Κεφάλαιο 2 - Στους κήπους
Απίστευτο! Κατάφερε πάλι να με ξαφνιάσει και δεν είμαι άνθρωπος που ξαφνιάζομαι εύκολα!
Έχει σκύψει μπροστά μου, σε υπόκλιση, αλλά έχει ανασηκώσει το κεφάλι της και με κοιτάει με τρομαγμένα μάτια.
Από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, καταφέρνει συνέχεια να με ξαφνιάζει.
Εχτές το απόγευμα, ενώ γύριζα από κυνήγι στο δάσος, άκουσα τις απεγνωσμένες κραυγές της. Κάλπασα κοντά της και τη βρήκα, γυμνή, λασπωμένη και καταχτυπημένη, να αιμορραγεί σε πολλά σημεία στα χέρια της και τα πόδια της.
Αυτός ο σιχαμένος ο Μπιλ ο ταβερνιάρης, την είχε δέσει σε ένα στύλο και ετοιμαζόταν να τη μαστιγώσει. Έφτασα εγκαίρως την ώρα που σήκωνε το μαστίγιο ψηλά και ήταν έτοιμος να το ρίξει πάνω στο τρεμάμενο κορίτσι, που ούρλιαζε σε απόγνωση.
Πήδηξα απ'το άλογό μου και με μια κλωτσιά, τον έριξα στο έδαφος.
Άρχισε να μου λέει τις γνωστές τρελές ιστορίες του, για μάγισσες που τον καταδιώκουν και για δαιμόνια που εξαπολύουν εναντίον του προσπαθώντας να τον καταστρέψουν, αλλά πως πρόλαβε εγκαίρως και έπιασε αυτόν τον μικρό κοκκινομάλλικο δαίμονα, πριν προλάβει να του κάνει ζημιά και ετοιμαζόταν να του δώσει ένα καλό μάθημα.
Έγινα έξαλλος με το θράσος του! Γύμνωσε ένα κορίτσι και ετοιμαζόταν να το σακατέψει με το μαστίγιό του! Τον είχα προειδοποιήσει πως έτσι και ξαναχτυπήσει κάποιον θα έχει να αντιμετωπίσει πολύ άσχημες συνέπειες, αλλά αυτός ο τρελόγερος δεν βάζει μυαλό. Με φέρνει συνέχεια στα όριά μου, κάποια στιγμή δεν θα κρατηθώ μαζί του.
Εχτές όμως προτεραιότητα είχε να σώσω αυτό το φτωχό πλάσμα που έτρεμε σαν το ψάρι και ούρλιαζε σαν χτυπημένο κουτάβι, δεμένο στο στύλο. Έδωσα το παλτό μου στον Άντονι τον πιστό μου συνοδό και φίλο, να την τυλίξει και να την ανεβάσει στο άλογό του και για μια τελευταία φορά, προσπάθησα να μιλήσω λογικά με τον καταραμένο τον Μπιλ τον Ταβερνιάρη.
Έπεσε στα γόνατα και άρχισε να με ικετεύει να μην την πάρω μαζί μου, πως είναι αποκρουστική και επικίνδυνη, πως εμφανίστηκε ξαφνικά μέσα σε μια λάμψη στο δάσος γυμνή, φωνάζοντας και κάνοντας σατανικά τελετουργικά και πως θα έφερνε μεγάλη συμφορά στην πόλη μας, άμα την έπαιρνα στον πύργο μου.
Άρχισα να του φωνάζω για άλλη μια φορά πως, ότι βρίσκεται στην επικράτεια μου ανήκει και πως θα κάνω ότι θέλω και κρίνω σωστό και πως είναι τυχερός που νύχτωνε, έπεφτε κρύο και έπρεπε να γυρίσουμε, αλλιώς θα του έδειχνα την οργή μου για τις πράξεις του επιτόπου.
Όταν φτάσαμε στον πύργο, έδωσα εντολή να πλύνουν και να ταΐσουν το άμοιρο κορίτσι και να της φτιάξουν και ένα φόρεμα, να νιώσει λίγο καλύτερα και να συνέλθει απ'το σοκ και την τρομάρα που θα πέρασε. Είπα να την οδηγήσουν στα διαμερίσματα που μέναν οι γονείς μου όταν ζούσαν, για να της χαρίσω μερικές ώρες ηρεμίας, ζέστης και θαλπωρής.
