Κεφάλαιο 19 - Ο διοικητής

The sound of silence by DISTURBED (πατήστε το play)


Αυτό ήταν λοιπόν. Έφτασε το τέλος μου. Δεν θα πεθάνω τελικά απ΄τη σκληρή δουλειά, το κρύο και την πείνα, αλλά εδώ, μέσα στις λάσπες, χτυπημένη και κακοποιημένη από Άγγλους στρατιώτες. Το σώμα μου έχει παραλύσει. Το κεφάλι μου βουίζει απ'το γερό χτύπημα που μου έριξε αυτός ο άντρας, που τώρα βρίσκεται από πάνω μου και ψαχουλεύει ανάμεσα απ'τα πόδια μου, να μου κατεβάσει το εσώρουχο.

Δεν πρόκειται να επιζήσω απ'αυτό. Το νιώθω. Κι αν παραμείνω ζωντανή, θα είμαι ένα σακατεμένο πλάσμα, ένα πουλάκι με σπασμένες και τις δυο του φτερούγες, που δεν θα καταφέρει ποτέ ξανά να σταθεί στα πόδια του, να παλέψει, να επιβιώσει.

Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά. Δάκρυα τρέχουν απ'τα πλάγια. Το κεφάλι μου βουίζει. Νιώθω να αιωρούμαι.

Μανούλα μου, εκεί, κοντά σου, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, εξαντλημένη, με την ψυχή σου να αιωρείται γύρω απ'το σώμα σου. Ήρθα! Κουρνιάζω δίπλα σου. Χώνομαι στην αγκαλιά σου. Οι ψυχές μας τώρα θα είναι δύο, να αιωρούνται, να απομακρύνονται απ'αυτό το σώμα που μόνο πόνο έχει να δώσει.

-"ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ ΣΚΥΛΟΙ! ΣΑΣ ΕΙΠΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΤΕΤΟΙΑ!"

Μια δυνατή, επιβλητική φωνή με κάνει να βγω απ'το παραλήρημα των μαύρων σκέψεών μου. Καλύπτει το βουβό μου κλάμα και σβήνει τις αλλοπαρμένες σκέψεις μου. 

Ο στρατιώτης που είναι πεσμένος πάνω μου, ξαφνικά σηκώνεται στον αέρα. Μια αόρατη δύναμη τον τραβάει. Το βάρος του φεύγει από πάνω μου και πετάγεται στο πλάι. Ο άλλος που μου βάσταγε σφιχτά τα χέρια πάνω απ'το κεφάλι μου, σταματάει να γελάει. Αφήνει τα χέρια μου και σηκώνεται όρθιος αμέσως. 

Έχω ανοίξει τα μάτια μου και κοιτάω παραλυμένη, τη σκηνή που εξελίσσεται γύρω μου. Το κεφάλι μου πονάει, λες και κάποιος το κοπανάει με σφυρί. Είναι πραγματικές οι σκηνές που παρακολουθώ, ή βρίσκομαι ακόμα σε παραλήρημα?

Ο άντρας που βρίσκεται όρθιος από πάνω μου, ντυμένος με τη στρατιωτική στολή του, φωνάζει αγριεμένος. Δείχνει να είναι ανώτερος από τους δύο που μου επιτέθηκαν και έξαλλος μαζί τους. Συνεχίζει να τους επιπλήττει, εκνευρισμένος.

-"Η συμπεριφορά σας δείχνει παντελή έλλειψη ανθρωπιάς. Δεν είναι αρκετό που εξαπολύουμε τα κτηνώδη ένστικτά μας στη μάχη? Θα συνεχίζετε και εκτός πεδίου να φέρεστε σαν κτήνη? Σας το είπα επανειλημμένα. Εκτός μάχης απαιτώ να φέρεστε κόσμια. ΑΚΟΥΤΕ?! ΧΑΘΕΙΤΕ ΑΠ'ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ, ΠΡΙΝ ΤΟ ΜΕΤΑΝΙΩΣΩ ΚΑΙ ΣΑΣ ΤΙΜΩΡΗΣΩ! ΤΣΑΚΙΣΤΕΙΤΕ! ΤΩΡΑ!"

