Κεφάλαιο 32 - Στην κορυφή του κόσμου

Το έκανες πάλι το θαύμα σου. Μα πόσο χαζή μπορεί να είσαι? Γιατί δεν το βουλώνεις επιτέλους? Δες τη Σίλια. Κάθεται εκεί στη γωνιά της και δεν λέει κουβέντα. Εσύ όμως... Εκεί, μη χάσεις! Να πεταχτείς, να τους κάνεις ανασκόπηση γεγονότων από την ιστορία της Ενδεκάτης ... 

Ο Ουίλ έτοιμος ήταν να ζητήσει εξηγήσεις. Και ο Τζον, με κοίταζε με μισό μάτι.

Ευτυχώς που ο Τζέθρο πήρε το λόγο και ηρέμησε τα πνεύματα. Έθεσε το θέμα εκεί που θα έπρεπε να είναι από την αρχή. Μίλησε σοφά για μιαν ακόμη φορά. Ότι και να λέμε είπε, δεν έχει νόημα αν δεν θέσουμε τους στόχους μας. Τι πάμε να πετύχουμε? Τότε μόνο θα μιλάμε σε μια λογική βάση.

Από την άλλη, δεν μπορώ να τους ακούω να ετοιμάζονται να κάνουν ένα τόσο τραγικό λάθος, να πάνε να εμπλακούν με οτιδήποτε αυτή τη στιγμή. Θα ήταν τραγικό. Σκέτη αυτοκτονία!

Έχω κατέβει πρωί πρωί στο σαλόνι, πριν ακόμα ξυπνήσουν όλοι. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ όλο το βράδυ, σκεπτόμενη τη βλακεία μου. Το μυαλό μου δεν σταματάει να σκέφτεται. 

Εχτές, μέχρι να ακούσουμε τα άλογα που φτάσανε έξω από το σπίτι και να πεταχτούμε έξω να τους δούμε ότι γύρισαν όλοι γεροί, κόντεψα να πεθάνω.

Όλη η μέρα ήταν όλο ένταση και άγχος. Από πού να ξεκινήσω. Δεν ήταν μόνο η αγωνία να δω τον Τζέθρο και τα υπόλοιπα παιδιά να γυρίσουν γεροί. Ήταν και η συζήτηση με τον Άντονι. Και μετά με τη Σίλια, που μου αποκάλυψε μια εικόνα, που ούτε καν είχα φανταστεί για τα ήθη της εποχής.

Αλλά το χειρότερο ήταν η συζήτηση με τον Άντονι. Η καχυποψία του, απόλυτα σωστή και δικαιολογημένη, με έφερε σε πολύ δύσκολη θέση. Συνειδητοποίησα, ότι με παρατηρεί κάθε στιγμή. Και μου καταλογίζει ευθύνες για την ασφάλεια του Τζέθρο. 

Και συ τι κάνεις γι'αυτό? Συνεχίζεις να λες πράγματα που θα εντείνουν ακόμα περισσότερο την καχυποψία του.

Κάναμε μια συζήτηση που θέλω να ελπίζω ότι καθάρισε λίγο τη σχέση μας. Πιστεύω ότι του έδωσα να καταλάβει, πόσο νοιάζομαι και πως είμαι έτοιμη να συνεργαστώ μαζί του, αν πρόκειται για το καλό του Τζέθρο. 

Είπε διάφορα... Πράγματα που δεν πρόκειται να ξεχάσω.  

-Εγώ δεν είμαι τυφλωμένος από έρωτα για σένα πριγκηπέσσα...-

Ο Τζέθρο! Τυφλωμένος από έρωτα για μένα...

Και η φράση που μου είπε : 

Γιε μπραχτ λιχτ ιν μαιν ζιλ   ....    Φέρνεις φως στην ψυχή μου...

Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Δεν το πιστεύω αυτό που νιώθω. Τον αγαπάω! Είμαι ερωτευμένη μαζί του! Ναι, είμαι βέβαιη πλέον. 

Μια πόρτα ανοίγει από τον πάνω όροφο, διακόπτοντας τις σκέψεις μου. Είναι απ'το δωμάτιο που κοιμάται ο Τζέθρο με τον Άντονι. Από μέσα βγαίνει ο Τζέθρο. Φτάνει στην κουπαστή της σκάλας και κοιτάζει κάτω. Μόλις με βλέπει, κοντοστέκεται λίγο έκπληκτος και μετά κατεβαίνει και έρχεται δίπλα μου.

