Κεφάλαιο 21 - Σου δίνω το λόγο της τιμής μου.
Η καρδιά μου χτυπάει επικίνδυνα γρήγορα. Το ένστικτό μου, μου λέει να τρέξω να φύγω μακριά. Ο πανικός όμως που με έχει λούσει, με έχει καθηλώσει στο σημείο που βρίσκομαι.
Στέκεται εκεί απέναντί μου, βουτηγμένος στα αίματα και με κοιτάζει αγριεμένος. Τα χαρακτηριστικά του μαλακώνουν λίγο, καθώς με περνάει με το βλέμμα του απ'την κορφή ως τα νύχια. Μετά γυρίζει και κοιτάζει προς τον πάγκο με το φαγητό και το κρασί. Μου δείχνει με το χέρι του χωρίς να λέει κουβέντα.
Ακολουθώ με το βλέμμα μου την κατεύθυνση που δείχνει. Η κανάτα με το κρασί. Θέλει να του βάλω να πιει.
Γεμίζω την κούπα και πλησιάζω να του τη δώσω. Η μυρωδιά του αίματος γεμίζει τα ρουθούνια μου. Μεταλλική, βαριά, μυρωδιά από αίμα, ιδρώτα και κάτι ζωώδες, άγριο, τρομακτικό! Η μυρωδιά του θανάτου! Το στομάχι μου αναποδογυρίζει. Προσπαθώ να κρατήσω σταθερό το χέρι μου να μην τρέμει και του δίνω την κούπα γεμάτη κρασί.
Την παίρνει και χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του απ'τα μάτια μου, την κατεβάζει μονορούφι. Μετά μου την δίνει να την ξαναγεμίσω. Πίνει και τη δεύτερη με την ίδια δίψα. Μου δίνει την κούπα, γυρίζει την πλάτη του και πάει και κάθεται στην καρέκλα.
-"Βγάλε μου τις μπότες." δίνει την εντολή του. Η φωνή του περίεργα χαμηλή. Σα να κάνει προσπάθεια να μιλήσει σιγά μη με τρομάξει. Ή σα να είναι τόσο εξαντλημένος, που του είναι δύσκολο να βάλει τη μια λέξη δίπλα στην άλλη και να στήσει μια πρόταση.
Πλησιάζω και γονατίζω μπροστά του. Οι μπότες του, γεμάτες αίμα και λάσπες. Αίμα αθώων ανθρώπων που προσπάθησαν να υπερασπιστούν τη ζωή τους. Μένω να κοιτάζω ακίνητη, παγωμένη, χωρίς να μπορώ να κουνηθώ.
-"Μην με κάνεις να επαναλάβω την εντολή." γρυλίζει με αυτή την περίεργα χαμηλή φωνή ξανά.
Νιώθω το βλέμμα του στο σβέρκο μου, ζεστό σαν τον ήλιο, να με καίει, να με τρυπάει.
Έλα Ιζαμπέλα, κουνήσου. Μην τον εξοργίζεις. Υπάκουσε Ιζαμπέλα, επιβίωσε Ιζαμπέλα.
Με τρεμάμενα χέρια, πιάνω τη μια μπότα πρώτα και την τραβάω προς τα έξω. Μετά κάνω το ίδιο με την άλλη. Μένω ακίνητη, γονατισμένη μπροστά του, με το κεφάλι χαμηλωμένο στο πάτωμα.
-"Σου είπε ο Τζακ ποια είναι τα καθήκοντά σου?"
Ο Τζακ? Ποιος είναι ο Τζ... Α! Το μικρό καθήκι. Τζακ-(ας) λοιπόν τον λένε.
-"Ναι, με ενημέρωσε. Έχω έτοιμο το μπάνιο με ζεστό νερό και αρωματισμένο με το έλαιο που μου υπέδειξε. Και το φαγητό είναι έτοιμο και ζεστό."
