Κεφάλαιο 40 - Χάνγκερφορντ

Πλησιάζουμε στο Χάνγκερφορντ. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Ξεκινήσαμε πρωί-πρωί απ'το Σάρρεϋ Χιλς με κατεύθυνση την πόλη του Τζέθρο. Ζήτησα σε έναν απ'τα αδέλφια Τζέισον και Ντέιβιντ, να με συνοδεύσουν γιατί μόνη μου δεν θα τα κατάφερνα, αλλά κανείς δεν συμφώνησε μαζί μου. Είπαν όλοι ότι ή θα πάμε όλοι μαζί, ή δεν θα πάει κανένας μας. Ακόμα και η Σίλια, μου είπε ότι δεν θα με άφηνε με τίποτα και της έκανε εντύπωση και μόνο που το σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να πάω χωρίς αυτήν.

Τώρα φτάνουμε στην πόλη και με έχει πιάσει ταραχή. Πού πάω? Είναι αδύνατον να είναι εδώ. Δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί στην πόλη του, χωρίς να κινδυνέψει. Μου υποσχέθηκε ότι δεν θα το έκανε. Όμως, δεν έχω από πού αλλού να ξεκινήσω για να τον αναζητήσω. Θα ψάξω να βρω τη Λούσι. Αν έχει έρθει, αν συναντήθηκαν, ίσως ξέρει να μου πει κάτι.

-"Ιζαμπέλα, κοίτα! Κάτι συμβαίνει!" Η Σίλια με γουρλωμένα μάτια, μου δείχνει πέρα, προς τον πύργο του Τζέθρο. Κόσμος έχει μαζευτεί και ένα έντονο βουητό, από φωνές και διαμαρτυρίες ακούγεται.

Μια ανατριχίλα με διαπερνά, λες και πέρασε ρεύμα από τη ραχοκοκαλιά μου. Ξεπεζεύω από το άλογο και τρέχω εκεί που είναι μαζεμένος ο κόσμος. Η Σίλια τρέχει και αυτή δίπλα μου. Χωνόμαστε μέσα στο πλήθος. Η Σίλια βρίσκει κάποιον που γνωρίζει και τον ρωτάει τι συμβαίνει. 

-"Ο άρχοντας! Τον έπιασε ο Στάνλεϋ και θέλει να τον αποκεφαλίσει μπροστά στον πύργο του."

Γουρλώνω τα μάτια μου έντρομη! Όχι! Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό! Αρχίζω να σπρώχνω τον κόσμο που είναι μαζεμένος και να περνάω ανάμεσά τους, ουρλιάζοντας πανικοβλημένη.

-"ΣΤΑΘΕΙΤΕ! ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ!"

Η Σίλια τρέχει δίπλα μου. -"Τι κάνεις Ιζαμπέλα?"

-"Τρέχα Σίλια, τρέχα να προλάβουμε." Της λέω όλο αγωνία.

Σπρώχνω τους τελευταίους που είναι συγκεντρωμένοι εμπρός μου και βγαίνω μπροστά ουρλιάζοντας.

-"ΣΤΑΜΑΤΕΙΣΤΕ ΑΜΕΣΩΣ!"

Και τότε τον βλέπω. Δεμένος πισθάγκωνα και πεσμένος στα γόνατα. Ξεραμένα αίματα έχουν τρέξει απ'το κεφάλι του, στο μέτωπο και το μάγουλό του. Με το που ακούει τη φωνή μου, ανασηκώνει το κεφάλι του έκπληκτος και κοιτάζει δεξιά-αριστερά προς το πλήθος.

Τρέχω και γονατίζω μπροστά του. Πιάνω το πρόσωπό του με τα χέρια μου και τον σφίγγω στην αγκαλιά μου. 

-"Τζέθρο! Αγάπη μου!"

Με κοιτάζει και τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα.

-"Ευχήθηκα να σε έβλεπα για μια ακόμη φορά πριν έρθει το τέλος μου. Απ'όλες τις ευχές μου, αυτή ήταν η μόνη που δεν έπρεπε να εκπληρωθεί. Τι κάνεις εδώ Ιζαμπέλα? Γιατί ήρθες αγάπη μου?" Μου λέει και τα δάκρυα τρέχουν στα μάγουλά του. 

Ακούω δίπλα μου τη Σίλια να μιλάει στον Ουίλ. Και αμέσως μετά, μια αγριεμένη φωνή πίσω μου.

