Κεφάλαιο 28 - Μύθοι και αλήθειες
Adagio in G Minor - Albinoni (πατήστε το play)
Ξημέρωσε!
Ο ήλιος δεν φάνηκε στον ουρανό αυτή τη μέρα, ούτε ο αέρας κούνησε τα φύλλα στα δέντρα. Πουλιά δεν ακούστηκαν να κελαηδάνε. Μόνο ένας θρήνος, ένα ζοφερό μουρμουρητό που σε κάνει να αρρωσταίνεις, αιωρείται στην ατμόσφαιρα.
Το προηγούμενο βράδυ, πίσω απ'το κάστρο, στο οικογενειακό μας νεκροταφείο, δίπλα στο παρεκκλήσι και λίγο πιο πέρα απ'τους τάφους των γονιών μου, έθαψα τους δύο αξιωματικούς μου. Τους δύο φίλους μου.
Ο Άντονι επέμενε να βοηθήσει. Όμως δεν τον άφησα. Έπρεπε να τα κάνω όλα μόνος μου. Ήθελα, να τα κάνω όλα μόνος μου. Ήταν το λιγότερο που μπορούσα πια να κάνω. Έσπρωξα απαλά το χώμα με γυμνά χέρια και κάλυψα τους δυο αγαπημένους φίλους μου.
Ολόκληρη η κοινή ζωή μας, γέμισε το κεφάλι μου εικόνες. Οι τρεις μας και ο Άντονι. Μικρά παιδιά να παίζουμε ξέγνοιαστα, να μαθαίνουμε ξιφομαχία, να στήνουμε ξόβεργες για να πιάσουμε πουλιά... Αργότερα, να καλπάζουμε όλοι μαζί, να πηγαίνουμε για κυνήγι.
Η τελετή, όταν γύρισα απ'το Πανεπιστήμιο και αφού πέθανε ο πατέρας. Ο Τζέιμς και ο Ουίλιαμ μπροστά μου γονατισμένοι. Το σπαθί μου να ακουμπάει τους ώμους τους. Ο ΣΕΡ! Τζέιμς να αναλαμβάνει τη διοίκηση του στρατού μου. Ο ΣΕΡ! Ουίλιαμ επικεφαλής της φρουράς μου. Οι όρκοι τους με τη γροθιά τους στο στήθος και βουρκωμένα μάτια...
Έσπρωξα το αφράτο χώμα να τους καλύψει, αφού πρώτα τους έκλεισα τα μάτια και τους σκέπασα τα πρόσωπα με δύο κομμάτια καθαρό ύφασμα.
Τους ψιθύρισα λόγια ευχαριστίας, λόγια ευγνωμοσύνης, για όλα αυτά τα χρόνια που περάσαμε μαζί. Τους ευχαρίστησα για την αξιοπρέπειά τους, τη γενναιότητά τους, την αφοσίωση και την στήριξη που μου προσφέρανε, όλα αυτά τα χρόνια. Τους ζήτησα να με συγχωρέσουν που δεν ήμουν δίπλα τους τις τελευταίες στιγμές τους.
Προσπάθησα να κρατηθώ, να μην σπάσω, τα μάτια μου όμως με πρόδωσαν. Έμεινα εκεί σκυμμένος, μέχρι που ο Άντονι ήρθε και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου.
-"Έλα φίλε, πρέπει να φύγουμε. Σε λίγο ξημερώνει..."
Όλοι μαζί ψιθυρίσαμε προσευχές. Η Ιζαμπέλα και η Σίλια, ακούμπησαν από ένα λουλούδι πάνω στο χώμα.
ΑΝΤΙΟ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ. ΚΑΛΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ.
.
Έχει αρχίσει να χαράζει.
Χωμένοι μες τις φυλλωσιές, βλέπουμε τον κόσμο να συγκεντρώνεται στα χωράφια μου, που έχουν μετατραπεί σε εργοτάξιο. Ο θρήνος και το μουρμουρητό εντείνεται. Δεν μπορείς να προσδιορίσεις από πού προέρχεται. Απλά το ακούς, να αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Ο ήχος της δυστυχίας! Της απόγνωσης! Αυτή θα είναι η ζωή μας από δω και πέρα?