Οι δύο άντρες που μου επιτέθηκαν, φεύγουν τρέχοντας.

Γυρίζει και σκύβει από πάνω μου. Με κοιτάει προσεκτικά. Εξεταστικά. Με έννοια.

-"Είσαι καλά κορίτσι μου? Είσαι χτυπημένη? Μπορείς να περπατήσεις?"

Μένω εκεί ξαπλωμένη και τον κοιτάζω τρομοκρατημένη. Μάτια πρησμένα και βουρκωμένα, χτυπημένη, βουτηγμένη στις λάσπες! Δεν μιλάω, δεν βγαίνει φωνή από μέσα μου. 

Μου απλώνει το χέρι του. Ζεστή φωνή συνεχίζει να με ρωτάει με έννοια.

-"Μπορείς να σηκωθείς, ή να σε πάρω αγκαλιά?"

Συνεχίζω να μην μιλάω. Σκύβει και με ανασηκώνει στην αγκαλιά του. Με μεταφέρει λες και ζυγίζω τίποτα. Με κρατάει στην αγκαλιά του όπως θα βάσταγε ένα μωρό, ένα μικρό παιδάκι. 

Με σταθερά αποφασιστικά βήματα, διασχίζει την απόσταση απ'το ποτάμι μέχρι τις σκηνές. Προσπερνάει την μεγάλη ανοιχτή σκηνή μας. Βλέπω τις γυναίκες κοντά κοντά η μια στην άλλη, να συνεχίζουν τον ύπνο τους. Θολές εικόνες που δεν είμαι σίγουρη αν είναι πραγματικότητα ή φαντασία.

Προχωράει στο βάθος, περνάει το κέντρο του στρατοπέδου, που είναι στημένες οι μεγάλες φωτιές και τα καζάνια. Μπαίνει σε μια περιοχή με σκηνές, πυκνά στημένες μεταξύ τους. Μέρη που δεν έχω ξαναδεί. Στρατιώτες που φυλάνε σκοπιά, μας κοιτάνε που περνάμε. 

Φτάνει μπροστά σε μια μεγάλη σκηνή. Μεγαλύτερη απ'τις γύρω της, σχεδόν διπλάσια. Σπρώχνει με τον ώμο του το άνοιγμα και μπαίνει μέσα. Με ακουμπάει απαλά πάνω σε ένα ντιβάνι με μαλακό στρώμα. Με σκεπάζει με μια κουβέρτα και γυρίζει και βγαίνει απ'τη σκηνή.

Είναι ωραία εδώ. Είναι ζεστά και ήσυχα. Μαλακό στρώμα αντί για βρεγμένα άχυρα και μια ζεστή κουβέρτα από πάνω μου. Ίσως πέθανα τελικά και ένας άγγελος ντυμένος στρατιώτης, με μετέφερε και με ακούμπησε πάνω σε ένα ζεστό σύννεφο. Τώρα μπορώ να ξεκουραστώ. Κλείνω τα μάτια μου.

.

.

.

Ανοίγω τα μάτια μου και ανασηκώνομαι ξαφνιασμένη. Νιώθω τελείως αποπροσανατολισμένη. Πού βρίσκομαι? 

Σκοτεινές εικόνες έρχονται να κατακλύσουν το μυαλό μου.

Εγώ σκυμμένη στο ποτάμι. 

Δύο στρατιώτες πλησιάζουν. Γελάνε. Παίζουν μαζί μου. Μου επιτίθενται. 

Εγώ στις λάσπες. Μου πατάνε το κεφάλι. Πόνος,τρόμος, πανικός. Προσπαθούν να με βιάσουν.

Ένας αξιωματικός σωτήρας. Με σηκώνει. Με μεταφέρει. Βρίσκομαι στη σκηνή του.

Κοιτάζω γύρω μου.  

Ένα αγόρι, δεν πρέπει να είναι πάνω από δεκαέξι-δεκαεπτά. Κάθεται δίπλα μου και με κοιτάζει με περιέργεια.