-"Ποιος διάολος είσαι εσύ και από πού ξεφύτρωσες?" 

Σηκώνομαι όρθια, σκουπίζω τα δάκρυά μου και γυρίζω αποφασισμένη. Αυτός πρέπει να είναι ο Στάνλεϋ. Ο άθλιος αυτός άνθρωπος, που κατέστρεψε τη ζωή του άντρα μου. 

Ανασηκώνω το κεφάλι μου και τον κοιτάζω κατάματα. Με δυνατή φωνή ώστε να ακούνε όλοι του λέω :

-"ΙΖΑΜΠΕΛΑ ΤΑΛ ΤΟΥ ΧΑΝΓΚΕΡΦΟΡΝΤ! Είμαι η σύζυγος του Τζέθρο."

Περνάνε μερικά δευτερόλεπτα, που με κοιτάζει έκπληκτος, ενώ το στόμα του έχει ακουμπήσει το πάτωμα. Μετά, σπάει ένα ειρωνικό γέλιο που σου παγώνει το αίμα και μου λέει μέσα απ'τα δόντια του. 

-"Ωραία παρουσιάση, δεν μπορώ να πω, θαρραλέα! Ένα καλό μαστίγωμα και κλείδωμα στο μπουντρούμι, θα σε στρώσει εσένα. Πάρτε την από δω." Λέει, κάνοντας νεύμα σε δύο άντρες να με μαζέψουν.

-"ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙ ΝΑ ΜΕ ΑΚΟΥΜΠΗΣΕΙ ΚΑΝΕΙΣ!" Λέω με έντονη φωνή, ενώ πανικός αρχίζει να με κυριεύει.

-"ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ ΝΑ ΤΗΝ ΑΚΟΥΜΠΗΣΕΙΣ!" Φωνάζει ο Τζέθρο εκτός εαυτού, ενώ τραβιέται βίαια προσπαθώντας να λυθεί απ'τα δεσμά του.

-"Τι συμβαίνει εδώ?" 

Ακούγεται μια φωνή απ'το βάθος.

Ο Στάνλεϋ γυρίζει κοιτάζει και τους δυο μας και χαμογελάει θριαμβευτικά. Σηκώνει το χέρι του επιδεικτικά προς τους άνδρες του, κάνοντάς τους νεύμα να σταματήσουν και γυρίζει να πάει προς τον άνδρα που μίλησε.

-"Κύριε διοικητά, επιτέλους! Σας περιμέναμε να δώσετε ένα τέλος σε αυτήν εδώ τη δυσάρεστη κατάσταση."

Γυρίζω και κοιτάζω τον άνδρα που έρχεται προς το μέρος μας και η ανάσα μου κόβεται. Είναι ο διοικητής από το στρατόπεδο! Ο Τζορτζ Μπέικερ! Παίρνω βαθιά ανάσα. Μια σπίθα ελπίδας ανάβει μέσα μου. Εδώ, δεν είμαι πια η αιχμάλωτη Ιζαμπέλα, είμαι η αρχόντισσα Ταλ του Χάνγκερφορντ! Ανασηκώνω το κεφάλι μου και του φωνάζω δυνατά.

-"Τζορτζ Μπέικερ! Επιτέλους!"

-"Ιζαμπέλα?!" 

 Τον βλέπω να γουρλώνει τα μάτια έκπληκτος και να έρχεται με γρήγορα βήματα προς το μέρος μου. Προσπερνάει τον Στάνλεϋ που τον κοιτάζει σαστισμένος και έρχεται μπροστά μου.

-"Ιζαμπέλα! Δεν το πιστεύω! Νόμιζα ότι δεν θα σε ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου."

-"Κύριε διοικητά, Τζορτζ Μπέικερ, δεν φανταζόμουν ότι θα χαιρόμουν τόσο να σε ξαναδώ." Του λέω σκουπίζοντας τα δάκρυά μου.

-"Δεν ξέρεις πόσο ανησύχησα εκείνο το πρωί που ξύπνησα και εσύ είχες εξαφανιστεί. Έφερα το στρατόπεδο ανάποδα για να σε βρω." Μου λέει χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω μου. 

Από πίσω μας ακούγονται πνιχτά βογκητά. Γυρνάμε και οι δύο ταυτόχρονα και βλέπουμε την Λούσι, την Γκέηλ, την Κέητ και την Έλεν, δεμένες και φιμωμένες με πανιά σφιχτά δεμένα στο πρόσωπό τους, να μας κάνουν νοήματα κλαίγοντας. Δεν κοίταξα αλλού εκτός απ'τον Τζέθρο και δεν τις είχα δει.

