Κεφάλαιο 23 - Μόνη σε έναν εχθρικό κόσμο

Ανοίγω τα μάτια μου. Είμαι στη σκηνή του διοικητή, ξαπλωμένη πάνω στην παλέτα μου, σκεπασμένη με κουβέρτα. Το κεφάλι μου είναι βαρύ. Τα αφτιά μου βουίζουν. Λες και όλο το κρανίο μου, είναι ηχείο που μικροφωνίζει. Έκλαιγα όλο το βράδυ, ακόμα και στον ύπνο μου. Σύρθηκα και χώθηκα κάτω απ'τα σκεπάσματα. Δεν ήθελα να βλέπω γύρω μου, να ακούω τίποτα. Μόνο να κλάψω ήθελα. 

Ανασηκώνομαι και κοιτάζω γύρω μου. 

Έχει αρχίσει να χαράζει έξω. Γλυκό φως απλώνεται, καταπίνοντας το μαύρο της νύχτας.

Ένας πνιχτός ήχος από πάτημα πάνω σε χόρτα, ακούγεται έξω απ'τη σκηνή, δίπλα στην μεριά που κάθομαι. Η σκιά ενός στρατιώτη που περνάει, διαγράφεται πάνω στο λευκό πανί της τέντας. Ψηλή, παραμορφωμένη, σαν κάποιος γίγαντας με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο περασμένο στην πλάτη του. Παίρνει μια περίεργη γωνία, απλώνεται απ'τη μιαν άκρη στην άλλη της τέντας και χάνεται.

Απόλυτη ησυχία. Μέσα στη σκηνή, το ίδιο. Δεν ακούς τίποτα. Μόνο αν εστιάσεις την προσοχή σου, θα ακούσεις κάπου απ'τη σκοτεινή μεριά της σκηνής, τη βαριά αναπνοή του διοικητή που κοιμάται. Το σκηνικό από ένα αρρωστημένο θέατρο σκιών.

Ο Τζέθρο είναι νεκρός! Και ο Άντονι! Ο Σερ Τζέιμς, ο Σερ Ουίλιαμ! Οι γιοι της Λούσι, ο Τομ και ο Τζιμ... Όσοι άνθρωποι γνώρισα σε αυτή την απίστευτη ιστορία, δεν υπάρχουν πια. Είναι νεκροί, απ'το σπαθί αυτού του ανθρώπου που είμαι υποχρεωμένη να υπηρετώ. 

Μπορεί να μάζεψα το αίμα τους στα ματωμένα ρούχα του, που πήγα για πλύσιμο. 'Η, στο κατακόκκινο νερό της μπανιέρας που άφησα να κυλάει έξω από τη σκηνή.

Τα μάτια μου ένα αστείρευτο ποτάμι. Μένω να κοιτάζω τη σόμπα και τις μικρές φλογίτσες, που ξεψυχάνε μέσα της. Ω! Θεέ μου, το κεφάλι μου θα σπάσει! Χρειάζομαι αέρα!

Σηκώνομαι και βγαίνω έξω απ'τη σκηνή. Ένας στρατιώτης που κάθεται χαλαρά λίγο πιο πέρα στη γωνία, σηκώνεται όρθιος και με κοιτάζει παραξενεμένος. 

Του κάνω νόημα ότι η σκηνή κρύωσε και πάω να πάρω ξύλα. Κάνει ένα νεύμα να προχωρήσω και ξανακάθεται χαλαρός στη θέση του.

Τυλίγω τα χέρια μου γύρω απ'το στήθος μου. Η πρωινή δροσιά με τρυπάει ως το μεδούλι. Πονάει το δέρμα μου. Ένας καλοδεχούμενος πόνος. Ταιριάζει το έξω μου, με τον πόνο που έχω από μέσα. Στο στήθος μου και στην καρδιά μου.

Κάνω άσκοπους κύκλους στα μέρη που επιτρέπεται να κινηθώ. Νιώθω ένα απέραντο κενό να με καταπίνει. Μόνη, σε έναν εχθρικό κόσμο.

 Τουλάχιστον να είχα τη Σίλια, τη Λούσι, οι μόνες που μου έχουν μείνει. 

Παίρνω την απόφασή μου. Θα πάω να βρω τη Σίλια. Αν με σταματήσουν, θα πω μια δικαιολογία, κάτι, ότι ο διοικητής πείνασε, ή θέλει φρούτα. Τι θα μου κάνουν δηλαδή? 

