Κεφάλαιο 3 - Σίλια

-"Έλα αρχόντισσά μου, πρέπει να πάμε μέσα, στα διαμερίσματά σου."

-"Τι συμβαίνει?"

-"Έλα, πάμε να μπούμε μέσα και θα με ρωτήσεις ότι θέλεις εκεί." μου λέει η Σίλια, που δείχνει ανήσυχη και τρομαγμένη. Με πιάνει απ'το χέρι και αρχίζουμε να περπατάμε με γρήγορα βήματα, ανάμεσα από τα πανέμορφα ανθισμένα παρτέρια και στους όμορφους φροντισμένους κήπους του κάστρου.

Άραγε μπορώ να την εμπιστευτώ? Χρειάζομαι οπωσδήποτε ένα σύμμαχο, αλλά είναι ένα μικρό κορίτσι, στη δούλεψη του αφέντη. Σίγουρα δεν θα ρίσκαρε για μένα τη θέση της, απέναντι στον άρχοντα. Και σίγουρα δεν θα αποδεχόταν με τίποτα αυτό που μου συνέβη. Ο άντρας που μου επιτέθηκε στο δάσος που βρέθηκα μέσα στον πανικό να ουρλιάζω, φώναζε για μαγείες και δαίμονες. Αν είμαι κάπου στο μεσαίωνα, θα με κάψουν ζωντανή, έτσι και τους πω, πώς βρέθηκα εδώ. Ευτυχώς ο άρχοντας δείχνει να είναι πιο ανοιχτόμυαλος. 

Πώς βρέθηκα εδώ? Ούτε το δικό μου μυαλό δεν το αποδέχεται. 

Βρισκόμουνα στην βιβλιοθήκη Wren του κολεγίου Τρίνιτι, στο Κέιμπριτζ. Πόσο πάσχισα να καταφέρω να μπω σε αυτή τη βιβλιοθήκη! Χρειάστηκε να παρακαλάω για βδομάδες τον σύμβουλό μου στο κολέγιο, να μου δώσει συστατική επιστολή για τη μελέτη που έκανα. 

Η βιβλιοθήκη Wren ανοίγει για τους επισκέπτες, αυστηρά δύο ώρες κάθε μέρα. Από τις δώδεκα μέχρι τις δύο το μεσημέρι. Οι επισκέπτες τις περισσότερες φορές, έρχονται να θαυμάσουν το εντυπωσιακό κτίριο, να δουν το χειρόγραφο του Α. Α. Miln, 'Winnie the Pooh', ή να φωτογραφίσουν το μπαστούνι για περπάτημα του Ισαάκ Νεύτωνα. Τα καμάρια της βιβλιοθήκης και προσεγμένα τοποθετημένα προς επίδειξη, μέσα σε γυάλινες προθήκες, στο μπροστινό μέρος της βιβλιοθήκης.

  Αλλά όχι εγώ.  Εγώ ήθελα άδεια να μπω να μελετήσω. Πανέμορφα παλιά βιβλία από τον μεσαίωνα και την αναγέννηση, φυλάσσονται στη βιβλιοθήκη και είναι μεγάλη επιτυχία να καταφέρεις να πάρεις την άδεια να τα μελετήσεις. Δεν επιτρέπεται στον καθένα να τα αγγίξει. Είναι τόσο πολύτιμα και ευαίσθητα, λόγω των χρόνων που τα βαραίνουν. 

Τα πάντα εκεί μέσα έχουν αντιγραφεί και ψηφιοποιηθεί στην ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου φυσικά, αλλά δεν είναι το ίδιο. Δεν μου άρεσε να βλέπω σε μια ψυχρή οθόνη με  σκαναρισμένες σελίδες. Ήθελα να τα πιάσω, να νιώσω τη μυρωδιά τους, την ψυχή τους. 

