Κεφάλαιο 26 - Και τώρα τι?

Ο Ουίλ στέκει μπροστά μου και με κοιτάζει. Τα μάτια του βαριά. Βλέμμα που καθρεφτίζει πολύ πόνο, πολύ θάνατο. 

-"Είπες ότι η δικιά μου πόλη είχε καλύτερη τύχη? Πες μου τι ξέρεις για το Χάνγκερφορντ."

Μου κάνει νεύμα να τον ακολουθήσω. Σφίγγει στην αγκαλιά του τη Σίλια, της δίνει ένα απαλό φιλί στο κεφάλι και προχωράει βαθιά μέσα στο δάσος.

Ένας απ'τους άντρες του, πλησιάζει και πιάνει τα γκέμια του αλόγου μου.

-"Πηγαίνετε μαζί του Άρχοντα, θα πάρω εγώ τα άλογα να τα βγάλω απ'το μονοπάτι, μην τα πάρει κανένα μάτι."

Τον ευχαριστώ με ένα μου νεύμα, γυρίζω και κατεβάζω την Ιζαμπέλα. Την κρατάω για μερικά δευτερόλεπτα στην αγκαλιά μου. Τα μάτια της κλειδώνουν στα δικά μου. Κόκκινα, κλαμένα μάτια, γαλαζοπράσινα λιβάδια, που με κοιτάνε γεμάτα πόνο και προσμονή. Ακουμπάω το μέτωπό μου στο δικό της. Γλυκό μου κορίτσι, και τι δε θά'δινα, να είχα τη δύναμη να σβήσω απ'το μυαλό σου, ότι σε έχει πονέσει... Πλέκω τα δάχτυλά μου με τα δικά της, κάνω νεύμα στον Άντονι να ακολουθήσει και προχωράμε προς την κατεύθυνση που πήγε ο Ουίλ με τη Σίλια. 

Τον βλέπω μπροστά, στα κενά ανάμεσα από κλαριά δέντρων να με καλεί με το χέρι του, ενώ συνεχίζει να προχωράει. Μπαίνουμε βαθιά μέσα στο Βασιλικό δάσος. Βαδίζουμε ανάμεσα σε πυκνή, απάτητη βλάστηση και αιωνόβια δέντρα. Νιώθω δίπλα μου την Ιζαμπέλα να τρέμει. Βγάζω το σακάκι μου και το ρίχνω στους ώμους της. Περνάω το χέρι μου γύρω απ'τη μέση της και τη σφίγγω πάνω μου. 

Βαδίζουμε λίγο ακόμα, μέχρι που βλέπουμε μπροστά μας τον Ουίλ να σηκώνει ένα μεγάλο κλαρί με πυκνό φύλλωμα, σε ένα ύψωμα του εδάφους και να αποκαλύπτει μια τρύπα κάτω από ένα βράχο, καλά κρυμμένη κάτω από τα κλαριά και τα ξερά φύλλα. Είναι τόσο εναρμονισμένη με το περιβάλλον, που αν δεν έβλεπα τον Ουίλ και την Σίλια να σκύβουν και να μπαίνουν μέσα, δεν θα την καταλάβαινα.

Σκύβουμε και μεις και περνάμε μέσα. Είναι ένα κανονικό καταφύγιο, που έχουν φτιάξει οι τέσσερις άντρες.

Μέσα είναι στρωμένα εδώ και κει κάποια χοντρά υφαντά, γούνες και δέρματα, ενώ στο βάθος υπάρχουν προμήθειες σε φαγητό, νερό αλλά και κάποια όπλα, στοιβαγμένα σε μια γωνιά.

Καθόμαστε κάτω, πάνω στα στρωμένα δέρματα και αρχίζει να μιλάει: 

-"Άρχοντα, η πόλη σου δέχτηκε σφοδρή επίθεση. Μεγάλος αριθμός στρατού παρέλασε εναντίον της. Οι άντρες σου δώσανε μεγάλη μάχη, παρόλο που δεν είχανε καμιά τύχη, απέναντι στις δυνάμεις του αγγλικού στρατού."

Τον κοιτάζω παραλυμένος. Ξεροκαταπίνω. Παίρνω βαθιά ανάσα και κάνω την ερώτηση που δεν θέλω να ακούσω την απάντησή της. Την μόνη ερώτηση που με πονάει ακόμα και να διατυπώσω, αλλά που γυρίζει συνέχεια στο μυαλό μου. 

-"Οι άντρες μου? Οι αξιωματικοί μου? Επέζησε κανείς?"

Σκύβει το κεφάλι του. Μιλάει χωρίς καν να με κοιτάει πια.

