Κεφάλαιο 39 - Ενέδρα

Καλπάζουμε διασχίζοντας το δάσος του Σέιβερνεϊκ, όταν συναντάμε μερικές γυναίκες που διασχίζουν το δάσος πεζές και εξουθενωμένες.

Σταματάμε και ξεπεζεύουμε, με σκοπό να μάθουμε πληροφορίες από τις καταταλαιπωρημένες γυναίκες. Τις ρωτάμε από πού έρχονται και μας επιβεβαιώνουν πως ήταν κρατούμενες στο στρατόπεδο, που είχε στηθεί δίπλα στον ποταμό Ογκ. Μας λένε ότι το στρατόπεδο μαζεύτηκε μέσα σε δύο μέρες και οι περισσότεροι στρατιώτες ήδη έφυγαν με κατεύθυνση προς βόρεια. Τις γυναίκες που είχαν κρατούμενες, τις άφησαν όλες ελεύθερες και ότι αυτές προσπαθούν να γυρίσουν στο χωριό τους, από κει που τις μαζέψανε.

Ρωτήσαμε για την Λούσι και την Γκέηλ, λέγοντάς τους, ότι δούλευαν στα μαγειρεία του στρατοπέδου. Μας είπαν ότι δεν τις ξέρανε, αλλά όσες γυναίκες ασχολούνταν με τροφοδοσία, έχουν μείνει πίσω, γιατί μέχρι τελευταία στιγμή μαγείρευαν για τους στρατιώτες. 

-"Εμάς που βλέπεις άρχοντά μου, μας βάλανε να μαζεύουμε σκηνές, να δένουμε μπόγους και να φορτώνουμε στα κάρα τα πράγματά τους. Μετά μας είπαν ότι είμαστε ελεύθερες να φύγουμε. Οι γυναίκες που αναζητάς, αν μαγείρευαν για το στρατό, θα έχουν μείνει πίσω. Αυτές θα φύγουν τελευταία στιγμή."

Προχωράμε ακολουθώντας το ποτάμι και φτάνουμε στο στρατόπεδο. Ή σωστότερα, ότι έχει μείνει από το στρατόπεδο. Οι σκηνές έχουν όλες μαζευτεί. Υπάρχει μια ολόκληρη γραμμή από  φορτωμένα κάρα και μια μεγάλη αναστάτωση από έφιππους και πεζούς στρατιώτες, που κινούνται προς κάθε κατεύθυνση. Στηνόμαστε στο ύψωμα μέσα στο δάσος, κρυμμένοι μέσα στα δέντρα και τους θάμνους και παρακολουθούμε την κίνηση.

Κάπου στο βάθος, διακρίνουμε καπνό από φωτιές. Μπροστά στα καζάνια που αχνίζουν, η Λούσι και η Γκέηλ, σερβίρουν μια σειρά στρατιωτών που έχουν κάνει μια γραμμή, βαστώντας τα κύπελλά τους. Τις δείχνω στον Ουίλ δίπλα μου, ενώ ο Άντονι τις δείχνει στον Τζον, καθώς τα δυο παλληκάρια δεν τις γνωρίζουν καθόλου.

Κάποια στιγμή, η Λούσι σηκώνει τα χέρια της και κάνει νόημα στους λίγους που έχουν μείνει και περιμένουν στη σειρά, ότι το φαγητό τελείωσε και το καζάνι άδειασε. Οι λιγοστοί στρατιώτες που είχαν μείνει στη σειρά, διαλύονται δεξιά και αριστερά.

Ένας αξιωματικός τις πλησιάζει και τις λέει κάτι με έντονες κινήσεις. Η Γκέηλ κάνει νόημα σε δυο κοπέλες που κάθονται σε μιαν άκρη κοντά στο ποτάμι. Πρέπει να είναι οι κόρες της, η Κέητ και η Έλεν. Τα δύο κορίτσια αρχίζουν να γεμίζουν κουβάδες με νερό απ'το ποτάμι και να τους μεταφέρουν εκεί που βρίσκονται η Γκέηλ και η Λούσι. Ξεπλένουν τα καζάνια και δυο άντρες έρχονται, τα παίρνουν και τα φορτώνουν στα τελευταία κάρα.

