Κεφάλαιο 25 - Απρόσμενη συνάντηση
Είναι ζωντανός! Και ο Άντονι! Και είναι εδώ! Ήρθαν για μας!
Πέφτω στα γόνατα. Δεν μπορώ να το πιστέψω! Με παίρνει στην αγκαλιά του. Τα χείλη του ενώνονται με τα δικά μου. Αν είναι όνειρο Θεέ μου, ας μην ξυπνήσω ποτέ. Δεν μπορεί όμως να είναι όνειρο. Είναι εδώ, μπροστά μου, ακούω τη φωνή του.
-"Ιζαμπέλα! Σε βρήκα! Δεν πρόκειται να σε ξαναφήσω ποτέ!"
Νιώθω τα ζεστά χέρια του να με σηκώνουν. Τα χείλια του κολλάνε στα δικά μου. Αφήνομαι στην αγκαλιά του. Θέλω να μείνω εδώ, στη ζεστή αγκαλιά του και να μην βγω ποτέ ξανά.
Ένας στρατιώτης που κοιμάται παραδίπλα, ανοίγει τα μάτια του, βουτάει ένα άδειο μπουκάλι και το πετάει καταπάνω μας φωνάζοντας εκνευρισμένος:
-"Τράβα να την πηδήξεις αλλού ρε μαλάκα! Πάνω απ'το κεφάλι μου ήρθες? Άντε στο διάολο πρωϊνιάτικα."
Με παίρνει και χώνεται μες το δάσος. Ο Άντονι έρχεται και αυτός, μαζί με τη Σίλια.
Φεύγουμε μακριά απ'αυτό το φρικτό μέρος. Τρέχουμε μες το δάσος. Η δροσιά και η ομίχλη κολλάνε πάνω μας, αλλά δεν με νοιάζει τίποτα. Το χέρι μου έχει σφραγίσει μέσα στο δικό του, τρέχουμε μακριά, απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο απ'το στρατόπεδο. Δεν θέλω να ξανακοιτάξω πίσω μου, να ξαναδώ αυτό το μέρος ποτέ στη ζωή μου.
Φτάνουμε στο ποτάμι που έχουν αφήσει τα άλογά τους. Σελώνουν και ανεβαίνουμε πάνω. Καλπάζουμε ξέφρενα, όλο και πιο μακριά.
Νιώθω ευγνώμων που είναι ζωντανός, εδώ δίπλα μου, να ακουμπάω το κεφάλι μου πάνω στο στήθος του. Το τι συνέβη όμως στην πόλη του, δεν λέει να φύγει απ'το μυαλό μου. Η ματωμένη σιλουέτα του διοικητή, το βάρος στην καρδιά του για τη σφαγή που διέπραξε. Το στήθος μου πονάει. Τα δάκρυα δεν λένε να σταματήσουν να τρέχουν απ'τα μάτια μου.
Σίγουρα δεν ξέρει, δεν έχει μάθει τι συνέβη. Ήταν εδώ, για μένα.
Αφού απομακρυνθήκαμε αρκετά και μπήκαμε στο πυκνό δάσος με τις τεράστιες βελανιδιές, δρυς και καστανιές, σταματήσαμε για να ξεκουραστούν τα άλογα.
Μου έδωσε να πιω ουίσκι, που επέδρασε άμεσα και μου έδωσε λίγο κουράγιο να του πω τα θλιβερά νέα.
Τους διηγήθηκα την περιπέτειά μου, από την ώρα που έφυγα απ'τη σκηνή δίπλα απ'τη Σίλια, μέχρι που με πήρε ο διοικητής στην σκηνή του.
Για την επιστροφή του απ'τη μάχη, την εικόνα του, ματωμένος απ'την κορφή ως τα νύχια, που δεν λέει να φύγει απ'το μυαλό μου και το πώς έμαθα ότι είχαν κάνει επίθεση στο Χάνγκερφορντ.
Παγώσανε και οι δύο. Όπως το είχα υποθέσει, δεν ξέρανε πως ο στρατός επιτέθηκε στο Χάνγκερφορντ.
Ο Τζέθρο είπε να κάτσουμε λίγο να ξεκουραστούν τα άλογα, γιατί το φορτίο τους είναι διπλό και μετά να πάμε χωρίς άλλη στάση, να δούμε τι έχει μείνει.
Ξανανεβαίνουμε στα άλογα και ξεκινάμε, χωρίς να καλπάζουμε πια, το δρόμο για την πόλη. Μια βαριά ατμόσφαιρα επικρατεί. Κανένας δεν μιλάει.
