Κεφάλαιο 10 - Ανήθικη πρόταση
Σπρώχνω εκνευρισμένος το ποτήρι με το κρασί στο τραπέζι. Χτυπάω με δύναμη τη γροθιά μου πάνω στην ξύλινη επιφάνεια. Σηκώνομαι και περπατάω πάνω κάτω με βαριά βήματα στο δωμάτιο.
-"ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΩ! Ακόμα και η σκέψη με αρρωσταίνει! Το θράσος αυτού του ανθρώπου είναι εξωφρενικό! Πώς τολμάει να έρχεται σπίτι μου και να ξεστομίζει κάτι τέτοιο? Ποιος νομίζει ότι είναι?"
-"Τζέθρο, ηρέμησε! Πρέπει να εξετάσουμε με ψυχραιμία το θέμα. Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά."
-"Θα με τρελάνεις Άντονι? Μόνο εγώ βλέπω ότι τα λόγια του ήταν ξεκάθαρη απειλή?"
Κοιτάζω έναν έναν τους άντρες μου, τον διοικητή του στρατού μου και τον αρχηγό της προσωπικής φρουράς μου. Κανείς τους δεν μιλάει, μόνο με κοιτάνε με προβληματισμένο βλέμμα. Εκνευρίζομαι ακόμα περισσότερο.
-"Τι με κοιτάτε? Σερ Ουίλιαμ, εσύ έχεις γιο δεκαπέντε χρονών. Πώς θα σου φαινόταν αν έδινα τέτοια εντολή?" λέω στον αρχηγό της φρουράς μου. Γουρλώνει τα μάτια του, ξεροκαταπίνει και μετά σκύβει το κεφάλι κοιτώντας το πάτωμα.
-"Δεν θα μου άρεσε άρχοντά μου." ψελλίζει μέσα απ'τα δόντια του.
-"Πρέπει να σκεφτείς όλο το χωριό Τζέθρο. Τι θα έκανε ο πατέρας σου, σε μια τέτοια περίπτωση?"
Νιώθω να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Βουτάω την μπουκάλα με το κρασί και την πετάω με δύναμη στο τζάκι. Το μπουκάλι σκάει με δύναμη, δημιουργώντας μια έκρηξη από πορτοκαλί και κίτρινες σπίθες, πάνω στα κούτσουρα που καίνε.
-"Μην μου μιλάς για τον πατέρα μου. Δεν έχει καμία σχέση με μένα. Δεν βρέθηκε ποτέ σε μια τέτοια κατάσταση. Είχε βγάλει νόμο με ποινή θανάτου, να μην κυνηγάει κανείς στο δάσος, για να βρίσκει πιο εύκολα θήραμα όταν έβγαινε για κυνήγι. Και όμως οι άνθρωποί μου, εμένα κατηγορούν ότι ζω στον κόσμο μου και σκέφτομαι μόνο τη διασκέδαση."
Τα λόγια του Ρόμπερτ χτυπάνε στα μηνίγγια μου.
Για ποια βοήθεια μιλάς άρχοντά μου? Δεν μας αφήνεις να ζήσουμε ούτε απ'ότι προσφέρει ο τόπος... τις προάλλες οι άντρες σου, κατάφεραν και πιάσανε ένα απ'τα λίγα παλικάρια, που είχαν το θάρρος να συνεχίζουν να βγαίνουν για κυνήγι στο δάσος σου και είχαν καταφέρει να πιάσουν ένα ελάφι... Τον κρέμασαν στο ξέφωτο και πήραν το ελάφι μαζί τους...
Γυρνάω έξαλλος προς τον διοικητή του στρατού μου.
-"Κρεμάσατε τον γιο της Γκλάντις γιατί σκότωσε ένα ελάφι? Γιατί προσπαθούσε να ταΐσει την οικογένειά του που πεινούσε? Ποιος πήρε τέτοια απόφαση μου λες? Και γιατί δεν με ενημερώσατε?"
Ρουθουνίζω έξαλλος. Είμαι εκτός εαυτού. Πρέπει να ηρεμήσω. Κοιτάζω άγρια τον διοικητή του στρατού μου, που κοιτάζει παντού στο δωμάτιο εκτός από μένα, εμφανώς ταραγμένος.
-"Σερ Τζέιμς! Περιμένω την απάντησή σου." του γρυλλίζω.
-"Άρχοντά μου, έχω δώσει όρκο ως ιππότης, να τηρώ και να περιφρουρώ τους νόμους..."
-"ΚΡΕΜΑΣΕΣ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΕΠΕΙΔΗ ΠΕΙΝΟΥΣΕ -του φτύνω έξαλλος.- Γιατί δεν με ενημερώσατε? Γιατί δεν ρωτήθηκα? Ποιος είναι ο άρχοντας εδώ, το κερατό μου?"
