Κεφάλαιο 11 - Ξύλινο σεντούκι
-"Κυρά μου, είσαι καλά? Τι συνέβη?"
Ανοίγω τα μάτια μου. Η Σίλια στέκεται όρθια μπροστά μου και με κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια.
Κάθομαι στο πάτωμα της βιβλιοθήκης, βαστώντας σφιχτά στην αγκαλιά μου ένα βιβλίο, με το κεφάλι μου ακουμπισμένο πίσω και κλειστά τα μάτια. Πώς να μην ταραχτεί το κορίτσι. Και πόσο χαζή μπορεί να είμαι. Επειδή βρέθηκα σε χώρο με βιβλία, νόμιζα ότι θα επαναληφθεί αυτό που έζησα στη βιβλιοθήκη Wren. Σήκω ανόητη...
-"Μια χαρά είμαι Σίλια." Ξεκινάω να σηκωθώ.
Σκύβει να με βοηθήσει.
-"Γιατί ήσουν κάτω, ζαλίστηκες? Τι σου συμβαίνει?"
-"Μια χαρά είμαι. Κάθισα και χάζευα τα βιβλία. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου και πρέπει να με πήρε ο ύπνος. Με αναζήτησε ο Τζέθρο?" Πόση ώρα είμαι εδώ μέσα? Έχασα την αίσθηση του χρόνου.
-"Όχι κυρά μου, ο άρχοντας έφυγε με τη συνοδεία του. Εγώ σε αναζήτησα. Επειδή δεν ξέρεις ακόμα το κάστρο. Πήγα στο δωμάτιό σου και δεν σε βρήκα. Έψαξα ένα σωρό δωμάτια πριν μπω εδώ." μου λέει με σοβαρό ύφος.
-"Ο άρχοντας έφυγε, είπες?"
-"Ναι αρχόντισσά μου, εδώ και κάμποση ώρα. Δέχτηκε μια επίσκεψη που τον αναστάτωσε και μετά έφυγε με τον συνοδό του και τον αξιωματικό του."
-"Τον αναστάτωσε? Πού το ξέρεις ότι τον αναστάστωσε?"
-"Ο Τζιμ μου είπε ότι πήγε να καθαρίσει το δωμάτιο, να μαζέψει τα ποτήρια και να ξαναγεμίσει κρασί μόλις φύγανε. Βρήκε τη μπουκάλα πεταμένη στο τζάκι, θρύψαλα παντού και χυμένο κρασί. Πρέπει να την πέταξε με δύναμη στο τζάκι νευριασμένος. Γι'αυτό λέμε ότι κάτι πρέπει να τον αναστάτωσε." αμέσως δαγκώνει τα χείλια της και με κοιτάει τρομαγμένη.
-"Τι συμβαίνει Σίλια, γιατί με κοιτάς έτσι?"
-"Κυρά μου, με κάνεις και αισθάνομαι τόσο άνετα μαζί σου, λες και είσαι φίλη μου, αλλά δεν πρέπει να στα λέω αυτά. Αν φτάσει κουβέντα στα αφτιά κανενός ότι συζητάμε μεταξύ μας..."
Της χαμογελάω και της πιάνω τα χέρια.
-"Κοίταξε με Σίλια, κοίτα με στα μάτια. Πολύ καλά κάνεις και με νιώθεις φίλη σου. Έτσι σε νιώθω και γω και μεταξύ μας πρέπει να έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη, έτσι δεν είναι? Το ξέρεις ότι είμαι μόνη μου εδώ, μόνο εσένα έχω."
Παίρνει βαθιά ανάσα και μου χαμογελάει και αυτή.
-"Είσαι πολύ ξεχωριστή κυρά μου. Δεν έχω ξαναδεί άλλη σαν και σένα, το ίδιο λένε όλοι. Έλα, πάμε να φύγουμε από δω, σε λίγο θα κρυφτεί ο ήλιος και δεν θα βλέπεις ούτε τη μύτη σου εδώ μέσα."
.
