Κεφάλαιο 24 - Σταγόνα ελπίδας

Νιώθω ένα μικρό κρύο χεράκι να με σκουντάει.

Ανοίγω τα μάτια μου. Η Σίλια είναι μπροστά μου και δείχνει πολύ ταραγμένη. Ή πολύ ενθουσιασμένη, δεν είμαι σίγουρος. Τρίβω τα μάτια μου και προσπαθώ να παρακολουθήσω, τι μου λέει. Κουνάει τα χέρια της και λέει κάτι για την Ιζαμπέλα.

Πετάγομαι όρθιος! 

-"Η Ιζαμπέλα άρχοντά μου, είναι εκεί." μου δείχνει με το χέρι της.

Γυρνάω το κεφάλι μου και τη βλέπω! Στέκει εκεί, λίγο πιο κάτω, ακίνητη, αιθέρια και κοιτάει προς το μέρος μας. Είναι πανέμορφη! Σαν ένας άγγελος! Λες και μια φωτεινή, χρωματιστή αύρα την περιβάλλει. Με μαγνητίζει, με τραβάει κοντά της. Σηκώνομαι και αρχίζω να τρέχω προς το μέρος της. Μήπως ονειρεύομαι? Γιατί δεν κουνιέται? Στέκεται μαρμαρωμένη και με κοιτάει. Τα μάτια της λάμπουν, γεμάτα δάκρυα. Πέφτει στα γόνατα.

Την πιάνω με τα χέρια μου και την σηκώνω στην αγκαλιά μου.

-"Ιζαμπέλα! Σε βρήκα! Δεν πρόκειται να σε ξαναφήσω ποτέ!"

-"Τζέθρο..." ψελλίζει. Δεν προλαβαίνει να πει τίποτα άλλο, γιατί κολλάω τα χείλη μου πάνω στο στόμα της και τη φιλάω σα να μην υπάρχει αύριο. Σα να είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω ποτέ στη ζωή μου.

Ένας στρατιώτης που κοιμάται παραδίπλα, σαλεύει και ανοίγει τα μάτια του. Μας κοιτάζει αγουροξυπνημένος και πολύ εκνευρισμένος. Απλώνει το χέρι του, βουτάει την άδεια μπουκάλα από κρασί που βρίσκεται δίπλα του και την πετάει πάνω μας.

-"Τράβα να την πηδήξεις αλλού ρε μαλάκα! Πάνω απ'το κεφάλι μου ήρθες? Άντε στο διάολο πρωϊνιάτικα."

Γυρίζει πλευρό και τραβάει το σακάκι του, να σκεπάσει το κεφάλι του. 

Κρατώντας την στην αγκαλιά μου, φεύγω προς το δάσος. Γυρίζω και κάνω νόημα στον Άντονι, να πάρει τη Σίλια αγκαλιά και να με ακολουθήσει.

Ένας φρουρός στο βάθος που παρακολουθεί τη σκηνή, γελάει και μου κάνει μια άσεμνη  χειρονομία με το χέρι του κάνοντας ταυτόχρονα κινήσεις μπρος πίσω με τη λεκάνη του. Σηκώνω το χέρι μου με σφιγμένη τη γροθιά μου και του χαμογελάω. Προχωράω και χώνομαι στο δάσος. Γυρνάω να περιμένω τον Άντονι.

Κοιτάζω την Ιζαμπέλα στην αγκαλιά μου. Έχει κλείσει τα μάτια της και έχει κολλήσει το κεφάλι της στο στήθος μου. 

Ο Άντονι φτάνει κοντά μας, έχοντας σφιχτά στην αγκαλιά του τη Σίλια.

-"Τζέθρο, άσε κάτω την Ιζαμπέλα για να μπορέσουμε να απομακρυνθούμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Πριν πάρουν είδηση τι συνέβη. Ήταν ανέλπιστη η τύχη μας."

