Κεφάλαιο 22 - Στο στόμα του λύκου

Καταφέραμε και μιλήσαμε με τη Σίλια.  Δυστυχώς, όπως μας είπε, δεν είχε καταφέρει να μάθει τίποτα περισσότερο για την Ιζαμπέλα, εκτός από την πληροφορία που της είπε ο νεαρός στρατιώτης, ότι δηλαδή την έχει πάρει ο διοικητής στη σκηνή του. 

Μετά βρήκαμε μια ήσυχη γωνιά στην άκρη του στρατοπέδου και κάτσαμε, ακολουθώντας την εικόνα και τη συμπεριφορά των περισσότερων στρατιωτών γύρω μας, που αφού φάγανε, ξαπλώσαν εδώ και κει αποκαμωμένοι.

 Η Σίλια μας έφερε από ένα μπολ ζεστή σούπα και μια κανάτα κρασί. Καθόμαστε ακουμπισμένοι στον κορμό του δέντρου στην άκρη του στρατοπέδου, κοντά στο ποτάμι. Τρώμε και πίνουμε, παρατηρώντας την κίνηση στο στρατόπεδο. 

Κανείς δε δίνει σημασία στην παρουσία μας εδώ. Όσο επικρατούσε ακόμα η αναμπουμπούλα από την επιστροφή του στρατού στο στρατόπεδο, περιηγηθήκαμε στις δομές και εντοπίσαμε πού είναι τι. Εντοπίσαμε και πού έχουν στηθεί οι σκηνές των αξιωματικών, αλλά δεν ρισκάραμε να πλησιάσουμε, καθώς εκεί η φρουρά πύκνωνε και δε θέλαμε να κάψουμε το χαρτί του τυχαίου στρατιώτη που περιφέρεται.  

Ωστόσο προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε έστω και από μακριά την Ιζαμπέλα. Δυστυχώς χωρίς επιτυχία. Ελπίζω να είναι αλήθεια ότι την πήρε ο διοικητής στην σκηνή του και να μην είναι λόγια που πέταξε αυτός ο βοηθητικός έτσι, για να ξεφορτωθεί τη Σίλια που ανησυχούσε. Ελπίζω μόνο να είναι καλά. Να μην της έχει συμβεί τίποτα. Να μην αργήσαμε.

Τώρα κρεμόμαστε απ'τη Σίλια, να καταφέρει να πλησιάσει. Να σιγουρευτούμε πού βρίσκεται και να της πει ότι είμαι εδώ, γι'αυτήν, για να τιμήσω τον όρκο που έδωσα, για να την προστατέψω με την ίδια μου τη ζωή.

-"Τζέθρο, ρισκάρουμε πολύ που καθόμαστε και το παίζουμε άνετοι εδώ. Πώς θα αντιδράσουμε αν μας πλησιάσει κάποιος και μας ρωτήσει κάτι, ή μας ζητήσει να συμμετάσχουμε κάπου?"

-"Πράττουμε ανάλογα Άντονι. Για την ώρα, είμαστε πιο προφυλαγμένοι εδώ, παρά να χωνόμαστε και να σερνόμαστε στους θάμνους και στα δέντρα. Δες γύρω σου. Εξαντλημένοι στρατιώτες, έχουν ξαπλώσει εδώ και κει, τρώνε και πίνουνε. Οι μισοί απ'αυτούς είναι ήδη μεθυσμένοι. Σε λίγο θα πέσουν ξεροί στον ύπνο."

Ο Άντονι κοιτάζει γύρω του ανήσυχος. Ξαφνικά τον βλέπω να γουρλώνει τα μάτια του και να πετάγεται όρθιος. Βλέπω στο βάθος δυο στρατιώτες να έχουν πιάσει τη Σίλια και να την σπρώχνουν ο ένας πάνω στον άλλον γελώντας. 

Σηκώνομαι και τραβάω το σπαθί μου. Τρέχουμε και οι δύο προς την κατεύθυνση που εξελίσσεται η σκηνή. 