-"Λούσι?!" Λέω έκπληκτη και τρέχω προς το μέρος των τεσσάρων γυναικών. Της βγάζω το πανί απ'το στόμα και την σφίγγω στην αγκαλιά μου.

-"Κορίτσι μου αγαπημένο." Μου ψελλίζει, ανάμεσα από αναφιλητά.

-"Τι συμβαίνει εδώ Στάνλεϋ? Γιατί είναι δεμένες και φιμωμένες αυτές οι γυναίκες?"

-"Κύριε διοικητά μου, σας περίμενα να σας εξηγήσω. Κατ'αρχήν, έπιασα επιτέλους τον προδότη, τον Τζέθρο Ταλ. Τον έχω εδώ δεμένο, μαζί με τους έμπιστούς του, για να σας τον παραδώσω, με την παράκληση να τον εκτελέσετε εδώ, μπροστά σε όλη την πόλη για παραδειγματισμό."

Ο διοικητής τον κοιτάζει καχύποπτα.  

-"Και οι γυναίκες? Γιατί τις έχεις δεμένες?"

-"Είναι και αυτές δικές του διοικητά μου. Ήρθαν μαζί, για να δημιουργήσουν προβλήματα. Γι'αυτό τις έχω δέσει, για να σας τις παραδώσω και αυτές μαζί με τον προδότη και τους άνδρες του."

-"Αυτός ο άνθρωπος, είναι ένας μεγάλος ψεύτης και απατεώνας." Λέω με αγριεμένη φωνή.

-"Εγώ είμαι ψεύτης? Αυτή η γυναίκα, εμφανίστηκε ξαφνικά απ'το πουθενά και άρχισε να ισχυρίζεται ότι είναι η αρχόντισσα του κάστρου. Το θράσσος της είναι απερίγραπτο!" Λέει εκνευρισμένος ο Στάνλεϋ.

Ο διοικητής γυρίζει προς εμένα και με ρωτάει γλυκά.

-"Ο Τζέθρο είναι άνδρας σου? Γι'αυτό ταράχτηκες τόσο εκείνο το βράδυ? Είσαι λοιπόν αρχόντισσα αυτής της πόλης. Αυτό ομολογώ πως δεν με εκπλήσσει καθόλου. Το είχα καταλάβει από την πρώτη στιγμή πως δεν είσαι μια κοινή χωρική." Με κοιτάζει με ένα βλέμμα γλυκό και θλιμμένο ταυτόχρονα.

Ο Στάνλεϋ κοιτάζει μια εμένα, μια το διοικητή, προσπαθώντας να καταλάβει τι συμβαίνει.

Ο διοικητής γυρίζει προς τους άντρες του και δίνει κοφτά την εντολή του.

-"Λύστε τις γυναίκες και αυτούς εδώ τους άνδρες, αμέσως."

-"Μα, κύριε διοικητά, τι κάνετε? Είναι επικίνδυνοι!" Πετάγεται ο Στάνλεϋ πανικοβλημένος.

-"Τι φοβάσαι Στάνλεϋ? Εγώ είμαι εδώ, μαζί με τους άνδρες μου. Και δεν μου φαίνονται τόσο τρομερές αυτές οι γυναίκες." 

-"Μα, γιατί τους λύνεις διοικητά μου? Εγώ τους είχα έτοιμους για να στους παραδώσω, να τους εκτελέσεις."

-"Γιατί δεν μου τα λες καλά Στάνλεϋ και θέλω να μιλήσω με όλους. Και τους άνδρες και τις γυναίκες."

Οι άνδρες του διοικητή, λύνουν πρώτα τις γυναίκες και μετά λύνουν και τους άνδρες. Η Λούσι, ορμάει πάνω μου και με σφίγγει στην αγκαλιά της. Μετά, γυρνάει και πιάνει μια μεγάλη αγκαλιά τον διοικητή, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Στάνλεϋ.

Ο Τζέθρο, σηκώνεται και με τυλίγει στην αγκαλιά του. Πιάνει το πρόσωπό μου με τα χέρια του και με κοιτάζει βαθιά στα μάτια.

-"Τι έκανες τρελό μου κορίτσι?" Μου λέει τρυφερά.

