Κεφάλαιο 18 - Αποστολή διάσωσης
-"Είσαι με τα καλά σου Τζέθρο? Δεν άκουσες τι είπαν οι ιχνηλάτες? Πάνω από χίλιοι διακόσιοι στρατιώτες! Το στρατόπεδο σε πλήρη λειτουργία! Τέσσερις άντρες εξαιρετικά εκπαιδευμένοι και δεν τόλμησαν να πλησιάσουν, ή να παραμείνουν λίγο περισσότερο.Τι τρέλλα σε έχει βρει? Πας σε επιχείρηση αυτοκτονίας! Το καταλαβαίνεις? Δεν ξέρεις καν αν είναι ακόμα ζωντ..."
-"ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΣΤΟΜΙΣΕΙΣ!" Του ρίχνω ένα προειδοποιητικό βλέμμα και συνεχίζω την προετοιμασία μου.
Αναστενάζει και κουνάει το κεφάλι του.
-"Δεν πρόκειται να με ακούσεις έτσι? Σε έχει τυφλώσει αυτή η κοπέλα. Δεν βλέπεις πια πέρα απ'τη μύτη σου. Είσαι έτοιμος να τα εγκαταλείψεις όλα και να οδηγηθείς στην καταστροφή. Εγκαταλείπεις τα πάντα πίσω σου, τους ανθρώπους σου, την περιουσία σου... Οι κινήσεις σου είναι πέρα από κάθε λογική."
-"Άντονι, σε προειδοποιώ! Μην συνεχίσεις... Και τι κάνεις εδώ για να έχουμε καλό ρώτημα? Έδωσα εντολή να ετοιμάσετε το σχεδιασμό άμυνας. Γιατί δεν είσαι δίπλα στον Σερ Τζέιμς και τον Σερ Ουίλιαμ?"
Με κοιτάει έκπληκτος, λες και ξαφνικά έβγαλα δυο κεφάλια.
-"Εγώ να είμαι δίπλα τους?! Τζέθρο, εγώ είμαι ο συνοδός σου, ένας απλός βαλές. Μου ζητάς να κάνω αυτό που είναι δικός σου ρόλος? Δικό σου χρέος?"
Μένω ακίνητος και τον κοιτάω. Παίρνω βαθιά ανάσα.
-"Άντονι, άκουσέ με. Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν σε είδα ποτέ έτσι, σαν το βαλέ μου. Πάντα σε θεωρούσα κάτι παραπάνω από αδελφό και θέλω εσύ περισσότερο απ'τον καθένα να με καταλάβεις.
Ενημέρωσα πώς ακριβώς έχει η κατάσταση και σε τι θέση έχουμε έρθει. Ζήτησα να αποφασίσουμε από κοινού, αν θα αμυνθούμε με κόστος και κίνδυνο να τα χάσουμε όλα, ακόμα και τη ζωή μας, ή αν θα παραδοθούμε, με αντάλλαγμα μια σκλαβωμένη ζωή.
Ξέρεις πολύ καλά, εσύ, πρώτος απ'όλους, ότι είχα εναλλακτική. Να βάλω μπροστά το συμφέρον μου και όχι μόνο να διασφαλίσω την περιουσία μου, αλλά να την δεκαπλασιάσω. Με κόστος όμως να προδώσω όλη την πόλη και τις αρχές με τις οποίες μεγαλώσαμε. Δεν το έκανα. Αντίθετα, απέρριψα την ανήθικη πρόταση και πρόσφερα τον στρατό μου, την προσωπική μου φρουρά, τον οπλισμό μου, τον εαυτό μου τον ίδιο, για να υπερασπιστώ τους ανθρώπους μου. Άνοιξα τις αποθήκες μου, μοίρασα φαϊ. Στήσαμε ολόκληρη επιχείρηση άμυνας και συνεχίζουμε να ελπίζουμε ότι αν κερδίσουμε λίγο χρόνο ακόμα, μπορεί κάτι να αλλάξει εν τω μεταξύ και να συνεχίσουμε τις ζωές μας. Σα να μην συνέβη τίποτα.
Το χρέος μου το έκανα. Τώρα επίτρεψέ μου, να κάνω και το χρέος προς την ψυχή μου, προς την καρδιά μου αν προτιμάς. Πες το όπως θες. Αλλά έδωσα όρκο Άντονι, που σκοπεύω να τηρήσω. Και πριν βιαστείς να μιλήσεις -του λέω σηκώνοντας το χέρι ψηλά, σταματώντας την κουβέντα που πάει να πετάξει στον αέρα - μάθε πως ο όρκος που σκοπεύω να τηρήσω δεν είναι απλά προς την Ιζαμπέλα, είναι και προς τη μητέρα μου.
Δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω κανέναν. Θα κάνω ότι περνάει απ'το χέρι μου μέχρι τελευταία στιγμή, με κόστος να τα χάσω όλα. Αλλά την Ιζαμπέλα δεν θα την εγκαταλείψω."
Κοιταζόμαστε για μερικά δευτερόλεπτα, απόλυτα σοβαροί και οι δύο. Κουνάω το κεφάλι μου και γυρίζω να συνεχίσω την προετοιμασία μου.
-"Θα έρθω μαζί σου."
Γυρίζω και τον κοιτάζω απορημένος. Τι είπε τώρα?
-"Ναι Τζέθρο, δεν πρόκειται να σε αφήσω μόνο σου. Έχω δώσει και γω όρκους ξέρεις. Και κανείς δεν θα με κάνει να τους παραβώ. Ούτε καν η ξεροκεφαλιά σου."
Έρχεται κοντά μου με αποφασιστικά βήματα και μου δίνει το χέρι του.
-"Δεν υπάρχει μέρος που θα πήγαινες και δεν θα σε ακολουθούσα. Απορώ πώς δεν το έχεις καταλάβει ακόμα." μου λέει και μου σφίγγει το χέρι ψηλά στον αγκώνα.
Γυρίζει και πάει προς την πόρτα.
-"Πάω να ετοιμάσω τα άλογα." μου ανακοινώνει και χάνεται στο διάδρομο.
.
.
Κινούμαστε έχοντας τον ήλιο πίσω μας απ'το Χάνγκερφορντ προς το δάσος Σέιβερνεικ. Ακολουθούμε τον ποταμό Κέννετ, εκτός από μια παράκαμψη που κάνουμε, για να αποφύγουμε το Φρόξφιλντ. Αναγκαία προφύλαξη για να μην μας πάρει κανένα μάτι.
Διασχίζουμε το πυκνό δάσος του Σέιβερνεϊκ με τις πανύψηλες οξιές και καστανιές, τις τεράστιες καρυδιές και τις αρχαίες βελανιδιές. Ανάμεσα από χαλί μπλε υάκινθων, φτέρες, και θάμνους γεμάτους σμέουρα. Το Βασιλικό δάσος όπως το είχε χαρακτηρίσει ο βασιλιάς Ερρίκος ο Όγδοος, που λάτρευε να έρχεται εδώ για κυνήγι ελαφιού, εκατό χρόνια πριν.
Ξαναβρίσκουμε τον ποταμό Κέννετ και τον ακολουθούμε μέχρι το γεφυράκι, στο σημείο που ενώνεται με τον ποταμό Ογκ. Στρίβουμε βορειοανατολικά, αφήνοντας πίσω μας τον Κέννετ και ακολουθώντας τον Ογκ.
Αριστερά μας, βρίσκεται η πόλη του Μάρλμπορο. Σύμφωνα με τα όσα μας ανέφεραν οι ιχνηλάτες, θα πρέπει να έχουμε το στρατόπεδο ακριβώς μπροστά μας.
Προχωράμε με αργό βηματισμό, προσπαθώντας να μην κάνουμε τον παραμικρό θόρυβο. Ο ήλιος κοντεύει να κρυφτεί τελείως. Η ομίχλη όλο και πυκνώνει, δίνοντάς μας ένα ακόμα αβαντάζ στη μυστική μας διέλευση.
Βρίσκουμε ένα καλό σημείο, με πυκνή βλάστηση δίπλα στο ποτάμι. Το σημείο είναι ιδανικό για να αφήσουμε τα άλογα. Υπάρχει πλούσιο χορτάρι, το νερό περνάει ακριβώς δίπλα και είναι απόμερο, δίνοντας τη δυνατότητα να παραμείνουν τα άλογα κρυμμένα από περαστικά μάτια.
Από κει και πέρα, συνεχίζουμε πεζοί.
.
.
Είμαστε ξαπλωμένοι στο κρύο χώμα, μέσα στο πυκνό δάσος, με ανασηκωμένα μόνο τα κεφάλια μας και παρακολουθούμε την κίνηση στο στρατόπεδο που απλώνεται μπροστά μας. Η πυκνή ομίχλη και η νύχτα, αλλά και το ότι είμαστε ντυμένοι στα μαύρα, μας εξασφαλίζει μια σχετική ασφάλεια και κάλυψη.
