Κεφάλαιο 27 - Τελευταίο αντίο

Δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Μέσα σε αυτή την καταστροφή, μέσα στην απόγνωση, τη στιγμή που τα έχει χάσει όλα, με κοιτάει μες τα μάτια και προσπαθεί να μου δώσει κουράγιο, να με καθησυχάσει. 

"Σ'αγαπώ Ιζαμπέλα, είσαι ότι περίμενα στη ζωή μου." 

Νομίζω πως η καρδιά μου σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα και μετά άρχισε να ξαναχτυπάει στο δικό του ρυθμό. Απόλυτη εναρμόνιση. Δύο σώματα σε ένα.

Αυτά τα λόγια που μου λέει ... 

Αν αυτό δεν είναι διακήρυξη αγάπης, τότε τι είναι? Δεν προλαβαίνω να επεξεργαστώ τίποτα, γιατί τα χείλη μου σφραγίζουν πάνω στα δικά του. Βυθίζομαι στο φιλί του, γινόμαστε ένα! Ξαφνικά, όλα παίρνουν νόημα μέσα στο μυαλό μου. Διάβαζα για μεγάλους έρωτες σε αναρίθμητα βιβλία, αλλά δεν γνώρισα ποτέ κάποιον να με συγκλονίσει, να με κάνει να νιώσω ένα τόσο δυνατό συναίσθημα, όπως η αγάπη. Μελετούσα πίνακες ζωγραφικής απ'την αναγέννηση και εκστασιαζόμουν με τις μορφές. Στατικές φιγούρες που μόνο με τα μάτια, μόνο με ένα αδιόρατο μειδίαμα, πολλές φορές χωρίς καν να έχουν κάποια έκφραση, έβγαζαν τόσα συναισθήματα προς τα έξω.

Μετά, μια σβούρα με τράβηξε,  λες και με ρούφηξε σε ένα πίνακα του 17ου αιώνα και τώρα βρίσκομαι μες την αγκαλιά του, νιώθοντας για πρώτη φορά στη ζωή μου συναισθήματα που με συγκλονίζουν, με κάνουν να τρέμω ολόκληρη. Αγάπη, έρωτας, προστασία, έννοια, ασφάλεια... Η αγκαλιά του, όλος μου ο κόσμος!

-Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο? Για κάποιο σκοπό? -

Με σφίγγει περισσότερο στην αγκαλιά του. Κλείνω τα μάτια μου και αφήνομαι.

Ένα βήξιμο, η φωνή του Άντονι.

-"Τζέθρο, ο Ουίλ και οι άντρες του έρχονται."

Ανοίγω τα μάτια μου. Η στιγμή μας με τον Τζέθρο εξατμίζεται. Γυρίζω στην πραγματικότητα και συνειδητοποιώ, ότι φιλιόμασταν μπροστά στον Άντονι και τη Σίλια. Νιώθω το αίμα να ανεβαίνει στα μάγουλά μου.

Ο Τζέθρο, λες και δεν θέλει να με αφήσει απ'την αγκαλιά του, με κοιτάζει μες τα μάτια χαμογελώντας μου. Μου σκάει ένα αέρινο φιλί στο μέτωπο και με αφήνει να κάτσω δίπλα του. Σηκώνεται όρθιος και πάει προς την είσοδο.

Τα τέσσερα παλληκάρια μπαίνουν μέσα στο καταφύγιο, φορτωμένοι με πράγματα. 

-"Όλα καλά Άρχοντα Ταλ. Εξασφαλίσαμε άλογα για τα κορίτσια. Και έχουμε και τέσσερα όπλα και σπαθιά επιπλέον."

-"Και ένα φλασκί με νερό της ζωής." Συμπληρώνει εύθυμα το άλλο παλικάρι, ανασηκώνοντας ένα μεγάλο φλασκί και δείχνοντάς μας το, όλο ενθουσιασμό.  

-"Πώς σε λένε παλικάρι μου?" Τον ρωτάει ο Τζέθρο, τείνοντας το χέρι του να πάρει το φλασκί που επιδεικνύει όλο ενθουσιασμό.

-"Τζον Σνόου απ'το Σέφορντ, Άρχοντα." λέει το παλικάρι χαμογελώντας και δίνει το φλασκί στον Τζέθρο. 