-"Καλημέρα!" 

Είναι τόσο όμορφος! Η φωνή του... Το χαμόγελό του... 

-"Καλημέρα!"

-"Μόνη σου είσαι? Σηκώθηκες νωρίτερα απ'όλους μας σήμερα. Όλα καλά?"

-"Ναι, μια χαρά. Δεν είχα ύπνο και είπα αντί να στριφογυρίζω στο κρεβάτι και ξυπνήσω και την καημένη τη Σίλια, να κατέβω κάτω. Είναι πολύ όμορφο το σπίτι σου Τζέθρο. Είναι σκέτη απόλαυση να κάθομαι στο ζεστό σαλόνι και να κοιτάζω έξω το πανέμορφο χιονισμένο δάσος."

Μου χαμογελάει. Μου δείχνει με το χέρι του τον καναπέ να κάτσω και κάθεται και αυτός. 

-"Ιζαμπέλα... Ξέρεις... Θα ήθελα να σου ζητήσω κάτι."

-"Ότι θες, πες μου Τζέθρο."

Κοιτάζει κάτω, τρίβει το σβέρκο του με το χέρι του. Δείχνει αμήχανος, σχεδόν σαν να ντρέπεται. Αρχίζω και πανικοβάλλομαι. Τι είναι πάλι? Μίλησε με τον Άντονι? Έχει να κάνει με την χτεσινή μου ανοησία?

 Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ παραπέρα, γιατί παίρνει βαθιά ανάσα και σηκώνει τα μάτια του στα δικά μου.

-"Αναρωτιέμαι αν θα ήθελες να πάμε μια βόλτα με τα άλογα, παρέα. Είναι ένα μέρος που θα ήθελα να σου δείξω."

Αφήνω την ανάσα που κράταγα. Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα, αλλά ανακουφίστηκα ταυτόχρονα. Προς στιγμήν φοβήθηκα ότι θα μου έλεγε κάτι ανάλογο με αυτά που μου είπε εχτές ο Άντονι. Ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί μου και θα μου ζητούσε εξηγήσεις για αυτά που είπα πάλι χτες. Του χαμογελάω ξαλαφρωμένη.

-"Τι μέρος είναι αυτό?" Τον ρωτάω χαμογελώντας του.

-"Θα προτιμούσα να στο δείξω καλύτερα." Μου λέει συνεσταλμένα.

-"Μα φυσικά Τζέθρο. Θα ήταν μεγάλη μου χαρά να ιππεύσουμε παρέα."

-"Ωραία! Πάω να ετοιμάσω τα άλογα. Πήγαινε να φορέσεις πιο ζεστά ρούχα και σε περιμένω στο στάβλο." Μου λέει ενθουσιασμένος και βγαίνει έξω.

Ανεβαίνω πάνω στο δωμάτιο να αλλάξω ρούχα. Ο ήλιος δεν έχει ανέβει ακόμα ψηλά και το κρύο της νυχτιάς θα είναι ακόμα έντονο. Βρίσκω ένα παλτό που πρέπει να ήταν του Τζέθρο όταν ήταν μικρός. Η Σίλια το τροποποίησε ελαφρώς, κόβοντας το κάτω μέρος του, για να προσθέσει στα πλάγια που ήταν στενά και έφτιαξε και μια κουκούλα με ότι περίσσεψε. Το αποτέλεσμα ήταν να βγει μια πολύ ωραία κάπα, με μάκρος λίγο πιο κάτω απ'τη μέση και μια φαρδιά κουκούλα από πάνω. 'Ότι πρέπει για μια πρωινή βόλτα στο δάσος. Βρίσκω και μια μακριά κορδέλα πάνω στο κομοδίνο μου, που και αυτή μου την έφτιαξε η Σίλια για να μαζεύω τα μαλλιά μου. Τα μαζεύω σε μια χαλαρή κοτσίδα ψηλά στο κεφάλι και ξεκινάω να κατέβω.

Εκείνη την ώρα, η Σίλια ανασηκώνεται στο κρεβάτι. 

-"Καλημέρα! Τι συμβαίνει? Γιατί είσαι ντυμένη έτσι? Θα πας κάπου?"

-"Καλημέρα Σίλια. Συγνώμη, σε ξύπνησα! Είναι πολύ νωρίς, ξάπλωσε πάλι να κοιμηθείς λίγο ακόμα."