Οι γυναίκες πιάσανε αμέσως δουλειά και την αντιμετώπισαν σαν αρχόντισσα, κάτι που έδωσα εντολή, σαν δώρο, σαν αντάλλαγμα για τις φρικτές στιγμές που πέρασε στα χέρια ενός από τους υπηκόους μου.
Σήμερα, ήρθα να τη συναντήσω και είχα το δεύτερο, ακόμα μεγαλύτερο ξάφνιασμα από χτες που την έσωσα. Περίμενα να δω κάποιο κακοζωισμένο, ταλαιπωρημένο πλάσμα. Περίμενα ακόμα να έχει και κάποια παραμόρφωση στο πρόσωπο, ουλές, χαλασμένα στραβά δόντια, ή κάτι τέλος πάντων που θα έκανε τον χαζοΜπιλ να τη θεωρήσει δαίμονα. Αντίθετα, μια πανέμορφη κοπέλα, με γκριζοπράσινα μάτια, φωτεινό δέρμα, υπέροχα κατακόκκινα χείλια και κυματιστά πανέμορφα καστανοκόκκινα μαλλιά, εμφανίστηκε μπροστά μου. Ντυμένη με το πολύ όμορφο φόρεμα που της έφτιαξαν οι κυρίες του πύργου, σου έκοβε την ανάσα. Στεκόταν εκεί μπροστά μου, φοβισμένη χωρίς να λέει κουβέντα.
Και πάνω που άρχισα να πιστεύω ότι είναι μουγκή, ή διανοητικά καθυστερημένη και οι κραυγές της ήταν αυτές που πανικόβαλαν τον Μπιλ και την πέρασε για δαίμονα, ανοίγει το στόμα της και μιλάει όπως θα μίλαγε μια Λαίδη. Απαλή, μελωδική φωνή και μια άγνωστη προφορά, συνοδεύει λέξεις που μόνο μια μορφωμένη γυναίκα θα χρησιμοποιούσε.
Πραγματικά αυτό το ξάφνιασμα ήταν και το μεγαλύτερο. Δεν το περίμενα αυτό! Από πού έρχεται αυτό το πανέμορφο πλάσμα και πώς βρέθηκε λασπωμένη και καταχτυπημένη στην επικράτειά μου και στα χέρια του βρωμοΜπιλ?
Με κοιτάει κατευθείαν στα μάτια. Άλλο ένα δείγμα ότι προέρχεται από οικογένεια με κύρος. Το βλέμμα της όλο προσμονή και δείχνει πάλι τρομαγμένη. Δεν θέλω να της προκαλώ φόβο.
Ανασηκώνω το κεφάλι μου και της μιλάω, όπως θα μίλαγα σε μια Αρχόντισσα.
-"Μπορείς να σηκωθείς. Ποιο είναι το όνομά σου Αρχόντισσά μου?"
Σηκώνεται, μου χαμογελάει και το πρόσωπό της φωτίζεται ολόκληρο. Ολόλευκα, ίσια, τέλεια δόντια! Η ομορφιά της σου κόβει την ανάσα! Ανοίγει το στόμα της και με τη μελωδική της φωνή, μου λέει το όνομά της.
-"Με λένε Ιζαμπέλα, αφέντη μου. Σε ευχαριστώ για ότι έκανες για μένα. Μου έσωσες τη ζωή και η φιλοξενία σου, ξεπερνάει κάθε προσδοκία."
Ο τρόπος που μιλάει, οι λέξεις που διαλέγει, ο μαλακός μελωδικός ήχος της φωνής της, είναι σχεδόν υπνωτιστικός. Όχι όμως τόσο, όσο να με ξεγελάσει. Δεν είναι τρόπος αυτός να συστήνεσαι, χωρίς να λες την οικογένειά σου, ή το μέρος απ'όπου προέρχεσαι. Είμαι έτοιμος να την ρωτήσω, όταν ανοίγει το στόμα της και ξαναμιλάει.
-"Ποιο είναι το δικό σου όνομα Αφέντη μου? Ποιον πρέπει να ευχαριστήσω που με έσωσε?"