-"Λοιπόν Τζον Σνόου απ΄το Σέφορντ, μάθε πως το νερό της ζωής, λέγεται Ουίσκι. Έτσι το λένε οι Σκωτσέζοι και έτσι θα το μάθει όλος ο κόσμος." 

Γυρίζει, με κοιτάζει όλο αγάπη και μου χαμογελάει. Ανασηκώνει το φλασκί προς το μέρος μου, σαν να μου κάνει πρόποση, ανοίγει το πώμα και πίνει μια γερή γουλιά. Σκουπίζει το στόμα του με την παλάμη του και το ξαναδίνει στον Τζον.

Ο Τζον, ξαναπαίρνει το φλασκί με σουφρωμένα φρύδια και μονολογεί : 

-"Ουίσκι, λοιπόν." Κουνάει το κεφάλι του με αποδοχή και πίνει και αυτός μια γερή γουλιά.

'Δεν ξέρεις τίποτα Τζον Σνόου' , σκέφτομαι από μέσα μου και γελάω με τον εαυτό μου για το προσωπικό μου αστείο, που κανένας τους δεν πρόκειται να καταλάβει, αν το πω δυνατά.

Καθόμαστε χαλαρά και τρώμε με ευγενική χορηγία του αγγλικού στρατού, ότι δηλαδή μαζέψανε και φέρανε τα παιδιά απ'τους στρατιώτες. Μερικά κομμάτια ψωμί, λίγο παστό κρέας, ξηρούς καρπούς και μερικά μήλα.

Μασουλάμε σε απόλυτη ησυχία, εγώ στην αγκαλιά του Τζέθρο, η Σίλια στην αγκαλιά του Ουίλ, βυθισμένοι όλοι, ο καθένας στις δικές του σκέψεις.

Δεν τολμάω να σκεφτώ, ή να ρωτήσω τι έγιναν οι στρατιώτες. Αυτά τα παλικάρια, είναι τόσο εξοικειωμένα με το θάνατο... Όλοι τους! Αποδέχονται το γεγονός ότι σήμερα είναι ζωντανοί και αύριο μπορεί να μην είναι, με μια στωικότητα αξιοθαύμαστη.

Επιβίωση! 

Τα συναισθήματα και οι σκέψεις που έκανα στο στρατόπεδο τις προηγούμενες μέρες, έρχονται να με κατακλύσουν. Όταν έβλεπα μια γυναίκα δεμένη στο στύλο και χαιρόμουν που δεν ήμουν εγώ στη θέση της. Όταν μασούλαγα ένα ξερό μουχλιασμένο ψωμί και καθησύχαζα τον εαυτό μου, ότι είμαι πιο τυχερή απ'την κοπέλα παραπέρα, που την τιμωρήσανε να μην φάει ούτε αυτό.

Φοβερός μηχανισμός το μυαλό! Προσαρμόζεται ανάλογα με τις συνθήκες, με τον καλύτερο τρόπο. Χτες ήταν σκέψεις καθαρής επιβίωσης. Σήμερα αγάπης και ευγνωμοσύνης. 

Ο Τζέθρο χρησιμοποιεί ατάκες του Γκάνταλφ απ'τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και διαδίδει πως το νερό της ζωής θα ονομαστεί ουίσκι. Αν λειτουργούσε αυτή η εποχή όπως η δική μου, θα μπορούσα να θεμελιώσω ονόματα και πατέντες και να γίνω πλούσια. Ξαναγελάω από μέσα μου με την στροφή των σκέψεών μου. Το μυαλό μου φανερά, αρχίζει να χαλαρώνει απ'την ένταση που πέρασε τις μέρες στο στρατόπεδο.

Πρώτος σπάει την ησυχία ο Τζέθρο.

-"Ουίλ, έχεις κάποιο σχέδιο από δω και πέρα? Οι δυνάμεις σου αποδεκατιστήκανε όπως μου είπες και σε ψάχνει όλος ο στρατός. Τι έχεις σκοπό να κάνεις? Δεν πιστεύω να κρύβεσαι για το υπόλοιπο της ζωής σου, μέσα σε αυτό εδώ το λαγούμι?"