Η εικόνα από τα μικρά παιδιά, λασπωμένα, μουτζουρωμένα, να παλεύουν με τα μικρά χεράκια τους να γεμίσουν τα καλούπια και να τα μεταφέρουν στους φούρνους για ψήσιμο, είναι αυτή που σε χτυπάει κατευθείαν στο στομάχι.
Ξαφνικά τον βλέπω να πλησιάζει! Ο Στάνλεϊ! Το αίμα ανεβαίνει στο κεφάλι μου. Περιφέρεται πάνω στο άλογό του με ύφος νικητή! Κατακτητή! Λες και κέρδισε κάτι με την αξία του! Ο αχρείος!
Σφίγγω τις μπουνιές μου σφιχτά, χαράζοντας μισοφέγγαρα στις παλάμες μου.
Πλησιάζει πάνω από ένα κορίτσι που έχει πέσει στα γόνατα και κοιτάζει τα χέρια του. Της βάζει τις φωνές να κάνει πιο γρήγορα. Το κορίτσι τεντώνει και του δείχνει τα χέρια του, που έχουν ματώσει. Ο άθλιος αρχίζει να την χτυπάει με το μαστίγιο ιππασίας. Το κορίτσι σκύβει να προφυλαχτεί, ενώ βογκάει απ'τα χτυπήματα.
Ασυναίσθητα κάνω κίνηση να ορμήσω κατά πάνω του. Χέρια με συγκρατούν. Ο Άντονι με τραβάει προς τα πίσω. Λίγο πιο πέρα ο Ουίλ μου κάνει νόημα να απομακρυνθώ, δείχνοντάς μου δυο στρατιώτες που πλησιάζουν προς το μέρος που κρυβόμαστε.
Οπισθοχωρώ και χώνομαι μέσα στα δέντρα. Βαθιά στο δάσος, περιμένουν τα κορίτσια πάνω στα άλογα.
Προχωράω σκύβοντας το κεφάλι και σκουπίζοντας τα μάτια μου. Όχι! Δεν πρόκειται να σταματήσω να αγωνίζομαι, να δώσω πάλι πίσω στους ανθρώπους μου, την ελευθερία τους, την αξιοπρέπειά τους.
Πάνω στο άλογο, η Ιζαμπέλα είναι σαν μια οπτασία, που με καλεί για να επουλώσει την ματωμένη μου καρδιά. Νόμιζα ότι είναι ποιητικός όρος η ματωμένη καρδιά. Αλλά όχι! Συμβαίνει πραγματικά! Το νιώθω! η καρδιά μου αιμορραγεί! Ένιωσα ένα δυνατό κρακ, έναν σουβλερό πόνο. Μια χαραγματιά δημιουργήθηκε πάνω της σήμερα, που δεν θα επουλωθεί ποτέ.
Ανεβαίνω στο άλογό μου και απομακρυνόμαστε όλοι μαζί. Δεν κοιτάζω πίσω μου. Δεν αντέχει άλλο η καρδιά μου. Όμως δεν τελειώσαμε! Στάνλεϊ, οι μέρες σου είναι μετρημένες! Δεν ξέρω ακόμα πώς, αλλά θα σε εκδικηθώ για το κακό που προξένησες και θα σε κοιτάζω στα μάτια όταν φτάσει αυτή η ώρα!
.
.
.
Αφήνουμε πίσω το πληγωμένο Χάνγκερφορντ, μαζί με ένα κομμάτι απ'την καρδιά μου και προχωράμε αποφεύγοντας πόλεις και κατοικημένες περιοχές.
Κατεύθυνσή μας το Μπράτζε-ρέφιουτζ στο Σάρρεϋ Χιλς.
Η μέρα συνεχίζει να είναι μουντή, συννεφιασμένη. Ο ουρανός βαρύς, με απειλητικά σύννεφα που από στιγμή σε στιγμή θα ανοίξουν και θα ξεχυθούν καταρράκτες.
Κινούμαστε με γρήγορο ρυθμό, όσο είναι δυνατόν, για να προλάβουμε να φτάσουμε στο δάσος, όσο ακόμα κρατάει το φως της ημέρας.
Ο Ουίλ με τους τρεις άντρες του, έφυγαν νότια να βρουν προμήθειες για τις πρώτες μέρες για όλους μας και έχουμε δώσει ραντεβού στο ξεκίνημα του δάσους, στις πηγές Τίλινγκ. Εκεί που οι νύμφες του δάσους συναντιόνταν και χορεύανε τα βράδια κάτω απ'το φως του φεγγαριού.