Την κοιτάω μέσα στην αγκαλιά μου. Δεν θέλω να την αφήσω. Ο Άντονι όμως έχει δίκιο. Πρέπει να γίνουμε καπνός, πριν καταλάβουν ότι τις πήραμε και δεν γυρνάμε πίσω. 

Ανοίγει τα μάτια της. Μάτια βουρκωμένα και κόκκινα απ'το κλάμα. Με κοιτάει σα να μην πιστεύει και αυτή ακόμα τι έγινε.

Την στήνω όρθια στα πόδια της. 

-"Είσαι εντάξει? Μπορείς να τρέξεις?"

Μου κουνάει το κεφάλι της καταφατικά. Της σφίγγω το χέρι και αρχίζουμε να τρέχουμε μέσα στο δάσος όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Απομακρυνόμαστε απ'το στρατόπεδο και έχοντας το ποτάμι αριστερά μας, χωνόμαστε όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Το φως του ήλιου που ανατέλλει, αρχίζει να περνάει γραμμές φωτός, ανάμεσα απ'την πυκνή βλάστηση, εξατμίζοντας την βραδινή δροσιά και δημιουργώντας μια θολή, υγρή ατμόσφαιρα. 

Μια ομίχλη που μας αγκαλιάζει και μας δίνει ένα ακόμα μικρό πλεονέκτημα, να χαθούμε μέσα της, να απομακρυνθούμε με μια σχετική ασφάλεια απ'το στρατόπεδο. Όσο ακόμα κρατάει το πλεονέκτημα του χρόνου που έχουμε, μέχρι να καταλάβουν ότι δε γυρνάμε και να μας αναζητήσουν.

Κατευθυνόμαστε προς την όχθη του ποταμού, στο σημείο που αφήσαμε τα άλογά μας, κρυμμένα μέσα σε πυκνή βλάστηση, δίπλα στο ποτάμι. Το σημείο είναι απότομο, κατηφορικό και γλιστερό. Κανονικά θα έπρεπε να αφήσουμε τα κορίτσια να μας περιμένουν και να κατέβουμε εγώ και ο Άντονι να μαζέψουμε τα άλογα. Αλλά δεν μπορώ να την αφήσω. Το χέρι μου έχει κλειδώσει γύρω απ'το δικό της. 

-"Δεν πρόκειται να σε ξαναφήσω ποτέ." λέω χαμηλόφωνα και την βοηθάω να κατέβει την απότομη πλαγιά.

Φτάνουμε στο σημείο που έχουμε αφήσει τα πράγματά μας. 

Χώνομαι στους θάμνους και τραβάω προς τα έξω τις σέλλες και τα δερμάτινα σακίδιά μας, ενώ ο Άντονι, προχωράει μέσα στο νερό, να μαζέψει τα άλογα που έχουν περάσει απ'την απέναντι μεριά, ακολουθώντας και μασουλώντας χόρτα από την πλούσια βλάστηση στις όχθες του ποταμού.

Σελώνουμε με γρήγορες κινήσεις και ανεβάζω την Ιζαμπέλα μπροστά μου πάνω στο άλογο. Βαστάω τα γκέμια με το ένα χέρι και το άλλο το έχω τυλιγμένο προστατευτικά, μπροστά απ'την κοιλιά της.

Καλπάζουμε χωρίς σταματημό, ακολουθώντας τον ποταμό Ογκ. Φτάνουμε στο γεφυράκι και στο σημείο που ο ποταμός Ογκ, βρίσκει τον ποταμό Κέννετ και κατευθυνόμαστε ανατολικά προς το βασιλικό δάσος Σέιβερνεϊκ.

Καλπάζουμε χωρίς σταματημό αρκετή ώρα. Ο ήλιος έχει ανέβει ψηλά στον ουρανό και αν και δεν μπορούμε να τον δούμε, μιας και ο ουρανός καλύπτεται από πυκνά μαύρα σύννεφα, μπορείς να καταλάβεις ότι τρέχουμε αρκετές ώρες. 