-"Πού πας Ιζαμπέλα? Συμβαίνει κάτι?" Με ρωτάει θορυβημένη, κοιτώντας με πάνω κάτω.

-"Όχι Σίλια. Ξύπνησα νωρίς, δεν είχα ύπνο. Το ίδιο και ο Τζέθρο. Και είπαμε, μου είπε δηλαδή, να πάμε μια βόλτα με τα άλογα. Είναι ένα μέρος που θέλει να μου δείξει." Της χαμογελάω γλυκά και γυρίζω να κατέβω τη σκάλα.

-"Καλά, άμα είναι και ο Τζέθρο μαζί σου, υποθέτω δεν θα είναι πρόβλημα." Την ακούω να μονολογεί πίσω μου και ξαναπέφτει στο κρεβάτι.

Κατεβαίνω και βγαίνω έξω απ'το σπίτι. 

 Ο Τζέθρο στέκει μπροστά στα δυο άλογα και σφίγγει τα λουριά τους. Δεν με έχει δει γιατί είναι στραμμένος με την πλάτη προς εμένα και αφοσιωμένος σε αυτό που κάνει. Ασχολείται με το να φτιάξει τα δεσίματα έτσι ώστε να τον ικανοποιούν, δίνοντάς μου την ευκαιρία να τον παρατηρήσω. Ο τρόπος και η χάρη με την οποία κάνει κάθε τι, οι ανοιχτές πλάτες του, η ψηλόλιγνη φιγούρα του. Φοράει ένα σκούρο μανδύα με ανασηκωμένο γιακά, που κάνει τα μαλλιά του να στρίβουν προς τα έξω, σχηματίζοντας ανάλαφρες σκάλες. Το όμορφο πρόσωπό του, το τέλειο προφίλ με την ίσια μύτη και τα σαρκώδη κόκκινα χείλη. Το βλέμμα του, με ελαφρώς σμιγμένα φρύδια έτσι όπως είναι προσηλωμένος σε αυτό που κάνει.  Όταν δείχνει ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα, γυρίζει προς το μέρος μου. 

Ξαφνιάζεται που με βλέπει μπροστά του και μένει στο σημείο που βρίσκεται για μερικά δευτερόλεπτα, χωρίς να λέει κουβέντα. Μόνο με κοιτάζει αιφνιδιασμένος! Μετά, μου χαμογελάει και απλώνει το χέρι του.

-"Έλα, είναι όλα έτοιμα να ξεκινήσουμε."

Πλησιάζω κοντά του. Περνάει το χέρι του πίσω απ'τη μέση μου και με μια κίνηση χωρίς καθόλου προσπάθεια, με ανεβάζει πάνω στο άλογο. 

Χωρίς να αφήσει τα λουριά του αλόγου μου, ανεβαίνει πάνω στο δικό του. Ξεκινάει τραβώντας και το δικό μου άλογο κοντά στο δικό του, ώστε να πηγαίνουμε με σιγανό σταθερό βήμα, δίπλα δίπλα.

Προχωράμε μέσα στο δάσος με κατεύθυνση ανατολικά, με αργό βηματισμό και χωρίς να μιλάει κανένας μας.

Απαλό φως αρχίζει να απλώνεται μέσα στο δάσος. Επικρατεί απόλυτη ησυχία. Όλα είναι καλυμμένα με αφράτο χιόνι. Οι μικροί κρύσταλλοι που σχηματίζονται πάνω στα παγωμένα κλαδιά των δέντρων, λάμπουν στα πρώτο φως της ημέρας και κάνουν τα κλαδιά να φαίνονται, λες και είναι πασπαλισμένα με ασημόσκονη.

Σε κάποιο σημείο, τα δέντρα αρχίζουν να αραιώνουν και η κλίση του εδάφους γίνεται ανηφορική. 

Πρέπει να προχωρήσαμε κανένα δεκάλεπτο ακόμα, μέχρι που μπροστά μας εμφανίστηκε ένα άνοιγμα.

-"Φτάσαμε!" Μου λέει ενθουσιασμένος ο Τζέθρο.

Κατεβαίνει απ'το άλογό του, στερεώνει τα λουριά του σε ένα δέντρο και απλώνει τα χέρια του να με πάρει αγκαλιά να με κατεβάσει. Παίρνει και το δικό μου άλογο, στερεώνει τα λουριά του δίπλα στο δικό του και πλέκει τα δάχτυλά του στα δικά μου.