Με την παράκαμψη που κάνουμε για να αποφύγουμε την πόλη, θα φτάσουμε περίπου στον ίδιο χρόνο στο ξεκίνημα του δάσους, με τους τέσσερις άντρες.
Η βροχή αρχίζει να πέφτει σιγά σιγά, μουσκεύοντάς μας μέχρι το κόκκαλο. Δεν σταματάμε όμως να προχωράμε γιατί δεν έχουμε περιθώριο να χάσουμε χρόνο, ή καλύτερα να χάσουμε το φως της ημέρας.
Κοντεύει μεσημέρι και πέρα στον ορίζοντα, μπορούμε να διακρίνουμε τους λόφους με το πυκνό απάτητο δάσος. Όσο πλησιάζουμε, αρχίζουμε να διακρίνουμε τις πηγές Τίλλινγκ, που λάμπουν σαν λιωμένο ασήμι κάτω απ'τον γκρίζο ουρανό.
Μπαίνοντας στο δάσος, συναντιόμαστε με τον Ουίλ και τους άντρες του, που έχουν φτάσει με προμήθειες απ'την πόλη Γκίλφορντ και μας περιμένουν στο σημείο συνάντησης που ορίσαμε.
Ξεκινάμε όλοι μαζί και μπαίνουμε βαθιά μέσα στο δάσος. Συναντάμε το πρώτο σημάδι για το δρόμο προς το ξύλινο καταφύγιο του πατέρα μου, το χέρι της μάγισσας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα τεράστιο κορμό δέντρου που έχει χτυπηθεί από κεραυνό και έχει σπάσει ψηλά στην κορυφή του, δημιουργώντας κοψίματα πάνω στο ξύλο του κορμού, που θυμίζουν δάχτυλα.
Ο πατέρας, έπλαθε ιστορίες για ότι συναντούσαμε σε όλη τη διαδρομή, κάνοντας να μας εντυπωθούν σημάδια και σημεία, που μας οδηγούσαν στο Μπράτζε-ρέφιουτζ.
Ο Άντονι και εγώ μιλάμε δείχνοντας εδώ και κει και συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον στις ιστορίες, που ξυπνάνε στη μνήμη μας και έχουν πλημμυρίσει το κεφάλι μας.
-"Κοίτα Τζέθρο, να ο πετρωμένος πρίγκηπας! Φωνάζει ο Άντονι ενθουσιασμένος, δείχνοντάς μου προς έναν λευκό ογκόλιθο, στο ύψος ενός άντρα, τοποθετημένο όρθιο πάνω στο χώμα και τυλιγμένο με πρασινάδες, κλαδιά και ρίζες.
Χαμογελάω στην ανάμνηση του πατέρα μου, να μας διηγείται μαγευτικές ιστορίες και την εικόνα από δύο μικρά αγόρια, με εμένα και τον Άντονι, να τον παρακολουθούμε με γουρλωμένα μάτια μαγεμένοι.
Η Ιζαμπέλα με βλέπει να χαμογελάω και μου χαμογελάει και αυτή.
-"Πες μας την ιστορία του πετρωμένου πρίγκηπα, Τζέθρο."
Μου λέει με τη γλυκιά της φωνή.
Κοιτάζω τον Άντονι που μου χαμογελάει και κουνάει το κεφάλι του ενθουσιασμένος.
Δεν ξέρω αν είναι η γήινη χορταρένια μυρωδιά απ'το δάσος, τα μουσκεμένα ρούχα μου απ'τη βροχή που δεν λέει να σταματήσει, ή η παιδική ανάμνηση που με έχει κατακλύσει, αλλά νιώθω να τρέμω ολόκληρος.
Αρχίζω να διηγούμαι την ιστορία, όπως μας την έλεγε ο πατέρας, όταν ήμασταν μικρά παιδιά.