Ο Ουίλ αφήνει τη Σίλια απ'την αγκαλιά του και αρχίζει να τρίβει το σβέρκο του. Το βλέμμα του σκοτεινό. 

-"Άρχοντα, έχω σκοπό να αγωνιστώ για τον τόπο μου. Δεν μπορούμε να αφήσουμε ανεξέλεγκτη αυτή την τυραννία να μας πνίξει όλους. Το θέμα είναι ότι ... δεν ξέρω πια πώς μπορώ να το κάνω. Έχασα ένα σωρό καλούς άντρες, συντρόφους, φίλους από μικρά παιδιά. Και νιώθω υπεύθυνος για τον καθένα τους, προσωπικά."

Σκύβει και κρύβει το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του. Η Σίλια σκύβει δίπλα του με έννοια και του χαϊδεύει τα μαλλιά.

Το στήθος μου σφίγγεται. Η ίδια εικόνα με το διοικητή στο στρατόπεδο, αλλά αυτή τη φορά από την αντίπαλη μεριά. Ένας άντρας πνιγμένος στις τύψεις για τις αποφάσεις που κλήθηκε να πάρει. Άνθρωποι με αρχές, με αξιοπρέπεια, αγωνίζονται για καλύτερες συνθήκες στη ζωή τους και αποφάσεις που δεν μπορούν να ελέγξουν από αδυφάγους τυράννους, τους αναγκάζουν να πολεμάνε και να χάνουν αγαπημένους τους ανθρώπους.

Ο Τζέθρο σηκώνεται και πάει κοντά του. 

-"Είναι αλήθεια! Πολλοί γενναίοι άντρες με τιμή και αξίες, που δεν τους άξιζε ο θάνατος, χάνονται στον πόλεμο. Οι άντρες σου, σε πιστέψανε και σε ακολούθησαν και είχαν ένα τιμημένο θάνατο, αγωνιζόμενοι για τα πιστεύω τους και για ένα καλύτερο αύριο για τους ανθρώπους τους. Δυστυχώς τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς αγώνα και ο αγώνας έχει πάντα το τίμημά του. Εμείς απλά καλούμαστε να κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε στον χρόνο που μας δόθηκε."

Κλείνω τα μάτια μου για να συγκρατήσω τα δάκρυα που ανεβαίνουν. 'Οι άντρες σου, σε πιστέψανε και σε ακολούθησαν και είχαν ένα τιμημένο θάνατο'. Πόσο διαφορετικό ακούγεται από το στόμα του Τζέθρο. Όταν μου είπε το ίδιο πράγμα ο διοικητής, ήθελα να ορμήσω πάνω του και να τον ξεσκίσω με τα νύχια μου. Η εικόνα του Τζέθρο να είναι νεκρός, να κείτεται μες τα αίματα, δεν άφηνε χώρο για καμιά τιμή, κανέναν ηρωισμό. Μόνο θάνατο!

-"Είσαι σοφός Άρχοντα και τα λόγια σου μαλακώνουν την πονεμένη μου καρδιά. Όμως το να παρηγορηθώ εγώ και να ελαφρύνει η καρδιά μου, δεν αλλάζει τίποτα από την κατάσταση που έχουμε βρεθεί. Είμαι σε αδιέξοδο Άρχοντα. Πρώτη φορά στη ζωή μου δεν έχω σχέδιο, δεν ξέρω τι να κάνω."

Ο Τζέθρο πάει δίπλα του και του δίνει το χέρι του. 

-"Έλα, σήκω! Και κατ'αρχήν ας κόψουμε αυτό το 'Άρχοντα". Με λένε Τζέθρο και έτσι θέλω να με αποκαλείς. Δυστυχώς όπως πολύ καλά ξέρεις, δεν είμαι πια άρχοντας σε τίποτα. Ο τόπος μου, η περιουσία μου, το κάστρο μου, πέρασαν σε χέρια άλλων. Καταλαβαίνω το αδιέξοδό σου, βρίσκομαι και εγώ στην ίδια κατάσταση. Αναγκάστηκα να πάρω αποφάσεις που στοίχισαν τη ζωή αγαπημένων μου ανθρώπων. Πολέμησαν και αυτοί γενναία για να υπερασπιστούν ότι αγαπούσαν. Αλλά αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες." 