Ο Άντονι μου κάνει νεύμα και μου δείχνει μπροστά δεξιά μας, δύο στρατιώτες που κάνουν χαλαρά την περίπολό τους. Έχουν κρεμασμένο το όπλο στον ώμο τους, κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα μεταξύ τους και έρχονται προς το μέρος μας.
Σερνόμαστε έρποντας προς τα πίσω, όμως είναι πολύ αργά να τους αποφύγουμε καθώς έρχονται ακριβώς προς το σημείο που βρισκόμαστε. Δεν μπορούμε να κινηθούμε γρηγορότερα, γιατί ο θόρυβος που θα προκαλέσουμε, θα μας προδώσει.
Δείχνω στον Άντονι τον αριστερό, λέγοντάς του με νοήματα να τον αναλάβει και ότι εγώ θα αναλάβω τον δεξιό.
Μόλις φτάνουν ακριβώς μπροστά μας, αφήνουμε να κάνουν ένα βήμα παραπάνω και πεταγόμαστε ταυτόχρονα από πίσω τους. Κυκλώνω το μπράτσο μου στο λαιμό του αριστερού, ενώ ταυτόχρονα με το άλλο χέρι, του κλείνω το στόμα. Με μιαν απότομη κίνηση στρίβω το λαιμό του. Το ανατριχιαστικό κρακ που ακούγεται απ'την σπονδυλική του στήλη που σπάει, είναι ο μόνος θόρυβος που ξεφεύγει στον αέρα. Σωριάζεται στα πόδια μου.
Ο Άντονι δίπλα, κάνει ακριβώς το ίδιο στον δικό του. Σέρνουμε με αθόρυβες κινήσεις τα δύο πτώματα πίσω από ένα δέντρο και τα στοιβάζουμε δίπλα στον κορμό του. Μαζεύουμε φύλλα και κλαριά και τους σκεπάζουμε. Θα χρειαστούν κάμποσες ώρες για να τους εντοπίσουν.
Μιλώντας τελείως ψιθυριστά και κάνοντας νοήματα, αποφασίζουμε να χωριστούμε προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, μιας και το στρατόπεδο απλώνεται σε μεγάλη έκταση, μήπως και καταφέρουμε να εντοπίσουμε πού κρατάνε τα κορίτσια μας.
Θα είναι δύσκολο γιατί έχει νυχτώσει για τα καλά και δεν υπάρχει αξιόλογη κίνηση. Οι περισσότεροι έχουν κλειστεί στις σκηνές τους. Μόνο φύλακες και περιπολίες είναι σε κίνηση. Όμως, το γεγονός ότι αναγκαστήκαμε να ... εξαφανίσουμε μια περίπολο, μας μειώνει το χρόνο που έχουμε στη διάθεσή μας. Πρέπει να εντοπίσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται την Ιζαμπέλα και να απομακρυνθούμε, πριν πάρουν είδηση ότι μια περίπολος δεν γύρισε.
Καταριέμαι από μέσα μου για την κακοτυχία μας και δείχνω στον Άντονι το σημείο που θα βρεθούμε, αφού κυκλώσουμε από διαφορετική κατεύθυνση ο καθένας, το στρατόπεδο.
Χωριζόμαστε. Δυο απειλητικές σκιές μέσα στο πηχτό σκοτάδι.
.
.
Μετά από κάμποση ώρα, συναντιόμαστε στο σημείο που ορίσαμε πρωτύτερα. Κοιτάζω τον Άντονι με ελπίδα στα μάτια. Μου κουνάει το κεφάλι του αρνητικά. Ούτε αυτός κατάφερε να εντοπίσει το κορίτσι μου.
Θα περιμένουμε να ξημερώσει, να αρχίσει κίνηση στο στρατόπεδο. Μια φρικιαστική σκέψη περνάει απ'το μυαλό μου, μήπως φτάσαμε αργά... Όχι! Τη διώχνω αμέσως μακριά. Η Ιζαμπέλα είναι εκεί κάτω, σε κάποια σκηνή, ή κάτω από κάποια τέντα, στριμωγμένη μαζί με άλλες γυναίκες.