Χώνομαι στην αγκαλιά του. Ένας λυγμός μου ξεφεύγει.

-"Δεν πρόκειται να σε ξαναφήσω ποτέ." Του ψιθυρίζω. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά και με σφίγγει περισσότερο στην αγκαλιά του.

-"ΛΟΙΠΟΝ! Για να βάλουμε μια σειρά εδώ." Λέει με βροντερή φωνή ο διοικητής.

-"Κατ'αρχήν! Λούσι μου αγαπημένη, πώς έφτασες εδώ? Νόμιζα ότι σε άφησα στο στρατόπεδο."

-"Κύριε διοικητά, ο άρχοντας Τζέθρο μόλις έμαθε ότι ο στρατός φεύγει, ήρθε με τα παλικάρια από δω, νας μας βρει. Μας πήραν και μας συνόδευσαν σε όλη τη διαδρομή μέχρι το Χάνγκερφορντ. Όμως φτάσαμε αργά το βράδυ και ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε στο δάσος, με σκοπό μόλις ξημερώσει, να μας αφήσουν πίσω στο σπίτι μας -δείχνει επιδεικτικά προς τον πύργο- και μετά να φύγουν. Ο άρχοντας Τζέθρο, ήθελε να είναι σίγουρος ότι θα είμαστε καλά και μετά θα έφευγε να γυρίσει στη γυναίκα του. Αλλά εκεί που κοιμόμαστε, μας επιτέθηκαν οι άνδρες αυτού του ανθρώπου, μας χτύπησαν και μας έδεσαν."

Ο διοικητής κοιτάζει εξεταστικά τον Στάνλεϋ, που δεν λέει κουβέντα, μόνο έχει ασπρίσει και ξεροκαταπίνει. Μετά γυρίζει προς εμάς. Κοιτάζει πρώτα εμένα και μετά γυρίζει προς τον Τζέθρο. 

-"Άρχοντα Ταλ. Λέγομαι Τζορτζ Μπέικερ απ'το Μάρλμπορο. Γνώρισα ανθρώπους σου και ο τρόπος που σε τιμούν και σε σέβονται, με κάνει να φοβάμαι πως διαπράξαμε μια μεγάλη αδικία σε βάρος σου. Τιμή μου που σε γνωρίζω."

-"Τζέθρο Ταλ του Χάνγκερφορντ. Η τιμή είναι δική μου κύριε διοικητά. Τζορτζ Μπέικερ, η γυναίκα μου, μου μίλησε για σένα. Είσαι ένας άνθρωπος με τιμή και αρχές και την προστάτευσες όταν κινδύνευσε, αλλά και η Λούσι μου είπε ότι ήσουν σωστός και δίκαιος με όλες τους και γι'αυτό έχεις την αιώνια ευγνωμοσύνη μου."

-"Μια στιγμή! Τι συμβαίνει εδώ, γνωρίζεστε?" Ρωτάει ο Στάνλεϋ που είναι λες και τον χτύπησε κεραυνός. Κοιτάζει έντρομος πότε το διοικητή, πότε εμάς και δεν μπορεί να βγάλει άκρη τι συμβαίνει.

-"Βούλωσέ το Στάνλεϋ, τώρα μιλάω εγώ." Του λέει άγρια ο διοικητής.

-"Κύριε διοικητά, μπορεί να έκανα λάθος για τις γυναίκες, αλλά αυτός εδώ, είναι προδότης του Στέμματος. Πρέπει να τον συλλάβετε και να τον εκτελέσετε."

-"Το γνωρίζω Στάνλεϋ. Επιτεθήκαμε και ισοπεδώσαμε την πόλη του, με αυτή την αιτιολογία.  Συλλάβαμε και χρησιμοποιήσαμε τις γυναίκες του σαν αιχμάλωτες πολέμου, να υπηρετούν τον αγγλικό στρατό. Και για να έχουμε καλό ρώτημα, εσύ πώς είσαι εδώ? Με ποια ιδιότητα εκμεταλλεύεσαι την ξένη περιουσία?"

Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Κοιτάζω έντρομη τον διοικητή. Δεν μπορεί να θεωρεί τον Τζέθρο προδότη. Δεν μπορεί να συνεχίζεται αυτός ο εφιάλτης. Κοιτάζω και τον Στάνλεϋ, που έχει ασπρίσει και με κοιτάζει από την κορυφή ως τα νύχια με ένα δολοφονικό βλέμμα.

