Κεφάλαιο 41 - Δεύτερη ευκαιρία

Δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που συνέβη! Η καρδιά μου πάει να σπάσει! Μπαίνω μέσα στο κάστρο, βαστώντας την Ιζαμπέλα από το χέρι. Τη γυναίκα μου! Την πιο έξυπνη γυναίκα στον κόσμο! Εμφανίστηκε ξαφνικά σαν άγγελος και έσωσε την ζωή όλων μας. Η εξυπνάδα της, η ευφράδειά της, η γοητεία της, αφόπλισαν ακόμα και τον διοικητή του αγγλικού στρατού. Τον διοικητή που κράτησε το δαχτυλίδι της μητέρας μου, που είχα φορέσει στο δάχτυλο της Ιζαμπέλας, σαν φυλαχτό του. Για να θυμάται σε όλη του τη ζωή, αυτή την ξεχωριστή γυναίκα που γνώρισε, τη γυναίκα μου.

-Είσαι πολύ τυχερός άνθρωπος Τζέθρο, έχεις μια ξεχωριστή γυναίκα δίπλα σου.- 

Πίσω μου ακολουθεί ο Άντονι αλλά και όλοι οι νέοι μου φίλοι. Και είναι ξανά πίσω η αγαπημένη μου Λούσι, η Γκέηλ και τα κορίτσια της.

Νιώθω τα πόδια μου να τρέμουν. Το σπίτι μου, που νόμιζα ότι δεν θα ξαν'αντικρύσω. Κοιτάζω γύρω μου, το γνώριμο και αγαπημένο χώρο. Έχει κακοποιηθεί απίστευτα! Κατεστραμμένα έπιπλα, σπασμένα διακοσμητικά, μέχρι τους πίνακες και τις ταπισερί έσκισαν και κομμάτιασαν οι άθλιοι. 

Η Λούσι μας ανακοινώνει ότι πάει να δει τι γίνεται στην κουζίνα της και φεύγει μαζί με την Σίλια, την Γκέηλ και τα κορίτσια της, για το κάτω πάτωμα.

Μπαίνουμε στην τραπεζαρία. Τα πορτραίτα του πατέρα και της μητέρας, σκισμένα κατά μήκος με μια μαχαιριά. Περνάμε δίπλα στη βιβλιοθήκη. Η καρδιά μου πονάει απ'το θέαμα. Όλα τα βιβλία πεταμένα στο πάτωμα. Άλλα ανοιγμένα, άλλα σκισμένα. Ο άθλιος ο Στάνλεϋ, φαίνεται πως έψαχνε να βρει τους τίτλους, τα χαρτιά μου και χρυσό. Ο πατέρας όμως, είχε προβλέψει και ασφαλίσει όλα τα πολύτιμα έγγραφα που διασφάλιζαν τους τίτλους μας. 

Η βιβλιοθήκη είναι ένα ενδιάμεσο δωμάτιο, μεταξύ της τραπεζαρίας και του διαδρόμου που οδηγεί στα δωμάτια, αλλά στην πραγματικότητα, είναι μια καλή μεταμφίεση, ενός κρυφού δωματίου που είχε φτιάξει ο πατέρας και κράταγε εκεί όλα τα πολύτιμα έγγραφά του. 

Το ότι έγινε η βιβλιοθήκη το αγαπημένο μου δωμάτιο, ντύνοντας και γεμίζοντάς το με βιβλία που συγκέντρωσα με μεγάλη δυσκολία αλλά και αγάπη, απλά προστάτευσε ακόμα περισσότερο το μυστικό δωμάτιο του πατέρα. Κανείς εκτός από μένα και τον Άντονι δεν γνωρίζει την ύπαρξή του. Ούτε καν το προσωπικό του σπιτιού.

Ο Άντονι γυρίζει και με κοιτάζει χαμογελώντας.

-"Γύρισαν το σπίτι ανάποδα. Πάντως δεν κατάφεραν να βρουν ότι έψαχναν." Μου λέει με ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Και μετά συμπληρώνει :

-"Λυπάμαι πολύ για την καταστροφή που έχει γίνει στο κάστρο σου Τζέθρο."