Η σκέψη με κάνει να τρέμω ολόκληρος. Η εικόνα της, βουτηγμένη στις λάσπες, κουρασμένη, να τρέμει απ'το κρύο, κάνει την καρδιά μου να πονάει. Οργή και μίσος φουντώνει μέσα στο στήθος μου. Άγγλοι να φέρονται έτσι σε συμπατριώτες τους. Σε έναν πόλεμο, οι νικητές ορίζουν τους κανόνες και οι νικημένοι υπομένουν το κόστος, υποτάσσονται και ακολουθούν. Σε έναν εμφύλιο όμως? Οι γυναίκες που κακομεταχειρίζονται αυτοί οι στρατιώτες, θα μπορούσαν να είναι οι μητέρες τους, οι αδελφές τους, οι κόρες τους.
Κτήνη! Άγγλοι μάχονται Άγγλους, μέχρι καμία ψυχή να μην μείνει αλώβητη.
.
Λέω στον Άντονι να κοιμηθεί πρώτος, ενώ εγώ θα φυλάω σκοπιά.
Πηχτό, απόλυτο σκοτάδι έχει καλύψει τα πάντα. Ακόμα και τις σκέψεις μου. Κάθομαι εκεί, μέσα στο κρύο και την ησυχία να κοιτάζω το κενό. Ο μόνος θόρυβος που ακούγεται, κάποια τριξίματα ξύλου απ'το δάσος γύρω μας και οι χτύποι της καρδιάς μου.
Κρατάω όσο περισσότερο μπορώ, αλλά πλέον νιώθω ότι δεν γίνεται να κρατήσω τα μάτια μου άλλο ανοιχτά. Σκουντάω τον Άντονι να ξυπνήσει. Τυλίγομαι ακόμα περισσότερο με το παλτό μου και βολεύω το κεφάλι μου στη ρίζα ενός κορμού. Κουλουριάζομαι και βυθίζομαι στον ύπνο.
.
.
Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τον Άντονι από πάνω μου, να μου δείχνει με έντονα νοήματα προς το στρατόπεδο. Ανασηκώνομαι και τρίβω τα μάτια μου.
Έχει ξημερώσει και το στρατόπεδο σιγά σιγά αποκτά ζωή. Tο πρανές του λοφίσκου που έχουμε κρυφτεί, μας παρέχει μια αμφιθεατρική εικόνα του στρατοπέδου.
Δεν αργώ να εντοπίσω τι είναι αυτό που μου δείχνει ο Άντονι. Μια μεγάλη σκηνή, ανοιχτή γύρω γύρω, με μόνο στέγη και γεμάτη γυναίκες. Ένας νεαρός στρατιώτης εκτοξεύει εντολές, κάνοντας έντονες κινήσεις με τα χέρια του. Κλωτσάει και τραβάει μια γυναίκα για να σηκωθεί. Σπρώχνει μιαν άλλη με δύναμη και την κάνει να χάσει την ισορροπία της και να πέσει στα γόνατα. Οργή φουντώνει μέσα μου. Ένα παιδί, να φέρεται έτσι σε ηλικιωμένες γυναίκες. Μία μία κατευθύνονται στα πόστα τους εδώ και κει και πιάνουν δουλειά.
Στρατιώτες έχουν σηκωθεί και αυτοί, βγαίνουν απ'τις σκηνές τους και εκτοξεύουν διαταγές με φωνές και χειρονομίες στις γυναίκες που τρέχουν δεξιά και αριστερά. Καταλαβαίνουμε ότι ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών, πρόκειται να ξεκινήσει για κάποιο προορισμό και ένας παροξυσμός ετοιμασιών έχει ξεκινήσει.
Περιμένουμε να ησυχάσει λίγο η κατάσταση, παρατηρώντας ταυτόχρονα τον τρόπο λειτουργίας του στρατοπέδου, εντοπίζοντας τις σκηνές των αξιωματικών, των απλών στρατιωτών, των βοηθητικών, αλλά κυρίως των αιχμάλωτων γυναικών.
Παρατηρώ με προσοχή κάθε γυναίκα που κινείται. Η Ιζαμπέλα δεν είναι πουθενά. Είναι όλες μεγαλύτερης ηλικίας, οπότε υποθέτω ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε κάποια άλλη σκηνή, πιο μέσα στο στρατόπεδο, που δεν είναι ορατή από δω που στεκόμαστε. Είμαι έτοιμος να κάνω νόημα στον Άντονι να μετακινηθούμε πλάγια προς την αριστερή πλευρά, όταν βλέπω τη Σίλια. Κοκαλώνω! Πρέπει να είναι μαζί. Η Σίλια δεν θα άφηνε μόνη της την Ιζαμπέλα.