Στο δωμάτιό μου, επικρατεί η γνωστή ζεστή ατμόσφαιρα. Το τζάκι καίει στο φουλ και όλα είναι τακτοποιημένα και στη θέση τους. Κανάτα με ζεστό νερό έχει τοποθετηθεί πάνω στο τραπέζι, με καθαρές πετσέτες δίπλα στην πορσελάνινη λεκανίτσα. Υπάρχει κρασί και ένα καλάθι με φρούτα στον πάγκο κάτω απ'την όμορφη ταπισερί και το κρεβάτι είναι στρωμένο με φρέσκα σεντόνια.
Ζήτησα απ'τη Σίλια να κάνω ένα μπάνιο και έφυγε να φροντίσει ότι χρειάζεται για να μου φέρουν ζεστό νερό και μπανιέρα.
Κοιτάζω το μεγάλο ξύλινο μπαούλο μπροστά στο κρεβάτι. Είναι τόσο μεγάλο, καλυμένο με χοντρό ύφασμα και έχει τοποθετημένες μαξιλάρες πάνω του, που το είχα περάσει για καναπέ και δεν του είχα δώσει σημασία. Μακάρι να βρω μερικά βολικά ρούχα εκεί μέσα, να αλλάξω μετά το μπάνιο μου. Το φόρεμα που μου φτιάξανε είναι πανέμορφο αλλά βαρύ και άβολο.
Πετάω τα μαξιλάρια πάνω στο κρεβάτι και σηκώνω το βαρύ καπάκι του. Αμέσως με κατακλίζει μυρωδιά από αρωματικά φυτά και άνθη. Όλο το περιεχόμενο καλύπτεται από ένα λευκό λινό, καλυμένο με αποξηραμένα άνθη λεβάντας, ξεραμένα φύλλα κέδρου και κυπαρισσόμηλα. Μαζεύω προσεκτικά το ύφασμα για να μην σκορπίσω τα αρωματικά φυτά και ελέγχω το περιεχόμενο.
Τρεις στήλες από ρούχα, άψογα διπλωμένα και τακτοποιημένα. Με πρώτη ματιά, εντοπίζω ανάλαφρα, ελαφριά υφάσματα, που πρέπει να είναι ρόμπες, νυχτικές και καλοκαιρινά φορέματα. Υπάρχουν πανέμορφα κεντημένα γιλέκα και μακριές τουνίκ, αλλά και πιο βαριά φορέματα και πανωφόρια.
Πάω μπροστά στον καθρέπτη, βγάζω το φόρεμά μου, παίρνω ένα ελαφρύ ίσιο φόρεμα και το φοράω. Είναι στο σωστό μέγεθος και μάκρος, ίσως ελάχιστα πιο μακρύ απ'ότι πρέπει και ελαφρώς φαρδύ στη μέση. Με μια ζώνη θα είναι τέλειο. Δοκιμάζω και μια τουνίκ από πάνω. Τέλεια! Μπορώ να κάνω ένα σωρό συνδυασμούς, με κάτι πιο ελαφρύ από μέσα και με ένα σακάκι, ένα μακρύ γιλέκο, ή μια τουνίκ από πάνω.
Υπάρχουν και επίσημα φορέματα, με κεντήματα και πετράδια ραμμένα πάνω τους. Μου τραβάει την προσοχή ένα σε σκούρο μπλε χρώμα, με πανέμορφα μακριά μανίκια και χρυσό κέντημα. Το βγάζω προσεκτικά απ'το σεντούκι. Είναι πανέμορφο! Μου θυμίζει φόρεμα πριγκίπισσας από παραμύθια του Ντίσνεϋ. Κάτω απ'το μπλε φόρεμα, ένα λευκό όλο φτιαγμένο από ψηλή δαντέλα φόρεμα. Είναι τόσο καλοκεντημένο που σου κόβει την ανάσα! Το ανασηκώνω στα χέρια μου και το περιεργάζομαι.