-"Μην στενοχωριέσαι Άντονι. Εμείς είμαστε καλά. Αυτό έχει σημασία. Όλα τα άλλα, θα τα ξαναφτιάξουμε σιγά σιγά. Μας δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία. Αυτή τη φορά, θα τα κάνουμε όλα πιο σωστά. Έτσι φίλε?"

Ο Άντονι μου γνέφει θετικά και γυρίζει προς τους υπόλοιπους που ακολουθούν κοιτάζοντας τους χώρους. 

-"Ελάτε να σας δείξω το υπόλοιπο κάστρο και να δούμε τι άλλες ζημιές προξένησαν αυτοί οι βάρβαροι." Παίρνει τους τέσσερις άνδρες και βγαίνουν από τη βιβλιοθήκη. 

Μένουμε οι δυο μας. Η Ιζαμπέλα κοιτάζει γύρω της με μια θλίψη στο βλέμμα της. Πάει κοντά στην υδρόγειό μου, που έχει σπάσει απ'τη βάση της και έχει κυλήσει στο πάτωμα. Περνάει τα δάχτυλά της από πάνω της και την χαϊδεύει, ενώ κοιτάζει γύρω της στενοχωρημένη.

-"Κοίτα τι έκαναν στην υπέροχη βιβλιοθήκη σου Τζέθρο. Πώς μπόρεσαν να καταστρέψουν όλα αυτά τα υπέροχα βιβλία?"

-"Θα τα φτιάξουμε όλα. Μην ανησυχείς. Τα περισσότερα είναι γερά. Τα ξεφύλλιζαν και τα πέταγαν από δω και από κει, γιατί  έψαχναν να βρούνε έγγραφα και τίτλους. Αλλά δεν τα κατάφεραν." Πάω και κλείνω από μέσα την πόρτα από την οποία μπήκαμε, από το δωμάτιο της τραπεζαρίας.

-" Έλα! Θέλω να σου δείξω κάτι. Θυμάσαι ποιο σου είχα πει ότι ήταν το πάθος μου και το αγαπημένο μου βιβλίο?"

-"Πώς δεν θυμάμαι. Μου είχες πει ότι λάτρευες την αστρονομία και το αγαπημένο σου βιβλίο, που είχες κάνει αγώνα για να το βρεις, ήταν ένα μεγάλο και βαρύ βιβλίο που έγραψε ο Κοπέρνικος. «Η περιστροφή των ουρανίων σωμάτων». Με είχε συνεπάρει το πάθος σου εκείνη τη μέρα και με είχαν γοητεύσει όσα έλεγες, οι θεωρίες και οι μελέτες που είχες συγκεντρώσει." Μου λέει γλυκά.

Της χαμογελάω με μια βαθιά ικανοποίηση. Ακόμα θυμάμαι το βλέμμα της εκείνη τη μέρα, όταν πρωτοαντίκρυσε τη βιβλιοθήκη μου. Και θυμάται όσα της είχα πει.

-"Μήπως θυμάσαι και πού ήταν τοποθετημένο?" Τη ρωτάω.

Γυρίζει και κοιτάζει την είσοδο που μπήκαμε και μετά την άδεια ξύλινη βιβλιοθήκη δεξιά μας. Πλησιάζει και περνάει το χέρι της, χαϊδεύοντας τα άδεια ράφια.

-"Εδώ, ήταν τα βιβλία του βάρδου του Έιβον, του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Πιο δίπλα, ήταν μια σειρά από βιβλία αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Και εδώ σε αυτό το μεγάλο τετράγωνο ράφι, πρέπει να ήταν το αγαπημένο σου βιβλίο του Κοπέρνικου." Λέει με τη γλυκιά φωνή της και μετά γυρίζει το βλέμμα της στις στοίβες από πεταμένα βιβλία εδώ και κει, προφανώς αναζητώντας το ογκώδες βιβλίο.