Έχω παραλύσει! Παρακολουθώ τη Σίλια να κοιτάζει τριγύρω, να πλησιάζει διάφορες γυναίκες. Κάτι τους λέει, φεύγει αλαφιασμένη. Κάτι συμβαίνει! Η καρδιά μου σφίγγεται. Προσπαθώ να δω μέχρι μέσα στην σκεπασμένη σκηνή. Αν είναι μαζί, γιατί δεν έχει βγει ακόμα? Αρρώστησε απ'την παγωνιά? Δεν μπορεί να σηκωθεί? Ψήνεται στον πυρετό? Γι'αυτό τρέχει δεξιά και αριστερά η Σίλια? Ψάχνει βοήθεια?
Ω! Θεέ μου, θα τρελαθώ! Δεν χάνω τη Σίλια απ'τα μάτια μου. Τρέχει προς το κέντρο του στρατοπέδου, στο βάθος, εκεί που είναι στημένα καζάνια, κρεμασμένα πάνω από φωτιές, που καίνε δυνατές.
Η Λούσι είναι αυτή? Ναι! Είναι η Λούσι! Της λέει κάτι δείχνοντας πίσω την ανοιχτή σκηνή. Δείχνει να κλαίει. Η Λούσι την αγκαλιάζει, ενώ ταυτόχρονα κάτι λέει σε μιαν άλλη γυναίκα δίπλα της. Αυτή φεύγει τρέχοντας και πάει προς εκείνο το κωλόπαιδο που προ ολίγου κλώτσαγε και έσπρωχνε τις γυναίκες να σηκωθούν. Αυτός φωνάζει και της δείχνει προς την κατεύθυνση που είναι η Λούσι με τη Σίλια. Μετά φεύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς το κέντρο του στρατοπέδου, με γρήγορα βήματα.
Η καρδιά μου πάει να σπάσει! Κάτι έχει συμβεί! Και πρέπει να αφορά την Ιζαμπέλα.
Ο Άντονι μου δείχνει ένα μεγάλο αριθμό στρατιωτών, που ξεκινάνε για αναχώρηση. Κάποιοι πιο πέρα, σελώνουν τα άλογά τους για να ακολουθήσουν την πεζή πομπή. Μου κάνει νόημα να κάνουμε πιο πίσω και να περιμένουμε να ησυχάσει το στρατόπεδο.
Σερνόμαστε προς το δάσος πίσω μας. Σκαρφαλώνω σε μια ψηλή άγρια βελανιδιά και χώνομαι στο πυκνό φύλλωμά της. Το ίδιο κάνει και ο Άντονι, ένα δέντρο παραδίπλα. Μένουμε ακίνητοι, χωμένοι μέσα σε άγρια πυκνά κλαριά.
Από το ύψος που βρίσκομαι, χωμένος μέσα στο δέντρο, δεν μπορώ να δω παρά μόνο καπνούς που ανεβαίνουν ψηλά στον ουρανό, απ'τις διάφορες φωτιές που είναι αναμμένες στο στρατόπεδο και τις τέντες από τις τελευταίες σειρές με σκηνές, που φαίνονται στο τέλος του στρατοπέδου στο βάθος του ορίζοντα.
Οι πνιχτοί ήχοι από φωνές, εντολές και ποδοβολητά που ακούγονταν στο βάθος, σιγά σιγά σταματάνε και απόλυτη ησυχία επικρατεί πάλι. Ελέγχω γύρω μου το πεδίο και κοιτάζω τον Άντονι, αν και απ'τη δικιά του πλευρά, επικρατεί ησυχία και του κάνω νόημα να κατέβουμε απ'το δέντρο.
Σερνόμαστε πάλι στην άκρη του λοφίσκου, έχοντας πάλι αμφιθεατρική εικόνα του στρατοπέδου. Επικρατεί ησυχία, αλλά υπάρχουν ακόμα αρκετοί στρατιώτες εδώ και κει, άλλοι σε σκοπιά, άλλοι χαλαροί να περιφέρονται, άλλοι σε μικρές ομάδες έξω απ'τις σκηνές, να τρώνε και να πίνουν.