Πιάνω με την άκρη του ματιού μου κάτι να πέφτει μέσα απ'το φόρεμα και βλέπω ένα διπλωμένο λευκό χαρτί με μια σφραγίδα από βουλοκέρι στο πάτωμα. Σκύβω, το παίρνω στα χέρια μου και το κοιτάζω με προσοχή. Η σφραγίδα στο βουλοκέρι, είναι ίδια με το μεγάλο δαχτυλίδι που φοράει ο Τζέθρο στο δείκτη του αριστερού του χεριού. Μια ασπίδα με ένα τριαντάφυλλο στο κέντρο. Το γυρίζω απ'την άλλη μεριά. Με καλλιγραφικά, ελαφρώς τρεμάμενα γράμματα, γράφει : "Για τον γιο μου Τζέθρο". Το ξανατοποθετώ προσεκτικά πάνω στο δαντελένιο φόρεμα και το βάζω πάλι μέσα στο σεντούκι.
Ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα. Η Σίλια μπαίνει στο δωμάτιο, με δύο νέους να μεταφέρουν την χάλκινη μπανιέρα. Με το που με αντικρύζουν, παγώνουν και οι τρεις τους. Η Σίλια κάνει ένα επιφώνημα έκπληξης και καλύπτει το στόμα της με το χέρι της.
Οι δύο νεαροί ανακτούν αμέσως τον έλεγχό τους, σκύβουν το κεφάλι τους, αφήνουν τη μπανιέρα μπροστά στο τζάκι και φεύγουν με γρήγορα βήματα χωρίς να με ξανακοιτάξουν.
-"Κυρά μου, τρόμαξα! Νόμιζα ότι είδα την Αρχόντισσα Άννα, τη μητέρα του Άρχοντα που έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. Πού βρήκες αυτά τα ρούχα?"
-"Ο Τζέθρο μου είπε να ανοίξω το σεντούκι της μητέρας του και να χρησιμοποιήσω τα ρούχα της, μιας και δεν έχω δικά μου."
Με κοιτάει έκπληκτη! Μετά, μου χαμογελάει και μου λέει γλυκά:
-"Στο είπα εγώ κυρά μου, τους έχεις ξετρελάνει όλους. Ακόμα και τον Άρχοντα."
.
.
Μετά από ένα απολαυστικό μπάνιο και φορώντας κάτι πιο ελαφρύ απ'τα ρούχα της Αρχόντισσας Άννας, λέω στη Σίλια να κατεβούμε στην κουζίνα. Θέλω να δω τη Γκέηλ και τα κορίτσια της, σε τι κατάσταση βρίσκονται και αν τακτοποιήθηκαν. Τα βαριά και τρομαγμένα μάτια των κοριτσιών όταν ήρθαν στο κάστρο, γυρίζουν συνέχεια στο μυαλό μου.
Μπαίνουμε στην κουζίνα, όπου με υποδέχονται όλοι με ενθουσιασμό, με πρώτη και καλύτερη τη Λούσι φυσικά.
Με χαρά βλέπω τη Γκέηλ και τις κόρες της, καθαρές και φορώντας τη στολή και το λευκό σκουφάκι τους όπως όλες οι άλλες κοπέλες, να δουλεύουν η κάθε μια στο πόστο της. Τα κορίτσια μου χαμογελάνε γλυκά και η Γκέηλ μου δείχνει τα χέρια της που είναι μέσα στο ζυμάρι και μου αναγγέλλει ότι φτιάχνει μια πολύ ωραία νεφρόπιτα, με μοσχαρίσιο κρέας, κρεμμύδι και σκούρα σάλτσα, για όλους μας.
Αγαλλιάζει λίγο η ψυχή μου, βλέποντας την Κέιτ και την Έλεν, να δουλεύουν χαλαρές. Το στοιχειωμένο ύφος τους, έχει αντικατασταθεί από ένα ήρεμο βλέμμα και το χαμόγελο που μου ρίχνουν, ζεσταίνει την καρδιά μου. Προφανώς η Λούσι έχει τον τρόπο της και με τη μητρική της παρουσία, γαληνεύει ακόμα και αυτά τα μικρά χαροχτυπημένα σπουργιτάκια.
Πιάνουμε χαλαρή κουβέντα κυρίως για φαγητά και συνταγές. Λέω στη Λούσι ότι το φαγητό της ήταν τόσο ωραίο, που παρόλο που ήμουνα σκασμένη απ'την υπέροχη σούπα της, ξανα-έφαγα με το Τζέθρο και τον Άντονι και ότι αν συνεχίσω έτσι, δεν θα χωράω να μπω σε κανένα ρούχο. Ξεραίνεται στα γέλια κατενθουσιασμένη.