Από μικρή λάτρευα το διάβασμα. Η μαμά μου θυμάμαι, μου έλεγε ότι όταν διαβάζεις με την καρδιά σου, γίνεσαι κομμάτι του βιβλίου που διαβάζεις. Μου είχε αρέσει τόσο πολύ αυτό... Βυθιζόμουνα στις ιστορίες, έπαιρνα μέρος στα ταξίδια, τις μάχες, τις ερωτικές ιστορίες. Όταν η μαμά μου πέθανε και ο μπαμπάς έφερε στο σπίτι εκείνη τη σιχαμένη γυναίκα, έπεσα ακόμα περισσότερο στο διάβασμα, που έγινε η μόνη διέξοδός μου. 

Ήμουν τρισευτυχισμένη εκείνη τη μέρα που κατάφερα να πάρω την άδεια να μπω να μελετήσω εκεί μέσα. Είχα κλείσει τη θέση μου, είχα φτιάξει την αίτησή μου με τη φωτογραφία μου και τη συστατική επιστολή του συμβούλου μου, που εξηγούσε τη μελέτη μου γύρω απ'την τέχνη, το ότι είμαι άριστη φοιτήτρια και με υποτροφία στη σχολή και την επιθυμία μου να μελετήσω κάποια συγκεκριμένα χειρόγραφα. Είχα φτιάξει επιμελώς τη λίστα με τα βιβλία που με ενδιαφέρανε και την είχα καταθέσει στη βιβλιοθήκη. Είχα προμηθευτεί τα ειδικά γάντια για τη μελέτη των πολύτιμων βιβλίων και την ειδική λαβίδα για να γυρίζω τις σελίδες και αφού ο βιβλιοθηκάριος με καθοδήγησε με τις τελευταίες οδηγίες για τον ιδιαίτερο χειρισμό των σπάνιων βιβλίων, με άφησε στο βάθος της αίθουσας να κάνω τη μελέτη μου.

Έβρεχε καταρρακτωδώς εκείνη τη μέρα, αλλά αυτό που συνέβη μετά, είναι κάτι που δεν μπορεί να το κατανοήσει το μυαλό μου. 

Ήμουν χωμένη στο βάθος της προτελευταίας σειράς από τις τεράστιες βιβλιοθήκες από σκούρα καρυδιά και έψαχνα διαβάζοντας τους τίτλους στις ράχες των βιβλίων, απολαμβάνοντας το μεθυστικό άρωμα του παλιού χαρτιού και του φθαρμένου δέρματος. Ξαφνικά ένας κεραυνός έπεσε, τόσο δυνατός που έκανε το κτίριο να σειστεί ολόκληρο. Όλα τα φώτα έσβησαν με μιας. Μια λάμψη από ένα απόκοσμο μπλε φως εμφανίστηκε μπροστά μου και άρχισε να περιστρέφεται σαν δίνη, που όλο και μεγάλωνε. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, γέμισε όλο το χώρο που βρισκόμουνα και ένα βούισμα άρχισε να ακούγεται στ'αυτιά μου, που όλο και δυνάμωνε. Ενώ η δίνη πλησίαζε κατά πάνω μου σα να θέλει να με καταπιεί, το βούισμα συνέχιζε να δυναμώνει, κάνοντας το κεφάλι μου να πονάει τόσο, που με έκανε να πέσω στα γόνατά μου, σφίγγοντας τα αυτιά μου με τα χέρια μου, με όλη μου τη δύναμη.

Μετά ... 

Τι ακριβώς έγινε μετά? Δεν μπορώ να εξηγήσω τι συνέβη μετά, όσο και να προσπαθώ να σκεφτώ λογικά, ή ανοιχτόμυαλα, ή έξω απ'το κουτί όπως λένε. Θυμάμαι μόνο ότι έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά, νιώθοντας το μπλε φως να με καταπίνει και τον ήχο απ'το βουητό να μου τρυπάει το μυαλό. Γονατισμένη και μαζεύοντας το σώμα μου κουβάρι, ένιωσα το έδαφος να φεύγει από κάτω μου και να πέφτω στο κενό, ενώ ταυτόχρονα περιστρεφόμουνα, λες και ήμουνα μέσα στον κάδο ενός πλυντηρίου.

