Κεφάλαιο 12 - Νηνεμία
Καλοκαίρι 1638.
Πύργος Ταλ - Χάνγκερφορντ - Νορθ Ουέσσεξ - Δωμάτια άρχοντα Τζέθρο
Είναι ωραίο να γυρνάς σπίτι σου! Οι δουλειές πήγαν περίφημα!
Πέτυχα πολύ καλή τιμή για τη φετινή παραγωγή και εξασφάλισα και μια καλή συμφωνία για την επόμενη. Οι νέες μέθοδοι που εφάρμοσα στις καλλιέργειές μου, αποδίδουν καρπούς. Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τόση πολλή και καλή παραγωγή.
Είμαι πολύ ικανοποιημένος με τον εαυτό μου! Όλα πάνε τέλεια! Όσο ζούσε ο πατέρας, δεν με άφηνε να αναλάβω τίποτα. Εφάρμοζε τις δικές του, απαρχαιωμένες μεθόδους και όλα ήταν στάσιμα, μίζερα. Μόλις πέθανε, όλα άλλαξαν! Μέσα σε δύο χρόνια κατάφερα και τριπλασίασα την παραγωγή και άνοιξα καινούργιες δουλειές.
Βολεύομαι καλύτερα στο κεφαλάρι του κρεβατιού μου. Η Άλις, η Έλλα και η Νάνσι, οι κοπέλες που διάλεξα ως συντροφιά μου για τη νύχτα, χαϊδεύονται μεταξύ τους και μου χαμογελάνε με σκανταλιάρικα μάτια. Αναδύουν μια μεθυστική μυρωδιά από πόθο, λαγνεία και έλαιο τριαντάφυλλου.
Ήταν γεμάτη και απολαυστική νύχτα, αλλά δεν έχω τελειώσει ακόμα μαζί τους. Κράτησα την καλύτερη για το τέλος.
Ανοίγω περισσότερο τα πόδια μου και κλείνω τα μάτια μου. Νιώθω τα ζουμερά, ζεστά χείλια της Νάνσι, να με τυλίγουν. Μετακινώ τους γοφούς μου, επιτρέποντάς της να με πάρει βαθύτερα στο στόμα της. Αισθάνομαι το όργανό μου να σκληραίνει ακόμα περισσότερο και σπρώχνω βαθύτερα. Ακούω έναν ήχο πνιξίματος. Τον συχαίνομαι αυτόν τον ήχο. Ανοίγω τα μάτια μου και ανασηκώνω το κεφάλι της με τα δυο μου χέρια. Με κοιτάζει ζαλισμένη με τις τεράστιες ματάρες της, που γυαλίζουν από λαγνεία.
-"Γύρνα στα γόνατα!" λέω κοφτά.
Γελάκια ενθουσιασμού και απ'τις τρεις κοπέλες, που ταυτόχρονα αλλάζουν θέση όλες γύρω μου. Η Νάνσι παίρνει τη θέση της, ανασηκώνοντας τον πανέμορφο ολοστρόγγυλο πισινό της μπροστά μου. Η Έλλα, ανοίγει ένα μπουκαλάκι και ρίχνει στη σχισμή της αρωματικό λάδι, που το αφήνει να τρέξει μέχρι κάτω στο όργανό της. Με απαλές κινήσεις αρχίζει να τρίβει, να χαϊδεύει, να προετοιμάζει την περιοχή για μένα. Ο αέρας μυρίζει αμύγδαλο και διέγερση. Η Άλις ξαπλώνει από κάτω μου και περνάει τη γλώσσα της από το σάκο μου, που τον νιώθω να πάλλεται, μέχρι την άκρη του οργάνου μου. Μετά σηκώνεται και αρχίζει και αυτή να τρίβει, και να προετοιμάζει τη Νάνσι για μένα.
Παίρνω το όργανό μου στο χέρι μου και το μετακινώ μπρος πίσω, απολαμβάνοντας το θέαμα μπροστά μου.
