Κεφάλαιο 47 - Επίλογος

Και είναι από πάντοτε γνωστό ότι η αγάπη δεν γνωρίζει το δικό της βάθος μέχρι την ώρα του χωρισμού. 

Khalil Gibran


Κάθε σκέψη άρπαξε φωτιά και μετατράπηκε σε στάχτη. Κάθε ανάμνηση έλιωσε και κύλησε σαν το αίμα που έτρεξε από τον κομμένο της λαιμό.

Τώρα πια το ξέρω, το καταλαβαίνω, το νιώθω, ότι όλη μου η ζωή, όλη μου η ύπαρξη, έγινε για ένα και μόνο σκοπό. Αυτήν! Την Ιζαμπέλα! Όλος ο κόσμος η Ιζαμπέλα! 

Και αυτή δεν υπάρχει πια! Ο κόσμος όλος έσβησε, εξατμίστηκε, χάθηκε μαζί με την τελευταία λάμψη ζωής στα μάτια της.

Ήλπιζα σε ένα θαύμα εκείνη τη μέρα. Σαν και αυτό που την έφερε κοντά μου. Όμως δεν έγινε ποτέ. Και από εκείνη τη στιγμή, ήξερα ότι θα τη βλέπω να πεθαίνει στην αγκαλιά μου, ξανά και ξανά και ξανά, για όλο το υπόλοιπο της ζωής μου. Να βλέπω το αίμα να στραγγίζει τη ζωή της μέσα στην αγκαλιά μου, τη ζωή να φεύγει από μέσα της με κάθε σταγόνα αίμα που έτρεχε από τον κομμένο της λαιμό. Να την βλέπω να με κοιτάζει με μάτια θολά, τέλεια, πανέμορφη, αιθέρια. 

Ο άθλιος άνδρας δεν μπόρεσε να πάει πολύ μακριά. Ο Ουίλ με τους άνδρες του, τον έπιασαν και τον έσυραν μπροστά μου. Δεν θυμάμαι τι έγινε μετά. Μόνο ότι κάποια στιγμή οι άνδρες μου, με τραβούσαν να σταματήσω να τον χτυπάω.

-"Τελείωσε! Δεν ζει πια!" Θυμάμαι να μου φωνάζουν.

Όσο για τον Στάνλεϋ, ο Ουίλ με τον Τζον μου είπαν ότι ανέλαβαν και τον τελείωσαν, με τον ίδιο βρώμικο τρόπο που έκανε και αυτός τις δουλειές του. Βρέθηκε κρεμασμένος στο σαλόνι του. Από τύψεις είπαν κάποιοι. Δεν έχει σημασία πια, έτσι κι αλλιώς.

Στέκω μπροστά στην γκρίζα πέτρα όπως κάθε μέρα, δυο χρόνια τώρα και κοιτάζω χωρίς να βλέπω. 

Εμφανίστηκε από το πουθενά και απογείωσε τα πάντα γύρω της. Η ζωή απέκτησε νόημα επειδή υπήρχε αυτή. Και την έχασα μέσα από τα χέρια μου. Ξεψύχησε στην αγκαλιά μου και μαζί με τη ζωή της που στράγγιξε στα χέρια μου, χάθηκε και η δική μου.

Μια γλυκιά φωνούλα ακούγεται από μακριά.

-"Νάτος θείε Άντονι, είναι πάλι εκεί, μιλάει στη μανούλα. Έλα, πάμε."

-"Αννα, στάσου, μην τρέχεις κοριτσάκι μου, θα χτυπήσεις!" Η φωνή του Άντονι γεμάτη έγνοια.

-"Μπαμπά! Μπαμπάκα! Ο θείος Άντονι μου μαθαίνει να κάνω ιππασία. Έλα μπαμπάκα, έλα να με δεις!"

-"Την ακούς αγάπη μου? Μόνο να μπορούσες να την δεις, Ιζαμπέλα μου. Είναι πανέμορφη!"

Σκουπίζω τα μάτια μου και γυρίζω προς την κόρη μου. Γονατίζω και ανοίγω τα χέρια μου σε μια μεγάλη αγκαλιά. Ξεκαρδίζεται στα γέλια και ορμάει στην αγκαλιά μου. Το όμορφο κορίτσι μου! Χαϊδεύω το κοκκινομάλλικο κεφαλάκι της και την σηκώνω στον αέρα. Γελάει και τσιρίζει ενθουσιασμένη!

-"Έλα μπαμπάκα, πλέπει να με δεις! Ο θείος Άντονι πελιμένει."

-"Πάμε μωρό μου, τι είπες ότι θα μου δείξεις?"

-"Κάνω ιππασία σου λέω! Έλα, πάμε, ο θείος Άντονι μου έφελε ένα αλογάκι που είναι μικλό σαν κι εμένα."

-"Αλήθεια? Και πού το βρήκε ο θείος Άντονι τόσο μικρό αλογάκι για ένα τόσο μικρό κοριτσάκι σαν και σένα, μου λες?"

-"Δεν ξέλω καλέ μπαμπά, έλα, μην αλγείς! Είναι και η θεία Σίλια και ο θείος Ουίλ εκεί με τα μωλάκια τους και η Λούσι και ο Τζον, έχουν έλθει όλοι για να με δούνε. Έλα σου λέω, μην αλγείς."

Την σηκώνω πάνω απ'το κεφάλι μου και την καθίζω στους ώμους μου. Χώνει τα χεράκια της μέσα στα μαλλιά μου και αρχίζει να κλωτσάει τα ποδαράκια της.

-"Ντέι-ντέι αλογάκι μου, πάμε, πιο γλήγολα! Γεια σου μανούλα, θα έλθω αύλιο να σου πω τα νέα."

-"Γεια σου αγάπη μου, η κόρη μας πήρε το πρώτο της άλογο σήμερα. Θα σου πούμε τα νέα αύριο." Λέω και σκουπίζω άλλο ένα δάκρυ που ξεστράτισε και κύλησε στο μάγουλό μου.

Προχωράω προς τους στάβλους, εκεί που είναι όλοι οι φίλοι μας στημένοι, για να κάνουμε την γιορτή έκπληξη της Άννας μου. Της έφερα το πρώτο της πόνυ και υποτίθεται ότι θα ήταν έκπληξη, αλλά τίποτα δεν μπορείς να κρύψεις απ' αυτό το μικρό μαγευτικό πλάσμα. Κατάφερε και το ανακάλυψε πριν αρχίσει η γιορτή της. Σαν τη μητέρα της κι αυτή! Πανέξυπνη, πανέμορφη, ένα μικρό θαύμα! Δεν χορταίνω να τη βλέπω και να την καμαρώνω!

Κοιτάζω πέρα προς το δάσος, εκεί που άρεσε στην Ιζαμπέλα μου να κάνει τον περίπατό της. Τώρα κρέμεται μια κούνια απ'τον κορμό ενός δέντρου. Η Άννα μου τρελαίνεται να κουνιέται πάνω της. Λέει ότι είναι μια μικρή νεραϊδούλα που μαθαίνει να πετάει. 

Την βλέπω! Εκεί! Ανάμεσα στα δέντρα! Κάθεται στην κούνια της κόρης μας. Κάθεται και μας κοιτάζει από μακριά. Όπου και να κοιτάζω, είναι εκεί και με παρακολουθεί. Αμίλητη, σοβαρή και πανέμορφη! Αγάπη μου, ζωή μου, δεν θα σε ξεχάσω ποτέ!


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top