-"Έεεε, σταματήστε αμέσως." Ορμάω ανάμεσά τους και βουτάω τη Σίλια απ'το μπράτσο. Την τραβάω προς το μέρος μου και την σπρώχνω πάνω στον Άντονι.

-"Πού ήσουν τόση ώρα?" της φωνάζει αγριεμένος ο Άντονι καθώς την τραβάει και την απομακρύνει απ'τους άντρες.

-"Τι συμβαίνει παλληκάρια?" ρωτάει ένας απ'τους στρατιώτες, φανερά ενοχλημένος για την παρέμβασή μας.

-"Το κορίτσι είναι πιασμένο φίλε." Του λέω με φιλικό τόνο.

-"Δεν κατάλαβα... Τι θα πει πιασμένο?" μου απαντάει αγριεμένος.

-"Θα πει ότι την έχει διαλέξει ο φίλος μου από δω. Την έστειλε να μας φέρει λίγο κρασί. Ερχόταν σε μας όταν την σταματήσατε."

-"Τι βλακείες είναι αυτές?" μου λέει έξαλλος και κάνει να κινηθεί προς τον Άντονι και τη Σίλια.

Φέρνω το σπαθί μου μπροστά στο λαιμό του και τον σταματάω, ενώ συνεχίζω να του μιλάω με φιλικό τόνο.

-"Ο φίλος μου γίνεται πολύ νευρικός όταν του παίρνουν τα πράγματά του και δεν θέλω να του χαλάσει άλλο το κέφι του σήμερα. Είχαμε αρκετά δύσκολη μέρα."

Ο άλλος στρατιώτης κάνει κίνηση να τραβήξει το σπαθί του, αλλά ο Άντονι τον σταματάει τραβώντας το δικό του.

Έχουμε μείνει ακίνητοι και οι τέσσερις σε μια αλλόκοτη στάση, εγώ με το σπαθί μου στο λαιμό του ενός, ο Άντονι με το δικό του στο στήθος του άλλου και κοιταζόμαστε προκαλώντας ο ένας τον άλλο να κάνει κίνηση.

Μια γυναικεία γλυκιά φωνή, ακούγεται από πίσω μας.

-"Δεν χορτάσατε αίμα ακόμα για σήμερα? Γιατί τσακώνεστε? Υπάρχουν καλύτεροι τρόποι να περάσεις την ώρα σου εδώ γύρω."

Δυο νεαρές κοπέλες πλησιάζουν κοιτώντας λάγνα τους στρατιώτες. Κάνουν ναζιάρικα κουνήματα όλο χαμόγελα και τσαχπινιά. Δύο ταλαίπωρα κορίτσια, λασπωμένες και φανερά  πεινασμένες, που ελπίζουν πως αν τις διαλέξει ένας στρατιώτης, θα φάνε ένα μπολ ζεστή σούπα και θα κοιμηθούν σε μια σκηνή με στέγη και στεγνό πάτωμα.

-"Λοιπόν? Επιμένεις να πάρεις το κορίτσι του φίλου μου?" Προκαλώ τον στρατιώτη μπροστά μου.

Αφήνει έναν αναστεναγμό. Γυρίζει στον φίλο του και του λέει:

-"Ασ'τους Σταν, δεν αξίζει τον κόπο." 

Γυρίζει και βουτάει στην αγκαλιά του μια απ'τις κοπέλες που αρχίζει να χασκογελάει και να τρίβεται πάνω του. Ο φίλος του, ρίχνει μια άγρια ματιά στον Άντονι και τη Σίλια και γυρίζει και φεύγει και αυτός, πιάνοντας αγκαλιά τη δεύτερη κοπέλα και ακολουθώντας τον φίλο του.

Βάζω το σπαθί μου στη θέση του, κοιτάζοντάς τους να απομακρύνονται.

-"Έλα να κάτσεις μαζί μας Σίλια, μέχρι να πέσουν ξεροί αυτοί οι αχρείοι."