Πιάνω τους γοφούς της Νάνσι και μπαίνω μέσα της αργά και απολαυστικά. Βογκάει δυνατά και σπρώχνει προς τα πίσω με λαχτάρα, να με πάρει όλο μέσα της.
Αισθάνομαι τα πλούσια στήθη της Έλλα να τρίβουν την πλάτη μου, ενώ η Άλις ξαπλώνει πάλι ανάμεσα απ'τα πόδια μου και με χαϊδεύει από κάτω, με γλιστερά αρωματισμένα με λάδι αμυγδάλου δάχτυλα.
Ένα βαθύ βογκητό βγαίνει βαθιά απ'το στήθος μου. Συνεχίζω να κινούμαι με αργές κινήσεις, να παρατείνω όσο περισσότερο γίνεται την υπέροχη αίσθηση. Η Νάνσι μπροστά μου τρέμει. Ανατριχιάζει! Το λείο, απαλό δέρμα της, μετατρέπεται σε βελούδινη φλούδα πορτοκαλιού. Η Άλις παίρνει τα χέρια της από μένα και αρχίζει να την τρίβει.
Η Νάνσι πιέζει με περισσότερη δύναμη προς τα πίσω, ζητώντας περισσότερα, δυνατότερα, γρηγορότερα. Εντείνω την κίνησή μου και το τρέμουλό της μετατρέπεται σε σεισμό. Οι κραυγές της δυναμώνουν, με ξεσηκώνουν!
Απολαυστική, ταυτόχρονη ολοκλήρωση! Ρίχνω το κεφάλι μου πίσω και κλείνω τα μάτια μου. Τελειώνω μέσα της, ενώ νιώθω τους γοφούς της να κάνουν σπασμούς κάτω απ'τα χέρια μου.
Μένω ακίνητος για λίγο, για να της δώσω το χρόνο να επανέλθει. Της ρίχνω ένα παιχνιδιάρικο χαστούκι στον υπέροχο πισινό της και τραβιέμαι αργά προς τα έξω.
Τραβιέται και κουλουριάζεται ναζιάρικα στο κρεβάτι. Ξαπλώνω δίπλα της και ανασηκώνω το πηγούνι της για να με κοιτάξει στα μάτια.
-"Υπέροχο πλάσμα! Το ξέρεις ότι θα μπορούσα μέχρι και να σε ερωτευτώ?"
Χασκογελάνε και οι τρεις τους ταυτόχρονα. Ανάλαφρα, κοριτσίστικα γελάκια, από μικρές, δροσερές, λάγνες ξεσηκώστρες.
-"Σε όλες μας τα ίδια λες άρχοντά μου. Δεν είσαι εσύ για έρωτες. Άλλωστε θα ήταν μεγάλο κρίμα να περιορίσεις τις υπέροχες ικανότητές σου σε μία από μας, δεν βρίσκεις?" μου λέει με το πιο πονηρό, το πιο λάγνο ύφος της.
-"Αυτό το αυθάδικο στοματάκι θα το..."
Την κουβέντα μου, διακόπτει ένα χτύπημα στην πόρτα. Ο Άντονι μπαίνει μέσα με αποφασιστικά βήματα. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά στα κορίτσια που συνεχίζουν να χασκογελάνε και με κοιτάζει σοβαρός.
-"Άρχοντά μου πρέπει να πεις στις... κυρίες να φύγουν -ξαναρίχνει μια γρήγορη ματιά στα κορίτσια που είναι ξαπλωμένα ολόγυμνα γύρω μου- και να σηκωθείς να ετοιμαστείς. Κάποιος έχει έρθει και περιμένει να μιλήσει μαζί σου."
-"Άντε, κορίτσια, ώρα να φύγετε." τους λέω εύθυμα. Αρχίζουν να μουρμουράνε αποδοκιμαστικά και να ζαρώνουν τις μυτούλες τους.