Το σαγόνι μου πρέπει να χτύπησε το πάτωμα. Είναι αδύνατο να κρύψω την έκπληξή μου. Τούτο εδώ το μαγευτικό πλάσμα μπροστά μου, με ρωτάει το όνομά μου. Δεν με γνωρίζει! Αυτό δεν μού'χει ξανασυμβεί ποτέ! Μου ζητάει να της συστηθώ! Πιάνω τον εαυτό μου να λέει το όνομά του μηχανικά. Είναι η πρώτη φορά που το ακούω με τη δικιά μου φωνή.
-"Τζέθρο Ταλ, του Χάνγκερφορντ" λέω χαμηλόφωνα με ξαφνιασμένη φωνή.
Με κοιτάει παραξενεμένη, σουφρώνει τα φρύδια της και με ρωτάει το πιο αναπάντεχο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου.
-"Σε ποια χρονολογία βρισκόμαστε?"
Ως εδώ! Δεν θα με παλαβώσει ένα κοριτσόπουλο που εμφανίστηκε από το πουθενά. Ούτε θα μου κατευθύνει τη συζήτηση.
-"Αρκετά με τις ερωτήσεις σου, είναι ώρα να δώσεις εξηγήσεις. Πώς βρέθηκες στα μέρη μου? Από πού ήρθες? Ποια είναι η οικογένειά σου?"
Το χαμόγελό της σβήνει απ'το πρόσωπό της. Και όχι μόνο το χαμόγελο. Και το χρώμα της δείχνει να χάνεται στο λεπτό. Χλωμιάζει και με κοιτάει πάλι με αυτά τα τρομαγμένα μάτια, σαν ελαφάκι μπροστά στον κυνηγό του.
Δεν θέλω να την τρομοκρατήσω, αρκετά τράβηξε. Ίσως βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση σοκ. Τεντώνω το χέρι μου και πιάνω το δικό της. Μικρά, κρύα, χλωμά δαχτυλάκια, τυλίγονται μέσα στην παλάμη μου.
-"Μην μου απαντήσεις αμέσως. Καλύτερα να βγούμε έξω, να πάρεις λίγο φρέσκο αέρα. Δείχνεις χλωμή. Έχει ωραία μέρα σήμερα. Ένας ζεστός ήλιος ξεπρόβαλε ανάμεσα από τα σύννεφα και έχει φωτίσει τη γη. Έλα, πάμε να περπατήσουμε στους κήπους."
-"Σίλια!"
Η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται η προσωπική υπηρεσία που όρισα εχτές για την περίεργη φιλοξενούμενή μου.
-"Μάλιστα αφέντη μου." μου λέει με χαμηλωμένο το κεφάλι.
-"Σερβιρίστηκε πρωινό η Λαίδη Ιζαμπέλα?"
-"Όχι αφέντη μου, ετοιμαζόμαστε να σε υποδεχτούμε και δεν ..."
-"Θα πάρουμε μαζί το πρωινό μας στους κήπους." λέω κοφτά και προχωράω, έχοντας στο χέρι μου το μικρό χεράκι της Ιζαμπέλας, που το νιώθω να τρέμει μέσα στο δικό μου.
Είναι πράγματι μια πολύ όμορφη μέρα σήμερα. Αναπάντεχα ζεστή για την εποχή και την ώρα. Συνήθως παίρνει μεσημέρι για να ζεστάνει έτσι ο καιρός, άμα έχει ήλιο. Κάποια μαύρα σύννεφα συγκεντρώνονται στο βάθος του ορίζοντα, αλλά για την ώρα δεν δείχνουν απειλητικά. Μια τέτοια καθαρή μέρα με ένα τόσο όμορφο ήλιο, θα μπορούσα να αξιοποιήσω με το να ασχοληθώ με τις καλλιέργειές μου, αλλά αυτό το μαγευτικό πλάσμα που βαστάω στο χέρι μου, έχει τραβήξει όλη την προσοχή μου.