Η Λούσι πλησιάζει τον αξιωματικό και προς μεγάλη μου έκπληξη, του κάνει μια μεγάλη αγκαλιά. Μετά δίνει το χέρι της, του λέει κάτι και γυρίζει και απομακρύνεται. Μένουμε να παρακολουθούμε τις κινήσεις τους για λίγο. Οι τέσσερις γυναίκες μαζεύουν κάποια λιγοστά πράγματα και απομακρύνονται από το χώρο, του υπό διάλυση στρατοπέδου. 

Κάνω νόημα στους άντρες να τραβηχτούμε πίσω και να κατευθυνθούμε προς το δάσος στο σημείο που αφήσαμε τα άλογά μας.

Ανοιγόμαστε μέσα στο δάσος και περιμένουμε να δούμε τις γυναίκες να εμφανίζονται.

Δεν περνάει πολύ ώρα, όταν τις βλέπω να έρχονται με βαρύ βήμα προς το μέρος μας. Η Λούσι, εμφανώς αδυνατισμένη και ταλαιπωρημένη και η Γκέηλ δίπλα της το ίδιο, προχωράνε με κουρασμένο βήμα κοιτώντας χαμηλά. Από πίσω ακολουθούν η Κέητ και η Έλεν, βαστώντας από ένα μικρό μπόγο η κάθε μία. Καμιά τους δεν μιλάει. Καλή μου Λούσι, τα μάτια μου βουρκώνουν. 

Βγαίνω στη μέση του μονοπατιού και φωνάζω το όνομά της. Τις βλέπω όλες να κοντοστέκονται και να κοιτάνε προς το μέρος μας έκπληκτες και ίσως και λίγο τρομαγμένες. Της κουνάω το χέρι ενθουσιασμένος. Ο Άντονι βγαίνει και αυτός στη μέση του μονοπατιού και χαμογελάει και αυτός κάνοντάς τους νοήματα να έρθουν προς το μέρος μας.

Πρώτη η Λούσι συνειδητοποιεί ποιοι είμαστε. Επιταχύνει το βήμα της και ορμάει κατά πάνω μας ενθουσιασμένη. Ανοίγω τα χέρια μου να την πάρω στην αγκαλιά μου, όμως έρχεται και γονατίζει μπροστά μου, ενώ κλαίει και γελάει μαζί.

-"Άρχοντά μου, δεν το πιστεύω! Είσαι καλά! Δόξα το Θεό!"

Την πιάνω από τους ώμους και την σηκώνω. Την σφίγγω στην αγκαλιά μου.

-"Καλή μου Λούσι."

Με κοιτάζει μες τα μάτια,το γέλιο της σβήνει και το βλέμμα της σκοτεινιάζει.

-"Άρχοντά μου, έχασα τα κορίτσια μου, την Ιζαμπέλα και τη Σίλια. 'Ημαστε μαζί συνέχεια και ξαφνικά χάθηκαν! Εξαφανίστηκαν! Λες και άνοιξε η γη και τις κατάπιε."

Την σφίγγω περισσότερο στην αγκαλιά μου.

-"Είναι καλά και οι δύο. Είναι μαζί μας. Έλα, πάμε και θα σας τα πούμε όλα στο δρόμο της επιστροφής."

Ανεβάζουμε τις τέσσερις γυναίκες στα άλογα και εμείς προχωράμε πεζοί. Τους διηγούμαστε ότι έχει συμβεί όλο αυτό το διάστημα, που βρίσκονταν αιχμάλωτες στο στρατόπεδο.

Για το βράδυ που ήρθαμε στο στρατόπεδο εγώ και ο Άντονι και πώς καταφέραμε και πήραμε την Ιζαμπέλα και τη Σίλια και φύγαμε χωρίς να μας πάρει κανείς είδηση. Για την επιστροφή στο Χάνγκερφορντ και για τη φοβερή εξέλιξη που βρήκε την πόλη μας. 

