει το κεφάλι της. Εγώ πάλι, μένω να τον κοιτάω σα χάνος.

-"Ιζαμπέλα θα αναλάβεις να τακτοποιήσεις και να ξεναγήσεις τη Γκέηλ με τα κορίτσια της? Να φροντίσεις να τακτοποιηθούν σε κάποιο δωμάτιο και να τους δείξεις τους χώρους, την κουζίνα, τα κελάρια... Με τη βοήθεια της Σίλιας φυσικά, μιας και εσύ επίσης δεν ξέρεις ακόμα το κάστρο πολύ καλά."

Γυρνάει και με κοιτάει περιμένοντας την απάντησή μου, αλλά συγχρόνως το βλέμμα του εκλιπαρεί να ακολουθήσω την ιστορία που φτιάχνει. Έντονο βλέμμα, ένα ανεπαίσθητο νεύμα του κεφαλιού, τα υπέροχα χείλη του ανοίγουν ελαφρά, λες και θέλει να μου ψιθυρίσει την απάντηση που πρέπει να δώσω.

-"Ευχαρίστως αρ... Τζέθρο. Με μεγάλη μου χαρά να βοηθήσω να γνωρίσουν και να προσαρμοστούν στο καινούργιο τους σπίτι."

Μου κάνει ένα νεύμα αποδοχής. Τα μάτια του γλυκαίνουν και δείχνει ικανοποιημένος από την απάντησή μου, ενώ στα χείλη του ζωγραφίζεται ένα αχνό χαμόγελο.

Την ίδια στιγμή η Γκέηλ ξεσπάει σε κλάματα με αναφιλητά και πέφτει στα γόνατα μπροστά στα πόδια του.

-"Άρχοντά μου, Αρχόντισσά μου, σας ευχαριστώ για την καλοσύνη σας." Σκεπάζει το πρόσωπό της με τα χέρια της και συνεχίζει να κλαίει σιωπηλά, ενώ το σώμα της τραντάζεται από τα αναφιλητά της. Τα κορίτσια της, σκύβουν από πάνω της με στοργή, ενώ και απ'τα δικά τους μάτια, τρέχουν σιωπηλά δάκρυα.

-"Έλα, σήκω, σταμάτα τώρα." σκύβει και την πιάνει προστατευτικά απ'τους ώμους και την σηκώνει όρθια. Βγάζει ένα μαντήλι απ'το τσεπάκι του μαυρισμένου γιλέκου του και της το δίνει.

Μετά, γυρίζει προς εμένα και χτυπώντας τα χέρια του, μου λέει με δυνατή ενθουσιώδη φωνή, προσπαθώντας να καλύψει τη συγκίνησή του, απ'την αντίδραση της Γκέηλ :

-"Οπότε Ιζαμπέλα, τις αφήνω στα χέρια σου. Πρέπει να φύγω, έχω ένα σωρό πράγματα να κάνω. Το χωριό μου είναι ανάστατο ακόμα απ'την αισχρή επίθεση. Σίλια, βοήθησε την Ιζαμπέλα σε ότι χρειαστεί, εντάξει?" Κρατάει το βλέμμα του λίγο περισσότερο στη Σίλια, που του απαντάει θετικά κουνώντας το κεφάλι της.

Γυρίζει την πλάτη του και φεύγει με γρήγορα βήματα απ'το δωμάτιο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top