Προχωράω με αργά βήματα, για να της δίνω χρόνο να με προλαβαίνει, μέσα στους καλά φροντισμένους κήπους μου και κατευθυνόμαστε προς το ξέφωτο με το ξύλινο κιόσκι, όπου θα μας σερβίρουν το πρωινό μας. Νιώθω την Ιζαμπέλα δίπλα μου, να ηρεμεί σιγά σιγά. Η αναπνοή της απαλή και σταθερή, τα μάτια της χαμηλωμένα, προχωράει με μικρά, γρήγορα, αλλά σταθερά βήματα και κοιτάζει γύρω της με θαυμασμό, τα παρτέρια με τα πολύχρωμα λουλούδια μου.
Φτάνουμε στον υπερυψωμένο χώρο όπου είναι στημένο το ξύλινο περίπτερο, ντυμένο μέσα στις φυλλωσιές. Τα αρώματα της φύσης είναι υπέροχα αυτή την εποχή. Το ίδιο και τα χρώματα. Τελειώνει το καλοκαίρι και μπαίνουμε στο φθινόπωρο. Μέχρι στιγμής ο καιρός δεν έχει αγριέψει πολύ. Αλλά η εποχή είναι απρόβλεπτη. Από τη μια στιγμή στην άλλη, μπορεί ο υπέροχος ήλιος να χαθεί και να καλυφτεί ο ουρανός με μαύρα επιθετικά σύννεφα.
Για την ώρα όμως δε δείχνει κάτι τέτοιο. Μπορούμε να απολαύσουμε το πρωινό μας και ενώ θα θαυμάζω την υπέροχη ομορφιά της Ιζαμπέλας, αυτή να με διαφωτίσει για το πώς βρέθηκε κάτω από τόσο περίεργες συνθήκες στον τόπο μου.
Καθόμαστε αντικριστά και σκύβω ακουμπώντας τα χέρια μου, πάνω στο βαρύ τραπέζι από βελανιδιά που είναι στημένο στο κέντρο του περιπτέρου.
-"Λοιπόν, πώς νιώθεις? Κοιμήθηκες καλά? Ήταν αρκετά ζεστό το δωμάτιο?"
Σηκώνει τα μάτια της και κοιτάει κατευθείαν στα δικά μου. Μου αρέσει έτσι όπως με κοιτάει, απευθείας στα μάτια. Δεν το κάνουν πολλοί. Για την ακρίβεια, μόνο η μητέρα και ο πατέρας με κοιτάγανε με αυτόν τον τρόπο. Και ο Άντονι που είναι σαν αδελφός μου. Σκάω ένα χαμόγελο για να την ενθαρρύνω.
-"Ω! Ναι! Το δωμάτιο ήταν πολύ ζεστό και κοιμήθηκα μια χαρά. Σε ευχαριστώ και πάλι."
Η μελωδική της φωνή και η ιδιαίτερη χροιά της ομιλίας της, πραγματικά είναι μαγευτική!
-"Η ευχαρίστηση είναι όλη δικιά μου Ιζαμπέλα." της λέω και εντείνω το χαμόγελό μου. Είναι τόσο γλυκιά, με κάνει να κάνω πράγματα τελείως εκτός του χαρακτήρα μου, όπως να χαμογελάω για παράδειγμα.
Οι υπηρέτες φτάνουν και αρχίζουν να μας σερβίρουν το πρωινό μας. Ωραία! Πιστεύω ότι τρώγοντας και πίνοντας θα χαλαρώσει και θα μπορέσουμε να μιλήσουμε.
Της σερβίρω αχνιστό τσάι από την τσαγιέρα. Με ευχαριστεί και φέρνει το φλιτζάνι στα χείλη της. Είναι τόσο χαριτωμένη! Ξεκινάμε να τρώμε και να πίνουμε σε απόλυτη ησυχία.
Θαυμάζω τον τρόπο με τον οποίο τρώει. Μικρές μπουκιές, μασώντας αργά, με κλειστό το στόμα. Τον τρόπο με τον οποίο αλείφει το ψωμί της με βούτυρο και τον τρόπο που ξεφλουδίζει το τσόφλι του αβγού της. Ήρεμες, εξασκημένες κινήσεις, που έχει κάνει χιλιάδες φορές. Φέρνει την πετσέτα στο στόμα της και σκουπίζει απαλά. Με κοιτάει και μου χαρίζει ένα λαμπερό χαμόγελο.
-"Σου αρέσει? Όλα είναι δικά μου προϊόντα. Το βούτυρο από τις αγελάδες μου, το ψωμί από τα στάρια μου, τα αβγά από τις κότες μου, οι μαρμελάδες από φρούτα απ'τα περιβόλια μου."