Προσπερνάω το χώρο που βρίσκονται οι προμήθειες και που είναι το όριό μου, όπως μου είπε αυτό το καθίκι ο Τζακ-ας και προχωράω προς τα κάτω, έτσι όπως πάει η κλίση του εδάφους, με το σκεπτικό ότι το ποτάμι θα είναι κάπου προς την κατηφοριά. Ακολουθώ μια σειρά από σκηνές, παραταγμένες σε απόλυτη ευθεία. Για να έχω ένα μπούσουλα να γυρίσω πίσω και να μη χαθώ, σε περίπτωση που δεν καταφέρω να βρω τη σκηνή που είναι η Σίλια.

Απόλυτη ησυχία επικρατεί παντού. Προχωράω όσο πιο ήσυχα μπορώ, όταν ξαφνικά νιώθω ένα δυνατό χέρι να περνάει γύρω απ'το λαιμό μου, να με ακινητοποιεί και η μύτη από ένα παγωμένο μαχαίρι να πιέζει να μου τρυπήσει την καρωτίδα.

Η ανάσα μου κόβεται απ'την τρομάρα. 

Μια ζεστή ανάσα ψιθυρίζει στ' αυτί μου :

-"Για πού το βάλαμε κοπελιά?"

Παίρνω βαθιά ανάσα. Όλα ή τίποτα τώρα.

-"Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου. Είμαι στην υπηρεσία του διοικητή σου, του Τζον Μπέικερ. Με έστειλε για δουλειά του."

Στο άκουσμα του ονόματος του διοικητή, ο στρατιώτης με ελευθερώνει αμέσως. Γυρίζω και τον κοιτάζω έντονα. Το βλέμμα που μου ρίχνει απ'την κορφή ως τα νύχια, καχύποπτο, εξεταστικό. Αλλά δεν το ρισκάρει να με αψηφίσει. Δεν ρισκάρει ούτε να με ρωτήσει πού πάω. Τραβιέται πίσω και μου ανοίγει το δρόμο να περάσω.

Φεύγω με γρήγορο βήμα. Προχωράω λίγο πιο κάτω. Κοιτάζω γύρω μου. Αρχίζω να πανικοβάλλομαι. Κανένα γνώριμο σημείο. Αντίθετα, δείχνει σα να μπαίνω μέσα στο σημείο του καταυλισμού, που είναι συγκεντρωμένοι όλοι οι πεζικάριοι. Σκηνές, φωτιές, σκοινιά με απλωμένα ρούχα, στρατιώτες ξεροί απ'το μεθύσι, ξαπλωμένοι εδώ και κει έξω απ'τις σκηνές, με άδεια μπουκάλια δίπλα τους, κοιμούνται, ροχαλίζουν, βογκάνε. 

Από μια σκηνή μπροστά μου, ακούγεται μια γυναικεία φωνή. Κοντοστέκομαι. Μια τέντα ανασηκώνεται και μια κοπέλα βγαίνει απ'τη σκηνή. Με το που βγαίνει, το βλέμμα της πέφτει πάνω μου. Γουρλώνει τα μάτια της και κοκαλώνει. Της κάνω νόημα, φέρνοντας το δάχτυλό μου στα χείλη μου, να μην μιλήσει. Με παρατηρεί για μερικά δέκατα του δευτερολέπτου,  τραβάει το πανωφόρι της και το σφίγγει πάνω της, γυρνάει και φεύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Ανοίγω το βήμα μου να την ακολουθήσω. Αν με οδηγήσει προς την ανοιχτή σκηνή που κοιμούνται οι γυναίκες που είναι για τη διασκέδαση των στρατιωτών, ξέρω να προσανατολιστώ. Θα βρω τα μαγειρεία και τη σκηνή που κοιμάται η Σίλια.

Πράγματι, μετά από λίγο περπάτημα, προσπερνάμε το χώρο με τα μεγάλα καζάνια. Σταματάω να την ακολουθώ και στρίβω προς τη μεγάλη σκηνή, που είναι μόνο οροφή και ανοιχτή γύρω γύρω. Η Σίλια κοιμάται κάπου στην άκρη.  

Ψάχνω απεγνωσμένα να τη βρω, ανάμεσα στις εξουθενωμένες γυναίκες, που κοιμούνται κουλουριασμένες για να προφυλαχθούν από το κρύο.