-"Σας ευχαριστώ πολύ, άρχοντά μου. Ήταν μισομεθυσμένοι και γυάλιζαν τα μάτια τους. Τρόμαξα πως αυτή τη φορά δεν θα καταφέρω να τη γλιτώσω." 

Πηγαίνουμε οι τρεις μας πια, στην άκρη που καθόμασταν και πριν, κοντά στο ποτάμι.

Ο Άντονι έχει πάρει στην αγκαλιά του τη Σίλια και την έχει σκεπάσει με το σακάκι του. Αρχίζουμε να μιλάμε ψιθυριστά. 

Η Σίλια μας διηγείται πως είναι η δεύτερη φορά που τη γλυτώνει παρά τρίχα. Μας λέει για το ξεδιάλεγμα που κάνανε βάσει ηλικιών οι στρατιώτες όταν φτάσανε εδώ και πως αυτήν και την Ιζαμπέλα, τις είχαν σε μια ομάδα από νέα κορίτσια για τη διασκέδαση των στρατιωτών. Πως και οι δύο κοπέλες που εμφανίστηκαν και φύγαν με τους στρατιώτες, ήταν και αυτές στην ίδια ομάδα. 

Μας διηγείται το τέχνασμα της Λούσι και πώς κατάφερε να τις πάρει στο δικό της πόστο να βοηθάνε στην κουζίνα. 

Μας λέει για την Γκέηλ και τις κόρες της, αλλά και για τις υπόλοιπες κοπέλες, πως έχει μάθει πού βρίσκονται και παρόλο που δεν έχουν έρθει σε επικοινωνία, πιστεύει πως είναι καλά.

Τη μόνη που δεν έχει δει κανείς, είναι την κυρία Μάργκαρετ. Δεν την είδανε καθόλου, ούτε στην πορεία για να έρθουν εδώ.

-"Με την Ιζαμπέλα ήμασταν συνέχεια μαζί άρχοντά μου, δεν χωρίσαμε ούτε λεπτό. Και ξαφνικά... εξαφανίστηκε." μου λέει με θλίψη και βαριά φωνή, κοιτώντας τα χέρια της.

-"Δεν κατάφερα να πλησιάσω ακόμα προς τη σκηνή του διοικητή. Όταν μας ειδοποίησαν πως φτάνει ο στρατός, αρχίσαμε να τρέχουμε για να ετοιμάσουμε τα πάντα για την υποδοχή του. Φωνές, σπρωξίματα, εντολές... Νόμιζα ότι θα τα κατάφερνα να χωθώ μέσα στη φασαρία και να πάω να την αναζητήσω, αλλά δεν τα κατάφερα." Τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα.

Ο Άντονι τη σφίγγει περισσότερο στην αγκαλιά του και με κοιτάζει με σκοτεινό ύφος.

Παίρνω ένα κλαδί και σκαλίζω τη μικρή φωτίτσα που έχουμε ανάψει μπροστά μας. Το μυαλό μου σε βαθιά περισυλλογή. Δεν θα είναι καθόλου εύκολο να τη βγάλω από δω μέσα. Ακόμα δεν έχω καταφέρει να σιγουρευτώ  για το πού βρίσκεται και αν είναι καλά.

Η νύχτα κυλάει. Συνεχίζουμε να μιλάμε για την κατάσταση που έχουμε βρεθεί όλοι μας. Διηγούμαστε στη Σίλια τι έγινε πίσω στο Χάνγκερφορντ. Για τη μάχη που κερδίσαμε και το σοκ όταν γυρίσαμε και βρήκαμε σφαγμένους τους φύλακες και άδειο το κάστρο. Αλλά και για τις μετέπειτα εξελίξεις, τις αποφάσεις που πήραμε και το σχεδιασμό για άμυνα που στήσαμε πριν φύγουμε να έρθουμε εδώ.

