Κεφάλαιο 17 - Επιβίωση
-"Εσείς οι δύο. Ελάτε αμέσως εδώ."
Ο νεαρός άντρας που μας απευθύνει το λόγο, δεν πρέπει να είναι πάνω από δεκαεπτά χρονών. Φοράει λευκή στολή, αλλά χωρίς κανένα διακριτικό, χωρίς ζώνη, χωρίς τα απειλητικά μαχαίρια. Μας δείχνει με το χέρι του και κάνει ανυπόμονες κινήσεις. Σηκωνόμαστε και πλησιάζουμε.
-"Ακολουθείστε με." μας λέει επιτακτικά. Τον ακολουθούμε με σκυμμένα κεφάλια χωρίς να μιλάμε. Και εγώ και η Σίλια είμαστε τουλάχιστον δύο ίντσες ψηλότερες απ'αυτόν. Ένα μικρό παιδί. Τουλάχιστον δεν δείχνει απειλητικός όσο οι υπόλοιποι στρατιώτες.
Μας οδηγεί μέσα στην κατασκήνωση και πίσω από μια μεγάλη σκηνή γεμάτη γυναίκες που προετοιμάζουν φαγητό. Ένας χαμός επικρατεί παντού. Τεράστια καζάνια κρέμονται πάνω από μεγάλες φωτιές. Πάγκοι με λαχανικά και φρούτα. Γυναίκες παντού τρέχουν αλλόφρονες.
Η πείνα σε συνδυασμό με τις μυρωδιές που αναδύονται γύρω μου, με κάνει να ζαλίζομαι. Το στόμα μου γεμίζει σάλιο με δικιά του πρωτοβουλία.
-"ΕΔΩ! ΓΡΗΓΟΡΑ, ΑΝ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΦΑΤΕ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ."
Μια γνώριμη φωνή κάνει την καρδιά μου να αναπηδήσει. Η Λούσι! Λίγο πιο πέρα από κει που στεκόμαστε, κάνει έντονες χειρονομίες και δείχνει στο στρατιώτη που μας συνοδεύει, ένα σάκο με πατάτες. Ο νεαρός, μας πιάνει απ'το μπράτσο και μας πάει κοντά της. Η Λούσι συνεχίζει να φωνάζει εκνευρισμένη, χωρίς να μας δίνει σημασία. Ολόκληρη παράσταση, προφανώς για χάρη του νεαρού μας συνοδού.
-"Ξεκινήστε να καθαρίζετε. Θέλω όλες τις πατάτες καθαρισμένες και πλυμένες μέσα στο καζάνι, πριν αρχίσει να βράζει το νερό. ΑΝΤΕ! ΓΡΗΓΟΡΑ! ΞΕΚΙΝΕΙΣΤΕ!"
Μας λέει αγριεμένη, μας γυρνάει την πλάτη και φεύγει προς τις άλλες γυναίκες που καθαρίζουν λαχανικά και τεμαχίζουν καμιά δεκαριά αρνάκια σε μερίδες. Συνεχίζει να εκτοξεύει εντολές εδώ και κει.
Ο νεαρός μας λέει να ξεκινήσουμε και καλά θα κάνουμε να μην καθυστερούμε, γιατί θα φροντίσει να τιμωρηθούμε. Μας δείχνει πέρα απ'την άλλη μεριά κάτι στύλους. Σε έναν απ'αυτούς είναι δεμένη μια κοπέλα με τα χέρια τεντωμένα ψηλά. Ποιος ξέρει από πότε την έχουν εκεί δεμένη. Το κεφάλι της είναι κρεμασμένο προς τα κάτω, λες και είναι λιπόθυμη.
-"Οι πατάτες είναι γεμάτες χώματα. Δεν μπορούμε να τις ρίξουμε έτσι στο καζάνι. Πού έχει νερό να τις πλύνουμε?"
Ρωτάω το νεαρό, που αφού μου ρίχνει μια καχύποπτη ματιά, μου δείχνει με το χέρι του το ποτάμι, που περνάει πέρα, εκεί που πυκνώνει το δάσος.
Ώστε μπορούμε να κινούμαστε ως πέρα στο ποτάμι, σκέφτομαι. Λες και διάβασε τη σκέψη μου ο νεαρός μας λέει άγρια.