Σκύβει το κεφάλι και τρίβει το σβέρκο του. Κοιτάζει τον Ουίλ με σχεδόν πατρικό βλέμμα και συνεχίζει:

 -"Άκουσε Ουίλ, είμαστε στην ίδια κατάσταση. Η θέση που βρίσκεσαι δεν απέχει πολύ απ'τη δική μου. Είμαστε και οι δύο διωγμένοι απ'τον τόπο μας, κυνηγημένοι, επικηρυγμένοι και έχουμε χάσει τα πάντα. Ίσως είναι ώρα να κάνουμε αυτό που από την αρχή επιδίωξα να κάνω."

-"Τι επιδίωξες να κάνεις Άρχοντα?"

-"Είπαμε! Όχι Άρχοντα! Τζέθρο! Και αυτό που επιδίωξα να κάνω είναι να συνεργαστούμε Ουίλ. Να ενώσουμε δυνάμεις, όπως θα έπρεπε να έχουμε κάνει από την αρχή."

Ο Ουίλ κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.

-"Τι είδους συνεργασία να κάνουμε Αρχ... Τζέθρο? Τι δυνάμεις να ενώσουμε? Είμαστε τέσσερις και είστε δύο. Και έχουμε και τα δυο κορίτσια μαζί μας. Έξι άντρες δεν μπορούν να ονομαστούν αντίσταση Τζέθρο."

-"Δεν μπορούν, έχεις δίκιο. Αλλά είναι μια αρχή. Είπες ότι έχεις σκοπό να αγωνιστείς. Πώς σκοπεύεις να το κάνεις? Κρυμμένος μέσα στο δάσος και κάνοντας επίθεση σε όποιον περνάει? Για πόσο?"

Ο Ουίλ δεν απαντάει, μόνο μένει να τον κοιτάζει, σα να τον μετράει, σα να προσπαθεί να διαβάσει τη σκέψη του. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα που έχουν μείνει να κοιτάζονται, του κάνει την ερώτησή του.

-"Κάτι γυροφέρνεις με τα λόγια σου, που δεν μπορώ να καταλάβω. Τι έχεις στο μυαλό σου Τζέθρο?"

Ο Τζέθρο γυρίζει και κοιτάζει εμένα. Μετά τον Άντονι, που τον παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή, αλλά ταυτόχρονα έχει ένα ύφος σα να του λέει "πρόσεξε τι θα πεις".

Ο Τζέθρο ξαναγυρίζει στον Ουίλ.

-"Κατ'αρχήν, χρειαζόμαστε κάπου να μείνουμε. Κάπου απομονωμένα που δεν θα μας αναζητήσει κανείς, θα είμαστε προφυλαγμένοι και θα γίνει η έδρα μας να οργανωθούμε. Και έχω μια ιδέα, για το πού θα είναι αυτό το κάπου."

Όλοι μας, έχουμε καρφώσει τα μάτια μας πάνω του και κρεμόμαστε από τα χείλη του.

-"Όταν ήμασταν μικροί, ο πατέρας μας έπαιρνε να πάμε για κυνήγι, κάπου μακριά απ'το δικό μας δάσος. Ήταν μια μέρα ταξίδι, αλλά όταν φτάναμε εκεί, μας περίμενε ένα υπέροχο ξύλινο σπίτι για να μείνουμε. Θυμάσαι Άντονι?"

-"Το Μπράτζε-ρέφιουτζ, στα Σάρρεϋ Χιλς", λέει ο Άντονι και η έκφρασή του αλλάζει αμέσως σε έκφραση έκπληξης, αλλά  και αποδοχής ταυτόχρονα.

-"Ακριβώς! Το Μπράτζε-ρέφιουτζ! Τα Σάρρεϋ Χιλς, είναι μια απάτητη έκταση με πυκνό δάσος, νότια του Λονδίνου. Ο πατέρας το λάτρευε αυτό το μέρος και είχε στήσει ένα ξύλινο σπίτι, για να μπορεί να πηγαίνει και να μένει μέρες εκεί. Δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά είχε τα βασικά και μπορούσε να φιλοξενήσει άνετα καμιά δεκαριά ανθρώπους, όσους δηλαδή χρειαζόταν ο πατέρας όταν πήγαινε εκεί με τη συνοδεία του. Το θυμάσαι Άντονι?"