Η Γκέηλ προβληματίζεται γιατί της περίσσεψε κάμποσο ζυμάρι, γιατί δεν έχει μάθει ακόμα να υπολογίζει τα ταψιά που έχουν εδώ, λέει και της προτείνω να κάνουμε και ένα ταψί μηλόπιτα, που ζητάω να το φτιάξω εγώ, για να κάνω έκπληξη στον ξάδελφό μου.
Καθόμαστε στον πάγκο και καθαρίζουμε μήλα, κόβουμε κυβάκια, ανακατεύουμε με ζάχαρη, κανέλα και βούτυρο και γελάμε μεταξύ μας, όταν μπαίνει στην κουζίνα η κυρία Μάργκαρετ. Χτυπάει δυνατά τα χέρια της.
-"Τι φασαρία είναι αυτή? Τι γίνεται εδώ μέσα?"
Κοιτάζει μια-μια τις κοπέλες με αυστηρό ύφος και όταν φτάνει σε μένα, τα μάτια της γουρλώνουν από έκπληξη. Στην κουζίνα, πέφτει αμέσως παγωμάρα και απόλυτη ησυχία.
-"Αρχόντισσά μου..., δεν σε είδα."
Κοιτάζει τα χέρια μου, το μαχαίρι και τα μήλα που έχω μπροστά μου. Σουφρώνει τα φρύδια της.
-"Χρειάζεσαι κάτι? Θα φροντίσω να στο φέρουν αμέσως στα δωμάτιά σου..."
-"Είμαι μια χαρά κυρία Μάργκαρετ, ευχαριστώ. Παρακάλεσα τη Λούσι να μου επιτρέψει να ανακατευτώ στην κουζίνα της, γιατί θέλω να κάνω έκπληξη στον ξάδελφό μου, φτιάχνοντάς του μια μηλόπιτα που έφτιαχνε η μαμά μου, η θεία του και έχει να φάει από μικρός. Όλοι προθυμοποιήθηκαν να με βοηθήσουν, οπότε όπως βλέπεις, είναι όλα εντάξει."
Της χαμογελάω με το πιο γλυκό μου χαμόγελο.
Μένει να με κοιτάζει με το αυστηρό, παγωμένο βλέμμα της. Μα δεν έχει καμία άλλη έκφραση αυτή η γυναίκα? Εμμ, λάθος! Έχει και παραέχει! Δολοφονικό βλέμμα! Λες και ακούω τις σκέψεις της. Πόσο θα ήθελε να με βρίσει, αλλά κρατιέται. Μόνο το δεξί φρύδι της παίζει ελαφρώς προς τα πάνω. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, που φαίνονται λες και είμαστε σε διαγωνισμό κοιτάγματος, μου σπάει ένα παγερό χαμόγελο. Κοιτάζει αυστηρά ένα απ'τα κορίτσια της Λούσι, της λέει να φροντίσει για κάτι προμήθειες, και απότομα γυρίζει και φεύγει.
Η κοπέλα προχωράει προς το διάδρομο, την παρακολουθεί να απομακρύνεται και γυρίζει προς όλες μας ανακουφισμένη και μας λέει πως έφυγε.
Στην είσοδο της κουζίνας εμφανίζεται ο Τομ.
-"Τι της κάνατε πάλι της κυρα- Μάργκαρετ κοκόνες μου? Τώρα διασταυρώθηκα μαζί της στη σκάλα. Η φλέβα στο μέτωπό της, ήταν έτοιμη να εκραγεί." Λέει γελώντας.
Τα κορίτσια αρχίζουν όλες μαζί τα χαχανητά.
-"Έλα, έλα, σταματήστε!"
Τους λέει η Λούσι και λύνεται και αυτή, σε αυτό το κακαριστό γέλιο της που σε ξεσηκώνει και σε παρασύρει να γελάσεις.