-"Και μην σας μπουν τίποτα ιδέες να περάσετε το ποτάμι, υπάρχουν φύλακες παντού γύρω απ'το στρατόπεδο. Θα σας πυροβολήσουν αμέσως."
Στρωνόμαστε στη δουλειά και αυτός απομακρύνεται, λέγοντάς μας ότι μας παρακολουθεί και να μην χαζεύουμε.
Μετά από κανένα μισάωρο και αφού έχουμε καθαρίσει σχεδόν όλο το τσουβάλι με τις πατάτες και τις στοιβάζουμε για να πάμε να τις πλύνουμε, έρχεται κοντά μας η Λούσι.
-"Είστε καλά τσούπρες μου?" Μας ρωτάει όλο έννοια, χαμηλόφωνα.
-"Λούσι μου αγαπημένη. Πώς τα κατάφερες και μας έφερες εδώ πέρα?" Τη ρωτάω ακολουθώντας το χαμηλό τόνο στη φωνή μου.
Μας χαμογελάει και βγάζει απ'την τσέπη της ένα μήλο κομμένο στα δύο.
-"Φάτε το τώρα που δεν βλέπει κανείς, θα πρέπει να είστε πεθαμένες στην πείνα. Ευτυχώς, σας εντόπισα. Αναθέσανε σε αυτό το παιδαρέλι να μας επιβλέπει. Πφφφ..! Τον έπεισα ότι χρειάζομαι τουλάχιστον δύο ακόμα άτομα για να βγάλω φαγητό στην ώρα του και του έδειξα προς το μέρος σας. -'Φέρε μου -του λέω- αυτές τις δυο. Τί τις έχετε και κάθονται και εγώ πνίγομαι εδώ πέρα?' Προσπάθησε να με εκφοβίσει, λέγοντάς μου ότι θα με στείλει στους στύλους εκεί πέρα αν δεν τελειώνω και του είπα ότι θα πω στον διοικητή του, ότι με εμπόδισε να κάνω τη δουλειά μου και ότι εξ'αιτίας του οι στρατιώτες θα μείνουν χωρίς φαΐ. Έχω μεγαλώσει δεκάδες σαν αυτό το παιδαρέλι, σιγά μη και δεν μπορούσα να τον χειριστώ. Τσούπρες μου, έχει πολύ δουλειά εδώ. Σκύψτε το κεφάλι και δείχνετε συνέχεια πολύ απασχολημένες. Ίσως τα καταφέρουμε και γλυτώσετε απ'αυτούς τους αχρείους. Είδα να βιάζουν και να σακατεύουν στο ξύλο ένα ταλαίπωρο κορίτσι εχτές το βράδυ, σε μια τέντα εδώ παραδίπλα. Ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω τα ουρλιαχτά της." Λέει και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα.
-"Λούσι, η Γκέηλ, η Κέητ και η Έλεν πού είναι? Τις έχεις δει καθόλου?" Ρωτάω ανήσυχη.
-"Τις είδε η Γκέηλ. Τις έχουν πέρα από την πίσω μεριά, εκεί που το ποτάμι δημιουργεί μια λίμνη. Τις έχουν βάλει να πλένουν. Δόξα να έχει ο μεγαλοδύναμος. Θα τα βγάλουμε πέρα τσούπρες μου... -κάποιος πλησιάζει- ΑΝΤΕ, ΓΡΗΓΟΡΑ! ΤΕΛΕΙΩΝΕΤΕ!" Μας φωνάζει κουνώντας τα χέρια της και φεύγει πέρα.
Ώστε είναι και η Γκέηλ εδώ? Δεν την είδα πουθενά. Τις κράτησαν μαζί...
Ένας στρατιώτης που έρχεται με γρήγορα βήματα προς το μέρος μας, σταματάει τις σκέψεις μου. Σκύβουμε και μαζεύουμε τις καθαρισμένες πατάτες εγώ και η Σίλια, μέσα σε δυο μεγάλα καλάθια και σηκωνόμαστε με γρήγορες κινήσεις και με κατεύθυνση το ποτάμι.
-"Εεεε, εσείς! Για πού το βάλατε?"
Κοκαλώνουμε και οι δύο. Η Σίλια γυρίζει και χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της, του δείχνει τις πατάτες και του λέει ότι πάμε να τις πλύνουμε απ'τα χώματα.
Κάνει ένα κύκλο και έρχεται μπροστά μου. Με κοιτάζει απ'την κορφή ως τα νύχια. Μένω με σκυμμένο το κεφάλι και κρατάω την αναπνοή μου.