Σηκώνεται και τεντώνει τα χέρια του. Με κοιτάζει έντονα, κάνοντας νεύμα προς το τεντωμένο χέρι του. Τι θέλει τώρα? Θέλει να τον γδύσω? Εγώ? Ω! Θεέ μου, γιατί το κάνει αυτό? Μένω μερικά δευτερόλεπτα να τον κοιτάζω. Κάνει έναν ανυπόμονο ήχο και ξεφυσάει.
Μην τον εκνευρίσεις άλλο Ιζαμπέλα. Υπάκουσε Ιζαμπέλα, επιβίωσε Ιζαμπέλα.
Παίρνω βαθιά ανάσα και αρχίζω να μιλάω, για να αποτρέψω τον εαυτό μου απ'το να τρέμει στη θέα των αιματοβαμμένων ρούχων του. Τραβάω με τρεμάμενα δάχτυλα το μανίκι του και βγάζοντας το σακάκι, του λέω:
-"Σε ευχαριστώ που με έσωσες από τους δύο στρατιώτες που μου επιτέθηκαν. Και που μου πρόσφερες φαΐ, στέγη και ρούχα. Μεγάλη καλοσύνη σου!"
Δεν απαντάει. Δεν λέει τίποτα. Μόνο κάνει κίνηση να με βοηθήσει να του βγάλω το σακάκι. Το διπλώνω κουβάρι και το ακουμπάω δίπλα στις μπότες του. Μόλις γδυθεί τελείως, πρέπει να τα μαζέψω και να τα πάω έξω στους πάγκους για πλύσιμο. Εκεί που μου υπέδειξε ο Τζακ-ας. Και τις μπότες του, να τις αφήσω έξω απ'τη σκηνή. Δεν είναι δικιά μου δουλειά οι μπότες του, μου είπε.
Έτσι, κράτα το μυαλό σου συνέχεια απασχολημένο Ιζαμπέλα με αυτά που πρέπει να κάνεις. Μην καταρεύσεις Ιζαμπέλα. Δυνατά Ιζαμπέλα.
-"Πώς είναι το όνομά σου?" μου λέει και η φωνή του είναι πάλι γλυκιά και ζεστή, όπως εχτές το βράδυ, όταν με ρώταγε αν είμαι καλά.
Σηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάω κατευθείαν στα μάτια. Έχει μαλακώσει όλο του το πρόσωπο. Η αγριάδα και η τρομακτική όψη, έχουν αντικατασταθεί από μια θλίψη. Και τα μάτια του... Τα μάτια του είναι πιο θολά τώρα. Λες και είναι έτοιμος να κλάψει. Ή είναι απ'το κρασί? Μπορεί! Ναι, μάλλον τα δύο ποτήρια κρασί που κατέβασε μονορούφι, έχουν αρχίσει να απλώνουν τη θολούρα τους, στο μυαλό του και το βλέμμα του.
-"Με λένε Ιζαμπέλα αρχοντ... Αλήθεια, πώς πρέπει να σε αποκαλώ εγώ?"
Ανορθώνει το κεφάλι του και με κοιτάει εξεταστικά.
-"Είμαι ο διοικητής αυτού του στρατεύματος. Έτσι με αποκαλούν όλοι. Μπορείς να με αποκαλείς 'κύριε διοικητή', ή απλώς 'κύριε' αν σου φαίνεται μεγάλο." μου λέει με επισημότητα και συνεχίζει, λίγο πιο χαμηλόφωνα αυτή τη φορά:
-"Το όνομά μου είναι Τζορτζ Μπέικερ, απ'το Μάρλμπορο. Αν θες, μπορείς να το χρησιμοποιήσεις Ιζαμπέλα, αλλά μόνο όταν είμαστε οι δυο μας. Παρουσία οποιουδήποτε άλλου, θα με αποκαλείς 'κύριε διοικητή'."
-"Και από πού είσαι Ιζαμπέλα?"