Προχωράμε βαθιά μέσα στο δάσος με ήσυχο βηματισμό, καθώς το σημείο που διασχίζουμε είναι ιδιαίτερα πυκνό και με πολλά χαμηλά κλαριά, από αιωνόβια δέντρα.
Ξαφνικά, πετάγονται μπροστά μας πέντε άντρες με καλυμμένα τα πρόσωπά τους με μαντήλια. Οι δύο μας σημαδεύουν από αριστερά και δεξιά με όπλα και οι άλλοι τρεις έχουν στηθεί μπροστά μας, τείνοντας τα σπαθιά τους απειλητικά.
Ο ένας, ο δεξιός, που βαστάει όπλο παίρνει το λόγο.
-"Κύριοι, θα σας ζητήσω να κατεβείτε απ'τα άλογά σας αμέσως. Βγάλτε και πετάξτε τα σπαθιά σας στο έδαφος και κατεβείτε με αργές κινήσεις."
-"Ουίλ, εσύ είσαι?" ακούμε έκπληκτοι όλοι τη Σίλια να απευθύνει το λόγο στον άντρα, που μας απειλεί.
-"Σίλια?"
Έκπληκτος ο νεαρός άντρας, γυρνάει το κεφάλι του στο άλογο που ακολουθεί πίσω μας, τραβάει το μαντήλι απ'το πρόσωπό του και κάνει ένα βήμα προς τον Άντονι και τη Σίλια.
Ο Τζέθρο, κάνει κίνηση να κατέβει απ'το άλογο. Και οι πέντε άντρες ταυτόχρονα, γυρίζουν τα όπλα τους και τα σπαθιά τους και τον σημαδεύουν.
-"Όχι, στάσου!" Φωνάζει η Σίλια τρομοκρατημένη, ενώ σηκώνει ψηλά τα χέρια της κάνοντας νοήματα στον άντρα από δεξιά, που σημαδεύει τον Τζέθρο.
-"Κατέβα κάτω Σίλια και έλα δίπλα μου, τώρα."
Φωνάζει εκνευρισμένος αυτός, συνεχίζοντας να σημαδεύει τον Τζέθρο, που έχει κατέβει απ'το άλογο και στέκεται δίπλα του με τα χέρια ψηλά. Ο άλλος άντρας, έχει τεντώσει το όπλο του και σημαδεύει τον Άντονι.
Ο Τζέθρο ξεκινάει να μιλάει με απαλή φωνή.
-"Είσαι ο Ουίλ Ντον? Ξέρεις πόσο καιρό σε αναζητάω?"
-"Χα, χα, χα, το ξέρω άθλιε ερυθροχίτωνα ότι με ψάχνετε σαν τρελοί. Αλλά είστε τελείως άχρηστοι για να με πιάσετε."
Του λέει και κολλάει το όπλο του πάνω στο στήθος του.
Η Σίλια κατεβαίνει απ'το άλογο και τρέχει κοντά του. Ο δεύτερος άντρας που βαστάει όπλο και σημαδεύει τον Άντονι, αρχίζει να του φωνάζει να πετάξει το σπαθί του κάτω και να σηκώσει τα χέρια του ψηλά.
Έχω παραλύσει! Η ένταση όλο και φουντώνει. Κάποιος θα σκοτωθεί σήμερα!
Η Σίλια τρέχει και στήνεται μπροστά του, περνώντας το σώμα της ανάμεσα στον Τζέθρο και το όπλο του άντρα, που εκνευρισμένος την τραβάει απ'το μπράτσο και την περνάει πίσω του. Η Σίλια τον πιάνει απ'τους ώμους και αρχίζει να του μιλάει με παρακαλετό τόνο.
-"Σταμάτα Ουίλ, άκουσέ με, είναι ο άρχοντας Ταλ, δεν είναι στρατιώτης, ντύθηκε έτσι για να μας σώσει."
Ο Ουίλ κοιτάζει μια τη Σίλια, μια τον Τζέθρο, που του χαμογελάει καθησυχαστικά, συνεχίζοντας να έχει τα χέρια του ψηλά.
Πίσω μας, ο Άντονι κάνει κίνηση να κατέβει και αυτός από το άλογο και ο άντρας που τον φυλάει, εκνευρίζεται και αρχίζει να του φωνάζει βρισιές σημαδεύοντάς τον.
-"Κάτσε ακίνητος άθλιε ερυθροχίτωνα, αλλιώς στην άναψα!"
-"Ήρεμα! Δεν είμαι στρατιώτης."
Του λέει ο Άντονι, σηκώνοντας πάλι ψηλά τα χέρια του.