-"Ένας πρίγκηπας ερχόταν συχνά σε αυτό το δάσος για κυνήγι μαζί με τους φίλους του. Μια μέρα πέρασε από μπροστά του, το ωραιότερο ζώο που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Ένα πανέμορφο ελάφι, ψηλό και αρχοντικό. Αλλά η ομορφιά του δεν ήταν το παράστημά του, αλλά τα πανέμορφα κέρατά του, που ήταν φτιαγμένα από καθαρό ασήμι. Οι ηλιαχτίδες που περνάγανε από ανοίγματα μέσα απ'τα κλαριά των δέντρων και πέφτανε πάνω στα ασημένια κέρατα, το κάνανε να φαίνεται σαν να σκορπίζει σπίθες στο δάσος, όπως έτρεχε ανάμεσα απ'τα δέντρα.
Ο πρίγκηπας αποφάσισε να το σκοτώσει για να πάρει τα κέρατά του και να τα στολίσει στο κάστρο του. Οι φίλοι του προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, λέγοντάς του ότι είναι μοναδικό και ένα τόσο ξεχωριστό και όμορφο ζώο δεν πρέπει να θανατωθεί, αλλά ο κακομαθημένος πρίγκηπας που είχε μάθει να παίρνει ότι επιθυμούσε χωρίς να ρωτάει κανέναν, του έστησε ενέδρα και το σκότωσε, με ένα βέλος που το βρήκε κατευθείαν στην καρδιά.
Πήρε το μαχαίρι του και έκοψε τα ασημένια κέρατα και όλο ενθουσιασμό, τα σήκωσε ψηλά στον αέρα, πανηγυρίζοντας για την επιτυχία του. Εκείνη τη στιγμή ένας δυνατός άνεμος άρχισε να φυσάει. Πέρασε σφυρίζοντας ανάμεσα απ'τα δέντρα και ψιθύρισε το όνομα του πρίγκηπα. Του ψιθύρισε λόγια άγρια, θυμωμένα, για την παγωμένη του καρδιά, για τον άπονο χαρακτήρα του. Μετά, τυλίγοντάς τον, τον μεταμόρφωσε σε έναν ψυχρό ογκόλιθο, καθηλωμένο για πάντα στο σημείο που διέπραξε τη δολοφονία.
Αμέσως μετά ο άνεμος μεταμορφώθηκε σε μια πανέμορφη, αρχοντική γυναίκα, με μαλλιά από φυλλωσιές και φόρεμα από άνθη και φρέσκο γρασίδι. Η κυρά του δάσους, έσκυψε με βουρκωμένα μάτια και πήρε στην αγκαλιά της το νεκρό ελάφι. Έκλαψε χωρίς σταματημό για τον άδικο χαμό του. Τα δάκρυά της, κύλισαν στο χώμα και γίνανε ρυάκια, που απλώθηκαν σε όλο το δάσος, δημιουργώντας πηγές, λίμνες και ποτάμια.
Σήκωσε τα πανέμορφα ασημένια κέρατα, τα πέταξε ψηλά στον αέρα και αυτά διαλύθηκαν σε εκατομμύρια ασημένιους κόκκους, που σκορπίστηκαν στον αέρα και πασπάλισαν τις κορυφές των πανύψηλων δέντρων, δημιουργώντας ένα παιχνίδισμα λάμψης με τις ακτίνες του ηλίου.
Μετά, κοίταξε τους έξι φίλους του πρίγκηπα και τους μεταμόρφωσε σε κοράκια. Να πετάνε από άκρη σε άκρη στο δάσος, να βλέπουν τις ομορφιές του και να γυρνάνε να τις διηγούνται στον πετρωμένο πρίγκηπα. Να του θυμίζουν τι έχασε εξ'αιτίας της άσπλαχνης συμπεριφοράς του. Σαν μια ακόμα τιμωρία στην παγωμένη του καρδιά, να του υπενθυμίζουν ξανά και ξανά ότι δεν θα μπορέσει να ξαναδεί το δάσος, αλλά θα μείνει εκεί πετρωμένος για πάντα."
-"Καταπληκτική ιστορία!" Μονολογεί ο Ουίλ και κουνάει το κεφάλι του.
Ο Τζον κοιτάζει τον ογκόλιθο και λέει :
-"Απίστευτο! Δεν θα τον ξαναδώ ποτέ σαν έναν απλό βράχο, μετά από αυτή την ιστορία. Τώρα βλέπω τον πετρωμένο πρίγκιπα και τα κοράκια που πετάνε τριγύρω του, λες και τα ακούω να του μιλάνε και να του διηγούνται τις ιστορίες του δάσους."