-"Κάναμε αρκετές φορές τα στραβά μάτια, αλλά αυτός συνέχιζε. Του είχα δώσει προειδοποίηση ότι την επόμενη φορά θα συνέβαινε αυτό. Όταν τον πιάσαμε, απλά εφάρμοσα το νόμο." λέει χαμηλόφωνα και σκύβει το κεφάλι κοιτώντας το πάτωμα.
Νιώθω τον πόνο του. Ξεχειλίζει και χύνεται γύρω του. Κυλάει στο πάτωμα, σκαρφαλώνει στο λαιμό μου και με πνίγει. Τα βάζω με τους άντρες μου, ενώ είναι δικό μου λάθος. ΔΙΚΟ ΜΟΥ! Πώς τα άφησα όλα να πάρουν τέτοια τροπή? Πώς δεν είδα τίποτα?
Είχα δώσει υπόσχεση! Όταν πέθανε ο πατέρας μου, μόλις είχα γυρίσει απ'τις σπουδές μου, γεμάτος όνειρα να προσφέρω στον τόπο μου. Ανέλαβα τα πάντα! Κτήματα, καλλιέργειες, ζώα. Αύξησα την παραγωγή, βελτίωσα συνθήκες εργασίας, έδωσα δουλειά σε ακόμα περισσότερο κόσμο. Όταν πέθαινε η μητέρα μου, με έβαλε να της ορκιστώ, ότι θα συνεχίσω να αγαπώ και να φροντίζω τον τόπο μου και τον κόσμο που ζει και εργάζεται γύρω μου. -"Αυτή είναι η δύναμή σου αγόρι μου." μου είχε πει λίγο πριν ξεψυχήσει. -"Ο σεβασμός που προέρχεται από φόβο, γρήγορα μετατρέπεται σε μίσος και εκδίκηση. Ο σεβασμός που κερδίζεται με δικαιοσύνη και αγάπη, είναι η πιο ισχυρή δύναμη."
Κάθομαι στην καρέκλα, ακουμπάω τους αγκώνες μου στα γόνατα και κλείνω το πρόσωπό μου με τις παλάμες μου. Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό που μόλις συνέβη.
Άφησα την Ιζαμπέλα στην βιβλιοθήκη μου και ήρθα στο δωμάτιό μου, με σκοπό να μιλήσουμε για τις εξελίξεις, την ασφάλεια του χωριού, τις πληροφορίες για την αντίσταση και γι'αυτόν τον περίεργο άγνωστο Ουίλ Ντον και πώς θα έρθουμε σε επαφή μαζί του.
Περίμενα να βρω τους άντρες μου, να έχουν ενημερωθεί στα βασικά απ'τον Άντονι και να με περιμένουν να συνεχίσουμε.
Μπήκα μέσα και αντικρίζω αυτόν τον άθλιο Στάνλεϊ απ'το Φρίξφιλντ, το γειτονικό χωριό, να κάθεται με το απαίσιο αλαζονικό ύφος του, βαστώντας ένα ποτήρι κρασί. Οι άντρες μου σε προσοχή στημένοι στην πόρτα και ο Άντονι να βηματίζει πέρα δώθε στο δωμάτιο εκνευρισμένος.
Σηκώνεται και έρχεται προς το μέρος μου, φορώντας το ειρωνικό γέλιο του.
-"Άρχοντα Ταλ, χρόνια έχω να σε δω. Άντρωσες!" τεντώνει το χέρι για χαιρετισμό.
Κοιτάζω προς τον Άντονι, που μου γυρίζει ένα σκοτεινό, προβληματισμένο βλέμμα.
-"Τζακ Στάνλεϊ! λέω παραλείποντας σκόπιμα το -άρχοντα-. Τιμή μου να με επισκέπτεσαι στο σπιτικό μου. Ποιος καλός άνεμος σε έφερε στα μέρη μου?" ανταποδίδω τον χαιρετισμό του, δίνοντάς του, το χέρι μου.
Ανασηκώνει τα φρύδια! Ωραία! Το έπιασε ότι τον θεωρώ ένα άθλιο υποκείμενο που δεν έχει τίποτα το αρχοντικό πάνω του.
-"Τζέθρο, ήρθα να μιλήσουμε για δουλειές." μου λέει ελαφρώς ενοχλημένος. Μειδιάζω. Απ'το άρχοντα, περάσαμε στο Τζέθρο.
-"Τι είδους δουλειές έχω εγώ μαζί σου γερο-Στάνλεϊ? Νομίζω την έχουμε ξανακάνει αυτή τη συζήτηση παλιότερα και σου είχα ξεκαθαρίσει ότι δεν με ενδιαφέρουν οι δουλειές σου."
Βλέπω τον Άντονι να μεταφέρει το βάρος του μια στο ένα, μια στο άλλο πόδι, ταραγμένος. Με κοιτάει εκλιπαρώντας να μαλακώσω τη στάση μου.
-"Τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ από τότε Τζέθρο. Και τυφλός το βλέπει. Ήρθε η ώρα να αλλάξεις τη στάση σου." Κάθεται στην καρέκλα, παίρνει το ποτήρι του και πίνει μια γουλιά απ'το κρασί μου.