Η Λούσι με γουρλωμένα μάτια με ρωτάει για τους γιους της και τον άντρα της. Είναι λες και μου έχωσε ένα μαχαίρι στην καρδιά.

-"Δεν τους είδα ποτέ νεκρούς, δεν μπόρεσα να πλησιάσω, αλλά πολύ φοβάμαι πως δεν ζει κανένας τους, καλή μου Λούσι."

Με βουρκωμένα μάτια, μου λέει ότι κάπου μέσα της το ήξερε ότι έτσι θα έχουν γίνει τα πράγματα.

-"Αν ζούσαν, θα είχαν επιχειρήσει να έρθουν, να μας βρουν. Δεν ήθελα να το πω δυνατά να το ακούσω, αλλά μέσα μου βαθιά το αισθανόμουν, ότι τα αγαπημένα μου αγόρια, δεν ζουν πια."

Ξεσπάει σε αναφιλητά. Ενοχή με λούζει πάλι. Όλα εξαιτίας μου. Για όλα φταίω εγώ. Ο πόνος στην καρδιά μου γιγαντώνεται πάλι. 

Ο Άντονι έρχεται δίπλα μου και με χτυπάει στην πλάτη. 

-'Έχουμε όμως και ευχάριστα να σας πούμε." Λέει με εύθυμη φωνή, προσπαθώντας να αλλάξει το θέμα. 

-"Τα κορίτσια μας, η Ιζαμπέλα και η Σίλια, παντρεύτηκαν και οι δύο. Να σας γνωρίσω τον άντρα της Σίλιας. Είναι το παλικάρι από δω. Παντρεύτηκαν προχτές." Λέει με ενθουσιασμό.

Ο Ουίλ γυρίζει προς τις γυναίκες και τους χαμογελάει. 

-"Λέγομαι Ουίλ Ντον, είμαι ο σύζυγος της Σίλιας. Είναι σα να σε ξέρω καλή μου Λούσι. Η Σίλια πάντα μου μίλαγε με πολύ αγάπη για σένα." 

-"Βοήθα με να κατέβω παλικάρι μου, λέει η Λούσι ενώ σκουπίζει τα δάκρυά της. Θέλω να σε πάρω αγκαλιά."

Ο Ουίλ βοηθάει την Λούσι να κατέβει απ'το άλογο και η Λούσι τον παίρνει στην αγκαλιά της, δίνοντάς του τις ευχές της και σχολιάζοντας για τη μικρή της Σίλια, που δεν τους είχε αποκαλύψει τίποτα. Μετά γυρίζει στον Άντονι και τον ρωτάει. 

-"Και η Ιζαμπέλα, με ποιον παντρεύτηκε?" Ρωτάει κοιτώντας μας έναν - έναν.

-"Με εμένα Λούσι. Η Ιζαμπέλα έγινε γυναίκα μου. Παντρευτήκαμε προχτές στην εκκλησία του Αγίου Παύλου, στο Άλμπουρι." Της λέω όλο περηφάνια. 

-"Άρχοντά μου? Εσύ?! Παντρεύτηκες?! Με την Ιζαμπέλα?! Μα αυτό είναι καταπληκτικό! Συγχαρητήρια!" Τα μάτια της ξαναγεμίζουν δάκρυα και έρχεται και με αγκαλιάζει σφιχτά.

Και οι άλλες γυναίκες ακολουθούν με ευχές και συγχαρητήρια.


.

Έχει νυχτώσει για τα καλά και ακόμα δεν έχουμε φτάσει στο Χάνγκερφορντ. Προχωράμε με πολύ αργό ρυθμό, αφού ουσιαστικά κάνουμε όλη τη διαδρομή πεζοί. Είμαστε όλοι εξουθενωμένοι.

Η Λούσι μας διηγήθηκε τι έγινε την ημέρα που πήραμε τα κορίτσια απ'το στρατόπεδο. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία μας και κανείς δεν κατάλαβε τι συνέβη. Όμως όταν ο διοικητής του στρατοπέδου αντιλήφθηκε την απουσία της Ιζαμπέλας, γύρισε το στρατόπεδο πάνω κάτω, μας είπε. Μέχρι ανακρίσεις έκανε σε στρατιώτες και φύλακες. 