-"Έχεις ένα ποιητή μέσα σου, Τζον Σνόου." Τον κοροϊδεύουν οι φίλοι του γελώντας.
Κοιτάζω την Ιζαμπέλα. Με κοιτάζει με θαυμασμό και αγάπη. Μου χαμογελάει και ο κόσμος φωτίζεται. Η κυρά του δάσους, μπροστά μου. Πανέμορφη! Αρχοντική! Με καλεί να πάω κοντά της!
Θέλω να σταματήσουμε, να πάω κοντά της και να την πάρω στην αγκαλιά μου. Όμως πρέπει να συνεχίσουμε γιατί έχουμε κάμποσο δρόμο ακόμα. Και όσο ανεβαίνουμε το ύψωμα, ο δρόμος θα δυσκολεύει.
Πράγματι! Μετά από λίγο, η βροχή μετατρέπεται σε χιόνι. Τα πάντα γύρω μας αρχίζουν να καλύπτονται από ένα λευκό πέπλο.
Συνεχίζουμε να διηγούμαστε τα παραμύθια που μας σκάρωνε ο πατέρας, μια εγώ, μια ο Άντονι.
Περνάμε τις πηγές των ψυχών.
Εδώ οι νεράιδες έπαιρναν το μπάνιο τους. Οι νεράιδες μπορούσαν να δουν μέσα στην ψυχή σου, έλεγε ο πατέρας. Έτσι, όποιος πλησίαζε τις πηγές, οι νεράιδες διάβαζαν την ψυχή του. Και αν η ψυχή του ήταν μαύρη, τον τραβούσαν μέσα στα κρύα νερά και δεν τον ξαναέβλεπε ποτέ κανείς.
Ο Άντονι γελάει και διηγείται πόσο είχε φοβηθεί όταν για πρώτη φορά πλησιάσαμε τις πηγές, μήπως οι νεράιδες τον τραβήξουν μέσα. Αλλά ο πατέρας μου, μας χαμογέλασε και μας χάιδεψε τα κεφάλια, λέγοντάς μας πως οι ψυχές μας ήταν καθαρές και γι'αυτό δεν μας πείραξαν οι νεράιδες και πως θα πρέπει να κρατήσουμε τις ψυχές μας καθαρές σε όλη μας τη ζωή, γιατί οι νεράιδες θα το καταλάβουν αν δεν το κάνουμε.
.
.
Το σούρουπο έφτασε και καταπίνει τις τελευταίες ελάχιστες ακτίνες φωτός, που περνάνε μέσα απ'την πυκνή βλάστηση. Η μέρα σήμερα ήταν τόσο μουντή και μαύρη, που λες και δεν ξημέρωσε ποτέ. Έχει αρχίσει και σκοτεινιάζει για τα καλά. Σε λίγο δεν θα βλέπουμε ούτε τη μύτη μας.
Βαδίζουμε με αργό βηματισμό, μέσα στο δάσος, μιας και το χιόνι όλο και πυκνώνει. Εγώ και ο Άντονι πάμε μπροστά, βαστώντας αναμμένους πυρσούς για να φωτίζουμε το δρόμο μπροστά μας. Το χιόνι δυσκολεύει τη μετακίνησή μας και το κρύο σε τρυπάει.
Η απόλυτη ησυχία που επικρατεί στην ατμόσφαιρα, με το χιόνι να πέφτει σαν παχιές ψίχες ψωμιού, σπάει μόνο απ'το θόρυβο που κάνουν οι πατημασιές των αλόγων. Το μόνο που ακούγεται, είναι τα σπασίματα απ'τα κλαριά που πατάνε με τις οπλές τους, τα ξεφυσήματά τους, το σύρσιμο των βημάτων στο χιόνι και το φύσημα της φωτιάς απ'τους αναμμένους πυρσούς που βαστάμε στα χέρια μας.
Έχει αρχίσει και με κυριεύει πανικός. Κανονικά θα έπρεπε να έχουμε βρει πια το Μπράτζε-ρέφιουτζ. Ακολουθήσαμε όλα τα σημάδια που θυμόμασταν εγώ και ο Άντονι.