Είμαι απ'τον εικοστό πρώτο αιώνα και δεν έπρεπε να βρίσκομαι εδώ μπροστά σου. Ζω έναν εφιάλτη χωρίς τέλος αγαπητέ Τζορτζ... Όχι ότι θα χρησιμοποιήσω ποτέ το όνομά του, μέσα στο μυαλό μου όμως, μαλακώνουν λίγο οι ζοφερές σκέψεις με την οικειότητα που σου δημιουργεί η χρήση από ένα μικρό όνομα. Αντί αυτού, του απαντάω :
-"Είμαι απ'το Χάνγκερφορντ, κύριε διοικητά."
Το βλέμμα του σκοτεινιάζει. Τραβιέται προς τα πίσω και αρχίζει να γδύνεται μόνος του. Επιτέλους! Καιρός ήτανε! Φοβήθηκα ότι θα ήθελε να συνεχίσω με το γιλέκο και το παντελόνι του.
-"Φέρε μου κρασί." μου λέει απότομα. Και σκληρά. Γιατί αγρίεψε πάλι? Τι είπα?
Πάω προς τον πάγκο και γεμίζω την κούπα του με κρασί, μέχρι την κορυφή. Αναρωτιέμαι αόριστα πόσα ποτήρια κρασί θα χρειαστούν ακόμα για να πέσει ξερός. Γυρίζω και μένω ακίνητη στο σημείο που βρίσκομαι. Στέκει τελείως γυμνός μπροστά στην ξύλινη μπανιέρα με το αχνιστό μυρωδάτο νερό. Το σώμα του, άσπρη επιδερμίδα ανέγγιχτη απ'τον ήλιο, έχει σε πολλά σημεία, ουλές, μελανιές και γρατζουνιές. Κλωτσάει το παντελόνι του στο πλάι και με αργή, τελετουργική κίνηση, μπαίνει και βυθίζεται μέσα στο ζεστό νερό.
Με τις χούφτες του, παίρνει νερό και ξεπλένει το πρόσωπό του. Βουτάει ολόκληρο το κεφάλι του μέσα στο νερό. Μετά γέρνει προς τα πίσω και κλείνει τα μάτια του. Με καθαρό το πρόσωπο απ'τα αίματα και με το νερό να κυλάει και να στάζει απ'τις άκρες των βρεγμένων του μαλλιών, δείχνει ξαφνικά τόσο θλιμμένος και εξαντλημένος.
Πλησιάζω με αργά, αθόρυβα βήματα.
-"Το κρασί σας κύριε."
Ανοίγει τα μάτια του και με κοιτάζει περίεργα. Λες και ξέχασε ότι ήμουν στη σκηνή μαζί του, λες και ξαφνιάστηκε που με είδε. Παίρνει το κρασί και το αδειάζει με μεγάλες γουλιές. Σκύβω να μαζέψω τα πεταμένα ρούχα του, αλλά μου το δίνει και μου ζητάει να του το ξαναγεμίσω.
Το αρωματισμένο ζεστό νερό σε συνδυασμό με το κρασί, κάνει τη δουλειά του. Αναρωτιέμαι αν αυτό το έλαιο έχει κάποια ναρκωτική ουσία, γιατί το βλέμμα του έχει αλλάξει τελείως πάλι. Δείχνει βαρύ και θολό, σα να είναι 'φτιαγμένος', σαν υπνωτισμένος. Αυτός σε λιγάκι θα πέσει ξερός! Μήπως να του προτείνω να φάει κάτι πρώτα? Μήπως να το βούλωνες και να κάνεις αυτό που σου λέει?
Το μυαλό μου αρχίζει να διαφωνεί με τις ίδιες τις σκέψεις του τώρα. Εντάξει! Αφήνω κάτω τα ρούχα και πάω πάλι προς τον πάγκο. Τον ακούω πίσω απ'την πλάτη μου να μονολογεί. Σαν ψίθυρος, σα να προσεύχεται.
Του φέρνω την κούπα ξαναγεμισμένη. Η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται. Την κατεβάζει στον πάτο με γρήγορες μεγάλες γουλιές. Κρεμάει το χέρι του έξω απ'τη μπανιέρα και αφήνει το κύπελλο να πέσει στο έδαφος. Σκάει κάτω, στραγγισμένο απ'το περιεχόμενό του και κυλάει μέχρι τα πόδια μου.