-"Μπράβο μνήμη! Ακριβώς έτσι ήταν!" Της λέω ενθουσιασμένος. Το κορίτσι μου, όντως πρόσεχε κάθε μου κουβέντα, δεν έδειχνε απλώς ενδιαφέρον έτσι για να με ευχαριστήσει. 

-"Έλα τώρα να σου δείξω κάτι, που δεν ξέρει κανένας άλλος, εκτός από μένα και τον Άντονι. Ούτε το προσωπικό, ούτε κανείς. Στο ράφι που ήταν το βιβλίο του Κοπέρνικου, πίεσε την πλάτη της βιβλιοθήκης από τη δεξιά μεριά, με όλη σου τη δύναμη." 

Με κοιτάζει σμίγοντας τα φρύδια της, με ένα ύφος έκπληξης και περιέργειας και κάνει ακριβώς ότι της είπα. Βάζει την παλάμη της στην ξύλινη πλάτη και πιέζει με δύναμη.

Ένα τρίξιμο ακούγεται, ένας ξερός ήχος σαν να σπάει μια σανίδα και η πλάτη υποχωρεί προς τα πίσω. Γυρίζει και με κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια.

-"Τι έκανα? Έκανα ζημιά?" Μου λέει αναστατωμένη.

-"Όχι, δεν έγινε καμία ζημιά, μην ανησυχείς. Η πλάτη σε εκείνο το σημείο, είναι ένα μυστικό πορτάκι. Τράβηξέ το τώρα να ανοίξει μπροστά." Της λέω χαμογελώντας της με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο.

Βάζει το χέρι της, τραβάει την ανοιγμένη σανίδα και από πίσω αποκαλύπτεται ένας μεγάλος και  χοντρός μεταλλικός κρίκος. Με κοιτάζει έκπληκτη!

-"Τράβηξέ τον. Κανονικά θα ήθελε πολύ δύναμη, αν ήταν τα ράφια φορτωμένα με όλα τα βιβλία. Αλλά τώρα που είναι άδεια, θα σου είναι πολύ εύκολο." Της λέω γλυκά, πιάνοντας το χέρι της και βάζοντάς το απαλά πάνω στον κρίκο.

Τραβάει, και ολόκληρο το φύλλο της βιβλιοθήκης ανοίγει προς τα μέσα, αποκαλύπτοντας από πίσω ένα κρυφό δωμάτιο. Το μυστικό δωμάτιο του πατέρα. Της χαμογελάω, παίρνω ένα κηροπήγιο με τρία αναμμένα κεριά και μπαίνω μέσα. Με ακολουθεί με ανοιχτό το στόμα, έκπληκτη.

-"Εδώ, είναι φυλαγμένα όλα τα αρχεία της οικογένειας. Και φυσικά και οι τίτλοι και ότι αφορά την περιουσία μας, τον πύργο και ολόκληρη την πόλη."

Κοιτάζει γύρω της εκστασιασμένη! 

-"Είπες δεν ξέρει κανείς γι'αυτό το δωμάτιο εκτός από εσένα και τον Άντονι?"

-"Ναι! Κανένας δεν ξέρει την ύπαρξή του." Της λέω χαμογελώντας της.

-"Και τότε, εμένα γιατί μου το έδειξες?" 

-"Γιατί δεν θέλω να έχω κανένα μυστικό από σένα. Όπως δεν θέλω να κρατάς κι εσύ κανένα μυστικό από εμένα." Της λέω με ειλικρίνεια.

Χαμηλώνει το βλέμμα της και παίρνει ένα θλιμμένο ύφος. Πάω κοντά της και βάζω τα δάχτυλά μου κάτω απ'το πηγούνι της, ανασηκώνοντας το πρόσωπό της, ώστε να συναντηθούν τα μάτια μας. 