Μόλις μπούμε στο δάσος Σέιβερνεϊκ θα πρέπει να σταματήσουμε. Τα άλογα, λόγω και του διπλού φορτίου τους, χρειάζονται οπωσδήποτε ξεκούραση. 

Τώρα στο στρατόπεδο, θα έχουν καταλάβει πια ότι δύο κοπέλες δραπέτευσαν. Με τους δύο στρατιώτες που ήταν μαζί τους, καλή τύχη τους εύχομαι να βγάλουν άκρη. Αφού δεν είχαν αναζητήσει όλο αυτό το διάστημα αυτούς που θάψαμε μέσα στο δάσος και πήραμε τα ρούχα τους, δεν υπάρχει περίπτωση να καταλήξουν κάπου. Κανείς δεν μας ήξερε και κανείς δεν αναρωτήθηκε. Είχαν και πολλές απώλειες από την τελευταία μάχη απ'την οποία γυρίσανε. Οπότε προφανώς γι'αυτό δεν αναζητήθηκαν ποτέ οι δύο στρατιώτες που σκοτώσαμε.

Αναρωτιέμαι αόριστα, πού να έδωσαν μάχη και γύρισαν με τόσους τραυματίες και απώλειες.

Κρατάω την Ιζαμπέλα προστατευτικά μπροστά μου. Το χέρι μου, τυλιγμένο στον κορμό της. Νιώθω την ανάσα της και το ρυθμικό ανέβασμα-κατέβασμα του στήθους της στην παλάμη μου. Με κάνει να νιώθω μια γαλήνη και μια πληρότητα που δεν περίμενα να νιώσω. 

Συνειδητοποιώ όμως, ότι δεν έχω ακούσει καθόλου τη φωνή της. Κάθεται ήρεμα μπροστά μου, με ακουμπισμένο το κεφάλι της στο στήθος μου.

Σκύβω δίπλα στο αυτί της και της ψιθυρίζω :

-"Είσαι καλά? Πώς αισθάνεσαι?"

Σηκώνει το κεφάλι της και με κοιτάει. Τα μάτια της, κατακόκκινα και πρησμένα. Συνεχίζει να κλαίει σιωπηλά. Τι συμβαίνει? Είναι χτυπημένη? Πονάει κάπου?

Κάνω νόημα στον Άντονι που ακολουθεί από πίσω μου, να κάνουμε στάση μόλις μπούμε στο δάσος. Μου γνέφει την αποδοχή του.

Μπαίνουμε μέσα στο δάσος και προχωράμε με σιγανό βάδισμα. Κοιτάζω δεξιά-αριστερά, αναζητώντας κάποιο σημείο με πυκνή βλάστηση που θα μας παρέχει προστασία για να κάτσουμε.

Βλέπω έναν τεράστιο κορμό στο βάθος δεξιά, που έχει πέσει και έχει κυλήσει, δημιουργώντας μαζί με βλάστηση που έχει αναπτυχθεί γύρω του, ένα ωραίο καταφύγιο.

Πηδάω απ'το άλογο, αφήνοντας την Ιζαμπέλα πάνω και προχωράω πεζός, οδηγώντας το άλογο προς το σημείο που εντόπισα. 

Ο Άντονι ακολουθεί, κάνοντας το ίδιο.

Αφήνουμε τα άλογα να βοσκήσουν και να ξεκουραστούν μέσα στο δάσος, δίπλα σε ένα ξέφωτο και πάμε και καθόμαστε στην ξύλινη σπηλιά που έχει δημιουργήσει ο τεράστιος ξαπλωμένος κορμός.

Ούτε η Ιζαμπέλα, ούτε η Σίλια λένε κουβέντα.   

Κάθομαι δίπλα στην Ιζαμπέλα και την τραβάω στην αγκαλιά μου. 

-"Όλα θα πάνε καλά. Είσαι ελεύθερη τώρα." Την σφίγγω περισσότερο στην αγκαλιά μου.

-"Σου ζητάω συγνώμη. Σου έδωσα υπόσχεση ότι θα σε προστατεύσω και απέτυχα. Δεν θα σε ξαναφήσω ποτέ."