-"Λοιπόν? Δεν μου απάντησες... Έχεις χαρτιά, τίτλους, κάτι τέλος πάντων που να σου δίνει το δικαίωμα να εκμεταλλεύεσαι αυτήν εδώ την περιουσία?" Πιέζει ο διοικητής τον Στάνλεϋ.  

-"Κύριε διοικητά, εγώ... "

-"Να σου εξηγήσω εγώ πώς βρίσκεται εδώ κύριε διοικητά. Μόλις μου είπε τα πάντα, σε μια επίδειξη αλαζονείας σε βάρος μου. Έχει κλείσει συμφωνία με τον άρχοντα του Μάρλμπορο, που είναι συγγενής κάποιου ανώτερου στρατιωτικού, ο οποίος έδωσε την εντολή να ισοπεδώσετε την πόλη μου. Έχουν κανονίσει να εκμεταλλευτεί την περιουσία μου, μόλις καταφέρει να με βγάλει απ'τη μέση ως προδότη. Με συκοφάντησε, με τη συμφωνία να μοιράζονται τα κέρδη που θα βγάζουν, εκμεταλλευόμενος τον κόσμο και τα κτήματά μου." Λέει ο Τζέθρο με σταθερή φωνή.

Μια βουή που όλο δυναμώνει, αρχίζει να ακούγεται από τον κόσμο που έχει μαζευτεί γύρω μας. Φωνές αγανάκτησης προς τον Στάνλεϋ, αλλά και συμπαράστασης προς τον Τζέθρο.

-Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΑΛ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ-

-ΣΥΛΛΑΒΕΤΕ ΤΟΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΗ ΣΤΑΝΛΕΫ-

-ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ- 

-ΤΑΛ! ΤΑΛ! ΤΑΛ!-

Τα συνθήματα και οι φωνές όλο και δυναμώνουν. Ο κόσμος αρχίζει να φωνάζει όλο και πιο δυνατά. 

-"Αυτή είναι σοβαρή κατηγορία Στάνλεϋ. Το να εκμεταλλεύεσαι και να συκοφαντείς εν καιρό πολέμου για δικό σου όφελος παραπλανώντας τις αρχές, ονομάζεται προδοσία προς την Αυτού Μεγαλειότητά του. Φαντάζομαι το αντιλαμβάνεσαι." 

Ο Στάνλεϋ έχει ασπρίσει. Κοιτάζει γύρω του, προσπαθώντας να γαντζωθεί από κάτι.

-"Δεν είμαστε καλά! Θα κατηγορηθώ εγώ τώρα? Από πού και ως πού? Εγώ προστατεύω τα συμφέροντα του Στέμματος, του Βασιλιά μας! Σας έπιασα τον προδότη! Κύριε διοικητά, είχατε εντολές εναντίον του. Θα αφήσετε να σας παρασύρει ένας προδότης που θα πει οτιδήποτε για να καθαρίσει τη θέση του και μια γυναίκα που βλέπω πρώτη φορά στη ζωή μου και ισχυρίζεται ότι είναι η αρχόντισσα του Χάνγκερφορντ?  Δεν θα έπρεπε καν να μιλάμε τώρα, αλλά θα έπρεπε να εφαρμόσετε σκληρή ποινή προς τον προδότη Ταλ και να του κόψετε το κεφάλι. Εδώ! Μπροστά στον πύργο του, για παραδειγματισμό σε όσους σκέφτονται να προδώσουν τον Βασιλιά μας."

Ο κόσμος που έχει μαζευτεί τριγύρω, αρχίζει να αγριεύει και να κινείται απειλητικά προς το μέρος μας. 

Ο διοικητής, δίνει εντολές στους άντρες του, που παρατάσσονται σε μια ευθεία γραμμή και με την απειλή των όπλων τους, προσπαθούν να συγκρατήσουν και να σπρώξουν προς τα πίσω τον κόσμο που όλο και πλησιάζει αγριεμένος.

-"Σταματήστε αμέσως, αλλιώς θα με αναγκάσετε να δώσω εντολή να ανοιχτεί πυρ εναντίον σας." Φωνάζει ο διοικητής προς τον κόσμο που δεν λέει να ησυχάσει.

Η κατάσταση αρχίζει και βγαίνει εκτός ελέγχου. Παίρνω βαθιά ανάσα και αρχίζω να μιλάω.