Κοιτάω τον διοικητή. Έχει ξανα-ακουμπήσει το κεφάλι του πίσω. Τα μάτια κλειστά. Αργές βαθιές ανάσες. Βασανισμένο πρόσωπο. Τελείως ακίνητος, λες και κοιμάται.
Σκύβω, μαζεύω το κύπελλο και τα ματωμένα ρούχα του. Απομακρύνομαι με σιγανά βήματα. Πάω τα ρούχα στο σημείο που μου υπέδειξε ο Τζακ-ας, για να τα πάρουν για πλύσιμο και αφήνω τις μπότες του έξω από τη σκηνή.
Γυρίζω μέσα. Είναι ακριβώς στην ίδια στάση, με κλειστά μάτια, μόνο που η αναπνοή του έχει βαρύνει, σαν απαλό ροχαλητό. Σα να κοιμάται.
Φέρνω καθαρά ρούχα και μια πετσέτα απ'το ράφι και πάω και στέκομαι δίπλα του. Αφήνω τα ρούχα και σκύβω από πάνω του να τον παρατηρήσω.
Όντως κοιμάται. Παρατηρώ το πρόσωπό του. Πρέπει να είναι γύρω στα σαράντα. Οβάλ πρόσωπο που περιβάλλεται από πυρρόξανθα και ελαφρώς σπαστά μαλλιά, μακριά ίσια μύτη και ένα πρόσωπο γεμάτο αχνές φακίδες. Πλησιάζω το χέρι μου να ακουμπήσω το νερό. Πρέπει να έχει κρυώσει πια. Θα παγώσει. Μήπως πρέπει να τον ξυπ...
Μια απότομη κίνηση! Ένα σπλας! Το χέρι του πιάνει το λαιμό μου και σφίγγει με όλη του τη δύναμη. Νιώθω να πνίγομαι. Ο αέρας σταματάει να περνάει στα πνευμόνια μου. Βάζω τα χέρια μου πάνω στο δικό του και προσπαθώ να το τραβήξω απ'το λαιμό μου. Είναι πολύ δυνατός και γω τόσο αδύναμη. Ζαλίζομαι, νομίζω ότι θα χάσω τις αισθήσεις μου. Τεντώνω τα χέρια μου και γρατζουνάω το πρόσωπό του. Ήχοι πνιξίματος λεκιάζουν την απόλυτη ησυχία.
Με σπρώχνει και με πετάει στο έδαφος. Ρουφάω απότομα αέρα και αρχίζω να βήχω, ενώ έχω φέρει τα χέρια μου γύρω απ'το λαιμό μου. Μαζεύομαι κουβάρι. Γι'αυτό με έσωσε απ'τα χέρια των στρατιωτών? Για να με πνίξει με τα δικά του? Τρόμος με έχει κυριεύσει. Τα μάτια μου έχουν γεμίσει δάκρυα. Τυλίγω τα χέρια μου γύρω απ'τα λυγισμένα γόνατά μου προσπαθώντας να προστατευτώ. Έχω μαζευτεί ένα κουβαράκι στη γωνία και τρέμω σαν το ψάρι, για το τί θα ακολουθήσει.
Σηκώνεται με μια απότομη κίνηση. Παίρνει την πετσέτα που είναι ακουμπισμένη δίπλα στη μπανιέρα και την τυλίγει γύρω απ'τη μέση του.
Έρχεται με γρήγορα βήματα κοντά μου. Νερά στάζουν παντού απ'το σώμα του δημιουργώντας μικρά ρυάκια που τρέχουν στο πάτωμα.
Αυτό ήταν! Τελείωσα! Κλείνω σφιχτά τα μάτια μου.
Γονατίζει μπροστά μου.