Μίλησε και με τη Λούσι και την Γκέηλ, που του είπαν πως είχαν χάσει από μέρες την Ιζαμπέλα και ότι μετά χάθηκε και η Σίλια και ότι ανησυχούσαν ότι κάτι φοβερό τους συνέβη.

Η Λούσι μας είπε ότι ο διοικητής ήταν συντετριμμένος και πως έδειχνε πραγματικά να νοιάζεται και να ανησυχεί, κάτι που τους έκανε μεγάλη εντύπωση, αφού όλοι  στο στρατόπεδο ήταν ιδιαίτερα σκληροί και απότομοι μαζί τους. Όμως, όταν του είπαν ότι ήταν όλες απ'το ίδιο μέρος και ότι ήταν όλες μαζί μέχρι που χάθηκαν τα κορίτσια, σχεδόν τις πήρε υπό την προστασία του. Ερχόταν κάθε μέρα και ρώταγε αν όλα είναι εντάξει και αν χρειάζονταν τίποτα και με αυτόν τον τρόπο, άλλαξε η συμπεριφορά όλων των αξιωματικών προς αυτές και άρχισαν να τους φέρονται όλοι καλύτερα.

Κοντεύουμε να φτάσουμε στο Χάνγκερφορντ και η καρδιά μου αρχίζει να επιταχύνει. Δεν ξέρω αν θα αντέξω να δω πώς θα έχει καταντήσει ο αγαπημένος μου τόπος. Θέλω να πάω στο πίσω μέρος του κάστρου, στους τάφους των γονιών μου, στους τάφους των φίλων μου. Όμως η εικόνα της Ιζαμπέλας την ώρα που φεύγαμε εχτές το πρωί, έρχεται να με ταρακουνήσει. 

Η ανησυχία στα μάτια της, ο φόβος μήπως μας συμβεί τίποτα... Ξαφνικά το μόνο που σκέφτομαι και επιθυμώ, είναι να γυρίσω κοντά της, να την πάρω στην αγκαλιά μου. 

Με πονάει η εικόνα που θα αντικρίσω το πρωί. Οι καλλιέργειές μου, όλες κατεστραμμένες και στη θέση τους, φούρνοι, καλούπια, λάσπη, μαυρίλα και άνθρωποι που υποφέρουν. Ο πύργος μου, γεμάτος ξένους ανθρώπους, να μπαινοβγαίνουν και να καταστρέφουν. Δωμάτια, πίνακες, κειμήλια, πράγματα σημαντικά για μένα, αλληλένδετα με στιγμές αγάπης, σεβασμού και τιμής, που κανένας τους δεν μπορεί να κατανοήσει και να εκτιμήσει, να καταστρέφονται, ή να μεταχειρίζονται σαν αδιάφορα σκουπίδια.

Είμαστε στο δάσος δίπλα στην πόλη μου. Μιαν ανάσα από τα χώματα που σκεπάζουν τους γονείς και τους παππούδες μου. Η Λούσι πρότεινε να πάνε οι γυναίκες κατευθείαν στον πύργο και να μπουν μέσα από την πίσω είσοδο του προσωπικού. Αυτό είναι το σπίτι της και όλη της η ζωή μας λέει και κανείς δεν μπορεί να της το αρνηθεί.

Της εξηγώ ότι δεν υπάρχει πια κανείς δικός μας μέσα στον πύργο, να την αναγνωρίσει και να επιβεβαιώσει τα όσα λέει. Και ότι δεν ξέρουμε και τι κατάσταση επικρατεί, αν μένει μέσα στρατός ή πολίτες και εν πάση περιπτώση, δεν είναι καλή ιδέα να πάει μες τη νύχτα. Καλύτερα να περιμένει να ξημερώσει, να πάνε όλες μαζί, να διαπραγματευτούν την επιστροφή τους.