Πιασμένοι χέρι χέρι, προχωράμε προς το φωτεινό άνοιγμα μπροστά μας.

Με το που φτάνουμε στην άκρη, η ανάσα μου κόβεται!

Πρέπει να είναι το ωραιότερο μέρος που έχω δει ποτέ στη ζωή μου! Είναι σαν να είμαστε στην κορυφή του κόσμου! Είναι το ψηλότερο σημείο της περιοχής, που σου προσφέρει μια πανοραμική θέα της γύρω περιοχής, η οποία όλη βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο. 

Μπορείς να δεις την πεδιάδα από κάτω, ή μάλλον δεν μπορείς, γιατί είναι καλυμμένη με ένα παχύ λευκό σύννεφο, από την υγρασία της νύχτας που σιγά σιγά σηκώνεται από το έδαφος. Η εικόνα ενισχύει ακόμα περισσότερο την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στην κορυφή του κόσμου, αφού σου δίνεται η εντύπωση ότι βρίσκεσαι πάνω από τα σύννεφα. 

Μπροστά μας στο βάθος, στην ανατολή, ένας ήλιος που μόλις ξύπνησε, ξεπροβάλλει. Απαλά πορτοκαλοκίτρινα χρώματα, πάνω σε καθαρό γαλάζιο! Η παλέτα του Θεού! Η ομορφότερη ανατολή! Πραγματικά σου κόβει την ανάσα! 

Κοιτάζω σαν υπνωτισμένη γύρω μου! Το μεγαλείο του τοπίου σε συγκλονίζει! Γυρίζω και κοιτάζω τον Τζέθρο. Δεν κοιτάζει γύρω του. Κοιτάζει εμένα. Το βλέμμα του γεμάτο δέος όπως το δικό μου, αλλά όχι κοιτώντας το τοπίο, αλλά εμένα.

-"Το ήξερα ότι θα σου αρέσει!" Μου λέει γεμάτος ικανοποίηση.

-"Είναι πανέμορφο Τζέθρο! Νομίζω ότι είμαι στην κορυφή του κόσμου!"

Αμέσως το βλέμμα του συννεφιάζει.

-"Είναι περίεργο που χρησιμοποιείς αυτή τη φράση. Ξέρεις, ο πατέρας με έφερνε εδώ και χρησιμοποιούσε ακριβώς την ίδια φράση." Μου λέει και σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο.

-"Με συγχωρείς... Δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω. Σου θύμισα τον πατέρα σου..."

Ξεφυσάει! Ένα πικρό γέλιο...

-"Δεν είναι η ανάμνηση του πατέρα μου, που με στενοχώρησε Ιζαμπέλα. Είναι το ότι συνειδητοποιώ πόσο τον απογοήτευσα, σε ότι περίμενε από μένα. Ο πατέρας με έφερνε εδώ και μου έλεγε : 

-Κοίτα γύρω σου Τζέθρο. Εδώ! Στην κορυφή του κόσμου! Ότι είναι από κάτω σου, αν δουλέψεις σωστά, αν είσαι τίμιος, αν αγωνιστείς δίκαια, μπορείς να το κατακτήσεις. Μπορείς να κατακτήσεις τα πάντα! Μέχρι πέρα, το Λονδίνο! Έχεις τα όπλα, έχεις τα προσόντα! Περιμένω πολλά από σένα γιε μου, μην με απογοητεύσεις.-

Σκύβει το κεφάλι του. Νομίζω ότι βούρκωσε. Μου έρχεται να κλάψω. Αυτός ο υπέροχος άνθρωπος, έξυπνος, ευφυής, εκλεπτυσμένος. Ένας άνθρωπος που έχει το ταλέντο να ηγείται και να κερδίζει τους πάντες γύρω του, με το μυαλό του και την έμφυτη γοητεία του, νιώθει ότι έχει αποτύχει και σέρνει ένα τεράστιο βάρος πάνω του, εξαιτίας γεγονότων που δεν είναι δυνατόν να ελέγξει. Πάω κοντά του και απλώνω τα χέρια μου να πιάσω το πρόσωπό του, ώστε να με κοιτάξει. Τα υπέροχα γαλάζια μάτια του, φουρτουνιασμένες θάλασσες.