-"Εγώ είμαι η αιτία της 'φλέβας', -λέω γελώντας στον Τομ.- Νομίζω ότι θέλει να με σκοτώσει." Του λέω με προσποιητό τρόμο και ξεσπάω και γω στα γέλια.
-"Ωχ! Δεν σε είδα κυρά μου, συγχώρα με. Χα, χα, νά'σαι καλά! Γι'αυτό είχε γίνει κόκκινη σαν το παντζάρι. Εσένα δεν μπορεί να σου πει τίποτα. Σε βλέπει εδώ μαζί μας και τρελαίνεται."
Ξεσπάει σε δυνατά γέλια και αυτός.
-"Τομ σοβαρέψου αυτή τη στιγμή!"
Του λέει έντονα η Λούσι, ωστόσο η φωνή της είναι εύθυμη και καθόλου θυμωμένη.
-"Ότι πεις πατατούλα μου." της λέει ο γιος της και της σκάει ένα φιλί.
Νιώθω τόσο ωραία και χαλαρά να βρίσκομαι ανάμεσά τους. Είναι όλοι τους πολύ καλοί και ευχάριστοι. Σχεδόν ξεχνάω την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι.
Τους κοιτάω όλους γύρω μου, γελάνε και πειράζουν ο ένας τον άλλον. Κανείς τους δεν ξέρει τι ακολουθεί. Το χάος που βυθίζεται η χώρα. Η επίθεση που κόστισε τη ζωή του άντρα της Γκέηλ, είναι μόνο η αρχή. Μια σταγόνα στον ωκεανό απόγνωσης που θα πνίξει τη χώρα. Και γω εδώ, ανάμεσά τους. Εγκλωβισμένη σε έναν άγνωστο και βίαιο κόσμο, μόνη, με την κατάρα να ξέρω το μέλλον και να μην μπορώ να κάνω τίποτα γι'αυτό.
.
Η μηλόπιτα ψήθηκε και μοσχοβόλησε όλη η κουζίνα. Το ένα ταψί το φάγαμε επιτόπου με τσάι που μας έφτιαξε η Κέητ και η Λούσι έβαλε σε μια πανέμορφη πορσελάνινη πιατέλα, όμορφα κομμένα κομμάτια και τα έδωσε στον Τζιμ να τα πάει στην κρεβατοκάμαρά μου.
-"Περιμένω να μου πεις πώς θα αντιδράσει ο Άρχοντας μόλις τη δοκιμάσει, κυρά μου."
Μου λέει και τα μάτια της λάμπουνε.
Καλή μου Λούσι!
.
Ακόμα δεν έχει σουρουπώσει και αφού δεν έχει γυρίσει ακόμα ο Τζέθρο, ζητάω απ'τη Σίλια να κάνουμε μια βόλτα έξω απ'το κάστρο. Μου λέει ότι θα με πάει να μου δείξει τις λοιπές εγκαταστάσεις, όπως τους στάβλους, τις αποθήκες και τον αχυρώνα που πήρε φωτιά, τους χώρους που φυλάνε τα ζώα, μεγάλα και μικρά, αλλά και τον νερόμυλο που αλέθουν τα στάρια και τα κριθάρια.
Προχωράμε, ενώ η Σίλια μου διηγείται ιστορίες από τη ζωή της στο κάστρο. Μαθαίνω ότι ήταν πολύ μικρή όταν οι γονείς της πέθαναν και οι δύο από την 'κακιά αρρώστια', που όπως μου την περιέγραψε πρέπει να ήταν ευλογιά. Είχε χτυπήσει το χωριό που ζούσε μικρή, μια περιοχή πέρα απ'την επικράτεια του Τζέθρο.
Μου είπε ότι πρώτα ο πατέρας της και μετά η μητέρα της, γέμισαν με σπυριά γεμάτα υγρό στο πρόσωπο, μέσα στο στόμα τους, στο λαιμό τους και τα άκρα τους. Μέσα σε λίγες μέρες, τα σπυριά άρχισαν να αιμορραγούν. Ακολούθησε ισχυρός πυρετός και μετά από λίγες μέρες πέθαναν και οι δύο. Τους κάψανε μέσα στο σπίτι τους, μαζί με όλα τους τα υπάρχοντα, για να μην εξαπλωθεί η 'κακιά αρρώστια.'