Γυρίζει και με κοιτάζει. Τα μάτια της, πρασινογάλαζες λίμνες.

-"Νόμιζα ότι είσαι νεκρός. Ότι δεν θα σε ξαναδώ ποτέ." Ξεσπάει σε κλάματα με αναφιλητά.

Της χαμογελάω και της σκουπίζω τα μάτια.

-"Είμαι καλά, είμαι εδώ τώρα, είμαστε μαζί πια. Σταμάτα σε παρακαλώ. Όλα θα πάνε καλά από δω και πέρα."

Συνεχίζει και κλαίει. Βάζει τα χέρια της στο πρόσωπό της και ξεσπάει σε πιο δυνατά κλάματα. Όλο το σώμα της τραντάζεται. 

 Τι διάολο? Σουφρώνω τα φρύδια μου. Κοιτάζω προς τη Σίλια και τον Άντονι. Η Σίλια σκύβει το κεφάλι της και κοιτάζει τα χέρια της.

Γυρίζω ξανά προς την Ιζαμπέλα και της χαϊδεύω απαλά τα μαλλιά.

-"Μίλησέ μου. Πες μου, τι σου κάνανε? Η Σίλια μας είπε ότι ήσασταν συνέχεια μαζί. Μετά σε έχασε και έμαθε ότι σε πήρε ο διοικητής στη σκηνή του. Ιζαμπέλα, σε παρακαλώ, μίλα μου. Σταμάτα να κλαις σε παρακαλώ, με τρομάζεις."

Σηκώνομαι και φέρνω απ'το σακίδιό μου, ένα φλασκί με ένα φάρμακο που με έχουν προμηθεύσει κάτι φίλοι Σκοτσέζοι. Το φτιάχνουν με απόσταξη από κριθάρι και είναι πολύ τονωτικό, σε ζεσταίνει και σου δημιουργεί ευφορία. Πιστεύω ότι μια γουλιά θα της έκανε καλό αυτή τη στιγμή. Δείχνει να βρίσκεται σε κατάσταση σοκ.

Ξανακάθομαι δίπλα της, την τραβάω στην αγκαλιά μου και της δίνω το φλασκί. 

-"Πιες μια γουλιά, θα σου κάνει καλό. Κατάπιε μόνο σιγά σιγά, γιατί είναι αρκετά δυνατό και καίει." Της λέω με σιγανή φωνή όλο έννοια.

Βγάζει τα χέρια της απ'το πρόσωπό της και κοιτάζει το φλασκί. Το παίρνει και κατεβάζει μια γερή γουλιά.

-"Ουίσκι?" μου λέει κοιτάζοντάς με ερωτηματικά, ενώ τα μάτια της συνεχίζουν να τρέχουν δάκρυα.

Την κοιτάζω έκπληκτος! 

-"Πώς το ξέρεις? Εννοώ..., οι Σκοτσέζοι το αποκαλούν 'ουίσκ' που στα γαέλικα σημαίνει 'νερό', αλλά περισσότερο το λένε 'άκουα βίταε', το νερό της ζωής δηλαδή στα λατινικά."

Χαμογελάει αμήχανα σκύβοντας το κεφάλι της και κοιτάζοντας το φλασκί.

-"Ουίσκι θα το πουν, πίστεψε με. Ακούγεται καλύτερα." 

Σηκώνει το φλασκί και πίνει άλλη μια γερή γουλιά. Το παίρνω απ'τα χέρια της. Νομίζω ότι ήπιε αρκετά. Είναι πολύ καλό φάρμακο όμως, γιατί αμέσως επιδρά πάνω της. Σταματάει να κλαίει με λυγμούς. Σκoυπίζει τα μάτια της με το πίσω μέρος της παλάμης της και αρχίζει να παίζει αμήχανα με τα δάχτυλά της. 