-"Εσείς γιατί είστε εδώ?" λέει και σηκώνει ένα τσουλούφι απ'τα μαλλιά μου. Μου σηκώνει το σαγόνι να τον κοιτάξω στα μάτια. Το ύφος του είναι λιμασμένο. Με κοιτάει λες και είναι λύκος κι εγώ ένα μικρό ελαφάκι. Έτοιμος να με κατασπαράξει!
-"Ένας στρατιώτης μας έφερε εδώ και τις δυο μας. Κάτι για εντολή διοικητή νομίζω ότι άκουσα να λέει... κάτι τέτοιο." Λέει η Σίλια με χαμηλή φωνή.
Κοντοστέκεται λίγο και μας κοιτάζει ερευνητικά.
-"ΑΝΤΕ, ΤΕΛΕΙΩΝΕΤΕ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΑΣ, ΜΗ ΧΑΖΕΥΕΤΕ."
Μας ουρλιάζει τις εντολές του και γυρίζει και απομακρύνεται.
Φιού! Αφήνω την αναπνοή που κράταγα. Κοιταζόμαστε με τη Σίλια και φεύγουμε με γρήγορα βήματα προς το ποτάμι.
.
.
Ο ουρανός έχει κρυφτεί πίσω από πυκνά μαύρα σύννεφα. Ομίχλη έχει καλύψει τα πάντα γύρω μας και το κρύο αρχίζει και τρυπάει το δέρμα. Η νύχτα έφτασε και αυτή, να προσθέσει με τα σκοτεινά χρώματά της, άλλη μια νότα απόγνωσης στη ζοφερή εικόνα γύρω μας.
Στριμωχνόμαστε καμιά πενηνταριά γυναίκες κάτω από μια τέντα, προσπαθώντας να βρισκόμαστε καλυμμένες από τη βροχή, που θα αρχίσει να πέφτει από λεπτό σε λεπτό. Από κάτω μας στρωμένα άχυρα, αλλά τα περισσότερα μουσκεμένα, ή λασπωμένα.
Είναι η ώρα που σταματάει να δουλεύει το σώμα στον αυτόματο και μπαίνει σε λειτουργία το μυαλό. Στον αυτόματο κι αυτό!
Γύρω μου, ήχοι εξάντλησης και απόγνωσης. Μια κυρούλα στη γωνία κλαίει σιωπηλά. Είμαστε ανακατεμένες μέσα σε ένα μπουλούκι μεγαλύτερων σε ηλικία γυναικών, χάρη στο τέχνασμα της Λούσι. Είμαι τελείως εξαντλημένη. Τα χέρια μου τσούζουν. Το ίδιο και τα πόδια μου και τα μάτια μου. Η πλάτη μου με πεθαίνει. Δεν νομίζω ότι υπάρχει σημείο πάνω στο σώμα μου που να μην πονάει. Και παρόλα αυτά νιώθω ευγνώμων που βρίσκομαι εδώ.
Δεν ξέρω τι είδους μηχανισμός επιβίωσης έχει ενεργοποιηθεί. Ίσως κάποιες άμυνες του μυαλού, που διαχωρίζουν ότι γίνεται γύρω μου σε 'χειρότερα' και 'ακόμα χειρότερα'. Αν είχαμε μείνει στον ανοιχτό χώρο πέρα απ'τις σκηνές σκέφτομαι, ίσως ήταν η σειρά μας σήμερα, να ικανοποιήσουμε τις αρρωστημένες ορέξεις των λιμασμένων στρατιωτών. Και αυτό με κάνει να αντέχω και να μην καταρρέω.
Στη σκέψη μου έρχεται μια γκραβούρα που είχα μελετήσει κάποια στιγμή ως φοιτήτρια, στην προηγούμενη ζωή μου. Πριν με καταπιεί ο χρόνος και με πετάξει σε αυτή την ταραγμένη, όλο βία εποχή. Ήταν ένα στρατόπεδο του αγγλικού στρατού, στημένο σε μια πεδιάδα.
-'Εκτιμώμενη περίοδος: Μέσα 17ου αιώνα. Εμφύλιος πόλεμος Αγγλίας. Άγνωστος καλλιτέχνης.'-
Θυμάμαι ότι μελετούσα με μεγεθυντικό φακό τα πρόσωπα και προσπαθούσα να μαντέψω ποιες να ήταν οι σκέψεις τους.
