Κεφάλαιο 33 - Το ψάρεμα
Επιστρέφουμε στο Μπράτζε ρέφιουτζ. Κάθομαι πάνω στο άλογό μου έχοντας την Ιζαμπέλα καθισμένη μπροστά μου, με το χέρι μου προστατευτικά περασμένο γύρω απ'τη μέση της.
Η γυναίκα μου! Της ζήτησα να με παντρευτεί και είπε ναι! Είπε πολλά περισσότερα από ένα ναι! -Δεν υπάρχει τίποτα που να θέλω περισσότερο, απ'το να γίνω γυναίκα σου, να περάσω όλη την υπόλοιπη ζωή μου μαζί σου, δίπλα σου.-
Δεν ήθελα να την αποχωριστώ αφήνοντάς την να ανέβει στο δικό της άλογο. Την πήρα αγκαλιά μου και την κάθισα μπροστά μου στο δικό μου άλογο. Το κορίτσι μου! Η γυναίκα μου!
Παραλίγο να τα καταστρέψω όλα! Είχα σκεφτεί ένα σωρό λόγια να της πω, αλλά ως συνήθως όταν είμαι μπροστά της, χάνω τον εαυτό μου. Πρώτα έφερα στη μνήμη μου τον πατέρα και την έκανα να νιώσει άβολα. Μετά την έκανα να κλαίει με λυγμούς.
Τελικά μου είπε ότι είναι δάκρυα χαράς. Αυτή η υπέροχη γυναίκα που έχω εδώ μπροστά μου, στην αγκαλιά μου. Δέχτηκε να γίνει γυναίκα μου και μόλις πέρασαν τα πρώτα λεπτά της χαράς και του ενθουσιασμού, τώρα ήρθε η ώρα της συνειδητοποίησης. Τι ζωή θα της προσφέρω? Τι είδους ασφάλεια θα της παρέχω? Πού θα ζήσουμε? Κυνηγημένοι σε ένα ξύλινο καταφύγιο στην κορυφή του Σάρρεϋ Χιλς?
Με το ελεύθερο χέρι μου, βαστάω τα λουριά απ'το άλογό της που μας ακολουθεί δίπλα με σιγανό βήμα.
-"Θέλω να δω την αντίδραση των παιδιών και κυρίως του Άντονι, μόλις τους πούμε την απόφασή μας. Ξέρεις, είναι η πρώτη φορά που παίρνω μια τόσο σοβαρή απόφαση για τη ζωή μου, χωρίς να το έχω συζητήσει με τον Άντονι."
Ανασηκώνει το κεφάλι της και με κοιτάζει. Δείχνει έκπληκτη!
-"Ο Άντονι δεν το ξέρει?"
-"Όχι! Δεν το συζήτησα καν μαζί του. Μόνο στον Ουίλ το είπα, επειδή ήμαστε μαζί όταν αναζήτησα σιδηρουργείο. Του είπα τι σκόπευα να κάνω και με εξέπληξε με τη συμπεριφορά του."
Στρίβει το σώμα της μπροστά μου για να γυρίσει ελαφρώς, να με κοιτάζει καλύτερα. Τώρα δεν δείχνει μόνο έκπληκτη, αλλά και ανήσυχη. Τα υπέροχα γαλανά μάτια της, λες και σκοτείνιασαν. Με ρωτάει πώς αντέδρασε ο Ουίλ και το πρόσωπό της έχει σοβαρέψει. Δεν καταλαβαίνω! Γιατί αντιδρά έτσι?
Της εξιστορώ πως ο Ουίλ ενθουσιάστηκε, μου έδωσε συγχαρητήρια και μετά αυτό που με εξέπληξε ήταν ότι ζήτησε την άδειά μου, να ζητήσει και αυτός από τη Σίλια να γίνει γυναίκα του.
Σιγά σιγά, η ανησυχία σβήνει από το όμορφο πρόσωπό της και ένα χαμόγελο αρχίζει να διαγράφεται. Η ομορφιά αυτής της γυναίκας, σου κόβει την ανάσα!