-"Ελπίζω να είσαι έτοιμη, να μου πεις γι'αυτό το φοβερό πράγμα που σου συνέβη. Είπες στον Άντονι ότι δικαιολογημένα έχει επιφυλάξεις απέναντί σου, γιατί κρατάς ένα μεγάλο μυστικό. Με πονάει απίστευτα το γεγονός ότι έχεις κάτι που σε βαραίνει και το κρατάς μέσα σου. Και δεν το είπες καν σε μένα αυτό, αλλά το εξομολογήθηκες στον Άντονι. Και επίσης θα ήθελα να μου πεις, πώς στο καλό ήξερες αυτόν τον Κρόμγουελ που μας είπαν ο Τζέισον και ο Ντέιβιντ. Κανείς μας δεν έχει ξανακούσει αυτό το όνομα. Τι συμβαίνει Ιζαμπέλα? Τι σημαίνουν όλα αυτά? Δεν έχεις πειστεί για την αγάπη μου για σένα? Γιατί δεν μου ανοίγεσαι?"

Χώνεται στην αγκαλιά μου και ακουμπάει το κεφάλι της στο στήθος μου. Αρχίζει να μιλάει με σιγανή φωνή.

-"Το ξέρω πως με αγαπάς. Το νιώθω! Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που νιώθω να με αγαπούν έτσι. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, που νιώθω να αγαπώ και να αγαπιέμαι τόσο πολύ Τζέθρο. Ότι έχω νιώσει από τη στιγμή που σε γνώρισα, δεν περιγράφεται! Λες και όλες μου οι αισθήσεις οξύνθηκαν. Λες και άρχισα να ζω μόλις σε πρωτ'αντίκρυσα. Λες και δεν είχα ζήσει τίποτα πριν γνωρίσω εσένα."

Την σφίγγω περισσότερο στην αγκαλιά μου.

-"Τότε γιατί δεν μου μιλάς? Τι είναι αυτό που σε φοβίζει και δεν μου ανοίγεσαι?"

Τραβιέται από την αγκαλιά μου και με κοιτάζει βαθιά στα μάτια. Είναι απόλυτα σοβαρή, αλλά  και θλιμμένη ταυτόχρονα. Με κοιτάζει λες και προσπαθεί να αποφασίσει αν είμαι έτοιμος να ακούσω το μεγάλο μυστικό της.

-"Είμαι έτοιμος αγάπη μου." Της ψιθυρίζω.

Τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα. Γιατί? Τι της έχει συμβεί? Γιατί φοβάται έτσι? Δεν αντέχω να την βλέπω έτσι. Δεν είναι δυνατόν να φοβάται να μου μιλήσει.

-"Ιζαμπέλα, τι συμβαίνει? Τι φοβάσαι και δεν μου μιλάς?"

Ξεροκαταπίνει, ενώ ένα δάκρυ ξεχειλίζει απ΄τα μάτια της και τρέχει στο μάγουλό της.

-"Φοβάμαι Τζέθρο! Φοβάμαι πως δεν είσαι έτοιμος να ακούσεις αυτά που έχω να πω. Στην καλύτερη περίπτωση θα με περάσεις για τρελή και στην χειρότερη ..."

-"Στην χειρότερη τι?"

Κλείνει σφιχτά τα μάτια της και χώνεται πάλι στην αγκαλιά μου. Δεν είμαστε καλά! Την κοιτάζω έκπληκτος! Πραγματικά φοβάται να μου μιλήσει! Δεν πρόκειται να μου απαντήσει, όπως έκανε και με τον Άντονι. Η καρδιά μου πονάει. Πρέπει να την ηρεμήσω, να την κάνω να με εμπιστευτεί. Ίσως χρειάζεται λίγο χρόνο ακόμα. Αυτό δεν είπε και στον Άντονι? Ότι κάποια στιγμή θα μας εξηγήσει. Παίρνω βαθιά ανάσα.

-"Έλα, σταμάτα. Πάμε να φύγουμε από δω. Έλα να κλείσουμε το γραφείο και πάμε να βρούμε τους υπόλοιπους."

.

Μέσα στο κάστρο επικρατεί μεγάλη φασαρία. Η Σίλια έχει αναλάβει χρέη οικονόμου, καθοδηγώντας κοπέλες να κάνουν διάφορες δουλειές. Καθαρίζουν και συμμαζεύουν ένα-ένα τα δωμάτια του κάστρου και το κάστρο αλλάζει μορφή και πάλι. 