-"Ξύπνησες επιτέλους!" μου λέει κοφτά.

Σηκώνεται και πάει προς το βάθος. Γεμίζει από μια κανάτα ένα κύπελλο και μου το φέρνει.

-"Πιες!" με διατάζει.

Ο τόνος του επιτακτικός. Δείχνει εκνευρισμένος. Παίρνω το κύπελλο και πίνω μια μικρή γουλιά. Δεν ξέρω αν έχει πρόθεση να με δηλητηριάσει με αυτό που μου δίνει, αλλά είναι υπέροχο. Ζεστό και γλυκό, κατεβαίνει στο λαιμό μου και ζεσταίνει τα πάντα μέσα μου. Ηρεμεί τον γδαρμένο λαιμό μου, το ταραγμένο στομάχι μου. Συνεχίζω να πίνω με λαχτάρα, μέχρι που το φτάνω στον πάτο.

Το αγόρι στέκεται από πάνω μου και συνεχίζει να με παρατηρεί.

Του επιστρέφω το κύπελλο, άδειο πλέον.

-"Πάρα πολύ ωραίο. Τι ήταν?" του λέω διστακτικά. Η φωνή μου περίεργη, αγνώριστη στα αφτιά μου. Ο απότομος τόνος του και ο εκνευρισμός που εκπέμπει, με τρομάζει. Με κάνει να μην ξέρω πώς να συμπεριφερθώ.

-"Υδρόμελο. Μούστος σταφυλιών ψημένος με μέλι." μου λέει και φεύγει πάλι προς τον πάγκο απ'όπου πήρε το κύπελλο. Αφήνει το άδειο πλέον κύπελλο στον πάγκο και παίρνει στα χέρια του ένα πήλινο μπολ. Το φέρνει, μου το δίνει και με τον ίδιο επιτακτικό τρόπο μου λέει να φάω.

Πρώτα με χτυπάει η μυρωδιά. Η κρεατοχορτόσουπα της Λούσι! Κοιτάζω μέσα το μπολ. Είναι μια κανονική, αχνιστή μερίδα, με λαχανικά και κομμάτια κρέας. Νομίζω ότι θα λιποθυμήσω απ'τη λαχτάρα μου. Αρχίζω να τρώω λαίμαργα. Η γεύση είναι θεϊκή! Πόσο καιρό έχω να φάω κάτι τόσο νόστιμο! 

Τελειώνω το πιάτο μου και το δίνω πίσω στον νεαρό, που συνεχίζει να στέκεται από πάνω μου και να με κοιτάζει με περιέργεια και εκνευρισμό.

-"Σε ευχαριστώ πολύ για την καλοσύνη σου. Ήταν πεντανόστιμο!" του λέω και του χαμογελάω.

Με κοιτάζει γέρνοντας λοξά το κεφάλι του αγέλαστος.

-"Καλοσύνη μου? Λάθος κάνεις! Δεν είναι καλοσύνη. Εγώ απλά εκτελώ εντολές. Η καλοσύνη είναι του διοικητή." μου λέει κοφτά, παίρνει το μπολ και γυρίζει να το αφήσει στον πάγκο.

Από τη θέση που βρίσκεται στην άκρη της σκηνής, συνεχίζει να μου μιλάει με γυρισμένη την πλάτη και τον ίδιο κοφτό τόνο.

-"Ο διοικητής έδωσε εντολή, μόλις ξυπνήσεις να σου δώσω να φας και να πιεις. Μετά, αφού έχεις φάει, να ξεκινήσεις τα καθήκοντά σου."

-"Τα καθήκοντά μου?" ρωτάω και σηκώνω την κουβέρτα για να σηκωθώ. Κοιτάζω τον εαυτό μου. Φοράω ένα καθαρό ίσιο φόρεμα στο χρώμα της ώχρας από χοντρό ύφασμα και είμαι καθαρισμένη απ'τις λάσπες που είχα στα χέρια και τα πόδια μου.

Ανασηκώνω τα μάτια μου και τον κοιτάω έκπληκτη. 