Δεν μπορώ να μην σκεφτώ πόσο τυχερή είμαι, που το εμβολιασμένο σώμα μου, μου παρέχει ασφάλεια απέναντι σε φρικτές αρρώστιες που για αιώνες αποδεκατίσανε την ανθρωπότητα, που δεν είχε βρει ακόμα τα όπλα για να τις αντιμετωπίσει.
Η Σίλια, ένα μικρό ορφανό κοριτσάκι, χωρίς οικογένεια και περιουσία, δόθηκε σε ένα πλούσιο σπίτι, που θα της έδινε στέγη και φαΐ, σε αντάλλαγμα σκληρής δουλειάς. Έπεσε στα χέρια μιας 'κακιασμένης' κυρίας όπως μου είπε, που κάθε μέρα έβρισκε ένα λόγο να την δέρνει. Και ότι σε μια επίσκεψη της οικογένειας Ταλ, την πήρε η αρχόντισσα Άννα μαζί της. Και από τότε βρίσκεται στον πύργο και υπηρετεί την οικογένεια Ταλ που υπεραγαπάει.
Καλή μου Σίλια! Η καρδιά μου πονάει για τα όσα έχει περάσει αυτό το κορίτσι και τον τρόπο με τον οποίο τα διηγείται. Αντί να νιώθει αγανάκτηση, ή θλίψη για τα όσα της επιφύλαξε η μοίρα, νιώθει ευγνωμοσύνη για την καλή της τύχη. Σπάνια αρετή, να καταφέρνεις να βρίσκεις πάντα το θετικό, ανάμεσα σε χιλιάδες αρνητικά. Να εστιάζεις σε αυτό, να χαίρεσαι και να είσαι ευγνώμων! Με κάνει να νιώθω τύψεις για ότι έχω γκρινιάξει ποτέ στη ζωή μου. Σε σχέση με τη ζωή αυτού του κοριτσιού, και χιλιάδων άλλων σε αυτή την ταραγμένη εποχή κατ'επέκταση, η δικιά μου ζωή στην εποχή μου, ήταν ένας παράδεισος. Ένας παράδεισος που κερδήθηκε βήμα βήμα, μέσα από πόνο και θυσία κατά την πορεία της ανθρωπότητας.
Συνεχίζουμε να προχωράμε και η Σίλια με συστήνει σε ένα σωρό κόσμο, που δουλεύει γύρω απ'τον πύργο. Όλοι τους έκπληκτοι στην αρχή μόλις με βλέπουν, αλλά ευγενέστατοι και πρόσχαροι, μου συστήνονται κάνοντάς μου βαθιές υποκλίσεις. Είναι αδύνατον να συγκρατήσω όλα τα ονόματα, όλων αυτών των ανθρώπων που μου συστήνει η Σίλια. Προσπαθώ να συγκρατήσω πρόσωπα, με τι ασχολούνται και σχέσεις που έχουν μεταξύ τους και οι πληροφορίες έχουν ξεχειλίσει το κεφάλι μου.
Ανάμεσα στην πληθώρα του προσωπικού, γνώρισα έναν πολύ γλυκό κυριούλη γύρω στα εξήντα, τον κηπουρό. Η Σίλια καθώς μου τον σύστηνε, μου είπε ότι είναι ο άντρας της Λούσι και πατέρας του Τομ και του Τζιμ. Γλυκύτατος και γελαστός, μου πρόσφερε ένα λουλούδι και έδειξε κατευχαριστημένος όταν του εκθείασα την καταπληκτική δουλειά που κάνει με τους κήπους του κάστρου.
Λίγο πιο πέρα, στους στάβλους, γνώρισα τον ιπποκόμο του κάστρου και το γιο του, που η Σίλια με ενημέρωσε ότι είναι ο άντρας της κυρίας Μάργκαρετ. Γελαστός και φιλικός, δεν θυμίζει σε τίποτα την ξινή και αυστηρή γυναίκα του. Ο γιος του αντίθετα, πολύ πιο απόμακρος, απλά μου έκανε ένα τυπικό χαιρετισμό και συνέχισε να ασχολείται με τη δουλειά του. Δεν κατάφερα να συγκρατήσω κανένα όνομα, καθώς μπλέχτηκαν όλες οι πληροφορίες στο μυαλό μου. Θα ρωτήσω αργότερα τη Σίλια και ίσως κρατήσω και σημειώσεις για να μάθω όλον αυτό τον κόσμο.