-"Ο Ουίλ θα ζητήσει από τη Σίλια να γίνει γυναίκα του?" Με ρωτάει χαμογελώντας.
-"Ναι! Μου είπε ότι θα το κάνει αφού έχω κάνει εγώ τη δικιά μου κίνηση."
-"Και τώρα δηλαδή πάμε να τους το ανακοινώσουμε? Εκτός από τον Ουίλ, είπες ότι δεν το ξέρει κανείς άλλος? Ούτε ο Άντονι?"
Σοβαρεύει πάλι κι αρχίζω να προβληματίζομαι. Συνέβη κάτι μεταξύ της Ιζαμπέλας και του Άντονι, όσο εμείς λείπαμε στο Λονδίνο? Στο μυαλό μου έρχεται μια αδιόρατη ματιά, κάποια μυστήρια ανταλλαγή βλεμμάτων που έγινε μεταξύ του Άντονι και της Ιζαμπέλας εχτές το βράδυ που μιλούσαμε. Με εξέπληξε εκείνη τη στιγμή, αλλά πάνω στη ροή της συζήτησης, δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία και μετά το ξέχασα. Τώρα όμως αρχίζω και προβληματίζομαι.
-"Ιζαμπέλα, συμβαίνει κάτι με τον Άντονι? Γιατί δείχνεις έτσι θορυβημένη που θα του πούμε για μας?"
Κατεβάζει το κεφάλι της, γυρίζει ευθεία μπροστά και δεν μιλάει. Δεν λέει τίποτα. Όντως κάτι συμβαίνει εδώ.
-"Ιζαμπέλα, συνέβη κάτι με τον Άντονι όσο έλειπα στο Λονδίνο?"
Δεν απαντάει.
Σταματάω το άλογο. Πηδάω κάτω. Παίρνω την Ιζαμπέλα στην αγκαλιά μου, την κατεβάζω από το άλογο και ανασηκώνω το πρόσωπό της για να με κοιτάξει στα μάτια.
-"Πες μου σε παρακαλώ, τι συμβαίνει?"
Χαμηλώνει το βλέμμα της και κουνάει το κεφάλι της δεξιά αριστερά, σα να μου λέει ότι δεν συμβαίνει τίποτα.
-"Πες μου..." της λέω απαλά, σηκώνοντας ξανά το πρόσωπό της ώστε το βλέμμα της να ξαναβρεί το δικό μου. Με κοιτάζει στενοχωρημένη.
-"Τζέθρο, ο Άντονι σε νοιάζεται και ανησυχεί για σένα. Εχτές που έλειπες ήταν πολύ ανήσυχος."
-"Το ξέρω. Έτσι κάνει πάντα ο Άντονι. Ανησυχεί. Εχτές ήταν μια από τις σπάνιες φορές που δεν ήμαστε μαζί και γι'αυτό ήταν ανήσυχος. Εσένα τι σε προβληματίζει όμως?"
-"Τον άφησες πίσω να μείνει να μας φιλάει, ενώ ήθελε να είναι δίπλα σου να σε προστατεύει. Τώρα παίρνεις μια τόσο σημαντική απόφαση που θα αλλάξει τις ζωές όλων μας και δεν του έχεις πει τίποτα. Θα το ακούσει πρώτη φορά, μαζί με τα άλλα παιδιά που γνωρίζεις πόσο? Πέντε μέρες?"
-"Τι θες να πεις Ιζαμπέλα?"
-"Θέλω να πω, ότι δεν είναι δίκαιο προς τον Άντονι. Σε αγαπάει και θα έδινε τη ζωή του για σένα. Εσύ το είπες. Θα έπρεπε να του το πεις πριν από όλους τους άλλους, αν όχι να του το έχεις ήδη πει."
Την κοιτάω προβληματισμένος. Έχει δίκιο φυσικά. Ο Άντονι έχει σταθεί δίπλα μου, όλη μου τη ζωή. Κουνάω το κεφάλι μου.