-"Τζορτζ Μπέικερ, βλέπεις τι γίνεται εδώ. Στα πρακτικά σου μετά από αυτή τη μέρα, θα γράψεις ότι καταστείλατε μια εξέγερση. Όμως εσύ θα ξέρεις πολύ καλά τι έγινε εδώ σήμερα. Θα ξέρεις ότι σακάτεψες για δεύτερη φορά τίμιους ανθρώπους, για να υπερασπιστείς άτιμους εκμεταλλευτές. Δύο άρχοντες που αποφάσισαν να επωφεληθούν από το χάος που δημιουργεί ένας εμφύλιος πόλεμος και ξεγέλασαν το Βασιλιά προς όφελός τους."

Πλησιάζω ακόμα πιο κοντά του και τον κοιτάζω βαθιά μέσα στα μάτια. Αρχίζω να μιλάω με σιγανή φωνή, λόγια που προορίζονται μόνο γι'αυτόν και όχι για όλους τους άλλους γύρω μας.

-"Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη βραδιά που γύρισες από τη μάχη σε αυτήν εδώ την πόλη. Λουσμένος στα αίματα και ένα ψυχικό ράκος. Τα λόγια που μου έλεγες, για την γενναιότητα των αντρών που πολέμησες...  Άνθρωποι που αγωνίζονται να υπερασπιστούν τους δικούς τους, τα σπίτια τους, μου είχες πει. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον πόνο και τη θλίψη στο βλέμμα σου και τις ενοχές που σε έπνιγαν. Το είχες διαισθανθεί από τότε, πως είχε γίνει μια τεράστια αδικία σε αυτή την πόλη."

Με κοιτάζει και τα μάτια του σκοτεινιάζουν. Με φωνή που ίσα που ακούγεται, γεμάτη πόνο, μου λέει:

-"Ούτε εγώ θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη βραδιά Ιζαμπέλα. Ο πόνος που σου προξένησα... Ήμουν ράκος εκείνο το βράδυ, έχεις δίκιο. Και όταν μου είπες ότι είσαι απ'το Χάνγκερφορντ, οι ενοχές με έπνιξαν ακόμα περισσότερο. Ήπια και έχασα τον έλεγχο. Η ένταση της μάχης, που δεν έλεγε να σβήσει απ'το μυαλό μου, με έκανε και σου επιτέθηκα. Ακόμα νιώθω βάρος γι'αυτήν μου την πράξη. Σου έδωσα το λόγο της τιμής μου, ότι δεν θα σε ξαναγγίξω. Και μετά, όταν κατάλαβες τι είχε γίνει και από ποια μάχη ερχόμουν... Τα λόγια σου... Λόγια που δεν έσβησαν ποτέ απ'το μυαλό μου. Λόγια που με ταρακούνησαν, με συγκλόνισαν! Ακόμα ηχούν στα αυτιά μου. 

- Με τι ανοησίες σας μεγαλώνουν εσάς τους άνδρες. Να στερείτε ζωές και να μιλάτε για γενναιότητα και δειλία. Δεν υπάρχουν δειλοί και γενναίοι στον πόλεμο. Μόνο νεκροί και ζωντανοί.- 

Είσαι πολύ ξεχωριστή γυναίκα Ιζαμπέλα. Δεν έχω γνωρίσει όμοια σαν και σένα, ξανά στη ζωή μου."

-"Πάρε λοιπόν τις αποφάσεις σου Τζορτζ Μπέικερ, με καθαρό μυαλό αυτή τη φορά και με το χέρι στην καρδιά. Είσαι έτοιμος να καταστρέψεις για ακόμα μια φορά τις ζωές αυτών των αθώων και έντιμων ανθρώπων, προς όφελος ανέντιμων καιροσκόπων? Θα το αντέξεις αυτό το βάρος?"

Το βλέμμα του είναι απίστευτα σοβαρό. Σκέφτεται τόσο έντονα, που είναι λες και ακούω τα γρανάζια του μυαλού του να κινούνται. Τελικά, γυρίζει προς τους άνδρες του και δίνει τις εντολές του.

-"Συλλάβετε αυτόν τον άνδρα." Λέει δείχνοντας τον Στάνλεϋ.

Ο Στάνλεϋ έκπληκτος, αρχίζει να διαμαρτύρεται έντονα, εκτοξεύοντας βρισιές και απειλές προς τον διοικητή.

Ο διοικητής του απαντάει.