-"Έλα, έλα, τελειώνετε, έχουμε και δουλειές." τους λέει αυστηρά ο Άντονι.
Χαμογελάω και τις παρακολουθώ να σηκώνονται, να αρχίζουν να ντύνονται, βοηθώντας η μια την άλλη, συνεχίζοντας να φλερτάρουν μαζί μου, με γελάκια και λάγνα βλέμματα.
-"Τζέθρο..." μου γρυλίζει ο Άντονι, προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή μου απ'το απολαυστικό θέαμα.
-"Τι έγινε Άντονι? Ποιος ζητάει να με δει και είσαι τόσο σοβαρός?" του λέω με περιέργεια.
Τα κορίτσια γυρνάνε ταυτόχρονα και στρέφουν τα νάζια και τα πειράγματά τους στον Άντονι.
-"Πάντα τόσο σοβαρός..." του λέει η Νάνσι περνώντας το δάχτυλό της απ'τα χείλια του.
-"Τόσο σφιγμένος..." η Έλλα του ανακατεύει τα μαλλιά, ενώ η Άλις τρίβεται από πίσω του.
-"Έλα, είπαμε τελείωσε! Άντε, αδειάστε μας τη γωνιά." τις σπρώχνει προς την πόρτα. Τα κορίτσια φεύγουν όλο τσαχπινιά, πνιγμένες στα χαχανητά.
-"Τζέθρο, έχει έρθει να σε δει ο άρχοντας Τζακ Στάνλεϊ του Φρόξφιλντ. Τον ρώτησα περί τίνος πρόκειται, αλλά δεν μου λέει. Επιμένει να μιλήσει μόνο μαζί σου. Έχει λέει, μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση να σου κάνει."
-"Άκουσα ότι σταμάτησε να καλλιεργεί τα κτήματά του. Έχει στήσει εργοτάξιο και φτιάχνει... πλίνθους νομίζω?"
-"Ναι! Με ενημέρωσαν ότι στήνει κλιβάνους, φτιάχνει καλούπια και κατασκευάζει τούβλα, αλλά είναι ελεεινός με τους ανθρώπους του. Τους έχει και δουλεύουν κάτω από άθλιες συνθήκες για ένα κομμάτι ψωμί. Χρησιμοποιεί και μικρά παιδιά ακόμα."
-"Και τι θέλει από μένα?" ρωτάω αδιάφορα, ενώ προσπαθώ να καθαριστώ με ένα βρεγμένο πανί, για να ντυθώ.
-"Ντύσου και κατέβα για να μάθουμε. Βρίσκεται στο σαλόνι και σε περιμένει. Είπα να του σερβίρουν ότι θέλει να πιει, μέχρι να κατέβεις. Άντε, βιάσου. Περιμένει ήδη κάμποσο. Δείξε λίγο σεβασμό."
.
Μπαίνω στο χώρο της μεγάλης σάλας και βλέπω την πλάτη μιας κοντόχοντρης σιλουέτας, να χαζεύει το πορτρέτο του πατέρα μου στον τοίχο. Φοράει άσπρη περούκα, μεταξωτό πουκάμισο, γιλέκο και παντελόνι σε ανοιχτό καφέ, κεντημένο με χρυσά σχέδια, άσπρες κάλτσες και ακριβά παπούτσια με χρυσή αγκράφα.
Πολύ επίσημος μου ήρθε, σκέφτομαι. Κοιτάζω τον εαυτό μου. Φοράω μαύρο απλό πουκάμισο και παντελόνι και τις δερμάτινες μπότες μου. Τα μαλλιά μου ένα κουβάρι, μετά από το ολονύχτιο σεξ με τα κορίτσια. Περνάω τα δάχτυλά μου να τα στρώσω όπως- όπως, ενώ γελάω από μέσα μου.