-"Έχεις δίκιο Ιζαμπέλα. Θα το κάνω όπως το λες. Πριν το ανακοινώσουμε σε όλους, θα μιλήσω στον Άντονι πρώτα. Είσαι εντάξει τώρα?"
Μου χαμογελάει γλυκά.
-"Ναι, είναι καλύτερα έτσι. Δεν θα ήθελα να είμαι εγώ η αιτία να νιώσει ότι παραγκωνίζεται. Αλήθεια Τζέθρο, εχτές ήταν πολύ ταραγμένος."
Την σφίγγω στην αγκαλιά μου και της φιλάω τα μαλλιά. Το συμπονετικό μου κορίτσι!
-"Έλα, πάμε πίσω στο Μπράτζε ρέφιουτζ. Θα έχουν σηκωθεί όλοι πια."
Την σηκώνω στην αγκαλιά μου, την ανεβάζω πάλι μπροστά μου στο άλογό μου και ξεκινάμε για την επιστροφή στο σπίτι.
.
Ο ήλιος έχει σηκωθεί ψηλά στον ουρανό και μια φωτεινή μέρα έχει ανατείλει.
Φτάνουμε στο σπίτι και βλέπω τον Άντονι να βαδίζει πέρα δώθε, έξω από την πόρτα. Με το που μας βλέπει, προχωράει προς το μέρος μας, μοιράζοντας την απόσταση που μας χωρίζει.
Μας λέει καλημέρα και παίρνει τα λουριά του αλόγου της Ιζαμπέλας από τα χέρια μου. Μας ακολουθεί πεζός μέχρι το στάβλο.
Ξεπεζεύω από το άλογο και κατεβάζω την Ιζαμπέλα.
Ο Άντονι λύνει τα λουριά και ξεσελώνει το άλογο της Ιζαμπέλας, αλλά τα μάτια του είναι πάνω μας. Κοιτάζει την Ιζαμπέλα από την κορυφή ως τα νύχια, μετά κάνει το ίδιο και σε μένα.
-"Ολα εντάξει? Έχει χτυπήσει κανένας απ'τους δυο σας?" Μας ρωτάει συνεχίζοντας να ελέγχει κάθε μας κίνηση.
-"Όχι, γιατί το λες αυτό?" Τον ρωτάω.
-"Επειδή ήρθατε σε ένα άλογο και οι δύο." Μου απαντάει.
Ξεσελώνω και το δικό μου άλογο, σκύβω στην Ιζαμπέλα και της λέω να πάει μέσα στο σπίτι να ζεσταθεί.
Η Ιζαμπέλα μας χαμογελάει και φεύγει για το σπίτι.
Μένουμε οι δυο μας στο στάβλο.
-"Άντονι ξέρεις τι θυμήθηκα? Όταν ήμαστε παιδιά τους είχαμε τρελάνει όλους με τις ικανότητές μας στο ψάρεμα. Θυμάσαι?"
Το πρόσωπο του Άντονι φωτίζεται αμέσως.
-"Αν το θυμάμαι λέει. Οι άντρες του πατέρα σου είχαν παλαβώσει. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς καταφέρναμε και φέρναμε τόσους σολομούς, όταν αυτοί μετά βίας έπιαναν δύο τρεις."
-"Έχω όρεξη για ψάρι σήμερα. Τι λες φίλε, θα το καταφέρουμε το μυστικό μας κόλπο μετά από τόσα χρόνια?"
-"Φύγαμε!" Μου λέει ενθουσιασμένος.
.