Άρχισα να νιώθω ζέστη που όλο δυνάμωνε με απίστευτα γρήγορο ρυθμό. Τα ρούχα μου άρχισαν να καίγονται. Καψαλισμένα κομμάτια να κόβονται και να πετάνε γύρω μου. Το δέρμα μου άρχισε να καίγεται, κάνοντάς με να ουρλιάζω από πόνο και πανικό, ενώ συνέχιζα να πέφτω και να περιστρέφομαι.

Ένα γερό τράνταγμα με ταρακούνησε ολόκληρη και ξαφνικά..., απόλυτη ησυχία. Το βούισμα σίγησε. Βρέθηκα ξαπλωμένη και τελείως γυμνή, πάνω σε μουσκεμένα φύλλα και κλαριά στη μέση ενός δάσους. Ο πανικός σαν ένα αόρατο χέρι που μου σφίγγει το στήθος. Το σοκ απίστευτο! Τα ουρλιαχτά και οι φωνές που ακούστηκαν ξαφνικά πρέπει να ήμουνα εγώ, αλλά δεν παίρνω και όρκο. 

Ένιωσα να παγώνω, τα δόντια μου να χτυπάνε σαν καστανιέτες, το κορμί μου ολόκληρο να τρέμει, το στομάχι μου να συσπάται βίαια. Έσκυψα στο έδαφος και έβγαλα το πρωινό που είχα φάει εκείνη τη μέρα.

Ένας τρομακτικός άντρας εμφανίστηκε εκείνη την ώρα μπροστά μου και άρχισε να με χτυπάει με μπουνιές και κλωτσιές, φωνάζοντας κατάρες και βρισιές. Στη συνέχεια, τραβώντας με απ'τα μαλλιά και ενώ εγώ ούρλιαζα και έκλαιγα, με έδεσε σε ένα στύλο, αποκαλώντας με μάγισσα, δαίμονα και εκτοξεύοντας κατάρες και απειλές.  

-"Κυρά μου, έλα μέσα γρήγορα να κλείσουμε την πόρτα." η γλυκιά φωνή της Σίλιας, γεμάτη ανυπομονησία και ανησυχία ταυτόχρονα, με επαναφέρει στο χώρο.

Μπαίνουμε μέσα στο γνώριμο πια δωμάτιο, που πέρασα την προηγούμενη νύχτα. Το κρεβάτι με τους τέσσερις στύλους και τον ουρανό από σκούρο βελούδινο ύφασμα, έχει μαζευτεί και στρωθεί με καινούργια σκεπάσματα. Στο μικρό ξύλινο τραπέζι μπροστά στο παράθυρο με τις βαριές κουρτίνες, έχει τοποθετηθεί μια κανάτα με κρασί και δίπλα υπάρχει ένα πιάτο με πανέμορφα γλυκά. Πιο πέρα, στο ψηλό μακρόστενο τραπέζι, μπροστά στον τοίχο με την όμορφη ταπισερί, που απεικονίζει μια σκηνή από κυνήγι μέσα στο δάσος, το πορσελάνινο μπολ έχει γεμίσει με νερό που αχνίζει και δίπλα υπάρχει μια διπλωμένη καθαρή πετσέτα. Το τζάκι συνεχίζει και καίει στο φουλ. Κάποιος αντικατέστησε τον κορμό που καιγόταν από χτες με έναν καινούργιο. Η μπανιέρα που είχαν στήσει μπροστά στο τζάκι για να κάνω μπάνιο, έχει εξαφανιστεί απ'το χώρο.

-"Κάθισε κυρά μου, να σου βάλω κάτι να πιεις?"