Ο Άντονι απαντάει στην ερώτηση του Τζέθρο.

-"Το θυμάμαι σαν όνειρο. Μας είχε πάρει μαζί του... τρεις ή τέσσερις φορές νομίζω. Και μείναμε εκεί μερικές μέρες."

Μπράτζε-ρέφιουτζ? Αυτό πρώτη φορά το ακούω, αλλά το Σάρρεϋ Χιλς... Το ξέρω αυτό το μέρος! Στην εποχή μου, είναι ένας εθνικός δρυμός απίστευτης ομορφιάς! Το είχα επισκεφτεί μια φορά. Με είχε εντυπωσιάσει η ιδέα ότι είχε ανατεθεί σε καλλιτέχνες, να ενσωματώσουν κομμάτια τέχνης μέσα στο πανέμορφο αυτό δάσος, κάνοντάς τα χρηστικά για τους επισκέπτες. Είχα ενθουσιαστεί από τις ιδέες που είχαν διάφοροι καλλιτέχνες. Θυμάμαι ένα ιδιαίτερο παγκάκι από ξύλο βελανιδιάς, που το σχήμα του παρίστανε την εικόνα ενός ψήγματος κάρβουνου όπως φαίνεται στο μικροσκόπιο, μεγενθυμένo εκατομμύρια φορές ώστε να γίνει ένα ... παγκάκι. Σαν ένα φόρο τιμής για το κάρβουνο που πρόσφερε ζωή και εισόδημα σε όλη την ευρύτερη περιοχή. Και ένα ευφυέστατο δημιούργημα που μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση και χρησίμευε επίσης για να κάτσεις μέσα και να ξεκουραστείς. Λεγόταν 'Προοπτικές'  (Perspectives) και ήταν ένας θόλος φτιαγμένος από φέτες ξύλου σαν λέπια, με πάνω χαραγμένα όλα τα μηνύματα που άφηνε ο κόσμος απ'τις εντυπώσεις του για το δρυμό. Απ'έξω θύμιζε λίγο το κέλυφος ενός αχινού, ενώ από μέσα μπορούσες να κάτσεις και να θαυμάσεις τη θέα μπροστά σου, διαβάζοντας τα χιλιάδες μηνύματα που είχαν αφήσει οι επισκέπτες. 

https://youtu.be/jqLI6l3PKBc

Από το ψηλότερο σημείο του, μπορούσες να δεις στο βάθος, άμα είχε καθαρή ατμόσφαιρα και ήλιο, το Μάτι του Λονδίνου. Την γιγαντιαία ρόδα τροχό που είναι στημένη στη νότια όχθη του ποταμού Τάμεση.

Ο Άντονι συνεχίζει:

-"Έχουν περάσει χρόνια Τζέθρο. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι υπάρχει ακόμα?"

-"Ακόμα και να έχει πέσει Άντονι, μπορούμε να το ξαναστήσουμε. Το σημείο είναι ιδανικό. Κρυμμένο βαθιά μέσα σε πυκνό δάσος. Κανείς δεν θα μας αναζητήσει εκεί. Θα είναι ασφαλή και τα κορίτσια εκεί. Όσο για μας, θα μας είναι εύκολο από κει να αναζητήσουμε βοήθεια στο Λονδίνο."

-"Στο Λονδίνο? Τρελάθηκες τελείως Τζέθρο? Μες το στόμα του λύκου? Να σου θυμίσω ότι θεωρείσαι προδότης για τον Βασιλιά Κάρολο? Πάει το έχασες τελείως το μυαλό σου. Μας βλέπω όλους αλυσοδεμένους στον πύργο του Λονδίνου να εκτελούμαστε με αποκεφαλισμό." Λέει ο Άντονι εκνευρισμένος.

-"Για το προδότης δεν ξέρω, αλλά σίγουρα με έχουν για νεκρό, Άντονι." Λέει ο Τζέθρο πικρά.

Ο Ουίλ παίρνει το λόγο.

-"Τζέθρο, έχεις δίκιο ότι χρειαζόμαστε μια έδρα. Ακούγεται ιδανικό το μέρος. Κανείς δεν θα μας αναζητήσει εκεί και θα είναι μια ασφαλής στέγη για όλους μας." Λέει και κοιτάζει τη Σίλια.