-"Είναι όλα πεντανόστιμα! Απολαυστικό πρωινό! Και οι κήποι σου, είναι πανέμορφοι! Δεν ξέρει κανείς πού να κοιτάξει εδώ γύρω. Θα χρειάζονται μεγάλη φροντίδα και πολλά χέρια για να διατηρηθούν όλα αυτά, έτσι καθαρά και φροντισμένα. Το προσωπικό σου πρέπει να είναι πολύ άξιο, αλλά θα κουράζεται πολύ να τα διατηρήσει όλα έτσι τέλεια!"
Τι περίεργη παρατήρηση! Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό. Αυτή είναι η δουλειά του προσωπικού μου. Και πρέπει να την κάνει όπως πρέπει. Τι θα πει άξιο? Τι θα πει, θα κουράζεται?
-"Χαίρομαι που βρίσκεις όμορφους τους κήπους μου και πεντανόστιμα τα φαγητά μου. Επιθυμείς κάτι άλλο ίσως, να δώσω εντολή να μας φέρουν?" λέω και ανασηκώνω το χέρι μου.
Αμέσως πλησιάζουν οι δύο υπηρέτες με σκυμμένο το κεφάλι και περιμένουν τις εντολές μας.
Και τότε το περίεργο αυτό, πανέμορφο πλάσμα μπροστά μου, κάνει για μια ακόμα φορά το αναπάντεχο και με ξαφνιάζει τελείως. Απευθύνεται κατευθείαν στο προσωπικό μου, λέγοντάς τους ότι ήταν όλα τέλεια και ευχαριστώντας τους για το υπέροχο φαγητό. Τους υπηρέτες μου! Όχι εμένα! Οι υπηρέτες κοιτάζονται μεταξύ τους σαν χαμένοι, χαμηλώνουν το κεφάλι τους κάνοντας μιαν μικρή υπόκλιση και απομακρύνονται με βήματα προς τα πίσω.
Πρέπει να μάθω περισσότερα γι'αυτήν. Με γοητεύει! Όλα πάνω της με γοητεύουν. Ο τρόπος της, η ομιλία της, το χαμόγελό της, ο τρόπος που με κοιτάει, οι κουβέντες της. Πιάνω τον εαυτό μου να ρωτάει, χωρίς να το πολυσκεφτώ.
-"Μίλησέ μου για σένα. Πες μου, πώς βρέθηκες εδώ? Γιατί δεν είσαι από τα μέρη μου, αυτό είναι σίγουρο."
Σοβαρεύει και με κοιτάει κατευθείαν στα μάτια, με αυτό τον αφοπλιστικό τρόπο της και με αυτά τα υπέροχα τεράστια μάτια της. Ανοίγει το στόμα της να μιλήσει ...
-"Αρχοντα Ταλ! Συγχώρα με, αλλά πρέπει να έρθεις αμέσως! Έχουμε πρόβλημα!"
Ο Άντονι εμφανίζεται λαχανιασμένος και αφού χαμηλώνει το κεφάλι του σε ένδειξη σεβασμού προς την Ιζαμπέλα, με κοιτάει με μάτια όλο προσμονή.
Σηκώνομαι, πετάω την πετσέτα μου πάνω στα πιάτα και φωνάζω στη Σίλια να οδηγήσει την Ιζαμπέλα πίσω στα δωμάτιά της. Της μουρμουρίζω μια γρήγορη απολογία και της λέω ότι θα συνεχίσουμε την κουβέντα μας μόλις επιστρέψω.
Απομακρύνομαι με γρήγορα βήματα, ακολουθώντας τον Άντονι, που με ενημερώνει ενώ επιταχύνουμε, πως ξέσπασε φωτιά στον αχυρώνα που επεκτείνεται με γοργό ρυθμό και κινδυνεύουν τα ζώα.
.
.