Δεν παίρνω το βλέμμα μου ούτε λεπτό από πάνω της. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, αρχίζει να μιλάει με σιγανή, σχεδόν πένθιμη φωνή:

-"Εκείνο το πρωί, ξημερώματα, πετάχτηκα από έναν ανήσυχο ύπνο. Ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα παρόλο το κρύο. Ένιωσα δυσφορία. Όλα με έπνιγαν. Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς το ποτάμι. Χρειαζόμουν νερό! Παγωμένο, καθαρό, να ρίξω πάνω μου, να πιω μια γουλιά, να ξεκολλήσω τον ξεραμένο μου λαιμό. Καθώς ήμουν σκυμένη πάνω απ'το νερό, δύο στρατιώτες με πλησίασαν. Η πρόθεσή τους ξεκάθαρη. Να διασκεδάσουν πάνω μου, να με βιάσουν. Με κυκλώσανε και άρχισαν να παίζουν μαζί μου, κάνοντας επιθέσεις εναλλάξ. Προσπαθώντας να αμυνθώ και να τους ξεφύγω, χτύπησα τον έναν στο πρόσωπο, με το χέρι που φορούσα το δαχτυλίδι της μητέρας σου.

Σταματάει και ανασηκώνει τα μάτια της. Με κοιτάει συντετριμμένη. Χαμηλώνει πάλι το κεφάλι της και συνεχίζει:

Του έσκισα το πρόσωπο, αλλά δεν κατάφερα να τους ξεφύγω. Με πιάσανε και με ακινητοποιήσανε. Ο ένας μου πήρε το δαχτυλίδι απ'το χέρι."

Απλώνω το χέρι μου κάτω απ'το πηγούνι της και ανασηκώνω το πρόσωπό της για να με κοιτάξει.

-"Γι'αυτό στενοχωριέσαι? Επειδή σου πήρανε το δαχτυλίδι? Ένα μπιχλιμπίδι ήταν. Ένα συμβολικό στολίδι, που στο έδωσα νομίζοντας ότι θα σε προστατεύσει. Αλλά έκανα λάθος. Δεν χρειάζεται να το σκέφτεσαι."  

Κουνάει το κεφάλι της δεξιά και αριστερά. Συνεχίζει την ιστορία της:

-Με ακινητοποίησαν, σκίσανε τα ρούχα μου, με χτυπήσανε και πάνω που ήταν έτοιμοι να με βιάσουν, εμφανίστηκε ένας ανώτερός τους και τους σταμάτησε. Αργότερα έμαθα ότι ήταν ο διοικητής ολόκληρου του στρατού. Με έσωσε. Με πήγε στη σκηνή του λιπόθυμη. Όταν ξύπνησα είχε φύγει, αλλά είχε αφήσει εντολές να μείνω στην σκηνή του και να φροντίζω ότι χρειαζότανε. Το βράδυ, γύρισε από μια μεγάλη μάχη. Ήταν καλυμμένος με αίματα. Με έβαλε να τον γδύσω και να μαζέψω τα ματωμένα ρούχα. Και μετά..."

Σταματάει, ξεροκαταπίνει. Τα μάτια της ξαναγεμίζουν δάκρυα, που ξεχειλίζουν και κυλάνε στα μάγουλά της. Σφίγγω τις γροθιές μου. 

-"Τι σου έκανε το κάθαρμα?" λέω μέσα από τα δόντια μου.

Ξανακουνάει το κεφάλι της δεξιά και αριστερά. 

-"Όχι, δεν με άγγιξε. Δεν με πείραξε καθόλου. Ήταν καλός μαζί μου. Είχε βαριά καρδιά για ότι αναγκάζεται να κάνει. Για τις εντολές που είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί, να πολεμάει συμπατριώτες του. 'Είναι όλα ένα μεγάλο λάθος' μου είπε. 'Να σφάζεις, να σκοτώνεις και να ξέρεις ότι έχεις απέναντί σου συμπατριώτες σου' και τότε μου το είπε..."

-"Τι σου είπε?"