-"Συγνώμη!" ψελλίζει. Ανοίγω τα μάτια μου και τον κοιτάζω. Το βλέμμα του τελείως θολό. Το άσπρο γύρω απ'την κόρη των ματιών του έχει γίνει κόκκινο, από μικρές φλεβίτσες γεμάτες αίμα που το έχουν καλύψει.
Με πιάνει και με σηκώνει όρθια. Με κατευθύνει στην καρέκλα να κάτσω.
-"Συγνώμη!" μου ξαναλέει με απαλή φωνή.
Τον κοιτάζω σαστισμένη! Τα χέρια μου τρέμουνε. Η αναπνοή μου πασχίζει να γυρίσει στα φυσιολογικά της. Τι έγινε? Δεν μπορώ να καταλάβω. Τη μια στιγμή πάει να με πνίξει και λέω ότι ως εδώ ήταν, τελείωσε η ζωή μου και την άλλη στιγμή μου ζητάει συγνώμη και δείχνει ένα ράκος.
Σηκώνει το χέρι του και το φέρνει στα μαλλιά μου. Τραβιέμαι. Μένει ακίνητος. Τα μάτια του, τόσο θολά, τόση δυστυχία μέσα τους... Μαζεύει το χέρι του και κοιτάζει το πάτωμα.
-"Σου ζητώ συγνώμη. Ήταν αντανακλαστικό. Δεν θα σε ξανα-ακουμπήσω ποτέ. Έχεις το λόγο της τιμής μου. Εκτός και αν... εσύ μου το ζητήσεις." λέει με μια φωνή τραγική και ένα μηχανικό τόνο, λες και απαγγέλλει ποίηση.
Πάει και γεμίζει ένα ποτήρι με νερό και μου το φέρνει. Μου το δίνει να πιω ενώ ψελλίζει ξανά συγνώμη.
Παίρνω το ποτήρι και το φέρνω στα χείλη μου. Τα χέρια μου συνεχίζουν το τρέμουλό τους με δική τους πρωτοβουλία. Πίνω μερικές γουλιές, ενώ δεν παίρνω τα μάτια μου απ'τα δικά του.
Συνεχίζει και δείχνει ταραγμένος και βαθιά μετανιωμένος. Γυρνάει, παίρνει τα καθαρά ρούχα που του είχα αφήσει δίπλα στην μπανιέρα και αρχίζει να ντύνεται με γρήγορες κινήσεις.
-Δεν θα σε ξανα-ακουμπήσω ποτέ. Έχεις το λόγο της τιμής μου. Εκτός και αν... εσύ μου το ζητήσεις-
Εκτός και αν του το ζητήσω εγώ? Έχει τρελαθεί τελείως, ή είναι λόγια κρασιού αυτά? Τα έχω τελείως χαμένα. Συνεχίζω και παίρνω βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να συνέλθω. Δύο συνεχόμενες μέρες, δέχομαι επίθεση από στρατιώτες και γλυτώνω στο τσακ! Πώς το λέγαμε πίσω στον εικοστό πρώτο αιώνα? Τρίτη και φαρμακερή?
Έχει ντυθεί και γυρίζει προς το μέρος μου.
-"Δεν έπρεπε να συμβεί αυτό. Πρέπει να με πιστέψεις. Δεν είχα πρόθεση... -Τρίβει το σβέρκο του με το χέρι του- Τίποτα απ'ότι συμβαίνει αυτόν τον καιρό δεν έπρεπε να έχει συμβεί. Αυτός ο κόσμος τρελάθηκε τελείως. Λες και ο Θεός μας εγκατέλειψε, ή μας τιμωρεί για κάτι που δεν καταλαβαίνουμε."
Κάθεται στο κρεβάτι του, σκυμμένος με τα χέρια ανάμεσα στα πόδια του. Συντετριμμένος! Έχει τέτοιο βάρος στην καρδιά του, το βλέπεις, ξεχειλίζει απ'όλους τους πόρους του δέρματός του. Βασανίζεται από ενοχές! Τύψεις τον συνθλίβουν!