Φτάνουμε στην όχθη του ποταμού και ξεδιπλώνουμε το πανί και το σκοινί που πήραμε από την αποθήκη. Δένουμε από ένα κομμάτι σκοινί σε κάθε μια από τις τέσσερις γωνίες του. Ο Άντονι περνάει από την απέναντι όχθη του ποταμού, πηδώντας σαν κατσίκι πάνω σε κάτι βράχια. Σε κάποιο σημείο που το κενό μεταξύ βράχων είναι αρκετά μεγάλο, αναγκάζεται και βουτάει στα παγωμένα νερά. Τον ακούω να διαμαρτύρεται για το πόσο κρύο είναι το νερό. Χαμογελάω.
-"Μάλλον δεν ήταν τόσο καλή ιδέα το ψάρεμα μετά από τόσα χρόνια. Σε βλέπω να δυσκολεύεσαι." Του λέω γελώντας.
-"Έλα, τελείωνε. Πέτα το σκοινί." Μου φωνάζει ενοχλημένος.
Του πετάω τις δύο άκρες του πανιού δεμένες με σκοινί.
Τεντώνουμε τα σκοινιά που έχουμε δέσει στις γωνίες του πανιού, εγώ από τη μια όχθη και ο Άντονι από την άλλη, σχηματίζοντας μια τέντα πάνω από το ποτάμι που τρέχει με ορμή.
-"Έτοιμος?" Τον ρωτάω γελώντας ενθουσιασμένος.
-"Ετοιμος!" Μου απαντάει ο Άντονι έχοντας και αυτός ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό του.
Χαμηλώνουμε ταυτόχρονα τη μια γωνία του πανιού, ώστε να βυθιστεί μέσα στο νερό, ενώ κρατάμε τεντωμένη ψηλά την άλλη γωνία. Το πανί δημιουργεί έναν τοίχο από τη μια όχθη έως την άλλη, μέσα στο νερό. Ελάχιστος χρόνος περνάει, όταν τα δύο πρώτα ψάρια έρχονται και πέφτουν πάνω στο πανί, αναπηδώντας και χτυπώντας με δύναμη τις ουρές τους.
-"Τώρα!" Μου φωνάζει ο Άντονι ενθουσιασμένος και ανασηκώνει το πανί στον αέρα.
Ανασηκώνω κι εγώ ταυτόχρονα και τα ψάρια εγκλωβίζονται στο κέντρο του πανιού, σπαρταρώντας και πηδώντας σαν τρελά.
-"Απ'τη μεριά σου!" Μου φωνάζει ο Άντονι και χαμηλώνω λίγο το πανί προς τα κάτω. Κάνει ένα γερό τίναγμα του πανιού και τα ψάρια εκτοξεύονται απ'τη μεριά που βρίσκομαι, στην όχθη του ποταμού, έξω απ'το νερό και πάνω στα παγωμένα χορτάρια.
Χωρίς διακοπή, ξαναβουτάμε το πανί μέσα στο νερό. Άλλα τρία ψάρια εγκλωβίζονται. Επαναλαμβάνουμε την ίδια διαδικασία. Τεντώνουμε το πανί. Ανασηκώνουμε τα ψάρια έξω απ'το νερό. Αυτή τη φορά είναι πιο κοντά στην δικιά μου πλευρά.
-"Απ'τη μεριά σου!" Φωνάζω στον Άντονι, ενώ ο ενθουσιασμός στη φωνή μου είναι φανερός.
Χαμηλώνω λίγο το πανί και με δύναμη τινάζω τα ψάρια στον αέρα. Πέφτουν στην απέναντι όχθη, πάνω στα παγωμένα χορτάρια, λίγο πιο μπροστά από κει που στέκεται ο Άντονι, σπαρταρώντας.
Ο ενθουσιασμός μας είναι απίστευτος! Είναι σαν να είμαστε πάλι μικρά παιδιά. Ψαρεύουμε ξέγνοιαστοι και μόνη μας έννοια είναι να μαζέψουμε όσα πιο πολλά ψάρια μπορούμε, για να εντυπωσιάσουμε τον πατέρα και τους άντρες του με το κατόρθωμά μας.