-"Είναι όλοι νεκροί άρχοντα. Τους αξιωματικούς σου, τους εντοπίσανε ανάμεσα στους νεκρούς και τους κρεμάσανε στο ξέφωτο έξω απ'το χωριό σου, για παραδειγματισμό. Δυο πτώματα με εντολή να μείνουν εκεί κρεμασμένα να τους βλέπουν όλοι."

Η τελευταία σταγόνα ελπίδας, εξατμίζεται σε μια στιγμή. Νιώθω το κεφάλι μου να μυρμηγκιάζει. Ο σερ Τζέιμς, ο σερ Ουίλιαμ... Είναι νεκροί! Κρεμασμένοι στην είσοδο της πόλης για παραδειγματισμό! Και γω δεν ήμουνα εκεί, μαζί τους. Η ζοφερή εικόνα ζωγραφίζεται μπροστά μου. Η πόλη μου, οι άνθρωποί μου... Όλοι νεκροί! 

Δεν μπορώ να καταλάβω. Κι όμως, ο Ουίλ είπε ότι η πόλη μου είχε καλύτερη τύχη απ'το Σέφορντ. Ποια είναι η καλύτερη τύχη? Μια σταγόνα ελπίδας πασχίζει να κρατηθεί, σε μια γωνιά στο μυαλό μου. Πασχίζει να διατηρηθεί ζωντανή. Κρατάω την ανάσα μου. Περιμένω να ακούσω τι άλλο έχει να μου πει.

Ο Ουίλ συνεχίζει.

-"Αλλά αντίθετα με τη δική μου πόλη, που το Στέμμα ήθελε να την κάψει συθέμελα για παραδειγματισμό, εσένα τη δικιά σου, ήθελε να την εκμεταλλευτεί."

-"Να την εκμεταλλευτεί?" 

Επαναλαμβάνω ερωτηματικά την τελευταία φράση του, αλλά αμέσως καταλαβαίνω τι εννοεί. Γουρλώνω τα μάτια μου και συμπληρώνω με ένταση: 

-"Ο Στάνλεϊ!"

-"Άκριβώς! Άρχοντα Ταλ, αυτό το σιχαμένο ανθρωποειδές, ο Στάνλεϊ απ'το Φρόξφιλντ, είναι ήδη στα κτήματά σου και επιβλέπει τη μετατροπή τους. Το άθλιο αυτό αρπακτικό, έχει επιστρατεύσει όλο το χωριό, κυρίως γυναίκες και παιδιά, γιατί οι περισσότεροι άντρες σφαγιάστηκαν απ'τον αγγλικό στρατό και στήνει καμίνια, φούρνους, καλούπια και ότι άλλο χρειάζεται για το εργοτάξιό του. Έχει την πλήρη κάλυψη του στρατού, αφού έχει μείνει πίσω μια μικρή ομάδα από στρατιώτες, που έχει κάνει κατάληψη και μένει στον πύργο σου. Περιπολούν όλη μέρα πέρα δώθε, για να κάνει ο Στάνλεϊ ανενόχλητος τη δουλειά του. Με τους άντρες μου, αυτοί που μείναμε, περάσαμε αρκετές ώρες παρακολουθώντας το τι συμβαίνει στην περιουσία σου."

Κάνει μια παύση. Γυρίζει και κοιτάζει τη Σίλια τρυφερά. Συνεχίζει να μιλάει με σιγανή φωνή. Αυτή τη φορά όμως, δεν μιλάει σε μένα, αλλά στη Σίλια.

-"Νόμιζα ότι σε έχασα για πάντα. Κάθισα ώρες να παρατηρώ όλο τον κόσμο που περιφερόταν στα κτήματα, προσπαθώντας να σε εντοπίσω. Δεν σε είδα πουθενά και πείστηκα ότι δεν θα σε ξανάβλεπα ποτέ. Η απόγνωση που με κυρίευσε ήταν πρωτόγνωρη." 

Γυρίζω και κοιτάζω την Ιζαμπέλα. Το ξέρω αυτό το συναίσθημα. Το ένιωσα και εγώ, όταν γύρισα απ'τη μάχη και βρήκα τους φύλακες σφαγμένους στο κάστρο μου και την Ιζαμπέλα άφαντη. Την σφίγγω στην αγκαλιά μου. Συνεχίζει να είναι αμίλητη.

Την ησυχία που επικρατεί ανάμεσά μας, έρχεται να σπάσει ένας απ'τους άντρες του Ουίλ. 

-"Ουίλ, αδελφέ μου, μια ομάδα στρατιωτών πλησιάζει. Ποιες είναι οι εντολές σου?"

Ο Ουίλ τινάζεται όρθιος. Και εγώ και ο Άντονι ακολουθούμε.

-"Πόσοι είναι?" Ρωτάει το παλικάρι που ήρθε να μας ειδοποιήσει, ενώ γυρίζει και κοιτάζει εμένα και τον Άντονι, που έχουμε σηκωθεί και πλησιάζουμε.