Έχει νυχτώσει και είναι πια πολύ δύσκολο να στήσουμε ένα καταφύγιο για να διανυκτερεύσουμε. Έπρεπε να έχουμε κάνει στάση, να ανάψουμε μια μεγάλη φωτιά και να φτιάξουμε κάποιο κατάλυμα, όσο βλέπαμε ακόμα με το ελάχιστο φως της μέρας, που πέρναγε μέσα απ'τα δέντρα. Αλλά ήμουν σίγουρος ότι από στιγμή σε στιγμή, θα βρίσκαμε το σπίτι και συνέχιζα να προχωράω.
Τώρα σκέφτομαι ότι τους πήρα όλους στο λαιμό μου. Δεν θα καταφέρουμε να βγάλουμε τη νύχτα έτσι εκτεθειμένοι στο κρύο, το χιόνι που όλο και πυκνώνει και στα άγρια ζώα.
-"Τζέθρο, να'το!"
Η φωνή του Άντονι όλο ενθουσιασμό, με βγάζει απ'τις μαύρες σκέψεις μου.
Κοιτάζω στο ύψωμα μπροστά μου. Το Μπράτζε-ρέφιουτζ! Ολόκληρο! Άθικτο! Αφήνω την ανάσα μου ανακουφισμένος.
Πηδάω απ'το άλογό μου στο παχύ απάτητο χιόνι και με τον αναμμένο πυρσό στο χέρι, τρέχω προς την πόρτα του. Είναι κλειστή και καρφωμένη με σανίδες.
Όλοι οι άντρες έρχονται γύρω μου. Ένας παίρνει στα χέρια του τους πυρσούς και μας φωτίζει και οι υπόλοιποι τραβάμε να ξεκαρφώσουμε τις σανίδες απ'την πόρτα. Η καρδιά μου πάει να σπάσει.
Ανοίγουμε την πόρτα, παίρνω ένα πυρσό και μπαίνω πρώτος μέσα στο σπίτι. Τα μάτια μου θολώνουν από δάκρυα. Όλα είναι στη θέση τους. Πασπαλισμένα από σκόνη και παγωνιά, αλλά κατά τ'άλλα, άθικτα.
Τα συναισθήματα που με κατακλύζουν, είναι απίστευτα!
Ξαναβγαίνω έξω με ένα πλατύ χαμόγελο απ'το ένα αφτί ως το άλλο.
-"Τα καταφέραμε! Είναι μια χαρά! Ελάτε μέσα!"
Λέω με ενθουσιασμό καλώντας τους όλους μέσα με το χέρι μου. Πάω προς την Ιζαμπέλα και την βοηθάω να κατέβει απ'το άλογο. Πιάνω το παγωμένο χεράκι της μέσα στο δικό μου και την τραβάω ενθουσιασμένος να μπει μέσα.
-"Κάνε λίγη υπομονή αγάπη μου, δεν θα αργήσει να ζεστάνει εδώ μέσα. Θα είμαστε προφυλαγμένοι εδώ από το χιόνι και την παγωνιά της νύχτας. Θα βγάλουμε τα βρεμένα ρούχα και θα ζεσταθούμε. Όλα θα πάνε καλά." Της λέω κοιτώντας τη στα μάτια.
-"Τζέθρο... "
Το βλέμμα της λάμπει. Τα μάτια της βουρκωμένα. Όλων των ειδών τα συναισθήματα, συναισθήματα που δεν μπορώ να προσδιορίσω , περνάνε απ'το όμορφο πρόσωπό της.
Περνάνε μερικά δευτερόλεπτα που με κοιτάει με έντονο βλέμμα και τελικά μου λέει:
-"Εγώ τι να κάνω? Πώς να βοηθήσω?"
Της χαμογελάω.
-"Εσύ με τη Σίλια, μαζέψτε χιόνι και ανάψτε φωτιά στη σόμπα. Θα λιώσουμε και θα βράσουμε το χιόνι. Θα το χρειαστούμε για να πιούμε κάτι ζεστό, να πλυθούμε, να ζεστάνει ο χώρος."