Να την! Την εντοπίζω σε μια γωνιά, κουλουριασμένη και αυτή, να κοιμάται ήσυχα. Πλησιάζω όσο πιο αθόρυβα μπορώ και ξαπλώνω δίπλα της. Την πιάνω αγκαλιά. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Κορίτσι μου γλυκό, ο μόνος άνθρωπος που έχω πια, να νιώθω δικό μου. Ένα ταλαιπωρημένο κορίτσι που η μοίρα μας έδεσε να ζήσουμε μαζί σε αυτό το ένα περίεργο μαρτύριο.

Σαλεύει, γυρίζει και ανοίγει τα μάτια της. Με κοιτάει για μερικά δευτερόλεπτα χωρίς να αντιδρά, μέχρι να ξυπνήσει ο εγκέφαλός της και να συνειδητοποιήσει τι βλέπει.

Γουρλώνει τα μάτια και βγάζει ένα επιφώνημα!

-"Κυρά μου... Ιζαμπέλα! Δεν το πιστεύω!" Με σφίγγει στην αγκαλιά της ενθουσιασμένη.

-"Τρελάθηκα από την αγωνία μου. Μας είπαν ότι σε πήρε ο διοικητής στη σκηνή του."

Στο άκουσμα του διοικητή, οι βρύσες ανοίγουν. Αρχίζω να κλαίω χωρίς να μπορώ να σταματήσω.

-"Τι συμβαίνει κυρά μου? Σε ... πείραξε? Σε έχει τραυματίσει? Μην κλαις σε παρακαλώ... Όλα θα φτιάξουν, θα τα αντιμετωπίσουμε..., είμαστε μαζί πάλι..." τα μάτια της βουρκώνουν καθώς με κοιτάει να κλαίω με αναφιλητά και να μην μπορώ να σταματήσω.

-"Σίλια, είναι όλοι νεκροί! Ο στρατός... Επιτέθηκε στο Χάνγκερφορντ... Τους σκότωσαν όλους... Ο Τζέθρο... πάει..." η ανάσα μου κόβεται και πνίγομαι πάλι στα αναφιλητά.

Η Σίλια μένει ακίνητη και με κοιτάει με γουρλωμένα μάτια. 

-"Όχι!" μου λέει σοβαρή και κουνάει το κεφάλι της δεξιά αριστερά.

Καλή μου Σίλια..., αρνείται να το πιστέψει. Νιώθω συντετριμμένη! 

-"Όχι!" συνεχίζει να μου λέει σοβαρά. Σηκώνεται και με τραβάει να σηκωθώ. 

-"Κάνε ησυχία και ακολούθησέ με. Σιγά, μην ξυπνήσουμε κανένα."

Την κοιτάζω τρομαγμένη. Το πρόσωπό της έχει πάρει μια σοβαρότητα και μια αποφασιστικότητα απίστευτη! Δεν κλαίει όπως εγώ, είναι σα να έχει πεισμώσει. Σα να αρνείται  να δεχτεί αυτό που της λέω.

-"Σίλια που πάμε?" της λέω ενώ την ακολουθώ αυξάνοντας το ρυθμό στο βήμα μου, καθώς με έχει πιάσει απ'το χέρι και με τραβάει αποφασισμένη.

-"Σσσσς κάνε ησυχία, μην ξυπνήσουμε κανέναν."

Προχωράμε με γρήγορα βήματα και κατευθυνόμαστε προς την άκρη του στρατοπέδου, κοντά στο ποτάμι.

Μνήμες από την επίθεση που δέχτηκα απ'τους δύο στρατιώτες, κατακλύζουν το κεφάλι μου. Φρενάρω και την κοιτάζω μες τα μάτια με τρόμο.

-"Σίλια όχι! Δεν πάω εκεί, σταμάτα!"

-"Έλα κυρά μου, σε παρακαλώ, λίγα βήματα ακόμα, να εκεί, τους βλέπεις? Στο δέντρο, κοντά στο ποτάμι."

Κοιτάζω εκεί που μου δείχνει. Δυο στρατιώτες, μεθυσμένοι προφανώς, έχουν πέσει και κοιμούνται, μπροστά σε μια μικρή φωτίτσα που ψυχορραγεί.  Έχει τρελαθεί τελείως η Σίλια?  Μπορεί να είναι και οι ίδιοι στρατιώτες που μου επιτέθηκαν. Αυτή τη φορά δεν θα γλιτώσω. Δεν θα ξαναεμφανιστεί ως από μηχανής Θεός ο διοικητής να με σώσει. Όχι! Τον άφησα στη σκηνή σχεδόν σε κόμμα απ'το μεθύσι και τις ενοχές του. 