Ο Άντονι έχει οργανώσει τους άνδρες να επαναφέρουν στους χώρους τους, έπιπλα, χαλιά και πίνακες, που έχουν στοιβαχτεί εδώ και κει στα διάφορα δωμάτια.

Τέλος, η Λούσι έχει πάρει φωτιά στην κουζίνα της, βάζοντας σε τάξη τα πάντα και ξεκινώντας τις μαγειρικές της. Ήδη ο χώρος μύρισε φρεσκομαγειρεμένο φαγητό.

Όμως την χαρά μου που ξαναβρίσκομαι στον πύργο μου, στην πόλη μου και παίρνω πάλι την κατάσταση στα χέρια μου, την υποβαθμίζει αυτό που συμβαίνει στη γυναίκα μου. Δεν μπορώ να βγάλω απ'το μυαλό μου την αντίδρασή της, μέσα στο μυστικό δωμάτιο. Δεν γίνεται να συνεχιστεί αυτό. Μόλις μείνουμε πάλι οι δυο μας, θα επιμείνω να μου μιλήσει. Αυτό που συμβαίνει είναι ανήκουστο!

-"Τζέθρο, ένας εργάτης από τα χωράφια σου, ο Τζον Τρέβορ, έχει έρθει και ζητάει να σου μιλήσει." Μου λέει ο Άντονι.

-"Πέρασέ τον μέσα Άντονι. Πού μπορούμε να μιλήσουμε?"

-"Θα τον φέρω στα διαμερίσματά σου. Το δωμάτιο με το μεγάλο τραπέζι είναι το πιο σουλουπωμένο απ'όλα για να μιλήσεις με κάποιον."

-"Ωραία! Φερ'τον εκεί και ελάτε και εσείς. Να δούμε τι θέλει να μας πει." 

Γυρίζω και κοιτάζω την Ιζαμπέλα. 

-"Ιζαμπέλα, θέλεις να παρευρεθείς σε αυτή τη συνάντηση?"

-"Λέω να κατέβω να δω λίγο τη Λούσι και την Γκέηλ και να βοηθήσω τη Σίλια στο συμμάζεμα, αν δεν έχεις αντίρρηση." Μου λέει γλυκά.

Πλησιάζω, ακουμπάω τα χείλη μου στην κορυφή του κεφαλιού της και της ψιθυρίζω :

-"Είσαι η αρχόντισσα αυτού του πύργου πλέον. Μπορείς να κάνεις ότι θες." Την φιλάω απαλά στα μαλλιά της και φεύγω για τα διαμερίσματά μου. 

.

-"Άρχοντα Ταλ! Η χαρά μας είναι απερίγραπτη από τις τελευταίες εξελίξεις. Όλοι χαιρόμαστε και γιορτάζουμε για την επιστροφή σου. Ήρθα εκ μέρους όλων των εργατών για να μιλήσουμε."

-"Έλα Τζον Τρέβορ, πέρνα μέσα.  Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και εσένα και όσους εκπροσωπείς. Μου είπαν ότι ήθελες να μιλήσουμε για κάποιο θέμα. Πες μου, σε ακούω."

-"Άρχοντα, ήθελα να σου μιλήσω για το τουβλάδικο."

-"Το τουβλάδικο τελείωσε Τζον. Θα καθαρίσουμε το χώρο, θα οργώσουμε τα χώματα και θα ξεκινήσουμε πάλι τις καλλιέργειές μας, που μας έδιναν τροφή τόσα χρόνια."

-"Γι'αυτό ήθελα να σου μιλήσω Άρχοντα. Θέλαμε να σου πούμε, να μην διαλύσεις το τουβλάδικο. Έχουμε μεγάλη παραγωγή έτοιμη και άλλη τόση σχεδόν ολοκληρωμένη. Ο άρχοντας Στάνλεϋ, μας υποχρέωνε να δουλεύουμε για λίγες πένες στην καλύτερη περίπτωση, ή για ένα πιάτο φαΐ στη χειρότερη, αλλά αυτός έβγαζε μια ολόκληρη περιουσία απ'τον μόχθο μας. Γιατί να μην συνεχίσουμε τώρα που είναι στα χέρια μας, να βγάλεις κι εσύ χρήμα και εμείς και ολόκληρη η πόλη. Έτσι κι αλλιώς, για να ξεκινήσεις τώρα να κάνεις καθάρισμα στα χώματα, για να προχωρήσεις σε όργωμα και σπορά, θα σου πάρει κάμποσους μήνες. Παραγωγή δεν πρόκειται να έχουμε νωρίτερα απ'τον επόμενο χρόνο και αυτό αν όλα πάνε καλά, καθαριστεί καλά το χώμα και αποδώσει αμέσως."