-"Είπες είναι μια μέρα δρόμος?" Ρωτάει ο Τζον.

-"Ναι Τζον. Και λέω να ξεκινήσετε αμέσως εσείς με τα κορίτσια και τον Άντονι, που θα σας κατευθύνει να βρείτε το σπίτι. Φαντάζομαι αν βρεθείς μέσα στο δάσος, θα θυμηθείς τα σημάδια που ακολουθούσαμε, έτσι δεν είναι Άντονι?"

-"Πιστεύω ότι θα τα θυμηθώ. Ο πατέρας σου είχε μεγάλο ταλέντο στο να μας φτιάχνει ιστορίες, με τα σημάδια που ακολουθούσαμε, για να βρούμε το σπίτι. Θυμάμαι σαν όνειρο τις ιερές βελανιδιές απ'όπου οι Δρυίδες μάζευαν τα κλαριά τους, για τα μαγικά φίλτρα τους και τις μαγεμένες πηγές που οι νεράιδες λούζανε τα μαλλιά τους, που ακολουθούσαμε σαν σημάδια. Με το που ανέφερες το μέρος, το κεφάλι μου κατακλύστηκε απ'τις ιστορίες του. Ήμασταν μικρά παιδιά και η φαντασία μας δίψαγε για τέτοιους θρύλους και παραμύθια και έχουν εντυπωθεί για τα καλά στο μυαλό μου. Αλλά... για στάσου! Γιατί πρέπει να τα θυμηθώ εγώ? Εσύ πού θα είσαι?"  

Ο Τζέθρο αμέσως σοβαρεύει. Το βλέμμα του σκοτεινιάζει. 

-"Εγώ Άντονι, θα κάνω μια παράκαμψη. Θέλω να δω το Χάνγκερφορντ. Πονάει η καρδιά μου στη σκέψη ότι δεν ήμουν εκεί όταν του επιτέθηκαν. Θέλω να δω με τα μάτια μου, αυτό που μου περιέγραψε ο Ουίλ." Λέει δραματικά.

Ο Άντονι κι εγώ μιλάμε ταυτόχρονα.

-"Όχι Τζέθρο, δεν μπορείς να πας μόνος σου." Γυρίζουμε και κοιταζόμαστε.

Ο Ουίλ επεμβαίνει στην συζήτηση.

-"Τζέθρο, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Η κατάσταση είναι ακριβώς έτσι όπως στην περιέγραψα. Εκτός του να πονέσει ακόμα περισσότερο η καρδιά σου, δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα απολύτως. Και είναι και επικίνδυνο να σε πάρει κανένα μάτι. Εσένα όλοι σε αναγνωρίζουν."

Ο Τζέθρο μένει αμίλητος, δεν λέει κουβέντα. Το βλέπεις όμως στο βλέμμα του. Το πεισματάρικο ύφος του, που ότι και να του λες αυτός θα κάνει το δικό του. 

Ο Άντονι παίρνει το λόγο.

-"Τζέθρο, ξέρεις πολύ καλά ότι δεν θα σε αφήσω μόνο σου να πας πουθενά. Και κανείς άλλος εκτός από εμάς τους δύο, δεν ξέρει να οδηγήσει στο Μπράτζε-ρέφιουτζ του Σάρεϊ Χιλς. Πάρε τις αποφάσεις σου φίλε, γιατί μόνος σου δεν θα πας πουθενά."

Ο Τζέθρο σκύβει το κεφάλι του και τρίβει το σβέρκο του. 

-"Είναι κάτι που πρέπει να κάνω. Τους άφησα μια φορά εν ζωή. Δεν θα τους αφήσω τώρα και στο θάνατο." Λέει με σιγανή φωνή.

Όλοι παραλύουμε. Κανείς μας δεν μιλάει. Όλοι καταλαβαίνουμε τι εννοεί ο Τζέθρο. 

Πρώτος σπάει τη σιωπή ο Άντονι. Πάει κοντά στον Τζέθρο και ακουμπάει το χέρι του στον ώμο του.