-"Άρχοντα Στάνλεϊ! Καλώς όρισες!"
Γυρίζει προς εμένα και με κοιτάει απ'την κορφή ως τα νύχια. Χαμογελάει. Ειρωνικό είναι αυτό το ύφος, ή είναι πάντα έτσι η φάτσα του? Αχώνευτος άνθρωπος. Άντε να δούμε τι θέλει να τελειώνουμε.
-"Τζέθρο! Την τελευταία φορά που σε είχα δει, ήσουν παιδί ακόμα και έκανες μαθήματα με το σπαθί σου στους κήπους." μου λέει χαμογελώντας μου και προτείνοντας το χέρι του.
-"Συλλυπητήρια για τον πατέρα σου και την μητέρα σου. Πάει καιρός, αλλά δεν βρεθήκαμε. Δεν έστειλες κάλεσμα. Ελπίζω να αποχαιρέτησες τον άρχοντα Ταλ και την σύζυγό του, τη μητέρα σου, όπως τους άξιζε." μου λέει δεικτικά.
Με προσβάλει σκόπιμα? Προσπαθεί να με μειώσει? Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι και μένω για λίγο κοιτώντας τον εξεταστικά, πριν του δώσω την απάντησή μου.
-"Δεν υπήρξε κάλεσμα άρχοντα, γιατί δεν έγινε μεγάλη τελετή για τον αποχαιρετισμό τους. Αυτή ήταν η επιθυμία τους και την σεβάστηκα. Έγινε μόνο θεία μετάληψη σε όλα τα σπίτια, όπως συνηθίζουμε στον τόπο μας, και στη συνέχεια μια λιτή τελετή πριν την ταφή τους, στο ναό του Χάνγκερφορντ. Μετά η σωρός τους μεταφέρθηκε στο οικογενειακό μας κοιμητήριο."
-"Ας αναπαυθεί εν ειρήνη η ψυχή τους. Και τώρα λοιπόν, εσύ κάνεις κουμάντο πια." μου λέει και γελάει πάλι με αυτό το ειρωνικό υφάκι.
Αρχίζω και χάνω την υπομονή μου.
-"Ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψής σου άρχοντα Στάνλεϊ? Είπες στον ακόλουθό μου, ότι θες να μου κάνεις μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση. Είμαι έτοιμος να την ακούσω."
Γελάει.
-"Αχ οι νέοι! Πάντα βιαστικοί! Λοιπόν Τζέθρο, θεώρησε τον εαυτό σου πολύ τυχερό που ήρθα σε σένα. Αν πράξεις σωστά, θα γίνεις ένας απ'τους πλουσιότερους άρχοντες. Έχεις μεγάλες εκτάσεις για εκμετάλλευση και ζουν πολλές οικογένειες με πολλά παιδιά στην επικράτειά σου. Μπορείς να αυξήσεις κατακόρυφα τα κέρδη σου με την πρότασή μου."
Σηκώνω το χέρι μου και τον σταματάω.
-"Άκουσε! Αν η πρότασή σου είναι να εγκαταλείψω τις καλλιέργειες και να φτιάχνω πλίνθους, μην χάνεις το χρόνο σου άλλο, δεν ενδιαφέρομαι."
-"Τζέθρο, οι συνθήκες είναι ιδανικές. Ο Βασιλιάς κάνει γενική ανοικοδόμηση του Λονδίνου. Κάνει επεκτάσεις στο παλάτι του, η ανάγκη για πλίνθους και τούβλα είναι μεγάλη και πληρώνει πολύ καλά. Έχεις μεγάλες οικογένειες στο χωριό σου, πολλά παιδιά. Ξέρεις τα μικρά τους χέρια, είναι ιδανικά για να γεμίζουν τα καλούπια."
-"Τι λες άρχοντα Στάνλεϊ? Θα βάλω μικρά παιδιά να δουλεύουν στα τουβλάδικα? Να σακατευτούν πριν καν ενηλικιωθούν?"