Τον κοιτάζω εξεταστικά.

-"Είπες ότι ήρθες εκ μέρους όλων των εργατών? Αυτά που μου λες είναι επιθυμία όλων των εργατών?" 

Η εικόνα με το κορίτσι να σηκώνει τα ματωμένα χέρια της προς τον Στάνλεϋ και αυτός να την χτυπάει με το μαστίγιο ιππασίας, έρχεται στο μυαλό μου, κάνοντάς με να ανατριχιάσω ολόκληρος.

-"Άρχοντα, κάποιοι από μας πήραμε πρωτοβουλίες και αναλάβαμε να κατευθύνουμε αυτούς που δεν λειτουργούσαν, όπως το απαιτούσαν οι νέες καταστάσεις."

-"Να κατευθύνετε είπες, Τζον Τρέβορ? Με ποιο τρόπο δηλαδή κατευθύνατε αυτούς που δεν λειτουργούσαν, όπως το απαιτούσαν οι νέες καταστάσεις?"

-"Κοίτα άρχοντα, θα κάνουμε το ίδιο και για σένα. Και συζητάμε και την αμοιβή μας από την αρχή αν θες. Πάντως να ξέρεις, ότι ο Στάνλεϋ εκτίμησε τη δουλειά μας, γιατί κατάλαβε ότι βοηθήσαμε πολύ στο να διατηρηθεί η τάξη και να μην γίνονται φασαρίες."

-"Έτσι ε?! Κατευθύνατε λοιπόν τους συμπολίτες σας, για να βγάζει κέρδος ο Στάνλεϋ χωρίς να δημιουργούνται φασαρίες. Και με ποιο τρόπο το πετυχαίνατε αυτό Τζον Τρέβορ? Τρομοκρατώντας μικρά παιδιά ώστε να δουλεύουν πιο γρήγορα? Όπως μου είχε πει ο Στάνλεϋ, ότι τα μικρά χεράκια τους, είναι ότι πρέπει για να γεμίζουν τα καλούπια γρήγορα και αποτελεσματικά και ότι θα κάνουν ότι τους λέμε εμείς γιατί, τί θα ήταν χωρίς εμάς?"

  -"Άρχοντα, ξέρουμε όλοι ότι είσαι δίκαιος και συμπονετικός. Αλλά οι καιροί είναι δύσκολοι και δυστυχώς μόνο οι τολμηροί θα επιζήσουν." Μου λέει με σιγουριά, τόλμη και θράσος.

Κοιτάζω έξω απ'το παράθυρο. Πέρα, στην έκταση που απλώνονται τα κτήματά μου. Εκεί που η μυρωδιά του μουσκεμένου χώματος, όταν το ζέσταινε ο πρώτος ήλιος του πρωινού, σε μέθαγε με το άρωμά του, ενώ άκουγες τον ήχο του νερού να τρέχει πέρα στο ποτάμι. Εκεί που το χειμώνα έβλεπες να απλώνεται ένα χαλί από καφέ σκούρο χώμα, οργωμένο και έτοιμο για τη σπορά. Αργότερα τα πρώτα φιντανάκια να σκάνε, δημιουργώντας μια ζωηρή πράσινη θάλασσα. Και μετά, ξανθά μεστά στάχυα, βαριά από καρπό, να κυματίζουν στο απαλό αεράκι του καλοκαιριού. Τώρα βλέπεις μια μαύρη σκόνη, λάσπες και νεκρή γη να σκεπάζει όλη την έκταση.