-"Τζέθρο, ο σερ Τζέιμς και ο σερ Ουίλιαμ δεν ήταν μόνο γενναίοι άντρες και πιστοί προς εσένα και την οικογένειά σου, ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Ήταν αληθινοί φίλοι και για τους δυο μας. Είμαι μαζί σου φίλε και πρώτη φορά θα συμφωνήσω με την ξεροκεφαλιά σου. Τους αξίζει να έχουν ένα σωστό αποχαιρετισμό. Μια σωστή τελετή και μια ταφή όπως επιβάλλεται. Και είναι κάτι που πρέπει να κάνουμε μαζί, γιατί δεν υπάρχει περιθώριο να γίνουν λάθη."

-"Συμφωνώ με τον Άντονι, Τζέθρο. Αν πρέπει να τιμήσεις τους άντρες σου όπως πρέπει, δεν υπάρχει περιθώριο για λάθη." 

Λέει ο Ουίλ. Και συμπληρώνει:

-"Καταλαβαίνω πώς νιώθεις, όσο δεν φαντάζεσαι. Έχασα και γω φίλους και δεν μπόρεσα να κάνω αυτό που πρέπει γι'αυτούς. Το βάρος θα το σέρνω σε όλη μου τη ζωή. Το να σε βοηθήσω να τιμήσεις τους άντρες σου, θα είναι πολύ παραπάνω από τιμή για μένα. Θα έρθουμε όλοι μαζί σου."

Ο Τζέθρο γυρνάει και κοιτάει εμένα και τη Σίλια.

-"Κι εγώ θά'θελα να χαιρετήσω τον σερ Τζέιμς και τον σερ Ουίλιαμ άρχοντά μου." Λέει η Σίλια με τη γλυκιά φωνή της.

Του γνέφω κι εγώ με το κεφάλι μου το ίδιο και του χαμογελάω. Μας κοιτάει όλους συγκινημένος. Τα μάτια του έχουνε βουρκώσει. Γνέφει και αυτός με το κεφάλι του.

-"Σας ευχαριστώ όλους. Εντάξει λοιπόν. Θα πάμε όλοι μαζί. Αν ξεκινήσουμε τώρα, θα φτάσουμε στο Χάνγκερφορντ όταν θα έχει νυχτώσει. Θα δράσουμε μες τη νύχτα και με το ξημέρωμα, ξεκινάμε για το Μπράτζε-ρέφιουτζ."

.

.

.

Πηχτό σκοτάδι έχει καλύψει τα πάντα. Το κρύο είναι τσουχτερό και η υγρασία κάνει την ατμόσφαιρα βαριά και πνιγηρή.

Δυο σιλουέτες πάνω σε άλογα, πλησιάζουν τους δυο κρεμασμένους άντρες. Κόβουν το σκοινί και τους μεταφέρουν πάνω στα άλογά τους. Απομακρύνονται αθόρυβα.

.

.

Ο Ουίλ, με τον Τζόν και τους άλλους δύο άντρες του, σκάβουν δύο τάφους στο οικογενειακό νεκροταφείο των Ταλ, στην πίσω μεριά του κάστρου. Σκάβουν λίγο πιο πέρα απ'τον τάφο της αρχόντισσας Άννας και του άρχοντα Μπράντον.

Η Σίλια και γω καθόμαστε αγκαλιασμένες σε μια γωνιά και περιμένουμε τον Τζέθρο και τον Άντονι να γυρίσουν. Απόλυτη ησυχία επικρατεί. Μόνο ένας ανεπαίσθητος θόρυβος ακούγεται από τα φτυάρια που βυθίζονται στο αφράτο, υγρό χώμα.

Ήχος από βηματισμό αλόγων που πλησιάζουν.

Οι δύο σιλουέτες κατεβαίνουν απ'το άλογό τους και μεταφέρουν τους δύο νεκρούς άντρες. Τους τοποθετούν με ευλάβεια μέσα στους ανοιγμένους τάφους. 

Η προσευχή, ψίθυρος που χαϊδεύει όπως το παγωμένο αεράκι της νύχτας.

-"Καλό ταξίδι φίλοι μου." Ψιθυρίζει ο Τζέθρο και γονατισμένος πάνω απ'τους τάφους, στρώνει με τα χέρια του το χώμα.

Με βαρύ και αργό βήμα, απομακρυνόμαστε όλοι απ΄το νεκροταφείο. 

Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή τους.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top