Τώρα είμαι μέρος του ίδιου πίνακα. Είμαι αυτή η μικρή σκιά, εκείνο το μικρό σκιτσάκι στη γωνία. Είμαι σίγουρη πως θα είχα περάσει από πάνω το φακό μου και δεν θα του είχα δώσει καμία σημασία. Κι όμως! Οι σκέψεις μου είναι τόσο δυνατές, τόσο σκοτεινές!
Σε εκείνη την άλλη εποχή, την άλλη ζωή μου, αγχωνόμουν και έσκαγα για πράγματα που μου φαίνονται τόσο ανόητα και ρηχά αυτή τη στιγμή, που αν είχα το κουράγιο και τη δύναμη, θα γέλαγα με τον εαυτό μου. Πόσο γελοίο ακούγεται το ότι με έκαιγε να μαζέψω λεφτά για να αγοράσω εκείνες τις ακριβές μπότες που είχα δει σε μια βιτρίνα και ζήλεψα, ή ότι αγχωνόμουν μη βρέξει και χαλάσει το bbq που ετοίμαζα στον κήπο, ή νευρίαζα γιατί δεν έβρισκα μια ταινία της προκοπής να δω στο NETFLIX.
Είμαστε ήδη τέσσερις μέρες εδώ. Ο χρόνος δεν έχει νόημα πια. Είτε τέσσερις, είτε δεκατέσσερις, ένας διαρκής αγώνας επιβίωσης. Το βράδυ απλά κλείνεις και ελπίζεις να την βγάλεις άλλη μια μέρα. Βλέπεις κάποια να υποφέρει και προσπερνάς, κοιτάς αλλού, και το περίεργο είναι πως το μυαλό παίρνει δύναμη. Δεν είμαι εγώ στη θέση της... Πάλι καλά... 'χειρότερα' και 'ακόμα χειρότερα'... Ο φόβος και το ένστικτο επιβίωσης, είναι πανίσχυροι μηχανισμοί. Καλύπτουν όλα τ'άλλα. Σε κάνουν να χάνεις την ανθρωπιά σου, την συμπόνια, την ενσυναίσθηση.
Τι εποχές και ταραγμένα χρόνια έχει διανύσει η ανθρωπότητα! Εποχές που οι άντρες κάνουν πολέμους και οι γυναίκες είναι τα λάφυρα.
Άραγε τι να γίνεται πίσω στο Χάνγκερφορντ? Να γύρισαν απ'τη μάχη? Τα κατάφερε? Είναι καλά? Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Τα λόγια του, η εικόνα του πριν φύγει για τη μάχη, παίζει σαν ταινία μέσα στο κεφάλι μου. Η φωνή του ζωντανή στα αφτιά μου :
-'Ίσως, απ'την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, να ήταν γραφτό να συμπληρώσω τα κενά σου και εσύ τα δικά μου.'-
-"...και εσύ τα δικά μου" ψελλίζω τα λόγια που μου είπε, αφού μου φόρεσε το δαχτυλίδι της μητέρας του στο δάχτυλο. Η Σίλια δίπλα μου σαλεύει μέσα στον ύπνο της και βγάζει ένα βαθύ αναστεναγμό. Καημένο κορίτσι. Παρόλο που είναι πολύ πιο σκληραγωγημένη από μένα, έχει εξαντληθεί και αυτή από την κούραση.
Βάζω το χέρι μου μέσα στο στήθος μου και βγάζω το δαχτυλίδι με τη σφραγίδα απ'την κρυψώνα του. Το περνάω στο δάχτυλό μου. Χαϊδεύοντας το δαχτυλίδι της μητέρας του, βυθίζομαι σε ένα ταραγμένο ύπνο . Εικόνες μπλεγμένες από δυο διαφορετικές ζωές περνάνε σαν προβολή σλάιντς, στο μυαλό μου. Και η εικόνα του! Δυο συννεφιασμένα μάτια με χρώμα καταιγίδας. Όπως οι σκέψεις του! Όπως η ψυχή μου!
.
.
.
Πετάγομαι όρθια βαριανασαίνοντας. Δεν ξέρω τι με ξύπνησε. Το μπουμπουνητό που ακούστηκε από κάπου μακριά, ή τα ταραγμένα όνειρά μου.