-"Και τι σε νοιάζει εσένα? Όσο κρατήσουν. Εσύ θα βγάλεις μια περιουσία. Οι χωριάτες δεν θα ήταν τίποτα χωρίς εμάς. Νά'ναι και ευχαριστημένοι που τους δίνουμε δουλειά."
Κοντοστέκομαι για λίγο και τον κοιτάζω σοβαρός. Σφίγγω τις γροθιές μου. Πόσο θέλω να τον πετάξω έξω με τις κλωτσιές. Άθλιο ανθρωπάριο!
-"Άκου άρχοντα. Ήταν επιθυμία των γονιών μου, να συνεχίσω τις καλλιέργειες, που δίνουν δουλειά, τροφή και μια καλή ζωή σε μένα και στους ανθρώπους μου και θα την σεβαστώ. Δεν θα το συζητήσω άλλο. Αν δεν έχεις τίποτ'άλλο να μου πεις, θα σε παρακαλούσα να φύγεις."
-"Σκέψου το λίγο καλύτερα. Είσαι νέος, είναι μεγάλη ευκαιρία..."
-"Άντονι, σε παρακαλώ συνόδευσε τον άρχοντα Στάνλεϊ στην άμαξά του."
.
. ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Οκτώβριος 1642.
Δάσος Χάνγκερφορντ, πέρασμα ποταμού Κέννετ.
Σκοτείνιασε για τα καλά. Γυρνάμε ιππεύοντας σε αργό ρυθμό, μέσα στο πυκνό σκοτάδι του δάσους. Ούτε εγώ, ούτε οι άντρες μου λένε κουβέντα. Βυθισμένοι όλοι σε μαύρες σκέψεις.
Ο Μπιλ δεν ήξερε να μας πει τίποτα, ούτε ξαναείδε τους συγκεκριμένους ταξιδιώτες. Τον πίεσα να μου πει αν έχει ακούσει τίποτα περίεργο τον τελευταίο καιρό, ή αν έχει ακούσει για τον Ουίλ Ντον. Δεν πήραμε καμιά πληροφορία.
Περάσαμε από το σιδεράδικο. Ούτε ο Ρόμπερτ είχε κάτι να μας πει.
Γυρίσαμε όλο το χωριό. Κανείς δεν είχε δει τίποτα. Ούτε ύποπτες κινήσεις, ούτε άγνωστα πρόσωπα. Τίποτα!
Η περιπολία στην ευρύτερη περιοχή το ίδιο. Παντού ησυχία! Τρομακτική ησυχία! Όπως η ησυχία πριν από μια μεγάλη καταιγίδα. Γιατί κάτι ετοιμάζεται να ξεσπάσει. Το νιώθεις στο σβέρκο σου που ανατριχιάζει, το μυρίζεις στον αέρα.
Οι άντρες που στείλαμε να εντοπίσουν πού βρίσκεται ο στρατός του Τζορτζ Ντίγκμπι, που είχαμε πληροφορίες ότι κατεβαίνει νότια, είπαν ότι παρατηρήσανε ασυνήθιστη κινητικότητα ένστολων στον πύργο του αναθεματισμένου Δούκα του Μάρλμπορο. Στοιχηματίζω την περιουσία μου, ότι αυτός θα είναι ο οργανωτής και η έδρα των καβαλιέρων. Σε αυτόν θα δίνουν αναφορά οι ευγενείς απ'τις γύρω πόλεις. Η κινητικότητα που παρατήρησαν οι άντρες μου, πρέπει να είναι απεσταλμένοι και αγγελιοφόροι του Στέμματος.