Μας λέει την δικιά τους περιπέτεια, τον τρόπο που αρπάξανε όλες τις γυναίκες και τις συγκεντρώσανε εδώ, την εξουθενωτική και μέσα στον τρόμο μετακίνηση μέχρι εδώ, αλλά και πολλές πληροφορίες από τη ρουτίνα του στρατοπέδου κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ποιοι και πώς κάνουν κουμάντο όταν φεύγει ο στρατός, τις εργασίες τους και τις αρμοδιότητές τους.

Συζητάμε φτιάχνοντας διάφορα σενάρια και πετώντας ιδέες που απορρίπτουμε αμέσως καθότι είναι όλες πολύ παρακινδυνευμένες. Μας λείπει το βασικότερο για να σχεδιάσουμε οτιδήποτε και αυτό είναι η ίδια η Ιζαμπέλα. 

Χωρίς να ξέρουμε πού βρίσκεται, σε ποια κατάσταση και αν είναι καλά, ότι και να συζητάμε, πέφτει στο κενό.

Το στρατόπεδο ησυχάζει. Όλοι είναι τελείως εξαντλημένοι και έτσι μετά το φαΐ και το πιοτό και με την κούραση να τους καταβάλλει, πέφτουν ένας ένας και κοιμούνται του καλού καιρού. 

Μόνο τα βογγητά των τραυματιών ακούγονται πότε πότε, μέσα στην απόλυτη ησυχία της κρύας βραδιάς και ο απαλός ήχος από τα κλαδιά που καίγονται και σκάνε μες τη φωτιά.

Η Σίλια σηκώνεται να γυρίσει στη σκηνή της, τώρα που ησυχάσανε τα πράγματα και όλοι πέσαν για ύπνο.

Είπαμε πολλά. Σχέδια και ιδέες ένα σωρό. Όμως αυτό που επείγει, είναι να τη βρούμε. Να είναι καλά. Μένουμε από χρόνο και δεν έχουμε κάνει καμιά πρόοδο. Το μυαλό μου χίλια κομμάτια, σε αυτήν, στους άντρες μου, που άφησα πίσω με την υπόσχεση ότι θα είμαι όσο πιο γρήγορα γίνεται κοντά τους, σε αυτήν...

Η σκέψη ότι είναι κάπου παραδίπλα, σε μια σκηνή μόνη της τρομοκρατημένη, ή κάποιος αξιωματικός απλώνει τα βρωμόχερά του πάνω της, με κάνει να έχω τρελές σκέψεις. Με κάνει να θέλω να σηκωθώ και να αρχίσω να φωνάζω το όνομά της, τρέχοντας ανάμεσα στις σκηνές, με την μόνη ελπίδα να τη δω, να δω ότι είναι ζωντανή, ότι είναι καλά.

Τραβάω το σακάκι μου και προσπαθώ να προφυλαχτώ απ'το κρύο που έχει δυναμώσει όσο προχωράει η νύχτα.

Ο Άντονι δίπλα μου έχει κάνει το ίδιο. Σκεπασμένος με το χοντρό στρατιωτικό σακάκι και στραμμένος προς τη μικρή φωτιά, προσπαθεί να κρατήσει το σώμα του ζεστό. Έχει κλείσει τα μάτια του και προσπαθεί να κοιμηθεί, αλλά το μυαλό του τρέχει, όπως και το δικό μου.

Το σενάριο που φτιάξαμε με τη Σίλια, όσο το γυρίζω στο μυαλό μου, φαντάζει όλο και πιο απίθανο, όλο και πιο εξωπραγματικό. Κλείνω τα μάτια μου. Το μυαλό μου αρχίζει και σχηματίζει εικόνες, ανήσυχες, τρομακτικές. Το κρύο και η υγρασία που σε τρυπάει, βάζουν κι αυτά το χεράκι τους, δημιουργώντας ακόμα πιο ταραγμένες σκέψεις, που μπλέκονται στους ιστούς των ονείρων και γίνονται παράλογες, μακραίνουν, παίρνουν διαστάσεις, μπλέκονται στις δίνες του λογικού και του παράλογου και με τραβάνε σε έναν ταραγμένο ύπνο. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top