Παρά την πρωινή παγωνιά, είμαι λουσμένη στον ιδρώτα. Κοιτάζω γύρω μου. Απόλυτη ησυχία επικρατεί. Όλες οι γυναίκες κοιμούνται κουλουριασμένες η μια κοντά στην άλλη. Η Σίλια το ίδιο. Ένα μικρό κουβαράκι που προσπαθεί να κρατηθεί ζεστό απ΄τη ζέστη του κορμιού της, χωμένη στην αγκαλιά μου. Τραβιέμαι όσο πιο αργά και προσεκτικά μπορώ για να μην την ξυπνήσω.
Έχω μεγάλη ανάγκη να πλυθώ. Να ρίξω λίγο νερό πάνω μου, ας είναι και παγωμένο. Κατευθύνομαι προς το ποτάμι με αργά προσεκτικά βήματα, για να μην τραβήξω την προσοχή. Ανεπαίσθητος θόρυβος ακούγεται όπου πατάω, από το σπάσιμο του λεπτού πάγου που σχηματίστηκε από την παγωνιά της νύχτας πάνω στα χόρτα. Μικρά, τσακ-τσακ, σαν τον ήχο από άδειο τσόφλι αβγού που τσαλακώνεται.
Κλείνω τα μάτια μου. Η εικόνα από τα πρωινά με τη μαμά μου και τον μπαμπά μου, όσο ζούσε ακόμα και ήταν στα καλά της, πριν την τσακίσει ο καρκίνος. Το πρωινό μας, ζεστός καφές με γάλα, αβγό βραστό και φρυγανισμένο ψωμί. Μόλις έτρωγα το αβγό μου, γύριζα ανάποδα το άδειο τσόφλι στην αβγουλιέρα και το έσπαγα πιέζοντας το δάχτυλό μου πάνω του.
Ανοίγω τα μάτια μου και κοιτάζω γύρω μου. Το μυαλό μου αρχίζει και μου παίζει επικίνδυνα παιχνίδια. Πρέπει να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου.
Φτάνω στην άκρη του ποταμού. Καθαρό, γάργαρο νερό κατεβαίνει με ορμή. Πλησιάζω το μεγάλο γυαλιστερό βράχο, που είναι σαν βατήρας πάνω απ'το νερό που τρέχει. Γονατίζω με προσοχή. Βουτάω και τα δυο μου χέρια στο νερό και γεμίζω τις χούφτες μου. Ρίχνω με ορμή πάνω στο πρόσωπό μου.
Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Και τι δεν θά'δινα για ένα καυτό μπάνιο τώρα. Αφρόλουτρο με άρωμα ταλκ, ή πικραμύγδαλο, ή άνθη πορτοκαλιάς...
Κοιτάζω τα χέρια μου που έχουν γίνει κατακόκκινα και ξερά απ'τις σκληρές δουλειές, μέσα σε τέσσερις μέρες. Αυτή είναι η μοίρα μου λοιπόν? Έτσι θα πεθάνω? Αιχμάλωτη σε ένα στρατόπεδο, από σκληρή δουλειά, πείνα και κρύο? Τα ξαναβουτάω στο παγωμένο νερό, γεμίζω τις χούφτες μου και πίνω λαίμαργα. Το νερό κατεβαίνει παγωμένο στον ξεραμένο μου λαιμό. Περνάω τα βρεμένα χέρια μου και καθαρίζω το λαιμό μου, το σβέρκο μου, τα μπράτσα μου.
Μια κίνηση, ένας ανεπαίσθητος θόρυβος, πλάι και πίσω μου. Γυρίζω το κεφάλι μου και τον βλέπω. Ο ίδιος στρατιώτης που μας σταμάτησε εχτές το πρωί εμένα και τη Σίλια και με κοίταζε σαν λιμασμένος. Πλησιάζει με αργές, απειλητικές κινήσεις, έχοντας ένα τρομακτικό γέλιο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
-"Διψάσαμε?" μου λέει ειρωνικά.
Σηκώνομαι απότομα όρθια και κάνω πίσω να φύγω.
-"Πού πας έτσι βιαστική? Δεν σου αρέσει η παρέα μας?" μια δεύτερη φωνή πίσω μου απ'την άλλη μεριά. Σιγανή, περιπαιχτική.