-"Τζέθρο, δεν απέτυχες σε τίποτα! Σταμάτα να νιώθεις ότι έχεις απογοητεύσει! Στο ξαναείπα, οι άνθρωποί σου σε λατρεύουν. Σε ακολούθησαν, κάποιοι έδωσαν ακόμα και τη ζωή τους για σένα, γιατί σε πιστέψανε..."

-"Τους απογοήτευσα όλους Ιζαμπέλα. Απέτυχα να τους προστατεύσω."

-"Όχι! Δεν απέτυχες εσύ! Έκανες ότι μπορούσες. Δεν μπορείς να πάρεις την ευθύνη για κάτι που είναι τόσο μεγαλύτερο από σένα. Η ευθύνη ανήκει σε αδηφάγους τυράννους, σε ανθρώπους που έχοντας την απόλυτη εξουσία στα χέρια τους, αντί να την χρησιμοποιήσουν για καλό, την χρησιμοποίησαν για να βλάψουν αδύναμους προς όφελός τους. Η ευθύνη είναι στο Βασιλιά. Αυτός βύθισε σε απόλυτο χάος όλη τη χώρα. Σε αυτόν πέφτει η ευθύνη για τον χαμό αγαπημένων σου ανθρώπων και όχι σε σένα. Εσύ πάσχισες και πασχίζεις ακόμα να κάνεις ότι καλύτερο μπορείς."

Απλώνει και αυτός τα χέρια του και τα περνάει γύρω απ'τη μέση μου. Με τραβάει κοντά του. Κοιταζόμαστε βαθιά στα μάτια. 

-"Συγνώμη, σε έφερα εδώ να σου δείξω κάτι όμορφο και κάθομαι και κλαψουρίζω σαν κοριτσόπουλο. Σου αρέσει έτσι δεν είναι?" Μου λέει και κοιτάζει γύρω του, χωρίς να με αφήνει από την αγκαλιά του.

-"Είναι πανέμορφα! Το τοπίο σου κόβει την ανάσα! Φωτίζει την ψυχή μου." Του λέω χαμογελώντας του συνεσταλμένα. 

-"Εσύ, φωτίζεις την δικιά μου ψυχή!" Η φωνή του ένας ψίθυρος.

-"Γιε μπραχτ λιχτ ιν μαιν ζιλ." Ψιθυρίζω κοιτώντας τον στα μάτια και ξεροκαταπίνοντας.

Το βλέμμα του σοβαρεύει. Μένει να με κοιτάζει μερικά δευτερόλεπτα και μετά τραβάει τα χέρια του απ'τη μέση μου και κάνει ένα βήμα πίσω.

-"Ξέρεις, εχτές στο Λονδίνο, σκέφτηκα κάποια πράγματα, έκανα κάποιες κινήσεις, πήρα αποφάσεις, ήμουν έτοιμος και αποφασισμένος, αλλά τώρα, που βρίσκομαι εδώ μπροστά σου,  όλα μου φαίνονται μια μεγάλη ανοησία."

Τον κοιτάζω με απορία.

-"Δεν καταλαβαίνω, τι λες? Τι αποφάσεις πήρες? Και γιατί σου φαίνονται ανοησία να μου τις πεις?"

-"Ιζαμπέλα, εγώ..."

-"Μίλα μου Τζέθρο, με τρομάζεις! Τι αποφάσεις πήρες και γιατί διστάζεις να μου τις πεις?"

Κάνω μια παύση! Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή! Πήρε αποφάσεις στο Λονδίνο. Ήταν μαζί με τον Ουίλ στο Λονδίνο και θα συζητήσανε για μένα. Και τώρα έχει βγάλει τα συμπεράσματά του. Ότι του έχω πει είναι όλα ψέματα. Όπως είπε και ο Άντονι. Πόσο χαζή είμαι! Νόμιζα ότι μπορούσα να τους ξεγελάσω όλους, εγώ η έξυπνη και όλοι γύρω μου χαζοί. Ήρθε η ώρα! Πήρε τις αποφάσεις του. Θέλει να μου πει να φύγω.

-"Θες να φύγω, έτσι δεν είναι?"

-"Να φύγεις?! Ιζαμπέλα, τι λες? Πώς σου ήρθε αυτό?"