-"Όχι Σίλια σε ευχαριστώ. Είμαι εντάξει. Με τον άρχοντα Ταλ φάγαμε ένα χορταστικό πρωινό. Δεν χρειάζομαι τίποτα. Μόνο πες μου τι έγινε? Γιατί έφυγε έτσι απότομα και όλοι είστε ταραγμένοι?"

-"Κάποιος άναψε μεγάλη φωτιά στον αχυρώνα που κρατάμε τα αποθέματα των τροφών για τα ζώα μας."

-"Κάποιος?"

-"Ναι αρχόντισσά μου, κάποιος που θέλει να προκαλέσει ζημιά στον αφέντη."

-"Ποιος θέλει να προκαλέσει ζημιά στον αφέντη Σίλια?"

-"Αυτοί οι καταραμένοι οι υποστηρικτές του Βασιλιά κυρά μου, είμαι σίγουρη. Ο αφέντης όλο κόντρα τους πάει και δεν μπορούν να το χωνέψουν."

-"Σίλια, σε ποια χρονιά βρισκόμαστε?" αποφασίζω να κάνω την ερώτηση όσο πιο γρήγορα γίνεται, ελπίζοντας να περάσει όσο πιο ανώδυνα γίνεται.

-"Είμαστε στο σωτήριο έτος χίλια εξακόσια σαράντα δύο κυρά μου. Έχεις ταραχτεί από την επίθεση και τα έχεις χάσει." μου λέει με μάτια όλο κατανόηση.

Επίθεση? Να εννοεί αυτόν τον τρελό που μου επιτέθηκε? Έρχεται κοντά μου και κάθεται μπροστά μου, στα γόνατά της. Βάζει τα χέρια της πάνω στο φόρεμά μου και με κοιτάει βαθιά στα μάτια.

-"Μη φοβάσαι. Ξέρω πως βρέθηκες εδώ. Μπορείς να με εμπιστευτείς." μου λέει χαμογελώντας μου, κοιτώντας με καθαρά και αθώα μάτια.

-"Μπορώ να σε εμπιστευτώ? Ξέρεις πώς βρέθηκα εδώ?" 

Πώς γίνεται αυτό? Ούτε εγώ δεν ξέρω πώς βρέθηκα εδώ. Την κοιτάω σαν χαμένη, ενώ το μυαλό μου προσπαθεί να επεξεργαστεί την ημερομηνία που μου έδωσε. Χίλια εξακόσια σαράντα δύο.

 Χίλια εξακόσια σαράντα δύο?! Χριστέ μου! Είναι η χρονιά που ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στην Αγγλία, μεταξύ Βασιλοφρόνων και Κοινοβουλευτικών. Η πιο ταραγμένη περίοδος της Ευρώπης. Ο ένας πόλεμος διαδέχεται τον άλλον. Στο μυαλό μου σαν σλάιτ, τρέχουν εικόνες αιματοκυλίσματος από γνωστούς πίνακες της πρώιμης Αναγέννησης. Με το που έρχεται η συνειδητοποίηση, γουρλώνω τα μάτια και την κοιτάω έντρομη. Μου χαμογελάει γλυκά και με πιάνει με τα δυο της χέρια. 

-"Ναι κυρά μου, δεν χρειάζεται να με φοβάσαι εμένα. Ξέρω ότι ήσουνα στην άμαξα που μας έστελναν από τις Ηνωμένες Επαρχίες των Κάτω Χωρών. Συμμετέχω και γω στον αγώνα." μου λέει με ένα χαμόγελο όλο περηφάνια. Είναι τόσο γλυκούλα και τελείως αθώα και αφελής.

-"Ενάντια στο Βασιλιά Κάρολο Α'." ψελλίζω.

Κουνάει το κεφάλι της και βάζει το δάχτυλό της μπροστά στο στόμα της, κάνοντάς μου σινιάλο να σιωπήσω. 

-"Μην αναφέρεις το όνομα του Βασιλιά κυρά μου." μου λέει τόσο χαμηλά που σχεδόν νομίζω ότι το φαντάστηκα.