-"Θα αντέξετε να κοιμηθείτε εδώ στο δάσος μαζί μας? Και αύριο μόλις ξημερώσει, πηγαίνετε στον πύργο. Εμείς θα περιμένουμε μέχρι να δούμε ότι όλα πήγαν καλά και μετά θα φύγουμε."

Της λέω με ένα βάρος στην καρδιά.

-"Άρχοντά μου, θα εκπλαγείς με το πόσα αντέχουμε. Φυσικά και θα μείνουμε εδώ μαζί σας. Όλα θα γίνουν όπως λες. Ανυπομονώ να πάω να δω τι έχουν κάνει αυτοί οι αχρείοι στο σπίτι σου και να αρχίσω να βάζω μια τάξη πάλι."

Της χαμογελάω πικρά. Καλή μου Λούσι... -τι έχουν κάνει στο σπίτι σου- Το σπίτι μου, ο τόπος μου, οι άνθρωποί μου...

Δένουμε τα άλογα σε ένα κύκλο  και ξαπλώνουμε όπως-όπως πάνω στο υγρό χαλί από φύλλα και χορτάρια που καλύπτει το έδαφος. Ο Άντονι αναλαμβάνει να μείνει ξύπνιος να φυλάει και μετά θα ξυπνήσει τον Ουίλ να συνεχίσει.

Η εξάντληση και η συναισθηματική φόρτιση κάνουν τη δουλειά τους και γρήγορα βυθίζομαι σε έναν ύπνο, χωρίς εικόνες και όνειρα. Μόνο μαύρο σκοτάδι.

.

Ένας γδούπος. Μια κραυγή πόνου. Φωνές άγνωστων ανδρών. Πετάγομαι ξαφνιασμένος από τον ύπνο μου. Έχει ξημερώσει. Οι πρωινές ακτίνες του ηλίου, περνάνε αδύναμες ακόμα, ανάμεσα απ'τα κλαριά των δέντρων.

Δυνατά χέρια με βουτάνε και με ανασηκώνουν στον αέρα. Ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι. Πόνος αβάσταχτος και μετά σκοτάδι.

.

.

Ανοίγω τα μάτια μου. Το κεφάλι μου πονάει απίστευτα. Το βλέμμα μου θολό. Μου παίρνει μερικά δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει γύρω μου. 

Είμαι γονατισμένος και δεμένος πισθάγκωνα στην κολόνα απ'το ξύλινο κιόσκι, που βρίσκεται στο ξέφωτο μέσα στους κήπους μου. Στο ίδιο σημείο που πριν από λίγο καιρό, έπαιρνα το πρωινό μου με την Ιζαμπέλα και την γνώριζα για πρώτη φορά. Ή μάλλον καλύτερα, την ερωτεύτηκα και άλλαξε τη ζωή μου για πάντα.

Δίπλα μου, με τον ίδιο τρόπο δεμένοι, πισθάγκωνα πάνω στις ξύλινες κολώνες και γονατισμένοι, βρίσκονται ο Άντονι, ο Ουίλ και ο Τζον. Ο Ουίλ, με το κεφάλι να κρέμεται μπροστά, ενώ σταγόνες αίμα τρέχουν απ'το μέτωπό του, δείχνει αναίσθητος ακόμα. Ο Άντονι και ο Τζον, κοιτάνε γύρω τους με το ίδιο βλέμμα απόγνωσης που φαντάζομαι έχω κι εγώ.

Μπροστά μας στέκει, με ένα υπεροπτικό και όλο μίσος χαμόγελο, ο Στάνλεϋ.

Ακούω πίσω μου, πνιγμένα κλάματα και βογγητά. Γυρίζω το κεφάλι μου. Οι τέσσερις γυναίκες, με δεμένα τα χέρια και πανιά σφιχτά δεμένα στα στόματά τους, με κοιτάνε με μάτια δακρυσμένα γεμάτα απόγνωση και τρόμο.

Γυρίζω προς τον Στάνλεϋ, που κόβει βόλτες περνώντας μπροστά από εμένα και τους άλλους τρεις δεμένους άνδρες.