-"Τότε? Τι είναι αυτό που διστάζεις να μου πεις και δείχνεις τόσο ταραγμένος? Πήρες αποφάσεις είπες, έκανες κάποιες κινήσεις. Τι εννοείς με όλα αυτά? Και γιατί με έφερες σε ένα τόσο υπέροχο μέρος για να μου τα πεις όλα αυτά?" 

Τα μάτια μου βουρκώνουν. Είμαι έτοιμη να κλάψω. Σηκώνω το κεφάλι μου ψηλά, κοιτώντας τον ουρανό, στην προσπάθειά μου να κρατήσω πίσω τα δάκρυα και να μην αρχίσουν να τρέχουν χωρίς να μπορώ να τα σταματήσω. Η αίσθηση ότι είμαι τελείως μόνη, σε αυτή την περιπέτεια που έμπλεξα, με κυριεύει ξανά.

Το ύφος με το οποίο με κοιτάζει, είναι ύφος έκπληξης, λες και δεν καταλαβαίνει τι του λέω. Λες και ξαφνικά άρχισα να μιλάω κινέζικα, ή ελληνικά.

-"Ιζαμπέλα, σου είπα ότι φέρνεις φως στην ψυχή μου. Σε αγαπώ, αν η καρδιά μου μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε τη στιγμή που σε πρωτοαντίκρισε. Πώς σου ήρθε ότι θέλω να φύγεις?"

-"Ε! τότε τι είναι αυτό που αποφάσισες και σου είναι τόσο δύσκολο να μου πεις?"

Ξεροκαταπίνει. Βάζει το χέρι του στην τσέπη του παλτού του και μετά το ξαναβγάζει σφιγμένο σε γροθιά. Δείχνει τόσο αμήχανος...

-"Ήθελα να σε ρωτήσω..."

Παίρνει βαθιά ανάσα, δείχνει να παίρνει μιαν απόφαση. Σηκώνει το κεφάλι του πολύ σοβαρός και με κοιτάζει ευθεία στα μάτια.

-"Ιζαμπέλα, θέλεις να γίνεις γυναίκα μου?"

-"Τ..τι είπες?"

Γονατίζει μπροστά μου. Ανοίγει τη γροθιά του και μου παρουσιάζει ένα δαχτυλίδι.

-"Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου?" Μου ξαναλέει προτείνοντάς μου το δαχτυλίδι.

Κοιτάζω τελείως χαμένη, μια το δαχτυλίδι, μια αυτόν που είναι γονατισμένος μπροστά μου. Τα μάτια του όλο προσμονή.

Νομίζω ότι η καρδιά μου σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα και τώρα άρχισε να χτυπάει σαν να θέλει να βγει έξω από το στήθος μου. Η συνειδητοποίηση!  

-σε αγαπώ-

-φέρνεις φως στην ψυχή μου-

-αν η καρδιά μου μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε τη στιγμή που σε πρωτοαντίκρισε-

Πώς να αντέξω τα λόγια που μου λέει? Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα.

Κοιτάζω μια το Τζέθρο που στέκει γονατισμένος μπροστά μου, μια το δαχτυλίδι που μου προτείνει με τεντωμένο το χέρι του. Μένω να τον κοιτάζω, χωρίς να μπορώ να αρθρώσω κουβέντα. Περνάνε μερικά δευτερόλεπτα και ο Τζέθρο ξεφυσάει, λες και κράταγε την αναπνοή του τόση ώρα και σκύβει το κεφάλι του.

-"Τό'ξερα ότι ήταν μια μεγάλη ανοησία." Λέει χαμηλόφωνα.

Απλώνω τα χέρια μου και περνάω τα δάχτυλά μου μέσα στα μαλλιά του. Ανασηκώνει το κεφάλι του και με κοιτάζει στα μάτια. Το ύφος του είναι τόσο βαρύ, τόσο στενοχωρημένο...

-"Αγαπημένε μου..."

-Άσε τα πολλά λόγια Ιζαμπέλα, πες του πριν λιποθυμήσεις-

-"ΝΑΙ! ΘΕΛΩ!"

Με κοιτάζει σαστισμένος. 

-"Ναι! Θέλω να γίνω γυναίκα σου!" Τα δάκρυά μου τρέχουν στα μάγουλά μου, στο πηγούνι μου, στάζουν πάνω στα χέρια μου.

Ανασηκώνει το κεφάλι του και με κοιτάζει έκπληκτος!