-"Είναι τέσσερις, πάνω σε άλογα. Έχουν όπλα." Ενημερώνει το παλικάρι.

Ο Ουίλ γυρίζει προς εμένα.

-"Άρχοντα, τους έχουμε άνετα. Τέσσερις στρατιώτες, ένας για τον καθένα μας. Και έχουμε και το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Κάτσε εδώ με τα κορίτσια εσύ και ο συνοδός σου και θα αναλάβουμε εμείς. Χρειαζόμαστε και τα άλογά τους και τα όπλα τους."

-"Όχι, θα έρθω μαζί σου. Αν κάτι πάει στραβά, μπορώ να βοηθήσω. Θα μείνει ο Άντονι με τα κορίτσια." Του απαντάω αποφασισμένος.

-"Ούτε να το σκέφτεσαι Τζέθρο, θα έρθω μαζί σου, δεν σε αφήνω."

Λέει ο Άντονι κατηγορηματικός.

-"Ουίλ, πλησιάζουν! Δεν έχουμε χρόνο για τέτοια. Δώσε τις εντολές σου φίλε."

Ο Ουίλ αποφασισμένος γυρίζει προς εμένα. Απλώνει το χέρι του και ακουμπάει τον ώμο μου.

-"Άρχοντα, σε τιμώ και σε σέβομαι, εδώ όμως εγώ διατάζω. Είσαι ντυμένος με στολή στρατιώτη. Το ολόλευκο χρώμα της, ξεχωρίζει μέσα στα γήινα χρώματα του δάσους. Και ο συνοδός σου, φοράει και το κόκκινο σακάκι, κανονικός στόχος. Καθίστε εδώ και περιμένετε. Αν κάτι πάει στραβά, τουλάχιστον να είναι ασφαλή τα κορίτσια."

Γυρνάει με μια γρήγορη κίνηση, σκάει ένα φιλί στην Σίλια και χάνεται μέσα στις φυλλωσιές.

Η Σίλια τον κοιτάζει με κομμένη την ανάσα να απομακρύνεται. Του ψελλίζει ένα 'πρόσεχε' και 'γύρνα πίσω γερός' και μετά χαμηλώνει το βλέμμα της βουρκωμένη.

Μένουμε οι τέσσερις μέσα στην ιδιόμορφη σπηλιά να κοιταζόμαστε. Τα κορίτσια έχουν καθίσει δίπλα δίπλα και βαστιούνται απ'το χέρι, με γουρλωμένα μάτια όλο τρόμο.

Παίρνω βαθιά ανάσα. Πάω και κάθομαι ξανά δίπλα τους.

-"Μην φοβάστε, όλα θα πάνε καλά. Και τα παλικάρια, ο Ουίλ, -λέω κοιτώντας τη Σίλια- ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν."

Γυρνάω προς της Ιζαμπέλα, που συνεχίζει να είναι τελείως αμίλητη. Κλείνω και τα δυο της  χέρια μέσα στα δικά μου και την κοιτάω στα μάτια. Μπορώ να αισθανθώ την απόγνωσή της, το φόβο, την εξάντληση. Πρέπει να κάνω κάτι να την καθησυχάσω. Πονάει η καρδιά μου να τη βλέπω έτσι. 

-"Ιζαμπέλα, θα κάνω τα αδύνατα δυνατά να σε επιστρέψω ασφαλή στο σπίτι σου, στους δικούς σου. Σου δίνω υπόσχεση, θα γυρίσουμε και..."

Σηκώνει το χέρι της και το ακουμπάει στα χείλια μου. Τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα.

-"Δεν έχω να γυρίσω πουθενά! Δεν έχω κανέναν! Η μόνη μου οικογένεια είστε εσείς οι τρεις." Μου λέει και αρχίζει να κλαίει με αναφιλητά.

Δεν το περίμενα αυτό το ξέσπασμα. Κοιτάζω μια την Ιζαμπέλα, μια τη Σίλια και μια τον Άντονι, που και αυτοί με κοιτάνε σαστισμένοι. 

-"Ιζαμπέλα, σε παρακαλώ σταμάτα να κλαις. Θα κάνω τα πάντα για να είσαι ασφαλής. Φύγαμε απ'το φρικτό στρατόπεδο, είμαστε μαζί, όλα θα πάνε καλά..."

-"Δεν κλαίω για μένα Τζέθρο. Δεν είμαι τόσο εγωίστρια. Η καρδιά μου πονάει, για σένα, για τους ανθρώπους σου, τους ανθρώπους που αφήσαμε πίσω στο στρατόπεδο... Συγνώμη... Έχεις χάσει τα πάντα και κάθεσαι και παρηγορείς εμένα. Είναι που... ξέρω τι ακολουθεί και είναι ακόμα χειρότερο."