-"Πού... πώς το κατάλαβες?" τη ρωτάω, ακολουθώντας τον χαμηλό τόνο της φωνής της. Ποια νομίζει ότι είμαι? Πού έχω μπλέξει? Ο πανικός αρχίζει να με κυριεύει πάλι.

Έρχεται ακόμα πιο κοντά μου, μου σφίγγει τα χέρια και συνεχίζει να μιλάει με την πιο χαμηλή φωνή της.

-"Είναι προφανές. Δεν είσαι από τα μέρη μας, φαίνεται από μακριά. Δεν ήξερες καν πώς να σταθείς μπροστά στον αφέντη. Και ο τρόπος που μιλάς, η προφορά σου, όλα. Και εμφανίστηκες χαμένη στο δάσος, μετά την επίθεση στην άμαξα.  Έρχεσαι από τις Κάτω Χώρες, συνόδευες την άμαξα, έτσι δεν είναι?" μου λέει με θριαμβευτικό ύφος και ένα μεγάλο χαμόγελο, επειδή έχει καταλάβει τα πάντα όπως νομίζει.

Την κοιτάζω βαθιά στα μάτια, σοβαρή και ανήσυχη.

-"Αλήθεια μπορώ να σε εμπιστευτώ καλή μου Σίλια?" της λέω χωρίς να δίνω καμιά πληροφορία. Πρέπει να καταλάβω τι λέει πρώτα, ίσως αυτή η παρεξήγηση να με βοηθήσει να βγω από το αδιέξοδο που έχω βρεθεί.

-"Φυσικά κυρά μου, άλλωστε ο αφέντης ο ίδιος με διόρισε προσωπική σου υπηρεσία."

-"Ο Αφέντης ξέρει ποια είμαι? Ξέρει για την άμαξα?"

-"Για την άμαξα έμαθε τι συνέβη φυσικά. Τώρα, αν έχει καταλάβει ότι ήσουνα μέσα και συ, δεν το ξέρω. Αλλά εγώ το κατάλαβα." μου λέει χαρίζοντάς μου άλλο ένα θριαμβευτικό χαμόγελο.

-"Με την άμαξα τι έγινε?" ρωτάω, συνεχίζοντας να δείχνω ιδιαίτερα ανήσυχη.

Αμέσως σοβαρεύει και με κοιτάει με στενοχωρημένα μάτια.

-"Δυστυχώς κυρά μου, οι ληστές την κάψανε, αφού πήραν ότι μετέφερε και σκοτώσανε όλους όσους ήταν μέσα. Είναι θαύμα πώς τα κατάφερες να ξεφύγεις εσύ. Αλήθεια πώς τα κατάφερες και σώθηκες?"

Σκέφτομαι για λίγα δευτερόλεπτα, κοιτώντας την έντονα. Πες κάτι απλό, κάτι πιστευτό! Μίλα! Περιμένει!

-"Είχαμε κάνει στάση και είχα κατέβει για να κάνω την ανάγκη μου. Είχα απομακρυνθεί αρκετά και είχα χωθεί μέσα στο δάσος, πίσω από δέντρα, όταν άκουσα τις φωνές απ'την επίθεση των ληστών. Πανικοβλήθηκα και έφυγα τρέχοντας μέσα στο δάσος." Αυτό ήταν! Το είπα! Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα πιο έξυπνο σε τόσο λίγο χρόνο. Ελπίζω να το πιστέψει.

-"Και πόσο καλά έκανες, έσωσες τη ζωή σου. 'Όταν βρήκανε την άμαξα, ήταν τελείως καμμένη όπως σου είπα, τα σεντούκια είχαν κάνει φτερά και υπήρχαν τέσσερα πτώματα τελείως απανθρακωμένα, πεταμένα μέσα στην άμαξα." μου λέει με βαριά φωνή.

Αφήνω μια ανάσα ανακούφισης.