-"Δεν υπάρχει τίποτα που να θέλω περισσότερο, απ'το να γίνω γυναίκα σου, να περάσω όλη την υπόλοιπη ζωή μου μαζί σου, δίπλα σου."

Γουρλώνει τα μάτια του. Πιάνει το χέρι μου και χωρίς να πάρει το βλέμμα του απ'το δικό μου, μου περνάει το δαχτυλίδι στο δάχτυλο. Σηκώνεται όρθιος και με τραβάει σφιχτά στην αγκαλιά του. Πιάνει το πρόσωπό μου με τα δυο του χέρια και αρχίζει να με φιλάει. Αυτό το φιλί του, που μου κόβει τα γόνατα, που νιώθω να χάνω το έδαφος κάτω απ'τα πόδια μου. Τα μάτια μου τρέχουν δάκρυα χωρίς να ξέρω γιατί. Συνεχίζει να με φυλάει, τα χείλη του γίνονται ένα με τα δικά μου. Αφήνομαι να παρασυρθώ στη μυρωδιά του, στη γεύση του, στο ρυθμό του, στα ανεπαίσθητα βογγητά του...

Ξεκολλάει τα χείλη του και με κοιτάζει βαθιά στα μάτια. Με τους αντίχειρές του, σκουπίζει τα δάκρυα που τρέχουν χωρίς σταματημό από τα μάτια μου.

-"Αγάπη μου, θα προσπαθήσω κάθε στιγμή της ζωής μου, να σε δικαιώσω για αυτήν την απόφασή σου."

Εντάξει, τώρα γελάω και κλαίω μαζί. Με λυγμούς. Τι λόγια είναι αυτά που μου λέει? Δεν θα αντέξει η καρδιά μου.

-θα προσπαθήσω κάθε στιγμή της ζωής μου, να σε δικαιώσω για την απάντησή σου-

Κοιτάζω το δαχτυλίδι που μου πέρασε στο δάχτυλο. Είναι πανέμορφο! Μια απλή χρυσή βέργα, πεπλατυσμένη και σφυρηλατημένη ώστε να δείχνει χειροποίητη. Μα τι σκέφτεσαι ανόητη? Φυσικά και είναι χειροποίητη.

Με βλέπει που κοιτάζω το δαχτυλίδι και αρχίζει να μιλάει ξανά.

-"Εχτές στο Λονδίνο, πήγα σε έναν σιδερά. Του έδωσα το χοντρό δαχτυλίδι του πατέρα μου και του ζήτησα να το λιώσει και να μου φτιάξει δύο ίδιες βέρες. Ήθελα να σου το περάσω στο δάχτυλό σου, μόλις σου ζητούσα να γίνεις γυναίκα μου. Όμως, όταν είμαι μπροστά σου, χάνω τα λόγια μου. Τα χάλασα όλα με τον τρόπο μου, έτσι δεν είναι?" Μου λέει απολογητικά.

-"Έλιωσες το δαχτυλίδι του πατέρα σου, για να κάνεις βέρα για μένα?" Εντάξει, νομίζω ότι δεν θα καταφέρω να σταματήσω να κλαίω.

-"Και για μένα." Μου λέει ντροπαλά.

Τραβιέται πίσω και με κοιτάζει.

-"Γυναίκα μου!" Ψελλίζει.

Εντάξει, τα δάκρυά μου πια τρέχουν ανεξέλεγκτα και δεν ξέρω αν θα καταφέρω να τα σταματήσω.

Με ξανασφίγγει στην αγκαλιά του. Μου μιλάει ψιθυριστά, ακουμπώντας τα χείλη του στα μαλλιά μου.

-"Ήταν άθλια η πρότασή μου. Συγχώρα με. Αλλιώς το είχα σκεφτεί..., σε έκανα να κλαις..."

-"Είναι δάκρυα χαράς Τζέθρο, με έκανες ευτυχισμένη σήμερα." Του λέω ανάμεσα σε αναφιλητά.  

Με σφίγγει περισσότερο στην αγκαλιά του. Κανείς μας δεν μιλάει. Μόνο κάτι τιτιβίσματα ακούγονται δίπλα μας, από τα πουλιά που ξυπνάνε και αυτά σιγά σιγά μέσα στο δάσος. 

Ο Τζέθρο κι εγώ, σφιχτά αγκαλιασμένοι στην κορυφή του κόσμου!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top