-"Φο-φοράω καθαρό φόρεμα." ψελλίζω.

-"Ναι! Το δικό σου ήταν σκισμένο και μέσα στις λάσπες." 

Μου λέει με τον ίδιο απότομο τόνο και μου δείχνει σε ένα σημείο στο πάτωμα, που βλέπω το φόρεμα που φόραγα πεταμένο στο έδαφος.

-"Ο διοικητής έδωσε εντολή να φέρουν αυτό που φοράς."

-"Εσύ με έντυσες και με καθάρισες?" ρωτάω διστακτικά.

-"Εγώ βοήθησα το διοικητή να το κάνει. Κατόπιν εντολής του." μου διευκρινίζει. Και συνεχίζει.

-"Τα καθήκοντά σου είναι να κρατάς καθαρή και συγυρισμένη τη σκηνή του διοικητή. Να διατηρείς τη φωτιά στη σόμπα. Να έχεις πάντα γεμάτη την κανάτα με κρασί και ζεστό φαγητό. Όταν γυρίζει, παίρνει πρώτα το μπάνιο του, που θα του το έχεις έτοιμο με ζεστό νερό -μου δείχνει μια ξύλινη μπανιέρα δίπλα στη σόμπα-. Αφού γεμίσεις τη μπανιέρα θα ρίχνεις μέσα λίγο απ'αυτό το λάδι. Μετά θα του σερβίρεις να φάει και να πιει. 

Δεν θα ασχοληθείς καθόλου με το σπαθί του και το όπλο του,ούτε με τις μπότες του. Αυτά είναι δική μου δουλειά. Τα ρούχα του μόλις γδύνεται για το μπάνιο του, θα τα βγάζεις έξω απ'τη σκηνή να τα πάρουν οι πλύστρες για πλύσιμο και θα του φέρνεις καινούργια καθαρά από εκείνο το σεντούκι. 

Θα φέρω μια παλέτα, ένα μαξιλάρι και σκεπάσματα και θα στη στήσω εκεί στη γωνία. Αυτό θα είναι το κρεβάτι σου. Δεν θα ξανά-ξαπλώσεις στο κρεβάτι του διοικητή, αλλά θα φροντίζεις να είναι πάντα σωστά αερισμένο και στρωμένο με καθαρά σκεπάσματα."

Λέει και πάει να βγει έξω απ'τη σκηνή.

-"Μια στιγμή!" του λέω γρήγορα.

Γυρνάει και με κοιτάει εκνευρισμένος. 

-"Πού βρίσκεται τώρα ο διοικητής? Πότε θα γυρίσει?"

Ανασηκώνει το κεφάλι του. Δείχνει έξαλλος για το θράσος μου.

-"Για να ξέρω τι ώρα θα γυρίσει, να έχω έτοιμο το μπάνιο του." λέω χαμηλόφωνα προσπαθώντας να δικαιολογήσω το... θράσος μου να κάνω ερωτήσεις. Δείχνει να μαλακώνει λίγο το ύφος του.

-"Βρίσκεται με το στρατό σε αποστολή. Συνήθως γυρνάνε λίγο πριν σκοτεινιάσει. Θα έχεις το νου σου. Μόλις ακουστεί ο στρατός να επιστρέφει, θα κάνεις όσο πιο γρήγορα μπορείς, για να είναι στη θέση του ότι πρέπει να είναι ζεστό." μου δείχνει το μπάνιο και τον πάγκο με το φαγητό. Μετά, σηκώνει το κάλυμμα της εισόδου και φεύγει. 

Σηκώνομαι και κοιτάζω γύρω μου. Η καινούργια μου ζωή. Η καινούργια μου μοίρα. Να υπηρετώ έναν διοικητή στρατού, που βρίσκεται τώρα σε κάποια μάχη. Έχει πάει να πολεμήσει εναντίον συμπατριωτών του. Αναστενάζω.