Ένα δυνατό μπουμπουνητό ακούγεται εκείνη την ώρα απ'έξω.

-"Αχ! Δόξα το Μεγαλοδύναμο!" αναφωνεί η Σίλια και τρέχει προς το παράθυρο να δει τη βροχή που ξεκίνησε. 

-"Η βροχή ξέσπασε την κατάλληλη ώρα. Θα βοηθήσει να σβήσει η φωτιά". Η Σίλια δείχνει φανερά ανακουφισμένη. Πρέπει να την ψαρέψω να μου δώσει κι άλλες πληροφορίες για αυτή την άμαξα που κάψανε. Ίσως είναι η λύση μου για τις επίμονες ερωτήσεις του άρχοντα Ταλ.

-"Σίλια, είπες ότι ο άρχοντας έμαθε για την άμαξα. Θα μου πεις μερικά πράγματα για τον άρχοντα? Θέλω να με δει με καλό μάτι. Μου είπες ότι μπορώ να σε εμπιστευτώ. Θα με βοηθήσεις?"

-"Φυσικά κυρά μου, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση για μένα, από αυτό που μου ζητάς. Θα σου πω ότι θες να μάθεις."

-"Σε ευχαριστώ κορίτσι μου. Πες μου, ο άρχοντας διοργανώνει τον αγώνα που μου είπες ότι συμμετέχεις?"

-"Όχι κυρά μου, ο άρχοντας δεν ξέρει για τον αγώνα μας. Ο σύντροφός μου, μου έχει πει να μην λέω κουβέντα, να μην μιλάω σε κανέναν γιατί είναι πολύ επικίνδυνοι καιροί, ειδικά  εδώ μέσα στο κάστρο. Ο άρχοντας μου λέει, μπορεί να φαίνεται πως μας υποστηρίζει, αλλά ποτέ δεν ξέρεις αν ζοριστεί, ποιανού το μέρος θα πάρει."

-"Με ποιο τρόπο σας υποστηρίζει ο άρχοντας?"

-"Εναντιώνεται συνέχεια στους ανθρώπους του βασιλιά που έρχονται και μας παίρνουν το βιος μας για φόρους. Τις προάλλες τους πέταξε έξω απ'τα κτήματά του με τις κλωτσιές. Είναι καλός και δίκαιος ο άρχοντας. Καμία σχέση με άλλους άρχοντες στις γύρω πόλεις, που παρεπιπτόντως τους απορρίπτει συνέχεια, σε όλα τα καλέσματα που του κάνουν. Το άκουσα να το σχολιάζει ο έμπιστός του ο Άντονι, ένα απόγευμα που του πήγαινα το κρασί του στα δωμάτιά του."

-"Τζέθρο, του έλεγε, δεν μπορείς να απέχεις συνέχεια. Είναι η τέταρτη πρόσκληση που απορρίπτεις. Πρέπει να παίξεις το ρόλο σου και ας μην σου αρέσει. Είσαι ο άρχοντας του Χάνγκερφορντ και πρέπει να φέρεσαι ανάλογα."

Ώστε ο άρχοντας Τζέθρο είναι αγαπητός από του υπηκόους του, τους υπερασπίζεται ενάντια στον Βασιλιά και τους ανθρώπους του. Τουλάχιστον είναι με τη σωστή μεριά, με τη μεριά που επικρατεί μετά τον πόλεμο, κάτι είναι και αυτό.

Ο εμφύλιος πόλεμος της Αγγλίας, κράτησε εννιά ταραγμένα χρόνια. Σε αντίθεση με όλους τους άλλους πολέμους που γίνονταν για υπεράσπιση εδαφών, ή υποδούλωση λαών, αυτός έγινε για τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας. Οι κοινοβουλευτικοί εναντιώθηκαν στην απόλυτη εξουσία του Βασιλιά. Ο πόλεμος, που έληξε με νίκη των κοινοβουλευτικών, εδραίωσε ως κεκτημένο ότι ένας Άγγλος μονάρχης δεν μπορεί να κυβερνήσει χωρίς την συγκατάθεση του Κοινοβουλίου. Μέχρι να φτάσουμε όμως σε αυτό, η χώρα βυθίστηκε στο χάος και την απόγνωση για πάρα πολλά χρόνια.