Παρόλο που ο μεγαλύτερος όγκος των στρατιωτών έχει φύγει, μια μεγάλη δύναμη έχει παραμείνει πίσω να φυλάει το στρατόπεδο. Οι ιχνηλάτες μου, ήταν ακριβείς σε ότι μας αναφέρανε. Ένα πολύ καλά οργανωμένο στρατόπεδο σε πλήρη λειτουργία.
Ξαναπερνάω το βλέμμα μου όσο φτάνει το μάτι, μήπως καταφέρω να εντοπίσω πουθενά την Ιζαμπέλα. Μεγάλος αριθμός γυναικών, περιφέρεται τώρα παντού στο χώρο, όλες πλήρως απασχολημένες με διάφορες δουλειές.
Είναι η ευκαιρία μας, τώρα που είναι σχετικά πιο ήσυχα τα πράγματα και με το φως της ημέρας, να κυκλώσουμε πάλι το στρατόπεδο, μήπως καταφέρουμε και την εντοπίσουμε.
Ψιθυρίζω στον Άντονι, λέγοντάς του να επαναλάβουμε ότι κάναμε εχτές, να χωριστούμε δηλαδή και να κινηθούμε περιμετρικά του στρατοπέδου, με σημείο συνάντησης, εδώ που βρισκόμαστε τώρα.
Το βλέμμα μου πέφτει στη Σίλια που τη βλέπω να βαστάει ένα μεγάλο καλάθι με πατάτες και να κατευθύνεται προς το ποτάμι. Κάνω νόημα στον Άντονι να φύγει προς τα αριστερά, ενώ εγώ θα πάρω την κατεύθυνση πάνω απ'το ποτάμι.
Με κοιτάζει περίεργα χωρίς να κινείται. Τι είναι πάλι?
-"Τζέθρο, -μου λέει ψιθυριστά- δεν θέλω να χωριστούμε. Καλύτερα να μείνουμε μαζί κάτω απ'το φως της ημέρας. Αν κάτι συμβεί, αν εντοπίσουν κίνηση... Αν είμαστε μαζί τουλάχιστον, ο ένας θα φυλάει την πλάτη του άλλου."
Ο εκνευρισμός μου φουντώνει. Καταλαβαίνω τι κάνει. Είδε το βλέμμα μου, που ακολουθούσε τη Σίλια. Με ξέρει πολύ καλά. Είναι σίγουρος ότι θα επιχειρήσω να έρθω σε επαφή μαζί της και δεν με αφήνει μόνο μου. Τον ξέρω πολύ καλά και εγώ. Δεν πρόκειται να υποχωρήσει. Δεν έχω χρόνο για χάσιμο. Ίσως θα είναι η μοναδική ευκαιρία να πετύχω κάποια επαφή, τώρα που η Σίλια απομακρύνεται απ'το στρατόπεδο. Αν χάσω κι άλλο χρόνο προσπαθώντας να μεταπείσω τον Άντονι, ίσως χάσω τη μοναδική μου ευκαιρία.
Παίρνω βαθιά ανάσα και του κάνω νεύμα να πάμε μαζί προς τα δεξιά, πάνω απ'το ποτάμι.
Βαδίζουμε σκυφτοί με μεγάλη προσοχή και φτάνουμε πάνω απ'το ποτάμι στο σημείο που πλένει η Σίλια κάτι πατάτες. Έρποντας, κατεβαίνουμε όσο πιο κοντά στην κύτη του ποταμού μας επιτρέπουν οι θάμνοι και τα δέντρα να πλησιάσουμε, ενώ συνεχίζουμε να είμαστε προφυλαγμένοι από κοινή θέα.
-"Έχε το νου σου μην πλησιάσει κανένας. Θα προσπαθήσω να της μιλήσω."
Του λέω και παίρνω μια μικρή πέτρα στο χέρι μου. Την πετάω όσο πιο κοντά μπορώ προς το σημείο που βρίσκεται η Σίλια. Σκάει ακριβώς μπροστά της μέσα στο νερό. Σταματάει την κίνηση των χεριών της και ανασηκώνει το βλέμμα της. Ξεπροβάλλω ελάχιστα μέσα απ'τους θάμνους απ'την απέναντι όχθη, ίσα να με δει και κάνω πάλι προς τα πίσω.
Μένει ακίνητη για μερικά δευτερόλεπτα, μετά κοιτάει δεξιά, αριστερά και από πίσω της και επιστρέφει το βλέμμα της προς εμένα, ενώ συνεχίζει με τα χέρια της να πλένει πατάτες μέσα στο ποτάμι.
Έξυπνο κορίτσι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top