Φτάνουμε στο νερόμυλο. Είναι τόσο όμορφα εδώ! Θυμίζει πίνακα ζωγραφικής! Μέσα σε πλούσια βλάστηση από πυκνά δέντρα και πάνω στη ροή του ποταμού, στημένο ένα πέτρινο σπίτι με σκούρα κεραμίδια. Η μεγάλη ξύλινη ρόδα που είναι στημένη κολλητά στον τοίχο, πάνω στη ροή του νερού, περιστρέφεται αργά και σταθερά, δημιουργώντας ένα μαγευτικό ήχο νερού που κελαρύζει, καθώς μαζεύει το νερό απ'τη μια μεριά, περιστρέφεται και το σκάει πάλι στο ποτάμι απ'την άλλη. Ο άξονάς της απ'την άλλη μεριά του τοίχου, περιστρέφει μια τεράστια μυλόπετρα, που και αυτή με τη σειρά της, γυρίζοντας πάνω σε μια σταθερή μεγάλη πέτρα, τρίβει και αλέθει τους σπόρους, μετατρέποντάς τους σε αλεύρι.
Στον περιβάλλοντα χώρο, περιφέρονται εδώ και κει πάπιες και χήνες, αλλά και μικρά παπάκια και χηνόπουλα, που παίζουν με το νερό πηδώντας και τσαλαβουτώντας στο ποτάμι.
Αρχίζει να σκοτεινιάζει και το κρύο γίνεται έντονο. Γυρνάμε στο κάστρο, αλλά ο Τζέθρο ακόμα δεν έχει επιστρέψει.
Το δωμάτιό μου είναι ζεστό, ήσυχο και μια απαλή μυρωδιά κανέλας αιωρείται απ'την πιατέλα με τη μηλόπιτα στο τραπέζι. Η ησυχία και γαλήνη που επικρατεί γύρω μου, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις ταραγμένες σκέψεις στο κεφάλι μου.
Προσπαθώντας να συγκρατήσω τις μαύρες σκέψεις που αρχίζουν να δημιουργούνται και να παίρνουν διαστάσεις στο μυαλό μου, ζητάω απ'τη Σίλια να μου γεμίσει τη λάμπα λαδιού, και να την αφήσει δίπλα στο κρεβάτι, γιατί θέλω να διαβάσω όπως της λέω, μιας και δεν έχω ύπνο.
Το κάστρο ησυχάζει. Απόλυτη ησυχία επικρατεί, τόση που ακούω τους χτύπους της καρδιάς μου. Ξεφυλλίζω νευρικά το βιβλίο. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.
Σβήνω τη λάμπα. Χώνομαι στα σκεπάσματα και κολλάω το βλέμμα μου στις φλόγες του τζακιού, που χορεύουν υπνωτιστικά, αλλάζοντας σχήματα και χρώματα.
Το μυαλό μου αρχίζει να περιπλανιέται, να βυθίζεται. Λίγο πριν παραδοθώ στην αγκαλιά του Μορφέα, νομίζω ότι ακούω βήματα έξω απ'την πόρτα μου. Η νύστα όμως με τραβάει μακριά. Η σκέψη μπερδεύεται με εικόνες της ημέρας. Βυθίζομαι σε έναν ταραγμένο ύπνο, από ανήσυχα όνειρα και σκόρπιες, ανακατεμένες εικόνες δύο μπλεγμένων κόσμων, που το πρωί θα χαθούν. Θα εξατμιστούν όπως η πρωινή πάχνη πάνω στο γρασίδι των υπέροχων κήπων του Τζέθρο. Κήποι..., λουλούδια..., γαλανά διαπεραστικά μάτια..., ο Τζέθρο..., σκοτάδι...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top