Έχω αρχίσει να τον λυπάμαι. Ο διοικητής ενός πανίσχυρου στρατού, μπροστά στα μάτια μου καταρρέει. Δείχνει βαθιά μετανιωμένος, όχι μόνο για αυτό που συνέβη μόλις μεταξύ μας, αλλά για πολλά περισσότερα.
Σηκώνομαι και τον πλησιάζω διστακτικά.
-"Σε πιστεύω." του λέω σιγανά.
Ανασηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάει. Βλέμμα ταραγμένο, πονεμένο.
Από την είσοδο της σκηνής, ακούγεται η φωνή του Τζακ-ας.
-"Κύριε διοικητά!"
Η τέντα ανασηκώνεται αργά και το μικρό καθίκι ξεπροβάλλει, βαστώντας το σπαθί και το όπλο του διοικητή με ευλάβεια στα χέρια του, λες και κρατάει ένα μωρό. Με σκυμμένο το κεφάλι, προχωράει και τα τοποθετεί προσεκτικά σε μια ιδιότυπη βάση, δίπλα στο κρεβάτι του, που δεν είχα δώσει προσοχή, γιατί δεν είχα καταλάβει σε τι χρησιμεύει. Είναι ένα είδος βάσης, κάτι σαν εκθετήριο για τα όπλα του διοικητή.
Ξαναβγαίνει έξω και μετά ξαναμπαίνει αμέσως, φέρνοντας και τις μπότες του διοικητή, καθαρές και καλό-λαδωμένες. Τις ακουμπάει και αυτές δίπλα στο εκθετήριο με τα όπλα. Γυρίζει και μου ρίχνει μια γρήγορη ματιά όλο απέχθεια. Πραγματικά τώρα, ποιο είναι το πρόβλημά του? Μετά γυρίζει προς τον διοικητή και τον κοιτάζει με δέος στα μάτια, περιμένοντας κάποια εντολή.
-"Εντάξει Τζακ, σε ευχαριστώ, μπορείς να πηγαίνεις. Δεν θα χρειαστώ τις υπηρεσίες σου άλλο σήμερα." του λέει με σταθερή και δυνατή φωνή.
Γυρίζω και τον κοιτάζω. Έχει αλλάξει τελείως! Είναι πάλι ο σκληρός, ο αγέρωχος διοικητής με το σχεδόν τρομακτικό πρόσωπο. Ώστε η εικόνα που είδα προ ολίγου, ήταν γλίστρημα της μάσκας που φοράει μπροστά στο στρατό του. Αυτός ο άνθρωπος είναι τόσο βασανισμένος και πρέπει να προσποιείται συνέχεια τον ισχυρό, τον ακλόνητο αρχηγό. Δείχνει άνθρωπος με τιμή και αρχές. Το ξέσπασμά του στους άντρες που μου επιτέθηκαν, περνάει σαν αεράκι απ'τις σκέψεις μου.
-"Έχεις φάει σήμερα?" μου λέει, μόλις φεύγει ο Τζακ απ'τη σκηνή.
-"Ναι, μου έδωσε ο Τζακ -α..., ο Τζακ να φάω και να πιω μόλις ξύπνησα. Σε ευχαριστώ και πάλι για την καλοσύνη σου."
-"Σερβίρισε δύο μπολ και έλα να φάμε παρέα."
Τον κοιτάζω σουφρώνοντας τα φρύδια μου με απορία. Είπε να φάμε παρέα?
-"Έχω καιρό να φάω με κάποιον παρέα και εσύ έχεις να φας απ'το πρωί. -μου λέει χαλαρά- Σε παρακαλώ..." συμπληρώνει χαμηλόφωνα.
Σερβίρω τη ζεστή σούπα σε δυο μπολ και πάω κοντά του. Μου κάνει χώρο να κάτσω δίπλα του μπροστά στο μικρό τραπεζάκι. Αρχίζουμε να τρώμε, χωρίς να μιλάει κανένας μας.
-"Είχαμε μια σκληρή μάχη σήμερα. Έχασα αρκετούς άντρες μου και πολλοί τραυματίστηκαν σοβαρά." Αρχίζει να μιλάει με αργή και τραγική φωνή. Σα να εξομολογείται.