Γυρίζω και κοιτάζω. Άλλος ένας στρατιώτης με πλησιάζει με τις ίδιες αργές απειλητικές κινήσεις και το ίδιο λιμασμένο, τρομακτικό χαμόγελο.
Γυρίζω στον πρώτο, που πλησιάζει επικίνδυνα.
-"Σε παρακαλώ..." ψελλίζω και κάνω να φύγω απ'το πλάι.
Κάνει μιαν απότομη κίνηση και μου κόβει το δρόμο. Γελάει. Παίζει μαζί μου. Τρόμος! Πανικός! Γυρίζω πλάγια για να τους βλέπω και τους δύο. Ένας αριστερά μου, ένας δεξιά μου. Κάνουν κινήσεις εναλλάξ, πότε ο ένας πότε ο άλλος, ότι θα με αρπάξουν, αλλά δεν με ακουμπάνε, μόνο γελάνε. Διασκεδάζουν με το φόβο μου, που όλο και γιγαντώνεται.
-"Πιάσ'την!" φωνάζει αυτός απ'τα δεξιά. Ορμάει και μου γραπώνει το δεξί μου χέρι. Ο άλλος από αριστερά πλησιάζει να με βουτήξει και αυτός. Σηκώνω το αριστερό μου χέρι και με όλη μου τη δύναμη το φέρνω προς τα πίσω και τον χτυπάω στο πρόσωπο.
-"Αουτς!" φωνάζει και φέρνει το χέρι του στο πρόσωπό του. Με κοιτάζει ξαφνιασμένος. -Πιάσ'της τα χέρια. Έχει κάποιο μεταλλικό αντικείμενο." λέει στον φίλο του.
-"Θα το πληρώσεις ακριβά αυτό που έκανες." λέει σε μένα γρυλίζοντας, ενώ τρίβει το πρόσωπό του που έχει σκιστεί κάτω απ'το κόκαλο του ζυγωματικού του και αιμορραγεί.
Με ταυτόχρονη κίνηση μου πιάνουν τα χέρια και αρχίζουν να με σέρνουν προς τα πίσω. Με πετάνε με δύναμη κάτω στις λάσπες. Κάνω προσπάθεια να σηκωθώ, αλλά ο φίλος του, βάζει την μπότα του στο πρόσωπό μου και με πατάει. Με πιέζει μέσα στις λάσπες. Η αναπνοή μου κόβεται. Χρειάζομαι αέρα.
Έτσι λοιπόν θα πεθάνω. Όχι απ΄τη σκληρή δουλειά, το κρύο και την πείνα, αλλά εδώ, μέσα στις λάσπες, χτυπημένη και κακοποιημένη από Άγγλους στρατιώτες.
Με βουτάει απ'τα μαλλιά και με γυρίζει ανάσκελα. Ρουφάω απεγνωσμένα αέρα. Πέφτει πάνω μου με όλο του το βάρος και με ακινητοποιεί. Ο φίλος του πιάνει το χέρι μου. Ψαχουλεύει τα δάχτυλά μου και εντοπίζει το δαχτυλίδι που τον χτύπησε και του έσκισε το πρόσωπο. Το τραβάει με λύσσα και το βγάζει απ'το δάχτυλό μου. Το περιεργάζεται με περιέργεια.
-"Πού το βρήκες αυτό?" μου λέει αγριεμένος. Δεν μιλάω. Ο φόβος έχει παραλύσει το μυαλό μου.
Ξανακοιτάζει το δαχτυλίδι και αρχίζει να γελάει. Ένα τρομακτικό γέλιο που σου κόβει το αίμα.
-"Τι έχουμε εδώ? Μια λαίδη? Μια κοντέσα ίσως? Ποιος φανταζόταν ότι σήμερα θα σε ταΐσω με μια αριστοκράτισσα?" Λέει ξεραμένος στα γέλια, τρίβοντας και μιλώντας στον καβάλο του.
-"Κράτα την ακίνητη! Πρώτα εγώ! Εσύ θα πάρεις ότι απομείνει από δαύτη."
Ένα δυνατό χέρι μου σκεπάζει το στόμα. Τα χέρια μου παγιδεύονται τεντωμένα ψηλά πάνω απ'το κεφάλι μου, ενώ ήχος από το φόρεμά μου που σκίζεται φτάνει στα αφτιά μου, ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν νιώσω ένα δυνατό χαστούκι που με κάνει να ζαλιστώ. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Όλα θολά γύρω μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top