Γυρίζω και κοιτάζω κατάματα τον Τζον Τρέβορ, που με κοιτάζει με μάτια γεμάτα προσμονή. Προσμονή να ακούσει να του επιβεβαιώνω, ότι θα δώσω συνέχεια σε αυτή τη φρικαλεότητα. Σηκώνομαι και αρχίζω να βηματίζω με αργά βήματα. Πάω κοντά του και τραβάω μια καρέκλα. Του κάνω νόημα με το χέρι μου να κάτσει.

-"Ξέρεις Τζον Τρέβορ, ο σπόρος είναι πολύ περίεργο πράγμα. Μπορεί ένας σπόρος να ανθίσει, να καρπίσει και να δώσει φαγητό, σε αυτόν που του έδωσε μια στάλα αγάπη και τον περιποιήθηκε. Υπάρχουν όμως και κάποιοι σπόροι, που είναι πολύ επικίνδυνοι. Που φυτεύονται από μόνοι τους, όχι σε χώμα καρπερό, αλλά στα μυαλά ανθρώπων. Αυτοί οι σπόροι άμα βρουν γόνιμο έδαφος, δημιουργούν γερές ρίζες. Ρίζες που χώνονται βαθιά, τυλίγουν και σφίγγουν ότι βρουν στο πέρασμά τους και δύσκολα ξεριζώνονται. Και οι καρποί που δίνουν αυτοί οι σπόροι, είναι καρποί ζήλιας και εμμονής, απληστίας και κακίας."

-"Άρχοντα, εγώ για σένα το λέω, για το συμφέρον..." Σηκώνω το χέρι μου και τον σταματάω. Τραβάω μια καρέκλα και κάθομαι μπροστά του.

-"Ένας τέτοιος σπόρος Τζον Τρέβορ, ρίζωσε και στο μυαλό του Στάνλεϋ, χρόνια πριν. Ένας σπόρος που τον έκανε να πιστεύει, ότι κάτι που ανήκε σε κάποιον άλλον, ήταν αυτό που ήθελε αυτός και δεν μπορούσε να το έχει. Και ο σπόρος άνθιζε στο μυαλό του, δηλητηριάζοντας τα πάντα γύρω του. Βάθαινε τις ρίζες του μέσα στην καρδιά του, μέχρι που την έπνιξε και την εξαφάνισε. Του πήρε χρόνια να σκάβει, να σκαλίζει και να σκευωρεί, αλλά τελικά βρήκε τον τρόπο. Έδωσε χώρο στον σπόρο του να ανθίσει, καταστρέφοντας ζωές καλών ανθρώπων και παρασύροντας στο χάος μια ολόκληρη πόλη. Και τώρα έρχεσαι εσύ και μου προτείνεις να δώσω τροφή και να καλλιεργήσω τέτοιους δηλητηριασμένους σπόρους στο χωράφι μου. Να συνεχίσω να σακατεύω παιδιά για να βγάλω κέρδος."

Με κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια. 

-"Άμα σε ενοχλούν τα παιδιά, μπορούμε να..."

-"Τζον Τρέβορ. Για το καλό σου, σταμάτα να μιλάς." Του λέει ο Άντονι, ακουμπώντας και τα δυο χέρια του πάνω στους ώμους του Τζον Τρέβορ, που ανασηκώνει το κεφάλι του και τον κοιτάζει έντρομος.

-"Υπάρχουν πάρα πολλά τούβλα που είναι ήδη έτοιμα, ψημένα, και άλλα τόσα που θέλουν μόνο ψήσιμο, Άντονι. Δεν είναι κρίμα όλη αυτή η δουλειά να πάει χαμένη?" Συνεχίζει να προσπαθεί να μας πείσει, αλλά η έπαρση έχει σβήσει και η φωνή του ακούγεται αβέβαιη πια.