Συνεχίζουμε το παιχνίδι μας σκασμένοι στα γέλια. Κάνουμε σχόλια και πειράζει ο ένας τον άλλον, για το πόσο μακριά πετάει ο καθένας μας τα ψάρια. Για το ψάρι που μας ξέφυγε ρίχνοντας ευθύνες ο ένας στον άλλον και για το πόσο κρύο είναι το νερό που έχει κάνει να μουδιάσουν τα χέρια και τα πόδια μας.
Όταν πια έχουμε πιάσει αρκετά, αποφασίζουμε να σταματήσουμε. Αφήνω το πανί απ'τη μεριά μου και ο Άντονι το τραβάει απ'τη δικιά του μεριά και αρχίζει να μαζεύει μέσα στο πανί τα ψάρια που έχουμε πετάξει στην όχθη. Μόλις τελειώνει, περνάει το ποτάμι και έρχεται φορτωμένος στη δικιά μου όχθη, να μαζέψουμε και τα υπόλοιπα ψάρια, που έχουμε πετάξει από εδώ.
Ένα ψάρι είναι αρκετά κοντά στο νερό και σπαρταρώντας είναι έτοιμο να ξαναμπεί στο νερό και να μας φύγει. Ο Άντονι πάει με το πόδι του να το κλωτσήσει προς τα έξω, πριν αυτό καταφέρει και φτάσει το νερό και το χάσουμε. Όπως τινάζει με δύναμη το πόδι του, γλιστράει πάνω στα παγωμένα χορτάρια και σκάει μέσα στις λάσπες και τα παγωμένα νερά.
Σηκώνεται βρίζοντας, ενώ έχει γίνει μες τις λάσπες απ'την κορφή ως τα νύχια.
Τον δείχνω με το χέρι μου και ξεραίνομαι στα γέλια. Ορμάει πάνω μου και με πετάει κάτω, φωνάζοντας ότι ήταν στη μεριά μου το ψάρι και πως εγώ θα έπρεπε να παλέψω για να το πιάσω και όχι αυτός.
Είμαστε ξανά εκείνα τα δυο παιδιά, όπως πριν από χρόνια. Τώρα είμαστε και οι δύο βρεγμένοι ως το κόκκαλο, λασπωμένοι παντού και γελάμε με αναφιλητά.
Σηκώνομαι όρθιος και τεντώνω το χέρι μου να τον τραβήξω. Μου το δίνει και τον τραβάω με δύναμη να σταθεί όρθιος.
Κοιταζόμαστε στα μάτια, ενώ κρατάμε ακόμα ο ένας το χέρι του άλλου σφιχτά. Το γέλιο και ο ενθουσιασμός, εξατμίζονται και κάτι άλλο παίρνει τη θέση τους. Κάτι βαθύτερο, δυνατότερο! Η συνειδητοποίηση μιας ολόκληρης ζωής αληθινής φιλίας, αφοσίωσης, εκτίμησης, εμπιστοσύνης, όλα σε ένα βλέμμα.
-"Καλή ψαριά κάναμε φίλε." Του λέω και χαμηλώνω το βλέμμα μου, καθώς τα συναισθήματα με πνίγουν.
-"Ναι! Μια χαρά τα καταφέραμε πάλι. Αν ήταν ο Σερ Μάικλ πίσω στο σπίτι, θα έσπαγε το κεφάλι του, πώς τα καταφέρνουμε και μαζεύουμε τόσα ψάρια σε τόσο λίγο χρόνο." Μου λέει ο Άντονι και βάζουμε και οι δύο τα γέλια στην ανάμνηση του φρουρού του πατέρα μου, που είχε σκάσει να βρει πώς τα καταφέρναμε. Εμείς δεν του λέγαμε το κόλπο που είχαμε σκαρφιστεί, κάνοντάς τον να τρελαίνεται.
Καθώς δένουμε με τα σκοινιά το πανί για να μην μας φύγουν τα ψάρια που συνεχίζουν και σπαρταράνε, αποφασίζω ότι ήρθε η ώρα να του πω το λόγο που επιδίωξα να μείνουμε οι δυο μας.