Δεν λέω κουβέντα. Μένω με το κουτάλι στον αέρα, να τον κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια. Συνεχίζει.
-"Η γενναιότητα των αντρών που αντιμετωπίσαμε, ήταν εντυπωσιακή! Αξιομνημόνευτη! Ήταν λίγοι, πολλοί λιγότεροι από μας. Όμως πολέμησαν λυσσαλέα."
Συνεχίζω να τον κοιτάζω χωρίς να λέω κουβέντα. Αφήνω να βγάλει από μέσα του το βάρος και τον πόνο που τον πνίγει.
-"Και να ξέρεις ότι έχεις απέναντί σου ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι αδέλφια σου, συμφοιτητές, φίλοι... Άνθρωποι που αγωνίζονται να υπερασπιστούν τους δικούς τους, τα σπίτια τους..."
Ανασηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει λυπημένος. Τεντώνει το χέρι του να βάλει ένα αδέσποτο τσουλούφι μου, στη θέση του. Τραβιέμαι ασυναίσθητα. Παγώνει!
-"Σου έδωσα το λόγο της τιμής μου, πως δεν θα σε πειράξω. Δεν σου είναι αρκετός?" μου λέει ηττημένος.
Ξεροκαταπίνω.
-"Σε πιστεύω. Συγνώμη." Παύση. Απόλυτη ησυχία. Άβολη, βαριά ησυχία. Άντε Ιζαμπέλα, πες κάτι...
-"Και νιώθεις τύψεις για το ότι έπρεπε να επιτεθείς σε ομοεθνείς σου..." λέω απαλά.
-"Τύψεις? Δεν νιώθω τύψεις εγώ! Είμαι στρατιωτικός. Εκτελώ εντολές. Δεν έχω την πολυτέλεια να έχω τύψεις." μου λέει έντονα, αλλά μπορώ να αισθανθώ το σαρκασμό στα λόγια του.
Άλλη μια παύση... Άλλη μια άβολη ησυχία ανάμεσά μας...
Σηκώνομαι και μαζεύω τα άδεια πια μπολ από μπροστά μας. Προχωράω προς τον πάγκο όταν τον ακούω πίσω απ'την πλάτη μου, να ξαναμιλάει με βαριά φωνή.
-"Είναι περίεργο! Σφάζω κόσμο, σκοτώνω χωρίς να ρωτάω, χωρίς να εξετάζω, γιατί αυτό πρέπει να κάνω, γιατί ένας καλός στρατιώτης αυτό πρέπει να κάνει. Δεν επεξεργάζεται, δεν αμφισβητεί, απλά εκτελεί. Όταν όμως μένω μόνος μου, οι εικόνες με πνίγουν. Είναι όλα ένα μεγάλο λάθος! Και όταν μου είπες ότι είσαι απ'το Χάνγκερφορντ..."
Στο άκουσμα της πόλης, τα μπολ πέφτουν απ'τα χέρια μου. Η συνειδητοποίηση απλώνεται απ'την κορφή του κεφαλιού μου, περνάει τυλίγοντας τη ραχοκοκκαλιά μου και κατεβαίνει ως τα πόδια μου. Ένα ρίγος με κάνει να τρέμω ολόκληρη. Γυρίζω και τον κοιτάζω έντρομη!
-"Στο Χάνγκερφορντ κάνατε επίθεση? Όλα αυτά τα αίματα πάνω σου... Έσφαξες τους κατοίκους του Χάνγκερφορντ? Τους στρατιώτες? Ο Τζεθ... Ο άρχοντας? Ζει? Επέζησε κανένας?"
Ο πανικός με έχει λούσει. Αρχίζω και φωνάζω ενώ τον κοιτάζω πανικόβλητη. Δεν απαντάει. Γιατί δεν απαντάει? Με κοιτάζει και μετά χαμηλώνει το βλέμμα του στο πάτωμα. Ω! Θε μου! Θα λιποθυμήσω! Τι σημαίνει αυτό? Ο Τζέθρο... νεκρός! Όχι!!!