-"Ήξερα τι άθλιο υποκείμενο είσαι Στάνλεϋ, αλλά δεν σε είχα για τόσο τιποτένιο και δειλό. Λύσε τις γυναίκες, έχεις εμένα στα χέρια σου, τι φοβάσαι?"

Έρχεται με φόρα μπροστά μου και μου ρίχνει μια δυνατή κλωτσιά στο κεφάλι. 

-"Σκάσε, μη μιλάς." Μου γρυλίζει εκνευρισμένος.

Φτύνω μια γουλιά αίμα που μαζεύτηκε στο στόμα μου, απ'το μάγουλό μου, που σκίστηκε από την κλωτσιά του πάνω στα δόντια μου. Το κεφάλι μου νομίζω ότι θα εκραγεί. Τον κοιτάζω στα μάτια.

-"Να παρακαλάς να μην λυθώ μόνο, γιατί όλος ο στρατός του Βασιλιά δεν θα σε σώσει από τα χέρια μου." Του γρυλίζω μέσα απ'τα δόντια μου.

Ένα γέλιο βγαίνει απ'το στόμα του. Γέλιο που δεν θυμίζει σε τίποτα ανθρώπινο. Ένα γέλιο που σου παγώνει το αίμα. Ο ήχος του θυμίζει τις στριγγλιές των αλεπούδων, το ουρλιαχτό των λύκων, που ακούγονται τις νύχτες στο δάσος και το κράξιμο των κορακιών, που πετάνε πάνω απ'τα λιβάδια την ημέρα, ψάχνοντας για τη λεία τους.

-"Έτσι ήσουν πάντα Τζέθρο. Περήφανος και απερίσκεπτος. Ένα κακομαθημένο παιδί, που του ήρθαν όλα έτοιμα και δεν κατάλαβε ποτέ, πως μόνος του δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Χρειάζονται ισχυροί σύμμαχοι Τζέθρο, πολιτική, συμφωνίες, θυσίες και ανταλλαγές, αν θες να έχεις δύναμη και εξουσία. Αν θες να είσαι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού."

-"Και τι θυσίες έκανες εσύ Στάνλεϋ, εκτός απ'τον κόσμο που σκότωσες και τα παιδιά που σακάτεψες για να πετύχεις τους στόχους σου?"

Αρχίζει πάλι να γελάει, με αυτό το σιχαμένο γέλιο που σου παγώνει το αίμα. Μετά, σοβαρεύει απότομα και με κοιτάζει στα μάτια. Το μίσος του, ξεχειλίζει από κάθε πόρο του.

-"Ο κόσμος... Τα παιδιά... Το αδύνατο σημείο σου Τζέθρο. Η έγνοια σου για αυτούς τους τιποτένιους, τους άθλιους χωρικούς. Τι θα ήταν όλοι αυτοί χωρίς εμάς? Τίποτα απολύτως. Εσύ όμως είχες έννοια να τους υπερασπίζεσαι. Ωωω! Μόνο να ήξερες πόσο εύκολο μου το έκανες! Το σχεδίαζα καιρό να πάρω τα κτήματά σου. Είχες το ιδανικό σημείο! Καλό χώμα, το ποτάμι να περνάει δίπλα... Θα μπορούσες να έχεις γίνει πάμπλουτος και πανίσχυρος, αλλά εσύ δεν είχες κανένα ενδιαφέρον για εξουσία και χρήμα. Τα είχαμε σχεδιάσει όλα, μόνο ψάχναμε την αφορμή. Και μας την έδωσες στο πιάτο. Την ημέρα που πέταξες έξω απ'την πόλη σου τους εισπράκτορες του Βασιλιά, εκείνη την ημέρα καταδίκασες τον εαυτό σου."

-"Για ποιους εισπράκτορες μιλάς? Αυτοί δεν ήταν εισπράκτορες, ήρθαν να λεηλατήσουν. Να αρπάξουν ότι βρουν μπροστά τους. Αλλά εσύ, ποια θυσία έκανες, ακόμα δεν μου απάντησες. Και τι εννοείς όταν λες 'τα είχαμε σχεδιάσει όλα'. Ήταν και άλλοι στο σχέδιο για να καταπατήσεις την περιουσία μου?"