-"Άντονι, σήμερα το πρωί πήγα την Ιζαμπέλα να δει την ανατολή, στο σημείο που ο πατέρας ονόμαζε 'κορυφή του κόσμου'."
Σταματάει να δένει τον μπόγο με τα ψάρια και ανασηκώνει το βλέμμα του. Με κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια. Η αλλαγή στον τόνο της φωνής μου, του έδωσε να καταλάβει ότι έχω κάτι σοβαρό να του πω. Δεν μιλάει, μόνο με κοιτάζει σοβαρός, περιμένοντας τη συνέχεια.
-"Της ζήτησα να γίνει γυναίκα μου και δέχτηκε." Του λέω σοβαρά.
Μένει εκεί μαρμαρωμένος, συνεχίζοντας να με κοιτάζει βαθιά στα μάτια. Σοβαρός και χωρίς να λέει κουβέντα.
Είμαι σίγουρος ότι τώρα θα έρθει πάλι η γνωστή του έκρηξη : -Πάει, το έχασες το μυαλό σου Τζέθρο-, -Παλάβωσες τελείως? Τι είναι αυτά που πας και κάνεις?- και άλλα τέτοια. Είμαι έτοιμος να ακούσω την γνώριμη μουρμούρα, αλλά ο Άντονι συνεχίζει να με κοιτάζει χωρίς να λέει κουβέντα. Τελικά κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω.
Τεντώνει το χέρι του πολύ τυπικά και μου λέει : -"Συγχαρητήρια Τζέθρο! Χαίρομαι για σένα και για την Ιζαμπέλα."
Μένω εμβρόντητος να τον κοιτάζω. Α! Όχι! Δεν γίνεται! Δεν είναι ο Άντονι αυτός εδώ μπροστά μου.
-"Μόνο αυτό έχεις να πεις? Δεν έχεις καμιά ένσταση? Καμία διαφωνία? Έτσι απλά? Συγχαρητήρια?"
-"Θα περίμενες να έχω ενστάσεις Τζέθρο? Γιατί? Υπάρχει κάτι που σε κάνει να αμφιβάλλεις για την απόφασή σου?"
-"Εγώ όχι! Αλλά είμαι σίγουρος ότι εσύ θα έχεις οπωσδήποτε. Και μου κάνει εντύπωση που αντιδράς έτσι. Δεν το συνηθίζεις να κρατιέσαι απέναντί μου. Πάντα, μου έλεγες όλες σου τις σκέψεις και διαφωνίες."
Με κοιτάζει χωρίς να λέει τίποτα. Το πρόσωπό του σοβαρό και πεισμωμένο.
Σταματάω να μιλάω, χαμηλώνω το βλέμμα μου και παίρνω μια βαθιά ανάσα.
-"Άκουσε φίλε μου αγαπημένε. Είναι η σημαντικότερη απόφαση που πήρα ποτέ στη ζωή μου και παρ'όλα αυτά, είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που για κάτι τόσο σημαντικό, δεν μίλησα πρώτα μαζί σου. Γι αυτό σου είπα να έρθουμε οι δυο μας εδώ. Η απόφασή μου έχει παρθεί, αλλά θα ήθελα να το μάθεις εσύ πρώτος, πριν το ανακοινώσω σε όλους."
Συνεχίζει να με κοιτάζει σοβαρός. Ανασηκώνει τα φρύδια, χαμογελάει ανεπαίσθητα.
-"Καλοσύνη σου! Σε ευχαριστώ που το σκέφτηκες! Άντε λοιπόν, η ώρα η καλή!"
-"Άντονι σταμάτα! Δεν είσαι ένας τυχαίος, ένας γέροντας, που του το είπα για να μου δώσει την ευχή του. Είσαι ο αδελφός μου. Το πιο κοντινό πρόσωπο που έχω στη ζωή μου. Θέλω να ακούσω τη γνώμη σου."