Κοιτάζω το φόρεμα. Με έπλυνε και με έντυσε, ενώ κοιμόμουνα, ή ήμουν αναίσθητη. Ποιος ξέρει, δεν θυμάμαι τίποτα απολύτως. Είναι δυνατόν? Έπεσα ξερή μετά απ'την επίθεση, τόσο που δυο άντρες με έγδυσαν και με έπλυναν και δεν κατάλαβα τίποτα?

Προσπαθώ να φέρω την εικόνα του διοικητή στο μυαλό μου. Θυμάμαι μια ψηλή, επιβλητική φιγούρα. Ντυμένος στα άσπρα, με κόκκινο σακάκι και μαύρη δερμάτινη ζώνη, περασμένη χιαστή στο στήθος του. Θυμάμαι και μια ζεστή, προστατευτική φωνή. Και τώρα είμαι στη σκηνή του. Να τον υπηρετώ. Έφαγα ζεστό φαΐ και ήπια ένα ποτό που με τόνωσε. Και κάπου στην άκρη του μυαλού μου, νιώθω ευγνώμων γι'αυτή την καλοσύνη. 

Τι είδους μηχανισμός είναι αυτός? Είναι ένστικτο επιβίωσης αυτό? Να νιώθω ανακούφιση που είμαι σε ζεστό κατάλυμα και έχω ζεστό φαΐ στο στομάχι μου? Ενώ οι άλλες κοπέλες είναι εκεί έξω και... Η ΣΙΛΙΑ! Θα έχει τρελαθεί απ'την αγωνία της. Δεν ξέρει πού βρίσκομαι. Όταν με κουβάλησε στην αγκαλιά του ο διοικητής, περάσαμε δίπλα απ'τη σκηνή. Όλες κοιμόντουσαν, εξαντλημένες απ'το κρύο, την πείνα και την κούραση. Καμιά δεν πήρε είδηση τι παίχτηκε στο ποτάμι.

Ο νεαρός μου είπε ότι πρέπει να φροντίζω να έχει ζεστό φαγητό στη σκηνή, μόλις γυρίσει ο διοικητής. Ίσως αυτό μου δίνει το δικαίωμα να μετακινούμαι, να πάω μέχρι τα μαγειρεία. Θα βρω τα κορίτσια, τη Λούσι. Αναθαρρεύω λίγο με αυτή τη σκέψη.

Πιάνω το χέρι μου. ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ! Πόσο βλάκας είμαι! Το είχα κρυμμένο μέσα στο στήθος μου. Τι μου ήρθε και το πέρασα στο δάχτυλό μου, όταν πήγα προς το ποτάμι για να πλυθώ? Μου το πήραν αυτοί οι άθλιοι στρατιώτες που μου επιτέθηκαν. Ή έμεινε κάπου εκεί πεταμένο στην όχθη? Άραγε είμαι μακριά απ'το ποτάμι? Σε ποιο σημείο στο στρατόπεδο βρίσκομαι?

Θα βγω έξω, να δω πού βρίσκομαι. Αν μπορώ να εντοπίσω κάποια γνωστή κοπέλα. Να ενημερώσει και τις άλλες πού είμαι. Μόλις φτάνω μπροστά στο άνοιγμα και πάω να σηκώσω το κάλυμμα, ο νεαρός σηκώνει το κάλυμμα και εμφανίζεται μπροστά μου.

 Με κοιτάζει καχύποπτα. Μετά κάνει πέρα και δύο άλλοι νέοι μπαίνουν μέσα, βαστώντας μια ξύλινη παλέτα και σκεπάσματα. Τους δείχνει το σημείο να την ακουμπήσουν.

Γυρίζει και με κοιτάζει με το ίδιο επιθετικό ύφος.

-"Ετοιμαζόσουν να πας κάπου?"

-"Ήθελα να σε ρωτήσω μερικά διαδικαστικά, όπως από πού θα πάρω ζεστό νερό, πού είναι τα ξύλα για τη σόμπα, προς τα πού είναι τα μαγειρεία για να φέρω ζεστό φαΐ για τον διοικητή..."

-"Ακολούθησέ με." μου λέει κοφτά.

Βγαίνουν πρώτα οι δυο νέοι που φέραν την παλέτα που θα κοιμάμαι και μετά ακολουθεί αυτός και τελευταία εγώ.