-"Ότι η μάχη που δώσανε, οι άνθρωποι που έσφαξε, το αίμα που είχε πάνω του, ήταν απ'το Χάνγκερφορντ."

Αρχίζει να κλαίει πάλι με αναφιλητά. Παγώνω! Κοιτάζω τον Άντονι που έχει παγώσει και αυτός. Έχει γουρλώσει τα μάτια του και με κοιτάζει συγκλονισμένος. Η Ιζαμπέλα συνεχίζει να μιλάει.

-"Όρμηξα πάνω του. Άρχισα να τον χτυπάω και να τον βρίζω. Τον ρώταγα αν ζει κανείς, ο άρχοντας, οι άντρες του... Έσκυψε το κεφάλι και δεν μου απάντησε. Μετά μου είπε ότι ήταν πολύ λιγότεροι απ'το στρατό του, αλλά πολέμησαν γενναία και του προξένησαν μεγάλες απώλειες. Έχασε πολλούς από τους άντρες του, μου είπε σ'αυτή τη μάχη. Σας είχα για νεκρούς Τζέθρο. Δεν ξέρω τι θαύμα έγινε και όταν βγήκα τρελαμένη να βρω τη Σίλια, με τράβηξε κοντά στο ποτάμι και σας είδα μπροστά μου."

 Κολλάει το βλέμμα της στα μάτια μου και μένει ακίνητη, με τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι στο πρόσωπό της.

Απλώνω το χέρι μου και την τραβάω στην αγκαλιά μου. Γέρνει το κεφάλι της και ακουμπάει στον ώμο μου. Κανείς μας δεν μιλάει. 

Κάνανε επίθεση στο Χάνγκερφορντ. Το σχέδιο που στήσαμε, απέδωσε ακριβώς όπως το είχε πει ο Σερ Τζέιμς. 

'Απέναντι στον αγγλικό στρατό Άρχοντά μου? Θα κρατήσουμε για λίγο, θα φάμε κάμποσους.' 

Πάλεψαν να υπερασπιστούν το Χάνγκερφορντ. Και εγώ δεν πρόλαβα να γυρίσω, να είμαι δίπλα τους. Ό,τι υπόσχομαι, ό,τι προσπαθώ να τηρήσω, πέφτει στο κενό. 

 Είναι πολύ μεγάλο αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Με ξεπερνάει. Πάντα ήθελα να έχω τον έλεγχο των πραγμάτων γύρω μου. Τώρα νιώθω ανίσχυρος. Όλα έχουν ξεφύγει απ'τον έλεγχό μου. Δεν έχω τις δυνάμεις να χειριστώ τίποτα. Και εξ'αιτίας αυτού, άνθρωποι που αγαπάω, πληγώνονται, κινδυνεύουν, πεθαίνουν.

Το βάρος της συνειδητοποίησης με πλακώνει. Μου κόβει την ανάσα.

Κοιτάζω τον Άντονι. Έχει μαρμαρώσει. Κοιτάει στο κενό, βυθισμένος στις σκέψεις του.

-"Άντονι, θα κάτσουμε καμιά ώρα να φάνε και να ξεκουραστούν τα άλογα και μετά φεύγουμε κατευθείαν για Χάνγκερφορντ, χωρίς άλλη στάση."

Μου κουνάει καταφατικά το κεφάλι. Δεν λέει τίποτα. 

Σφίγγω περισσότερο στην αγκαλιά μου την Ιζαμπέλα και κλείνω τα μάτια μου. Σε λίγο θα αντικρίσω το χωριό μου κατεστραμμένο. Άραγε να επέζησε κανείς απ'τους άντρες μου? Δώσανε μεγάλη μάχη όπως φάνηκε απ'τις απώλειες που είχε ο στρατός. 

-'Ήταν πολύ λιγότεροι απ'το στρατό μου, αλλά πολέμησαν γενναία και μου προξένησαν μεγάλες απώλειες.'- Τα λόγια του διοικητή στην Ιζαμπέλα, παίζουν μέσα στο κεφάλι μου. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top