Μου γυρίζει την πλάτη και πάει προς το τραπέζι στο κέντρο. Πιάνει μια καρέκλα και την σέρνει προς το μέρος μου. Κάθεται και σκύβει, φέρνοντας το πρόσωπό του κοντά στο δικό μου. 

-"Φυσικά και ήταν κι άλλοι. Αλλά όπως σου είπα, μου το έκανες τόσο εύκολο... Όλον αυτόν τον καιρό, αγνοούσες τις προσκλήσεις όλων των αρχόντων της γύρω περιοχής. Αν είχες αποδεχτεί, αν είχες μιλήσει μαζί τους, θα μπορούσες να μου τα έχεις χαλάσει όλα. Αλλά εσύ ήσουν υπεράνω συμμαχιών, υπερόπτης και σίγουρος ότι θα τα βγάλεις όλα πέρα μόνος σου. Έτσι, μου έδωσες την ευκαιρία να τα παρουσιάσω όλα, όπως ήθελα εγώ. Ναι! Έπρεπε να κάνω θυσίες. Βλέπεις, το κλειδί για να πετύχω τον σκοπό μου, ήταν ο άρχοντας του Μάρλμπορο. Αυτός θα με βοηθούσε να πάρω το στρατό με το μέρος μου, μέσω του ξαδέλφου του, που είχε εξέχουσα θέση στον στρατό. Χρειάστηκε να κάνω πολλές θυσίες, να παρακαλώ και να καλοπιάνω αυτόν τον υπερόπτη τον άρχοντα του Μάρλμπορο και τελικά κατάφερα να τον πείσω να φροντίσει να μου παραχωρηθεί η χρήση της γης σου, μόλις σε παραδίδαμε ως προδότη του Στέμματος. Όμως δεν του έφτανε η πατριωτική μου προσφορά. Ήθελε και χρηματικό αντάλλαγμα ο ξιπασμένος. Και έτσι κλείσαμε τη συμφωνία. Και τώρα ενώ εγώ κάνω όλη τη δουλειά, είμαι υποχρεωμένος να του δίνω τα μισά μου κέρδη. Αν έκανα θυσίες λέει..." 

Τον κοιτάζω αηδιασμένος! Είναι δυνατόν να τα πιστεύει αυτά που λέει? Νιώθει και ριγμένος κιόλας? Περνάει το χέρι του απ'το στόμα του και μετά με κοιτάζει στα μάτια κουνώντας θριαμβευτικά το κεφάλι του.

-"Όμως, για μια ακόμη φορά, με διευκολύνεις και μου λύνεις τα χέρια. Βλέπεις, όταν επιτεθήκαμε στην πόλη σου και την ισοπεδώσαμε, έψαξα ένα-ένα τα πτώματα για να σε βρω, να σε παραδώσω ως τον μεγάλο προδότη του Στέμματος. Δεν σε βρήκα πουθενά και ήξερα ότι κατάφερες και διέφυγες. Βρήκα τους αξιωματικούς σου και έδωσα εντολή να τους κρεμάσουν, για να τους βλέπει ο κόσμος και να παραδειγματίζεται. Ξέρεις Τζέθρο τι όπλο είναι ο τρόμος στους χωρικούς? Δουλεύουν δυο φορές πιο γρήγορα όταν φοβούνται. Αλλά πού να ξέρεις εσύ. Εσύ τους ήθελες κοντά σου, να κουβεντιάζεις μαζί τους, λες και θα είχες κανένα κέρδος απ'αυτή τη συμπεριφορά σου. Τέλος πάντων. Τους κρέμασα στο ξέφωτο και όταν την επόμενη μέρα χάθηκαν τα πτώματα, ήξερα ότι ήσουν εσύ που ήρθες και τους πήρες. Μόνο εσύ με τους κανόνες σου περί ηθικής και τιμής και δεν ξέρω τι άλλο, θα μπορούσες να ριψοκινδυνέψεις για δυο νεκρούς. Και πλέον ήμουν σίγουρος, ότι κάποια στιγμή θα ερχόσουν ξανά. Και ήρθες. Και μου λύνεις τα χέρια για άλλη μια φορά. Γιατί θα παραδώσω τον προδότη στα χέρια του στρατού, επισημοποιώντας τη θέση μου στην περιουσία σου και θα απαιτήσω να τιμωρηθείς εδώ, ενώπιον των ανθρώπων σου. Να σε αποκεφαλίσουν μπροστά στο κάστρο σου και το κεφάλι σου θα το βάλω πάνω σε πάσσαλο στην είσοδο της πόλης. Τότε να δεις τρόμο οι αγαπημένοι σου χωρικοί."