-"Εγώ παίρνω πλήρως την ευθύνη της απόφασής μου Στάνλεϋ και θα δώσω λόγο γι'αυτήν. Θα σε παραδώσω στη δικαιοσύνη, θεωρώντας και εκτιμώντας ότι εξαπάτησες προς όφελός σου την Αυτού Μεγαλειότητά του. Θα έχεις την ευκαιρία να υπερασπιστείς τον εαυτό σου ενώπιον της δικαιοσύνης και αν είσαι αθώος, να δικαιωθείς. Κάτι που εσύ δεν έκανες γι'αυτόν εδώ τον άνθρωπο και την πόλη του. Πάρτε τον! Συγκεντρωθείτε όλοι οι άνδρες, έτοιμοι για αναχώρηση. Ξεκινάμε για Λονδίνο."

Ο διοικητής πήρε θέση. Διάλεξε και διάλεξε να σώσει τον Τζέθρο. Ελπίδα και ευγνωμοσύνη πλημμυρίζει την καρδιά μου.

Οι άνδρες του, με σεβασμό και απόλυτη πειθαρχία, ακολουθούν τις εντολές του. Δένουν τα χέρια του Στάνλεϋ και τον παίρνουν μακριά απ'το κάστρο. 

Ο διοικητής γυρίζει και απευθύνεται προς τον Τζέθρο. 

-"Δεν μπορώ να διορθώσω ότι συνέβη στην πόλη σου, ούτε να φέρω πίσω τους ανθρώπους που έχασες. Όμως σου δίνω το λόγο μου, πως θα οδηγήσω τους υπεύθυνους στη δικαιοσύνη. Αν ο λόγος μου έχει καμιά αξία για σένα, στον δίνω αυτή τη στιγμή."

-"Αυτό που έκανες για μένα, για τη γυναίκα μου, τους ανθρώπους μου και την πόλη μου, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Θα σου είμαι αιώνια ευγνώμων. Σου χρωστάω τη ζωή μου Τζορτζ Μπέικερ. Θέλω να ξέρεις, ότι σε αυτήν εδώ την πόλη, θα είσαι πάντα ευπρόσδεκτος ως πραγματικός φίλος."

Ο διοικητής κάνει ένα κοφτό νεύμα με το κεφάλι του προς τον Τζέθρο και γυρίζει να φύγει, αλλά σταματάει και ξανέρχεται μπροστά μας. Με κοιτάζει σοβαρός στα μάτια και μου λέει : 

-"Και κάτι ακόμα! Παραλίγο να το ξεχάσω! Εκείνη την ημέρα που εξαφανίστηκες απ'το στρατόπεδο, στην προσπάθειά μου να σε βρω, ανέκρινα τους άντρες που σου επιτέθηκαν. Δεν ήξεραν πού βρίσκεσαι, αλλά μου έδωσαν κάτι που είχαν πάρει από σένα όταν σου επιτέθηκαν."

Βάζει το χέρι του σε ένα τσεπάκι πάνω στο λευκό του γιλέκο και βγάζει από μέσα το δαχτυλίδι που μου είχε δώσει ο Τζέθρο εκείνη τη φοβερή μέρα, πριν φύγει για τη μάχη. Το δαχτυλίδι της μητέρας του.

-"Νόμιζα πως δεν θα σε ξανάβλεπα ποτέ. Το κράτησα σαν φυλαχτό πάνω μου, για να θυμάμαι την πιο ξεχωριστή κοπέλα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου. Όμως αφού σε ξαναβρήκα, στο επιστρέφω." 

Μου το φοράει στο δάχτυλο και γυρίζει προς τον Τζέθρο.

-"Είσαι πολύ τυχερός άνθρωπος Τζέθρο, έχεις μια ξεχωριστή γυναίκα δίπλα σου."

Κάνει έναν τυπικό στρατιωτικό χαιρετισμό προς εμένα και τον Τζέθρο και γυρίζει και χάνεται προς το δάσος.

Μένω έκπληκτη να κοιτάζω το δαχτυλίδι που ξαναγύρισε με αυτό τον ανέλπιστο τρόπο στα χέρια μου. Κοιτάζω τον Τζέθρο που τα έχει κι αυτός τελείως χαμένα. Κανείς μας δεν μπορεί να πιστέψει τι συνέβη μόλις και πώς εκεί που νομίζαμε πως όλα ήταν χαμένα, γύρισε έτσι η τύχη μας.