Τραβάω το χέρι μου και την κοιτάω αποφασισμένα, ενώ ο τρόμος όλο και γιγαντώνεται μέσα μου.

-"Είναι ο Άρχοντας! Kαι ο Άντονι! Είναι εδώ!" μου λέει ψιθυριστά. Τα μάτια της εκλιπαρούν! Λάμπουν στο ελάχιστο φως του πρωινού, γυαλίζουν απ'τα δάκρυα που είναι έτοιμα να ξεχειλίσουν. Τεντώνει ξανά το χέρι της και με προσκαλεί.

-"Έλα κυρά μου, σε παρακαλώ. Πριν ξυπνήσει κανείς και μας πάρουν είδηση."

-"Τι... τι λες Σίλια?" τα χείλη μου τρέμουν. Τα μάτια μου τρέχουν δάκρυα. Τι είπε? Καημένο κορίτσι. Σάλεψε το μυαλό της. 

-Είναι ο Άρχοντας! Και ο Άντονι! Είναι ο Άρχοντας! Και ο Άντονι! Είναι ο Άρχοντας! Και ο Άντονι!-

Ο ψίθυρος της φωνής της, χορεύει μέσα στο κεφάλι μου. Με μαγεύει! Με καλεί, όπως οι σειρήνες τον Οδυσσέα, στο ταξίδι επιστροφής του προς την Ιθάκη.

Η λογική και το παράλογο συγκρούονται. Τσακώνονται μέσα στο μυαλό μου. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Κοιτάζω το χέρι της Σίλιας, που με καλεί, με εκλιπαρεί να την ακολουθήσω. Κοιτάζω προς του δύο ξαπλωμένους στρατιώτες.

-"Στάσου εδώ. Μην κινηθείς." μου λέει η Σίλια ανυπόμονα και τρέχει προς τους στρατιώτες που κοιμούνται. 

Έχω παραλύσει! Τα πόδια μου ριζώσανε πάνω στο υγρό χώμα! Μένω εκεί, ακίνητη, να παρακολουθώ τη σκηνή που εξελίσσεται μπροστά μου. Ο χρόνος διαστέλλεται. Ή το μυαλό μου επεξεργάζεται σε αργή κίνηση. 

Βλέπω τη Σίλια σαν σε όνειρο, να τρέχει, να σκουντάει τους δυο στρατιώτες. Αυτοί πετάγονται όρθιοι, ξαφνιασμένοι. Τους λέει κάτι με έντονες κινήσεις. Δείχνει προς το μέρος μου.

Σηκώνονται. Κοιτάνε προς το μέρος μου. Ο ένας αρχίζει να τρέχει προς εμένα. Βλέπω το πρόσωπό του. Ο Τζέθρο! Δεν μπορεί! Όντως ονειρεύομαι! Ίσως είμαι ακόμα στη σκηνή του διοικητή και κοιμάμαι στην παλέτα μου. Και ονειρεύομαι ότι τους βρήκα όλους! Πρώτα τη Σίλια! Μετά το Τζέθρο! Δεν θέλω να ξυπνήσω. Όχι! Θα μείνω εδώ, κοιμισμένη, να τον βλέπω να τρέχει προς εμένα. Όχι, μη! Τα μάτια μου θολώνουν! Δάκρυα σκεπάζουν την εικόνα. 

Κλείνω τα μάτια μου και πέφτω στα γόνατα.

Ζεστά χέρια με σηκώνουν και με παίρνουν στην αγκαλιά τους.

-"Ιζαμπέλα! Σε βρήκα! Δεν πρόκειται να σε ξαναφήσω ποτέ!" Η φωνή του, ζεστή, οικεία. Το όνομά μου σαν λιτανεία στο στόμα του, σαν προσευχή! Με σηκώνει στην αγκαλιά του. Τα χείλη του κολλάνε στα δικά μου.

Προλαβαίνω να ψελλίσω το όνομά του, πριν αφεθώ τελείως να με παρασύρει σε ένα φιλί που όλο και βαθαίνει. Ένα φιλί, που δεν θέλω να τελειώσει ποτέ!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top