Ορμάω με φόρα κατά πάνω του. Εκατοστά μας χωρίζουν απ'το να του καταφέρω μια γερή κουτουλιά, αλλά τα δεσμά μου, με κρατάνε πίσω στη θέση μου. Ωστόσο η τρομάρα που του έδωσα από την ξαφνική μου κίνηση, τον έκανε να πεταχτεί πίσω και να πέσει κάτω μαζί με την καρέκλα. Σηκώνεται νευριασμένος και τινάζει τα ρούχα του. Μετά σκύβει και μου γρυλίζει κοντά στο αυτί μου.

-"Είναι λίγες οι ώρες που σου μείνανε Τζέθρο. Σε λίγο θα έρθει ο διοικητής να μαζέψει τους τελευταίους στρατιώτες που μείνανε πίσω. Ξέρεις, τα μαζεύουν και φεύγουν με κατεύθυνση το Βορρά. Ήταν η τελευταία μέρα που θα είχα μαζί μου το στρατό και να που εμφανίστηκες. Πραγματικά δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω που μου τα κάνεις όλα τόσο εύκολα. Αναρωτιέμαι τι σχεδίαζες όταν ξεκίνησες να έρθεις εδώ."

-"Γιατί να σχεδιάζεις? Η ζωή έχει μεγαλύτερη φαντασία απ'όλους μας." Του λέω γελώντας ειρωνικά.

Μένει για μερικά δευτερόλεπτα και με κοιτάζει εξεταστικά. 

-"Χαίρομαι που μέχρι τελευταία στιγμή, δεν χάνεις το χιούμορ σου." Μου λέει εκνευρισμένος.

Γυρίζει την πλάτη του και αφού φωνάζει τις εντολές του, σε τρεις άντρες που στέκονται γύρω μας, να μην το κουνήσουν  και να μείνουν να μας προσέχουν, γυρίζει και φεύγει προς τον πύργο. 

Μένω με σκυμμένο το κεφάλι, ανήμπορος να κάνω το παραμικρό. Κοιτάζω πίσω μου, οι τέσσερις γυναίκες, δεμένες και φιμωμένες, τρέμουν και κλαίνε απαρηγόρητες. Κοιτάζω τον Άντονι δίπλα μου, που με κοιτάζει με ένα θλιβερό βλέμμα.  

-"Μας περίμενε το κάθαρμα." Μου λέει με σιγανή φωνή.

Κοιτάζω τον Ουίλ, που έχει επανακτήσει τις αισθήσεις του και δείχνει να έχει παραιτηθεί τελείως. Με κοιτάζει και μου κουνάει το κεφάλι, σα να μου λέει : Αυτό ήταν! Τελειώσαμε!

Το μυαλό μου γυρίζει στην Ιζαμπέλα. Εκεί! Στην πόρτα του Μπράτζε ρέφιουτζ, να με κοιτάζει με μάτια όλο ανησυχία, να απομακρύνομαι. Κλείνω τα μάτια και χαμηλώνω το κεφάλι μου. Η μορφή της, το όμορφο πρόσωπό της, γελαστή, ευτυχισμένη και πανέμορφη, στον κήπο της εκκλησίας του Αγίου Παύλου, δυο μέρες πριν. Ο γάμος μας έμελλε να κρατήσει τόσο λίγο... Μόνο να μπορούσα να την έβλεπα άλλη μια φορά πριν έρθει το τέλος μου... 




Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top