-"Άκουσέ με πολύ προσεκτικά Τζον Τρέβορ, γιατί αυτά που θα σου πω, θα τα πω μια φορά και καλά θα κάνεις να τα καταλάβεις καλά. Θα πας και θα συγκεντρώσεις τους όμοιούς σου, όλους αυτούς που πήρατε πρωτοβουλία να κατευθύνετε τους συμπατριώτες σας, για να δουλεύουν χωρίς να δημιουργούν ταραχές όπως μου είπες. Θα μαζευτείτε και θα ψήσετε και τα τελευταία τούβλα που θέλουν ψήσιμο. Μετά, μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία και είναι έτοιμα όλα τα τούβλα, θα μοιραστούν σε όσους επιθυμούν να πάρουν, για να επιδιορθώσουν τα σπίτια τους."

-"Έτσι? Θα τους τα χαρίσεις άρχοντά μου?"

-"Θα τους τα χαρίσω? Κάθε άλλο! Οι άνθρωποι του Χάνγκερφορντ δώσανε το αίμα τους για να φτιαχτούν αυτά τα τούβλα. Κάποιοι χάσανε αγαπημένους ανθρώπους για αυτά. Όχι, δεν είναι χάρισμα Τζον Τρέβορ, είναι δικά τους. Μετά, θα πας να χωθείς στην τρύπα από την οποία βγήκες όταν πάτησε το πόδι του ο Στάνλεϋ στην πόλη μου και να συνεχίσεις τη ζωή σου, κάνοντας ότι έκανες πριν ξεκινήσει αυτή η απίστευτη ιστορία. Και σε συμβουλεύω να μην ξαναεμφανιστείς μπροστά μου, γιατί δεν ξέρω αν θα καταφέρω να συγκρατηθώ ξανά μαζί σου. Τσακίσου τώρα να πας να τελειώσεις τη δουλειά και εγώ θα μιλήσω στον κόσμο του Χάνγκερφορντ."

-"Άρχοντα..." 

-"Φύγε Τζον Τρέβορ! Θεώρησε ότι σήμερα ήταν η τυχερή σου μέρα, γιατί δεν θέλω να χαλάσω με τίποτα την καλή μου διάθεση."

Ο Άντονι τον πιάνει απότομα απ'τους ώμους, τον σηκώνει όρθιο και τον κατευθύνει προς την έξοδο.

-"Πήγαινε μάζεψε τους φίλους σου και ολοκληρώστε τη δουλειά όπως σου είπε ο Τζέθρο και μην διανοηθείτε να δημιουργήσετε καμιά φασαρία, ακούς?" Του λέει ο Άντονι έντονα.

-"Άσε Άντονι, θα συνοδεύσω εγώ τον κύριο στο τουβλάδικο για να σιγουρευτώ πως θα κάνει ότι του είπε ο Τζέθρο." Λέει ο Ουίλ και βγαίνει απ'το δωμάτιο, ακολουθώντας τον Τζον Τρέβορ.

Μένουμε στο δωμάτιο, εγώ, ο Άντονι, ο Τζέισον και ο Ντέιβιντ, που με κοιτάζουν με ένα έκπληκτο ύφος, λες και φύτρωσαν κέρατα στο κεφάλι μου.

Γυρίζω στον Άντονι. 

-"Άντονι, πάρε τα παιδιά και πηγαίνετε να συγκεντρώσετε τους συγχωριανούς μας. Είναι ώρα να μάθουν όλοι, ότι τελειώσαμε για πάντα με το τουβλάδικο και να οργανωθούμε για τη συνέχεια."

-"Φύγαμε!" Λέει ο Άντονι, κάνοντας νόημα στον Τζέισον και τον Ντέιβιντ, να τον ακολουθήσουν.

Αναστενάζω βαθιά. Θα μιλήσω στους συγχωριανούς μου. Θα τους πω για τα σχέδιά μου και θα τους καλέσω να κάνουμε όλοι ένα καινούργιο ξεκίνημα, για την υλοποίησή τους. Και μετά...

Μετά είναι ώρα για αυτή τη συζήτηση που πρέπει να γίνει με τη γυναίκα μου. Αυτή τη φορά, θα πρέπει να μου δώσει κάποιες απαντήσεις. Δεν πρόκειται να υποχωρήσω ξανά. Ήρθε η ώρα για εξηγήσεις. 



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top