-"Και ποιος στηρίζει τον αγώνα ενάντια στο Βασιλιά, καλή μου Σίλια? Εννοώ, για ποιον προοριζόταν η βοήθεια που φέρναμε?"

Ανασηκώνει το κεφάλι της και μου σκάει ένα μεγάλο χαμόγελο όλο περηφάνια. 

-"Ο σύντροφός μου, είναι ο βασικός οργανωτής, εδώ στη δικιά μας περιοχή κυρά μου. Αυτός ήρθε σε επαφή με τους δικούς σου ανθρώπους στο Άρνεμ στην Ολλανδία και ζήτησε βοήθεια για τον αγώνα μας. Δυστυχώς δεν κατάφερε να φτάσει τίποτα και τέσσερις άνθρωποι χάσαν τη ζωή τους. Αλλά εσύ σώθηκες, δόξα το Μεγαλοδύναμο."

Την κοιτάω μες τα μάτια και παράλληλα προσπαθώ να θυμηθώ κάτι απ'την ιστορία που διδάχτηκα, που να με βοηθήσει να συνδέσω κάποια πληροφορία με αυτά που μου λέει η Σίλια.

Άρνεμ! Πόλη στην Ολλανδία, κοντά στα γερμανικά σύνορα. Θυμάμαι αμυδρά το όνομά της, από κάποια μάχη που έγινε εκεί κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και αυτό γιατί είχα δει την ομώνυμη ταινία που είχε γυριστεί. 'Η μάχη του Άρνεμ', με πρωταγωνιστές τον Σον Κόνερι, τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και τον Τζιν Χάκμαν. Αλλά αυτή ήταν μια μάχη που έγινε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τριακόσια χρόνια μετά απ'την περίοδο που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή.  Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο, πέρα από μια σκιά που γυρνάει στο μυαλό μου, κάτι που πρέπει να είχα διαβάσει κάπου, ότι όντως υπήρξε κάποια βοήθεια από τις Κάτω Χώρες κατά τη διάρκεια του εμφυλίου της Αγγλίας. 

-"Πώς τον λένε τον σύντροφό σου?"

-"Ουίλ Ντον κυρά μου." μου λέει όλο περηφάνια. Στίβω το μυαλό μου να θυμηθεί. Δεν μου λέει τίποτα αυτό το όνομα.

Μπορώ άραγε να χρησιμοποιήσω αυτά που μου λέει η Σίλια για να εξασφαλίσω την ασφάλειά μου σε αυτή την ταραγμένη εποχή? Ω! θεε μου, πού έχω μπλέξει? Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ παρά πέρα, γιατί η φασαρία από το απότομο άνοιγμα της πόρτας και βαριά βήματα που πλησιάζουν μου αποσπάει την προσοχή.

Ο άρχοντας Ταλ, μπουκάρει μέσα στο δωμάτιο με ορμή. Είναι μουτζουρωμένος και γεμάτος χώματα και μαυρίλες από την προσπάθειά του να σβήσει τη φωτιά και δείχνει αναστατωμένος, ή και θυμωμένος, δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα.

Η Σίλια και εγώ, πεταγόμαστε ταυτόχρονα όρθιες. Η Σίλια φεύγει με γρήγορα βήματα προς το βάθος του δωματίου και μένω μόνη μου μπροστά του, νιώθοντας την ένταση που εκπέμπει να με τυλίγει, κάνοντάς με να ανατριχιάσω ολόκληρη.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα για να πάρω κουράγιο και σκύβω σε μια βαθιά υπόκλιση. 



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top