Ορμάω πάνω του και τον χτυπάω με τις μπουνιές μου στο στήθος. Δεν αντιδράει, δεν κουνιέται. Μένει εκεί να τον χτυπάω. Ακίνητος. Αμίλητος.
-"Με έβαλες να σε γδύσω, να σου καθαρίσω τα αίματα! Τα αίματα απ'τους ανθρώπους μου! Σχεδόν σε λυπήθηκα! Μου μίλαγες για γενναιότητα! Εντυπωσιακή! Αξιομνημόνευτη! Γιατί? Για να με παρηγορήσεις? Ότι πολέμησαν γενναία? Ότι δεν δείλιασαν πριν τους σφάξεις όλους?"
Συνεχίζω να τον χτυπάω. Αδύναμες μικρές μπουνιές η μια πίσω απ'την άλλη, που δεν του προξενούν καμιά ενόχληση, ενώ κλαίω απαρηγόρητη πια. Λυγμοί με πνίγουν! Χτυπάω, χτυπάω, χτυπάω, μέχρι που δεν έχω άλλη δύναμη, άλλο κουράγιο. Πέφτω μπροστά του, στα γόνατα. Βάζω τα χέρια μου στο πρόσωπο και κλαίω, όπως δεν έχω κλάψει ποτέ στη ζωή μου.
Γονατίζει δίπλα μου. Αρχίζει και μου μιλάει αργά και σιγανά.
-"Δεν στο είπα για να σε παρηγορήσω. Όχι. Δεν ξέρω εγώ από τέτοια συναισθήματα. Είμαι στρατιώτης. Το μόνο που έμαθα στη ζωή μου είναι να ακολουθώ εντολές. Αλλά ήταν απίστευτη η γενναιότητα αυτών των αντρών! Υπερτερούσαμε σε αριθμό και μας διέλυσαν. Έχασα ένα σωρό άντρες σήμερα. Πάντα μας μαθαίνανε ότι ο προορισμός του άντρα, του στρατιώτη, είναι να μη δειλιάσει μπροστά στη μάχη. Να έχει έναν έντιμο θάνατο!"
Ακουμπάει το χέρι του στα μαλλιά μου και με χαϊδεύει με απαλές κινήσεις.
Σηκώνω το κεφάλι μου και τον κοιτάζω. Τα δάκρυα κυλάνε στο πρόσωπό μου.
-"Με τι ανοησίες σας μεγαλώνουν εσάς τους άντρες. Να στερείτε ζωές και να μιλάτε για γενναιότητα και δειλία. Αλλά πώς μπορείτε να καταλάβετε την αξία μιας ζωής? Μια γυναίκα μόνο θα καταλάβαινε πόσο ανόητα είναι όλα αυτά, γιατί μια γυναίκα σας δίνει τη ζωή που τόσο άσκοπα και εύκολα στερείτε. Δεν υπάρχουν δειλοί και γενναίοι στον πόλεμο. Μόνο νεκροί και ζωντανοί. Μόνο νεκροί και ζωντανοί..."
Οι λυγμοί σβήνουν τη φωνή μου. Το σώμα μου τραντάζεται απ'τα κλάματα. Μένω εκεί γονατισμένη, να κλαίω χωρίς να μπορώ να σταματήσω τα αναφιλητά μου. Η εικόνα του Τζέθρο!Το λυπημένο βλέμμα του! Ο αποχαιρετισμός μας! Το πρώτο και τελευταίο φιλί μας! Οι τελευταίες κουβέντες μας...
"... έχεις το λόγο μου. Θα σε προστατέψω με την ίδια μου τη ζωή αν χρειαστεί...
...Μην δίνεις όρκους που δεν μπορείς να κρατήσεις...
... Ίσως ήταν γραφτό μας, εγώ να συμπληρώσω τα κενά σου και εσύ τα δικά μου...
...Μόνο γύρνα γερός κοντά μου..."
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top