-"Από δω!" μου δείχνει προς μια ανοιχτή τέντα, δίπλα σε μικρές σκηνές παραταγμένες σε απόλυτη στοίχιση και ευθεία.

-"Η σκηνή μου είναι ακριβώς μπροστά στου διοικητή."

Μου δείχνει μια απ'τις μικρές σκηνές. Μετά γυρίζει προς την ανοιχτή τέντα.

-"Εδώ θα βρεις ξύλα να πάρεις για να συντηρήσεις τη σόμπα. Θα πρέπει να την καθαρίζεις κάθε μέρα, μην στουμπώσει με στάχτη. Τη στάχτη θα την πετάς σε εκείνο το λάκκο."

Μου δείχνει λίγο πιο πέρα απ'την ανοιχτή τέντα.

-"Δίπλα ακριβώς έχει βαρέλια με νερό. Το καζάνι εκεί πάνω στη φωτιά, είναι συνέχεια γεμάτο με ζεστό νερό. Από κει θα παίρνεις νερό για το μπάνιο του διοικητή. Όσο παίρνεις θα το αναπληρώνεις από τα βαρέλια. Εδώ θα αφήνεις τα ρούχα του διοικητή που είναι για πλύσιμο. Φαγητό, όταν φτάσει ο στρατός, θα φέρουν οι μαγείρισσες εδώ για να μοιραστεί στους αξιωματικούς. Να είσαι έτοιμη να πάρεις για τη σκηνή του διοικητή."

Στρίβει και γυρνάει προς τη μεγάλη σκηνή. Τον ακολουθώ με γρήγορα βήματα, ενώ σκέφτομαι ότι χάνω την ευκαιρία που έψαχνα να μετακινηθώ προς το ποτάμι για νερό, ή προς τα μαγειρεία για φαγητό.

Μπαίνει μέσα στη σκηνή. Ακολουθώ από πίσω.

-"Μέχρι εκεί που σου έδειξα μπορείς να μετακινείσαι για να κάνεις ότι χρειάζεται για το διοικητή. Μην επιχειρήσεις να απομακρυνθείς, γιατί θα τιμωρηθείς."

Και να και η επιβεβαίωση. Δεν μπορώ να απομακρυνθώ, πέρα από μια περίμετρο μερικών μέτρων γύρω απ'τη σκηνή. Γυρνάει πάλι να φύγει. Σκέψου Ιζαμπέλα, ρώτα τον κάτι.

-"Και το κρασί του?"

-"Τι το κρασί του?" μου λέει έντονα.

-"Μου είπες να έχω την κανάτα πάντα γεμάτη με δροσερό κρασί. Πού θα το βρω?" 

-"Δίπλα στα βαρέλια με το νερό, υπάρχουν βαρέλια με κάνουλα, γεμάτα κρασί. Εκεί θα γεμίζεις την κανάτα του. Πρόσεξε καλά! Το κρασί είναι μόνο για το διοικητή. Μην διανοηθείς να το ακουμπήσεις."μου λέει άγρια.

Του χαμογελάω. Ποιο είναι το πρόβλημά του? Γιατί μου φέρεται έτσι? Απ'όσο μπορώ να καταλάβω και αυτός υπηρεσία του διοικητή είναι. Πιθανότατα, αυτά που μου λέει να κάνω, τα έκανε αυτός μέχρι τώρα. 

Ωραία, πάει και το κρασί. Σκέψου Ιζαμπέλα, σκέψου!

-"Και το υδρόμελο?"

Το ύφος που μου γυρίζει, μου κόβει το αίμα. Σοβαρά τώρα! Ποιο είναι το πρόβλημά του?

-"Το υδρόμελο είναι του διοικητή και αποκλειστικά για τον διοικητή. Δεν ξέρω γιατί μου είπε να σου δώσω. Δεν θα το ξανα-ακουμπήσεις. Ακούς?" 