Η Σίλια που συνεχίζει να στέκεται πίσω απ'τον Ουίλ, τον έχει πιάσει αγκαλιά και του μιλάει συνέχεια με φωνή όλο αγωνία.Του λέει και ξαναλέει ότι είναι ο Άρχοντας και ο συνοδός του, ότι μας σώσανε εμένα και αυτήν από το στρατόπεδο που μας κρατούσαν αιχμάλωτες, ότι καλπάζουμε απ'το πρωί και γυρνάμε στο Χάνγκερφορντ, που μάθαμε ότι ο στρατός του επιτέθηκε.
Ο Ουίλ κατεβάζει το όπλο του και δίνει εντολή στους άντρες του να κατεβάσουν και αυτοί τα δικά τους.
Ο Τζέθρο του προτείνει το χέρι του.
-"Τζέθρο Ταλ του Χάνγκερφορντ." του λέει χαμογελώντας του.
Περνάνε μερικά δευτερόλεπτα που ο άντρας κοιτάζει γύρω του, τους άντρες του, τον Τζέθρο, εμένα και τον Άντονι. Τελικά τεντώνει και αυτός το χέρι του.
-"Ουίλ Ντον του Σέφορντ." του απαντάει με έντονη φωνή και του σφίγγει το χέρι. Και συνεχίζει.
-"Τιμή μου άρχοντα που σε γνωρίζω. Σου ζητώ ταπεινά συγνώμη για αυτήν την επίθεση. Έχεις φερθεί καλά στη Σίλια εσύ και η οικογένειά σου και γι'αυτό σε ευχαριστώ."
Ο Τζέθρο κοιτάζει έκπληκτος τη Σίλια σουφρώνοντας τα φρύδια του.
-"Μα πώς? Σίλια, γνωρίζεις τον Ουίλ?"
-"Άρχοντά μου, με τον Ουίλ γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά. Έχουμε δώσει όρκους ότι κάποια στιγμή θα φτιάξουμε το δικό μας σπιτικό."
Ο Τζέθρο κοιτάζει έκπληκτος τους δύο νέους μπροστά του. Ο Ουίλ, περνάει το χέρι του γύρω απ'τη μέση της Σίλιας, την τραβάει κοντά του μες την αγκαλιά του και χαμογελάει στον Τζέθρο.
-"Ναι άρχοντα, γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά και πράγματι έχω δώσει όρκο, πως μια μέρα θα την κάνω γυναίκα μου. Όταν πριν από χρόνια, την πήρε η μητέρα σου, η αρχόντισσα Άννα από εκείνο το φρικτό σπίτι, νόμιζα ότι την έχασα για πάντα. Όταν κατάφερα και την ξαναβρήκα, η καρδιά μου αγαλλίασε, γιατί είχε βρει ένα καλό σπίτι, με καλούς ανθρώπους που της φέρονταν με αγάπη και σεβασμό. Η οικογένειά σου, θα έχει για πάντα την απέραντη ευγνωμοσύνη μου γι'αυτό."
-"Δεν καταλαβαίνω, και πώς...? Εννοώ..., βρισκόσαστε? Ερχόσουν στο κάστρο μου?"
Η Σίλια παρεμβαίνει.
-"Όχι άρχοντά μου, ποτέ δεν ήρθε στο κάστρο. Βρισκόμασταν έξω, όταν έβγαινα για δουλειές, ή ψώνια, ή σε σπάνιες περιπτώσεις, κανονίζαμε να βρεθούμε για λίγο στο δάσος." Λέει χαμηλώνοντας τα μάτια της και ενώ τα μάγουλά της έχουν γίνει κατακόκκινα. Και συνεχίζει.
-"Λείπει συνέχεια και για μεγάλα διαστήματα. Όταν ερχόταν, μου έστελνε μήνυμα με κάποιον ότι βρίσκεται στο χωριό και έτσι ερχόμαστε σε επαφή. Τον τελευταίο καιρό, τον έβλεπα όλο και λιγότερο, και όλο ανά μεγαλύτερα διαστήματα."
Ο Τζέθρο κουνάει το κεφάλι του με κατανόηση. Γυρίζει και απευθύνεται πάλι προς τον Ουίλ.
-"Το ξέρεις ότι γύρισα όλο το χωριό και σε έψαχνα? Έμαθα ότι ήρθες σε επαφή με το σιδερά στο χωριό, μίλησα με τον ταβερνιάρη για να το διαδώσει ότι σε ψάχνω. Γιατί δεν ήρθες ποτέ σε επαφή μαζί μου?"
Το βλέμμα του βαραίνει.