-"Αναρωτιέμαι Τζέθρο γιατί. Ειλικρινά! Είμαι το πιο κοντινό πρόσωπο στη ζωή σου. Ο αδελφός σου. Και όμως, δεν είχες την ανάγκη να συζητήσεις μαζί μου τη σημαντικότερη απόφαση της ζωής σου, παρά μόνο να μου την ανακοινώσεις, σαν τετελεσμένο γεγονός. Και τώρα με πιέζεις να σου πω τη γνώμη μου? Γιατί? Ποιο το νόημα πια? Αφού τις αποφάσεις σου τις έχεις πάρει και χωρίς τη βοήθειά μου. Έλα, ξέχνα το Τζέθρο μην επιμένεις, καλή ζωή να έχετε. Πάμε σπίτι γιατί έτσι βρεγμένοι που είμαστε, μας βλέπω να ξεπαγιάζουμε. Δεν θα ήσουν ωραίο θέαμα ως γαμπρός, κρυωμένος, με κόκκινη μύτη και να βήχεις σαν κανένας παλιόγερος."
Σκύβει παίρνει τον μπόγο με τα ψάρια, τον ρίχνει πίσω απ'την πλάτη του και αρχίζει να ανεβαίνει την ανηφοριά.
Η καρδιά μου βυθίζεται. Είχε δίκιο η Ιζαμπέλα. Πλήγωσα τον καλύτερό μου φίλο, τον αδελφό μου. Νιώθω το κεφάλι μου να βουίζει. Δεν μπορώ να το αφήσω έτσι αυτό.
Τρέχω πίσω του. Βάζω το χέρι μου στον ώμο του και τον σταματάω.
-"Άντονι, άσε κάτω τα ψάρια. Φίλε, σε παρακαλώ, πρέπει να μιλήσουμε."
-"Τι θέλεις Τζέθρο? Μου είπες, ήθελες να μου το ανακοινώσεις πριν το πεις στους άλλους. Σε ευχαριστώ για την τιμή! Σου ευχήθηκα, πάμε τώρα σπίτι πριν ξεπαγιάσουμε."
-"Άντονι με ξέρεις καλύτερα απ'τον καθένα. Ξέρεις πως λειτουργώ παρορμητικά και επίσης ξέρεις πως αν μου μπει κάτι στο ξεροκέφαλό μου, όπως συνηθίζεις να λες, θα το κάνω ο κόσμος να χαλάσει."
Μου κάνει μια ανυπόμονη κίνηση με το χέρι του, ότι τα ξέρει όλα αυτά και να τελειώνω με το πού θέλω να καταλήξω.
-"Επίσης ξέρεις πως αυτή η γυναίκα με γοήτευσε από την πρώτη στιγμή που έπεσε το βλέμμα μου πάνω της. Μου το επισήμανες εσύ ο ίδιος, πριν ακόμα το καταλάβω εγώ. Είμαι σίγουρος ότι ήξερες πως θα κάνω αυτή την κίνηση. Το περίμενες. Γιατί αντιδράς έτσι? Εξήγησέ μου, σε παρακαλώ."
Σταματάω πάλι να μιλάω και κοιτάζω γύρω μου. Ξανακοιτάζω τον Άντονι. Η φωνή μου ίσα που βγαίνει πια.
-"Περίμενα πως θα μου έβαζες τις φωνές πως βιάστηκα και πως πάλι κάνω του κεφαλιού μου και μετά θα χαιρόσουν με την απόφασή μου. Όμως εσύ... Τι συμβαίνει Άντονι? Τι είναι αυτό που σε ενοχλεί τόσο στην Ιζαμπέλα? Από την πρώτη στιγμή που σου τη γνώρισα, είχες μια στάση περίεργη απέναντί της."
Παίρνει βαθιά ανάσα και κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.
-"Δεν έχω να σου πω τίποτα για την Ιζαμπέλα, Τζέθρο. Τίποτα που θα καταλάβαινες τουλάχιστον."