Ανάθεμα! Κι αν μπλοφάρει ο παλιόγερος ο Στάνλεϋ, για να με σπρώξει σε λάθος κίνηση? Μπα! Φοβάμαι πως δεν είναι καθόλου μπλόφα. Ούτε μπορώ να το ρισκάρω. Από ανέκαθεν ήθελε να βάλει χέρι στα κτήματά μου. Επωφελήθηκε απ'την ουδέτερη στάση μου και με εμφάνισε σαν εχθρό του Στέμματος.
Ποιος ξέρει τι άλλο θα έχει πει και πώς θα τα έχει παρουσιάσει, για να έχει την υποστήριξη του αγγλικού στρατού. Ίσως με έχει παρουσιάσει ως υποκινητή και ότι αποτελώ κίνδυνο. Σε αντάλλαγμα για τις πληροφορίες και την υποστήριξή του, θα του τάξανε την περιουσία μου μόλις με καταστρέψει. Εγώ με τη στάση μου και την αποχή μου, του το έδωσα στο πιάτο. Να δεις που αυτό θα είναι το σενάριο. Δεν μπορεί να πετάει τέτοια μπλόφα και να μην έχει τίποτα.
Μάζεψα τους άντρες του χωριού και τους ενημέρωσα ότι πρέπει να είμαστε σε ετοιμότητα για ενδεχόμενη επίθεση. Να είναι όλοι σε εγρήγορση και να αναφέρουν αμέσως ότι περίεργο παρατηρήσουν. Τους είπα για την ενίσχυση περιπολιών, την ασφάλιση της πύλης του χωριού, τη διανομή όπλων σε περίπτωση επίθεσης. Τους μίλησα από καρδιάς, ζητώντας ειλικρινά συγνώμη για την επίθεση που δέχτηκε το χωριό και δεν μπόρεσα να προβλέψω και να προφυλάξω. Στη συνέχεια ανέλαβαν οι αξιωματικοί μου, να μιλήσουν με τους άντρες και να στήσουν ένα σύστημα περιπολίας σε περίμετρο γύρω απ'το χωριό.
Φτάνουμε στον πύργο.
Μέσα στο κάστρο, επικρατεί απόλυτη ησυχία. Κατευθύνομαι στα δωμάτιά μου. Βάζω ένα ποτήρι κρασί και το κατεβάζω μονορούφι. Νιώθω λες και το σώμα μου είναι δεμένο κόμπος. Στην σκέψη μου έρχεται η Ιζαμπέλα. Πόσο ανάγκη την έχω αυτή τη στιγμή! Η επιθυμία με κυριεύει.
Βγαίνω με φόρα και κατευθύνομαι προς το δωμάτιό της. Θέλω να τη δω, να της μιλήσω, να ακούσω το γέλιο της και την μελωδική φωνή της. Σταματάω έξω απ'την πόρτα της και τεντώνω το αφτί μου να ακούσω. Απόλυτη ησυχία επικρατεί μέσα στο δωμάτιό της. Πρέπει να έχει κοιμηθεί.
Κόβω νευρικά βόλτες πέρα δώθε έξω από την πόρτα της. Η έντασή μου μεγαλώνει. Κοντοστέκομαι ξανά και προσπαθώ να ακούσω κάποιο θόρυβο, κάτι που να μου επιτρέψει να χτυπήσω, να μπω μέσα, να τη δω. Δύο φορές σήκωσα το χέρι μου να χτυπήσω. Και τις δύο το μάζεψα πίσω. Κοιτάζω για λίγο ακόμα την κλειστή πόρτα μπροστά μου. Αναστενάζω και γυρίζω να φύγω.
Κάνω νεύμα σε ένα φρουρό, να ειδοποιήσει τη Νάνσι να έρθει στο δωμάτιό μου.
Μπαίνω στο δωμάτιο, κατευθύνομαι μπροστά στο κρεβάτι μου και αρχίζω να γδύνομαι με νευρικές κινήσεις.
Ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα. Η Νάνσι εμφανίζεται χαμογελώντας και μόλις το βλέμμα της διασταυρώνεται με το δικό μου, σοβαρεύει.