-"Άρχοντα, ξεκινήσαμε προσπαθώντας να 'χτίσουμε' μια άμυνα, απέναντι στη βία του Στέμματος. Γυρίζαμε από πόλη σε πόλη και ψάχναμε να βρούμε ανθρώπους, που ήταν έτοιμοι και αποφασισμένοι να αντισταθούν. Όμως υπάρχουν πολλοί προδότες και έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Ήδη μας είχαν προδώσει αρκετές φορές, με αποτέλεσμα να χάσουμε ότι προσπαθούσαμε να συγκεντρώσουμε. Όταν ήρθα σε επαφή με το Ρόμπερτ το σιδερά, ο σκοπός ήταν ακριβώς αυτός. Να έρθουμε στη συνέχεια σε επαφή μαζί σου. Όμως διάφορα γεγονότα μας έκαναν να αποτραβηχτούμε. Η επίθεση σε μια άμαξα που περιμέναμε, η φωτιά στις αποθήκες σου και η επίσκεψη αυτού του άθλιου του άρχοντα απ'το Φρόξφιλντ, μας προβλημάτισαν ιδιαίτερα. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Αν είχες γίνει ήδη στόχος, ή μας ετοίμαζες παγίδα. Μετά, γεγονότα που εξελίχθηκαν στις γύρω περιοχές, μας απομάκρυναν. Μάθαμε για τη μάχη που δώσατε, αλλά ήταν πλέον αργά."
-"Ήταν πλέον αργά? Γιατί? Θα μπορούσατε να μας βοηθήσετε, αφού ήταν φανερό πια ότι είχαμε γίνει και μεις στόχος."
Πετάγεται ο Άντονι που έχει πια κατέβει και αυτός απ'το άλογό του και έχει έρθει δίπλα στον Τζέθρο.
Ο Ουίλ κατεβάζει το κεφάλι δείχνοντας ηττημένος.
-"Ήταν πλέον αργά, γιατί μας αποδεκάτισαν. Δεν μπορούσαμε να προσφέρουμε καμιά βοήθεια. Μας έστησαν παγίδα άρχοντα. Στα Γούντλαντς του Σέφορντ. Μας κύκλωσαν και μας κατάσφαξαν."
Γυρίζει και κοιτάζει έναν έναν τους άντρες του, Τα μάτια του βουρκώνουν.
-"Αυτοί που βλέπεις μπροστά σου, είμαστε ότι έχει απομείνει απ'την ομάδα μας."
Λέει δραματικά.
-"Μετά εισέβαλλαν στο Σέφορντ με την αιτιολογία πως οι χωριανοί μας παρείχαν βοήθεια και ισοπέδωσαν όλη την πόλη. Έβλεπα την πόλη που μεγάλωσα να καίγεται, να κατασφάζονται οι άνθρωποί της και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα."
Σταματάει να μιλάει. Κοιτάζει κάτω και τρίβει το σβέρκο του. Το βάρος των θανάτων των συγχωριανών του, αβάσταχτο πάνω του. Με βαριά φωνή συνεχίζει.
-"Πήραν τις γυναίκες όλες αιχμάλωτες και όλους τους άλλους τους σκότωσαν. Η δικιά σου πόλη είχε καλύτερη τύχη. Τουλάχιστον όσοι δεν πολέμησαν, γυναίκες και παιδιά, είναι ακόμα ζωντανοί."
Ώστε από το Σέφορντ ερχόντουσαν εκείνες οι ταλαίπωρες γυναίκες που συναντήσαμε στο δάσος, όταν μας μάζεψαν και μας πηγαίνανε στο στρατόπεδο, -σκέφτομαι από μέσα μου-, ενώ η εικόνα από εκείνη την ηλικιωμένη που αφήσαμε νεκρή πίσω μας, εμφανίζεται μπροστά μου να με στοιχειώσει.
-"Για στάσου ένα λεπτό, τι είπες τώρα?" Ρωτάει ο Τζέθρο αναστατωμένος.
-"Είπες ότι η δικιά μου πόλη είχε καλύτερη τύχη? Πες μου τι ξέρεις για το Χάνγκερφορντ."
Ο Ουίλ γυρνάει σε έναν απ΄τους άντρες του.
-"Τζον, φρόντισε να κρυφτούν τα άλογα."
Μετά γυρνάει προς τον Τζέθρο.
-"Ακολούθησέ με Άρχοντα. 'Έχουμε πολλά να πούμε και δεν λέγονται έτσι στη μέση του δρόμου."
Χωρίς να πει άλλη κουβέντα, σφίγγει τη Σίλια στην αγκαλιά του, της δίνει ένα φιλί στα μαλλιά, μας γυρνάει την πλάτη και αρχίζει να προχωράει βαθιά μέσα στο δάσος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top