Απίστευτος τύπος! Τι διάολο? Τους εκπαιδεύουν από μικρούς στον στρατό, για να γίνονται τέρατα? Δεκαεφτά χρονών και μου συμπεριφέρεται λες και είμαι σκουπίδι. Εντάξει, είμαι...  'αιχμάλωτη', αλλά και πάλι... Του ξανα-χαμογελάω όσο πιο γλυκά μπορώ.

-"Με λένε Ιζαμπέλα. Εσένα πoιο είναι το όνομά σου?" του λέω και του απλώνω το χέρι μου.

Το κοιτάζει περηφρονητικά. Σηκώνει το κεφάλι του και με κοιτάζει στα μάτια. Το σκληρό ύφος δεν έχει γλιστρήσει ούτε ίντσα απ'το πρόσωπό του.

-"Δεν το χρειάζεσαι το όνομά μου. Δεν θα μου απευθύνεις το λόγο. Ότι χρειαζόσουν στο είπα. Δεν θα ξαναμιλήσουμε, εκτός και αν δεν είσαι εντάξει στα καθήκοντά σου, αλλά δεν θα σε συμβούλευα να κάνεις κάτι τέτοιο." 

Γυρίζει και σηκώνει το κάλυμμα να φύγει.

-"Στάσου!" Κοιτάζω γύρω μου. Βλέπω το φόρεμά μου, πεταμένο και λασπωμένο στη γωνία.

Γυρνάει και τα μάτια του πετάνε σπίθες.

-"Σε παρακαλώ, μπορώ να πάω μέχρι το ποτάμι να πλύνω το φόρεμά μου? Μπορώ να ράψω το σκίσιμο, να έχω να φοράω κάτι..."

Πάει στο σημείο που βρίσκεται το φόρεμα, το παίρνει και το σκίζει στα δύο. Το κάνει ένα κουβάρι και φεύγει πάλι προς την έξοδο. Φεύγοντας μου λέει:

-"Ανήκεις στον στρατό και στο διοικητή. Σε έντυσε και σε τάισε. Αυτό το φόρεμα δεν το χρειάζεσαι πια. Θα το ρίξω στη φωτιά." και με αυτό φεύγει έξω απ'τη σκηνή.

Μένω να κοιτάω σαν χαμένη, την τέντα που κουνιέται ακόμα απ'την ορμή που βγήκε έξω. Η καρδιά μου βαραίνει. Τίποτα δεν μπορώ να κάνω. Μια νέα φυλακή, ή καλύτερα απομόνωση. Μια απίστευτη αίσθηση μοναξιάς με κυριεύει. 

Ανήκω στον στρατό και στο διοικητή! Του ανήκω! Άραγε να συμπεριλαμβάνει και ... άλλου είδους υπηρεσίες εκτός από την καθαριότητα αυτό? Ξεροκαταπίνω και διώχνω γρήγορα την ασφυχτική σκέψη πριν αρχίσει να γιγαντώνεται και με πνίξει.

Αναστενάζω και ξεκινάω να κάνω τις δουλειές που μου υπέδειξε το μικρό καθίκι, με το μυαλό μου να βυθίζεται σε μαύρες σκέψεις. Τουλάχιστον έφαγα κάτι και θα κοιμηθώ πάνω σε στεγνά στρωσίδια. Θα κυλήσει η πρώτη μέρα, θα συναντήσω το διοικητή. Ίσως είναι διαφορετικός αυτός μαζί μου. Ίσως, ίσως, ίσως ... 

Περνάει κάμποση ώρα τακτοποιώντας, στρώνοντας, σκουπίζοντας, καθαρίζοντας στάχτες, κουβαλώντας νερό και γεμίζοντας ξύλα. Είναι μεγάλη και ευρύχωρη η σκηνή του διοικητή. Μακράν η μεγαλύτερη απ΄όλες τις σκηνές τριγύρω, για να τονίζει τη σπουδαιότητα του ρόλου του.

Η μέρα αρχίζει να χάνεται και η νύχτα να παίρνει τη θέση της. Η θερμοκρασία πέφτει αισθητά, αλλά η σκηνή έχει μια γλυκιά ζέστη απλωμένη παντού. Ακόμα και εκεί στη γωνία, μακριά απ'τη σόμπα που το μικρό καθίκι, έστησε την παλέτα που θα κοιμάμαι.