-"Τι συμβαίνει άρχοντά μου? Είσαι λες και είδες φάντασμα. Είσαι καλά?"
-"Έλα εδώ." Με πλησιάζει παρατηρώντας με, σοβαρή.
Πιάνω το πρόσωπό της με τα δυο μου χέρια. Την κοιτάω βαθιά μέσα στα μάτια. Το πρόσωπο της Ιζαμπέλας, με κοιτάει με μάτια όλο αγωνία. Κλείνω τα μάτια μου. Τα ξανα-ανοίγω. Χαϊδεύω τα μαλλιά της.
-"Ιζαμπέλα! ..."
-"Πώς είπες αρχοντά μου? Είσαι καλά? Τι σου συμβαίνει? -Η φωνή της Νάνσι με επαναφέρει.- Στάσου να σου βάλω κάτι να πιεις, να σου τρίψω την πλάτη, έλα, ξάπλωσε και άσε με να σε φροντίσω."
Μου χαμογελάει λάγνα και γλύφει τα χείλια της.
-"ΌΧΙ! - Τη σπρώχνω.- Φύγε! Τώρα!"
-"Μα... Μόλις με κάλεσες..."
-"Φύγε Νάνσι, τώρα!"
Με κοιτάει μπερδεμένη. Τα βάζω με το καημένο το κορίτσι που δεν φταίει σε τίποτα, για τη θύελλα που έχω μέσα στο μυαλό μου. Μαλακώνω τη φωνή μου.
-"Συγνώμη... σε έφερα χωρίς λόγο.. δεν θα μπορέσω... Είμαι πολύ κουρασμένος... καλύτερα να ξαπλώσω."
-"Άσε με να σου τρίψω την πλάτη άρχοντα, πάντα σε χαλαρώνει όταν είσαι κουρασμένος."
Τραβάει το κορδόνι στο λαιμό της και λύνει την κάπα της, που πέφτει βαριά στο πάτωμα γύρω απ'τα πόδια της. Στέκεται ολόγυμνη μπροστά μου. Απλώνει τα χέρια της να με χαϊδέψει. Της τα πιάνω στον αέρα. Δεν μπορώ να παίξω τα παιχνίδια της. Ξαναχάνω την υπομονή μου.
-"Είπα, φύγε Νάνσι! Δεν θα το ξαναπώ. ΤΩΡΑ!"
-"Άρχοντά μου..."
-"ΈΞΩ! ΤΩΡΑ!"
Μαζεύει την κάπα της κουβάρι, την σφίγγει στην αγκαλιά της και φεύγει έντρομη, με σκυμένο το κεφάλι και γρήγορα βήματα.
Μένω μόνος στο δωμάτιο, καθισμένος στο κρεβάτι μου. Μόνο φως, η φωτιά απ'το τζάκι, που χορεύει σχηματίζοντας απόκοσμα σχήματα στους τοίχους.
Βάζω τα χέρια μου στο πρόσωπό μου. Δεν έκλαψα ούτε την ημέρα της κηδείας της μητέρας μου, αλλά τώρα θέλω να κλάψω δυνατά.
Τα δάκρυα αρχίζουν να τρέχουν απ'τα μάτια μου, χωρίς να μπορώ να τα ελέγξω. Η απόγνωση με κυριεύει. Πέφτω στα γόνατα.
-"Μητέρα! Αν με ακούς, δώσε μου μια βοήθεια! Δεν ξέρω τι να κάνω! Σου έδωσα το λόγο μου να προστατέψω τους ανθρώπους μας, αλλά απέτυχα! Δώσε μου ένα μήνυμα... ΜΗΤΕΡΑ ΑΝ ΜΕ ΑΚΟΥΣ, ΒΟΗΘΗΣΕ ΜΕ. ΠΝΙΓΟΜΑΙ!"
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top