Ο κόσμος γύρω μας, αρχίζει να έρχεται προς εμάς ζητωκραυγάζοντας και πανηγυρίζοντας. Κάποιοι κινούνται εναντίον των ανθρώπων του Στάνλεϋ, που τραβάνε τα σπαθιά τους για να αμυνθούν.

Ο Τζέθρο γυρίζει προς τον κόσμο σηκώνοντας ψηλά τα χέρια του και φωνάζει :

-"Σταματείστε αμέσως!

Όλοι σταματάνε και πέφτει απόλυτη ησυχία. Όλων τα μάτια είναι στραμμένα στον Τζέθρο, ο οποίος γυρίζει προς τους άνδρες του Στάνλεϋ.

-"Είστε μάρτυρες του τι συνέβη εδώ σήμερα. Ακολουθούσατε εντολές ενός δόλιου ανθρώπου, ο οποίος συνελήφθη και θα παραδοθεί στη δικαιοσύνη. Κανείς δεν θα σας καταλογίσει ευθύνες. Είστε ελεύθεροι να φύγετε. Δεν θα σας πειράξει κανένας, έχετε το λόγο μου. Αν όμως είναι ο θάνατος αυτός που γυρεύετε, τραβήξτε το σπαθί σας και πολεμήστε μαζί μου."

Ο Άντονι έρχεται δίπλα του, του δίνει το σπαθί του και στήνεται και αυτός με το δικό του σπαθί δίπλα του. Ο Τζέθρο παίρνει το σπαθί του στα χέρια του και κοιτάζει έναν-έναν τους άνδρες του Στάνλεϋ.

Ένας-ένας, οι άνδρες βάζουν το σπαθί τους στη θήκη του και γυρνάνε να φύγουν. Απόλυτη ησυχία επικρατεί, μέχρι που φεύγει και ο τελευταίος. 

Αμέσως μετά αυτό που έγινε δεν περιγράφεται. Ένα πανηγύρι! Ο κόσμος ξέφρενος να φωνάζει και να πανηγυρίζει, να αγκαλιάζονται, να γελάνε και να κλαίνε. Μικρά παιδιά μαζεύτηκαν γύρω μας, απλώνοντας τα χεράκια τους να μας αγκαλιάσουν. Τον Τζέθρο και εμένα. Τον Άντονι, τη Σίλια, την Λούσι και την Γκέηλ.

-Άρχοντά μου, καλώς ήρθες πάλι στον πύργο σου." Λέει μια όμορφη και χαμογελαστή κοπέλα στον Τζέθρο και του κάνει νεύμα να προχωρήσει προς την είσοδο του κάστρου.

-"Σε ευχαριστώ Νάνσυ." Λέει ο Τζέθρο και γυρίζει προς εμένα. Τα μάτια του λαμπυρίζουν στο φως της ημέρας. Γαλάζιες λίμνες που αντανακλούν το πράσινο του δάσους γύρω τους.

Με πιάνει απ'το χέρι. Σκύβει και μου ψιθυρίζει στ'αυτί :

-"Η καρδιά μου πάει να σπάσει! Νόμιζα ότι δεν θα ξανάμπαινα στον πύργο μου ποτέ ξανά."

-"Τι περιμένεις λοιπόν Άρχοντα Ταλ, πάμε στον πύργο σου." Του λέω χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω το χαμόγελό μου και την συγκίνησή μου, για τη χαρά του.

Ανεβαίνουμε τα σκαλιά της εισόδου με αργά βήματα, πιασμένοι χέρι-χέρι, ενώ πίσω μας ο κόσμος παραληρεί. Μπορώ να αισθανθώ τη νευρικότητα του Τζέθρο στον τρόπο που σφίγγει το χέρι μου στο δικό του, στον τρόπο που ακούγεται η ανάσα του, βαριά και διακεκομμένη σα να προσπαθεί να συγκρατηθεί απ'το να ξεσπάσει σε κλάματα.

Μόλις φτάνουμε στην κορυφή της σκάλας, σταματάει. Γυρίζει προς τα πίσω και κοιτάζει κάτω, ψάχνοντας ανάμεσα στον κόσμο. 

-"Άντονι! Έλα λοιπόν, τι περιμένεις? Και σεις Ουίλ, Σίλια, Τζον, Ντέιβιντ και Τζέισον, ελάτε, μην καθυστερείτε. Γυρίσαμε σπίτι μας!" Λέει, αναστενάζει βαθιά και μπαίνουμε μέσα.  




Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top