Η φωτιά φουντώνει και καταπίνει με την καυτή ανάσα της τα πάντα στο διάβα της. 'Όλο το ξύλινο κτίσμα λαμπαδιάζει μέσα σε δευτερόλεπτα. Κοιτάζω γύρω μου. Με μια γρήγορη εκτίμηση που κάνω στο γύρω χώρο, βλέπω πως οι άντρες μου πρόλαβαν και απομάκρυναν όλα τα άλογα έξω και παραπέρα, απομακρύνουν απ'το χώρο της φωτιάς τα υπόλοιπα ζώα, ενώ κάποιοι άλλοι από τη δεξιά πλευρά του αχυρώνα που δεν έχει παραδοθεί ακόμα στις φλόγες, τραβάνε και στοιβάζουν σακιά με ότι προλάβουν να περισώσουν.
Η ζημιά είναι ανυπολόγιστη. Τόνοι τροφές καίγονται. Εν όψη χειμώνα δεν θα καταφέρουν να επιζήσουν τα ζώα χωρίς τροφή και φυσικά αν πεινάσουν τα ζώα, θα πεινάσουν και οι άνθρωποι.
Ο Άντονι που έχει κατευθυνθεί απέναντι στην άκρη του αχυρώνα, μου κάνει νεύμα από μακριά να πλησιάσω, ενώ βλέπω μια συμπλοκή αγροτών να δημιουργείται με φωνές και διαμαρτυρίες.
Ανοίγω το βήμα μου και πλησιάζω με γοργό ρυθμό.
-"Αφέντη, τον πιάσαμε να προσπαθεί να το σκάσει προς το δάσος. Βάσταγε αυτά." μου λέει ένας άντρας, δείχνοντάς μου έναν πυρσό τυλιγμένο με καψαλισμένο στουπί και ρίχνοντας στα πόδια μου, έναν κουρελιασμένο, πανβρώμικο χωρικό με σάπια δόντια και λιγδιασμένα μαλλιά, που με κοιτάει με τρομοκρατημένο ύφος, ενώ τρέμει ολόκληρος.
-"Με αναγκάσανε αρχοντά μου, συγχώρα με, η οικογένειά μου, δείξε έλεος καλέ μου άρχοντα."
-"Σε αναγκάσανε? Η οικογένειά σου? Να δείξω έλεος? Το ξέρεις ότι η πράξη σου καταδικάζει όλο το χωριό? Ξέρεις τι έκανες άθλιο υποκείμενο?" του λέω γεμάτος αγανάκτηση.
-"Συγχώρα με άρχοντά μου."
-"Αν θες να σώσεις τη ζωή σου, πες μου ποιος σε έστειλε. Ποιος σε... 'ανάγκασε' να βάλεις τη φωτιά. Λέγε άθλιε!" τον βουτάω απ'το λαιμό και τον κοιτάζω μες τα μάτια. Ο τρόμος και ο πανικός που ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του, είναι η απάντησή μου. Δεν πρόκειται να ξεστομίσει κουβέντα όσο και να τον ζορίσω, γιατί αυτούς που τον βάλανε, τους φοβάται πολύ περισσότερο απ'το να χάσει τη ζωή του απ'τα δικά μου χέρια. Με κοιτάει τρομοκρατημένος και ψελλίζει συνέχεια, "Συγχώρα με άρχοντά μου."
-"Πάρτε τον από μπροστά μου. Κρεμάστε τον στο ξέφωτο." δίνω την εντολή μου και ξαναγυρίζω να περισώσω ότι προλαβαίνει να σωθεί.
Ακούω τη φωνή του να απομακρύνεται και να εκτοξεύει βρισιές και κατάρες, ενώ τον σέρνουν οι άντρες μου προς το ξέφωτο.
Ο Άντονι έρχεται δίπλα μου και ακολουθεί το γρήγορο ρυθμό μου.
-"Άθλιοι Καβαλιέροι. Στο είχα πει Τζέθρο, ότι δεν θα σου βγει σε καλό η στάση σου." ψελλίζει.
Ριχνόμαστε και οι δύο στον αχυρώνα που καίγεται, προσπαθώντας να περισώσουμε όσα σακιά βρώμη και σιτάρι, δεν έχει καταπιεί ακόμα η φωτιά.
Από πάνω μας ακούγεται ένα βαρύ μπουμπουνητό και μια ήσυχη, αλλά δυνατή βροχή αρχίζει να πέφτει, κάνοντας τους πάντες γύρω μου, να αφήσουν μια ανάσα ανακούφισης.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top