Έχω γεμίσει τη μπανιέρα λίγο πιο κάτω απ'τη μέση και έχω ρίξει και μερικές σταγόνες απ'το λάδι που μου υπέδειξε το μικρό καθίκι. Όλο το δωμάτιο μύρισε μια γλυκιά μυρωδιά. Όταν ακούσω να πλησιάζει ο στρατός, θα τρέξω να πάρω δυο-τρεις κουβάδες βραστό νερό να συμπληρώσω. Νομίζω ότι θα έρθει έτσι σε σωστή θερμοκρασία για να κάνει το μπάνιο του ο διοικητής. 

Έχω πλύνει το μεγάλο μπολ και το έχω έτοιμο να το γεμίσω με ζεστό φαγητό. Έχω μια ελπίδα ακόμα μήπως συναντήσω κάποια κοπέλα, που θα φέρει το φαγητό για τους αξιωματικούς.

Ξαφνικά ένα σούσουρο ακούγεται απ'έξω. Φωνές ενημερώνουν ότι έρχονται οι στρατιώτες. Τρέχω και μεταφέρω δύο γεμάτους κουβάδες με καυτό νερό και τους ρίχνω στη μπανιέρα. Μετά παίρνω το μεγάλο μπολ και βγαίνω έξω κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά για το ζεστό φαγητό.

Η καρδιά μου βυθίζεται πάλι όταν βλέπω δυο πιτσιρικάδες να κουβαλάνε ένα μεγάλο αχνιστό καζάνι, να το στήνουν λίγο πιο πέρα και να αρχίζουν τη διανομή στους διάφορους βοηθούς.

Πλησιάζω και ανακατεύομαι ανάμεσά τους. Μια φωνή πίσω μου.

-"Βάλτε στην κοπέλα, είναι του διοικητή."

Όλοι παραμερίζουν ενώ με κοιτάνε πάνω κάτω. Ο διοικητής έχει τον σεβασμό όλων, ακόμα και όταν δεν είναι παρών, σκέφτομαι.

Πλησιάζω και ένα παλικάρι μου γεμίζει μέχρι πάνω το μπολ μου με αχνιστή σούπα, ψάχνοντας και διαλέγοντας να μου βάλει καλά κομμάτια κρέας και αρκετές πατάτες και καρότα.

-"Κάνε γρήγορα και γύρνα στη θέση σου. Φτάνουν." μου ψιθυρίζει με φιλικό τόνο. Σηκώνω τα μάτια μου και τον κοιτάζω. Μου χαμογελάει και μου κάνει νεύμα να κάνω γρήγορα. Πάλι καλά! Δεν είναι λοιπόν όλα τα πιτσιρίκια εδώ πέρα σαν το μικρό καθίκι.

Γυρίζω στη σκηνή, τοποθετώ το μπολ πάνω στον πάγκο και πάω και στέκομαι στο βάθος στη γωνία. Μου έχει κοπεί η ανάσα.

Απ'έξω ακούγονται ποδοβολητά αλόγων. 

Το κάλυμμα της σκηνής σηκώνεται και μπαίνει μέσα ο διοικητής με γρήγορα βήματα. Προχωράει στο κέντρο της σκηνής και βγάζει τα όπλα του. 

Το μικρό καθίκι μπαίνει από την είσοδο με σκυμμένο το κεφάλι και παίρνει το σπαθί του και το όπλο του σχεδόν με ευλάβεια. Φεύγει περπατώντας προς τα πίσω, συνεχίζοντας να έχει σκυμμένο το κεφάλι του με σεβασμό.

Ο διοικητής γυρίζει προς εμένα. Μένει ακίνητος και με κοιτάζει με αγριεμένο βλέμμα.

Ω Θεέ μου! Είναι βουτηγμένος στο αίμα, απ'την κορφή ως τα νύχια. Το στομάχι μου αναπηδάει. Νομίζω ότι θα κάνω εμετό.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top