Πέφτουμε αμέσως όλοι στη δουλειά. Να ανάψουμε το τζάκι η πρώτη μας προτεραιότητα. Ο Άντονι παίρνει τα άλογα και τα πηγαίνει δίπλα στο σπίτι, που είναι φτιαγμένος ένας κλειστός χώρος, για να είναι προφυλαγμένα από τα άγρια ζώα και το κρύο. Ο πατέρας είχε φροντίσει για όλα και τα είχε κάνει σωστά και γερά. Και ο χώρος των αλόγων στέκει εκεί, χωρίς να δείχνει να έχει πάθει καμιά ζημιά. Μέσα βρίσκουμε στοίβα με κομμένα ξύλα, αλλά και εργαλεία, τσεκούρια, σφυριά, φτυάρια κλπ. Δείχνει να μην έχει περάσει κανένας από δω.
Οι άντρες του Ουίλ ακολουθούν τον Άντονι, για να φέρουν μέσα τις προμήθειες που κουβαλήσανε μαζί τους, από την πόλη.
Νιώθω τεράστια ανακούφιση. Είχα ένα φόβο μήπως κάποιοι είχαν ανακαλύψει το σπίτι και το είχαν λεηλατήσει, αλλά το μέρος είναι δυσπρόσιτο και φαίνεται να μην έχει περάσει κανείς από δω για χρόνια. Το τέλειο καταφύγιο!
Τα κορίτσια ανάβουν τη σόμπα και βάζουν πάνω μια μεγάλη κατσαρόλα γεμάτη νερό. Καθαρίζουν, κόβουν και ρίχνουν μέσα διάφορα υλικά απ'τις προμήθειες που φέρανε οι άντρες.
.
Μέσα σε μια ώρα, με δουλειά απ'όλους μας, έχουμε βάλει μια τάξη. Μια τεράστια φωτιά καίει στο τζάκι, με ένα μεγάλο καζάνι γεμάτο νερό να κρέμεται από πάνω της. Η σόμπα έχει ανάψει στο φουλ και μια μεγάλη κατσαρόλα βράζει πάνω με μοσχομυριστή σούπα. Έχουμε καθαρίσει και τινάξει πάγκους, καναπέδες και στρωσίδια, έχουμε βγάλει τα βρεγμένα ρούχα και τυλιγμένοι με ζεστές κουβέρτες μαζευόμαστε γύρω απ'τη φωτιά, να φάμε και να ξεκουραστούμε.
Η εξώπορτα έκλεισε, αφού φέραμε μέσα κάμποσα ξύλα και τα στοιβάξαμε δίπλα στο τζάκι, για να το τροφοδοτούμε όλο το βράδυ. Το σπίτι έχει αρχίσει και ζεσταίνεται για τα καλά, μέχρι πάνω στα δωμάτια. Οι διαστολές από τα ξύλα που ζεσταίνονται, κάνουν το σπίτι να ζωντανεύει, να μας μιλάει στη δικιά του μοναδική γλώσσα.
Η ανακούφιση είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων μας. Μόλις τρώμε και τη ζεστή σούπα, που μας τονώνει και ζεσταίνει τον ταλαιπωρημένο οργανισμό μας, όλοι χαλαρώνουμε πραγματικά.
Αρχίζουμε να μιλάμε, να κουβεντιάζουμε χαλαρά, να αστειευόμαστε, να γνωρίζει ο ένας τον άλλον.
Έξω πέφτει πυκνό χιόνι. Μέσα στο σπίτι η ατμόσφαιρα είναι ζεστή, άνετη και φιλόξενη.
Έχω την Ιζαμπέλα στην αγκαλιά μου. Σιγά σιγά, οι φρικαλέες εικόνες και οι μαύρες σκέψεις καταλαγιάζουν. Δεν τελειώσαμε. Έχουμε αγώνα μπροστά μας. Θα πολεμήσουμε, θα αγωνιστούμε για ένα καλύτερο αύριο, για μια πιο δίκαιη Αγγλία. Δεν θα είναι εύκολο και ίσως πρέπει να γίνουν ακόμα μεγαλύτερες θυσίες να το πετύχουμε.
Αυτή την ώρα όμως, τίποτ' απ'όλα αυτά δεν έχει σημασία. Το κορίτσι μου είναι ασφαλές, είναι στην αγκαλιά μου. Είμαστε μακριά απ'ότι μας απείλησε και για πρώτη φορά μετά από μέρες, νιώθω το μυαλό μου να ηρεμεί, την καρδιά μου να μαλακώνει και αισθάνομαι αισιόδοξος ξανά, μετά από πάρα πολύ καιρό.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top