-"Τι σημαίνει αυτό? Τι εννοείς με αυτό Άντονι? Γιατί δεν θα καταλάβαινα?"
-"Γιατί είσαι ερωτευμένος Τζέθρο και κατά συνέπεια τυφλωμένος. Ότι βλέπω εγώ περίεργο, εσύ το θαυμάζεις. Τέλος πάντων, δεν έχει πια σημασία. Μίλησα με την Ιζαμπέλα και αν μη τι άλλο, ενδιαφέρεται πραγματικά για σένα. Αυτό με καθησυχάζει και αν πρέπει να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου, πέρα απ'το ότι πραγματικά με πλήγωσες, που δεν μπήκες καν στον κόπο να μου πεις μια τόσο σημαντική απόφασή σου, χαίρομαι για σένα, γιατί δείχνεις πραγματικά να την αγαπάς και το ίδιο δείχνει και αυτή για σένα."
-"Μια στιγμή, περίμενε. Δεν μπορείς να πετάς μια τέτοια φράση και μετά να αλλάζεις θέμα. Απαιτώ αμέσως να μου εξηγήσεις τι εννοείς με αυτό που είπες. Τι είναι αυτό που βλέπεις εσύ περίεργο, αλλά εγώ δεν μπορώ να καταλάβω?"
-"Ασ'το Τζέθρο, δεν έχει νόημα. Πάμε σπίτι, πραγματικά αρχίζω να παγώνω εδώ πέρα."
-"Δεν έχουμε να πάμε πουθενά! Άντονι μίλα μου! Αν με έχει τυφλώσει ο έρωτας όπως λες, ένας λόγος παραπάνω να μου ανοίξεις τα μάτια. Τι περίεργο βλέπεις στην Ιζαμπέλα?"
Παίρνει βαθιά ανάσα. Τρίβει με δύναμη το σβέρκο του. Με κοιτάζει με ένα βλέμμα τελείως απροσδιόριστο, σα να προσπαθεί να εκτιμήσει αν πρέπει να μου πει τις σκέψεις του. Τελικά παίρνει την απόφασή του.
-"Δεν ξέρω Τζέθρο, δεν έχω τίποτα συγκεκριμένο, αλλά κάτι δεν πάει καλά με αυτή την κοπέλα. Τίποτα δεν δένει πάνω της. Λες και είναι από άλλο κόσμο. Δεν ξέρει απλά καθημερινά πράγματα και απ'την άλλη γνωρίζει πληροφορίες, που φαίνεται αδιανόητο να τις γνωρίζει μια κοπέλα. Ούτε άντρες που εμπλέκονται με τα γεγονότα δεν τις γνωρίζουν. Όπως σου είπα, τίποτα συγκεκριμένο δεν έχω να πω. Είναι κάτι σαν προαίσθημα. Κάτι δεν μου πάει καλά μαζί της."
Αρχίζω να εκνευρίζομαι. Το θράσος του είναι απερίγραπτο. Μου κάνει ολόκληρη σκηνή ότι κάτι δεν πάει καλά με την Ιζαμπέλα, και το μόνο που έχει να το στηρίξει είναι κάτι σαν προαίσθημα? Αρκετά! Δεν θα ανεχτώ άλλο αυτή του τη στάση.
-"Εντάξει Άντονι, αφού δεν έχεις τίποτα συγκεκριμένο να της καταλογίσεις πέρα από αόριστα προαισθήματα, θα σε παρακαλέσω από δω και πέρα, να κρατήσεις τις αμφιβολίες σου για τον εαυτό σου. Η Ιζαμπέλα θα γίνει γυναίκα μου και θέλω να της φέρεσαι ανάλογα. Πάμε, γυρίζουμε σπίτι."
Λέω και προχωράω εκνευρισμένος.
Ακούω πίσω μου τον Άντονι να αναστενάζει και μετά να ξεκινάει και αυτός να με ακολουθεί στο δρόμο για το σπίτι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top