-"Ηρέμησε σε παρακαλώ. Τα γεγονότα σε έχουν ταράξει. Πώς μπορείς να ξέρεις τι ακολουθεί? Κανένας μας δεν μπορεί να ξέρει τι μας επιφυλάσσει το μέλλον." 

Με κοιτάει με ένα βλέμμα όλο πόνο, χωρίς να παίρνει την παραμικρή παρηγοριά από τα λόγια μου.

Την ανασηκώνω και την τραβάω στην αγκαλιά μου. Μαζεύεται ένα κουβαράκι και ακουμπάει το κεφάλι της στο στήθος μου. Αρχίζω να της μιλάω σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά, περνώντας τα δάχτυλά μου μέσα απ'τα μαλλιά της και χαϊδεύοντας απαλά το κεφάλι της.

-"Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο? Για κάποιο σκοπό? Ξέρω ακούγεται μοιρολατρικό και πίστεψέ με, δεν είμαι μοιρολάτρης. Αντίθετα, πιστεύω ότι εμείς μόνοι μας φτιάχνουμε τη μοίρα και την τύχη μας, απλά όπως είχε πει και εκείνος ο σοφός γέρος απ'το χωριό σου, πώς τον είχες πει? Γκάνταλφ? Κάνεις ότι καλύτερο μπορείς με αυτά που σου τυχαίνουν. Και μένα, παρόλα όσα μου τύχανε, παρόλο ότι δείχνει να έχω χάσει τα πάντα, το ότι βρέθηκες εσύ στο δρόμο μου, με κάνει να βλέπω μια νότα αισιοδοξίας μέσα σε όλον αυτό τον παραλογισμό."

Σηκώνει το κεφάλι της και με κοιτάει μες τα μάτια. Ακίνητη! Εμβρόντητη! Νομίζω ότι ούτε καν αναπνέει πια. 

Πες της το ανόητε, πες της τι νιώθεις γι'αυτή. Πες της ότι έκανες ότι έπρεπε και μετά τα παράτησες όλα και έτρεξες να τη βρεις, να τη σώσεις. Όχι, μην της το πεις αυτό, πες όλα τ'άλλα, μίλα, περιμένει...

Σπρώχνω ένα αδέσποτο τσουλούφι απ'τα υπέροχα καστανοκόκκινα μαλλιά της, πίσω από τ'αυτί της. 

"Σ'αγαπώ Ιζαμπέλα, είσαι ότι περίμενα στη ζωή μου. Απ τη στιγμή που σε πρωτοαντίκρυσα, ότι είχα ζήσει μέχρι τότε δεν είχε πια καμιά σημασία. Μπορεί να τα έχασα όλα, την περιουσία μου, το κάστρο μου, τους άντρες μου... 

-Λέω και κάνω μια παύση. Ένας κόμπος πνίγει το λαιμό μου. Η εικόνα με τους άντρες μου κρεμασμένους, εμφανίζεται πάλι μπροστά μου. Παίρνω ανάσα και συνεχίζω.- 

Αλλά την απόγνωση που ένιωσα όταν νόμιζα ότι έχασα εσένα, δεν μπορώ να τη συγκρίνω με τίποτα. Σου το ξανάπα σε μια κουβέντα που είχαμε, για μένα οι άνθρωποι που χάνονται μετράνε. Αφού δεν έχασα εσένα και σε έχω στην αγκαλιά μου, όλα τα άλλα θα τα ξαναφτιάξουμε."

Τα μάτια της λάμπουν. Δάκρυα που ξεχειλίζουν και ξεχύνονται απ'τις γαλαζοπράσινες θάλασσές τους. Κολλάει τα χείλη της στα δικά μου. Ένα φιλί που είναι δυνατότερο από χίλιες λέξεις. Την σφίγγω στην αγκαλιά μου και παρασύρομαι στο ρυθμό της ανάσας της, της γλώσσας της, της μυρωδιάς της, της γεύσης της. Νιώθω το ρυθμό της καρδιάς μου, να εναρμονίζεται με τον δικό της. Τον ακούω να πάλλεται μέσα στα αυτιά μου. Τον νιώθω με τις άκρες των δαχτύλων μου, στο ζεστό κορμί της Ιζαμπέλας. Είναι λες και γινόμαστε ένα. Ένα κουβάρι από γλώσσες, χείλη, αναπνοές, χέρια και κορμιά. 

Αυτή η γυναίκα θα είναι ο θάνατός μου. Την σφίγγω ακόμα πιο δυνατά στην αγκαλιά μου. Όλα είναι καλύτερα τώρα. Όλα θα φτιάξουν. Η Ιζαμπέλα και εγώ μαζί. Θα τη βρούμε τη λύση. Όλα θα πάνε καλά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top