Κάθομαι αντικριστά του και γεμίζω και γω το ποτήρι μου. Τον κοιτάω χωρίς να λέω κουβέντα, αλλά ο εκνευρισμός μου αρχίζει και μεγαλώνει.
-"Άκου, θα σου μιλήσω ξεκάθαρα για το πώς έχουν πλέον τα πράγματα και παρόλο που με υποτιμάς Τζέθρο, εγώ θα σου δώσω άλλη μια ευκαιρία. Θα σου κάνω μια πρόταση και καλά θα κάνεις να την πάρεις στα σοβαρά αυτή τη φορά."
Το χέρι μου πάει ασυναίσθητα στο μικρό μαχαίρι που έχω περασμένο στη ζώνη μου. Νιώθω το χέρι του Άντονι στον ώμο μου. Γυρίζω και τον κοιτάζω. Συνεχίζει να με κοιτάει με το ίδιο ύφος. Τραβάει καρέκλα και κάθεται δίπλα μου.
-"Η Αυτού Μεγαλειότης του, απαιτεί επίμονα μεγαλύτερη και γρηγορότερη παραγωγή τούβλων, καθώς θέλει να ανοικοδομήσει την πρωτεύουσα. Τα κτήματά μου, δεν φτάνουν πια να καλύψουν την όλο και περισσότερο αυξημένη ζήτηση. Θέλω τα κτήματά σου και κόσμο να τα δουλέψουν. Τα κέρδη είναι μεγάλα και..."
Ξεσπάω σε γέλια. Σταματάει να μιλάει και με κοιτάει έντονα ενοχλημένος.
-"Και γι'αυτό έκανες τόσο δρόμο Στάνλεϊ? Να μου πεις να μετατρέψω τα κτήματά μου σε τουβλάδικα? Νομίζω πως έχασες το χρόνο σου. - σοβαρεύω και τον κοιτάω αγριεμένος.- Σου το ξανάπα. Τα κτήματά μου, παράγουν και παρέχουν σε μένα και στον κόσμο μου τροφή. Τα χρήματα δεν τρώγονται γερο-Στάνλεϊ και αν σταματήσουμε όλοι να παράγουμε και να το γυρίσουμε σε τουβλάδικα, τι θα τρώμε, τούβλα?"
Αγριεύει στο λεπτό. Κοπανάει το ποτήρι του στο τραπέζι και γέρνει μπροστά στην καρέκλα του. Η στάση του είναι τελείως απειλητική με τον τρόπο που με κοιτάει.
-"'Άκουσε με προσεκτικά κακομαθημένο κωλόπαιδο! Δεν ήρθα να σε παρακαλέσω, ήρθα να σου δώσω μια ευκαιρία εδώ, γι'αυτό καλά θα κάνεις να κόψεις αυτό το ύφος προς εμένα. Σου είπα πως η Αυτού Μεγαλειότητά του ΑΠΑΙΤΕΙ! Δεν θες να το καταλάβεις, αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει. Είσαι μόνος σου! Σου έχουμε κάνει επανειλημμένα προσκλήσεις, όλοι οι γύρω άρχοντες και μας αγνοείς. Αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία που θα έχεις, να δείξεις την υπακοή σου προς το Στέμμα. Τα κτήματά σου, θα παρθούν γιατί αυτή είναι η επιθυμία του Βασιλιά. Αν θα επωφεληθείς απ'αυτή την ιστορία, ή θα τα καταστρέψεις όλα, είναι στο δικό σου χέρι και στο κεφάλι σου."
Πετάγομαι όρθιος με τόση ορμή, που η βαριά καρέκλα φεύγει πίσω και σκάει με δύναμη στο πάτωμα. Ο Άντονι δίπλα μου, σηκώνεται απότομα και με πιάνει με τα δυο του χέρια, να με συγκρατήσει μην του ορμήσω.
Σηκώνεται όρθιος με αργές κινήσεις. Το βλέμμα του πάει στα χέρια του Άντονι, που με κρατάνε και με συγκρατούν. Απομακρύνεται από μένα και συνεχίζει:
-"Δώσε εντολή να έρθουν όλα τα παιδιά του χωριού σου, από ηλικία δέκα και πάνω, στο εργοτάξιό μου να δουλέψουν. Τα μικρά χέρια τους είναι ότι πρέπει για τους πλίνθους. Κράτα τους ενήλικους άντρες, να μαζέψουν ότι υπάρχει αυτή τη στιγμή στα κτήματά σου. Κρίμα είναι να πάνε χαμένα. Μετά προχωράμε στην μετατροπή τους. Κάνε αυτό που σου είπα άμεσα, ως ένδειξη καλής θέλησης και συνεργασίας και εγώ θα ενημερώσω να προστατεύσει ο στρατός το χωριό σου. Έχεις μια βδομάδα. Μετά είσαι μόνος σου και συ και όλο το χωριό σου." Με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω και μετά το βλέμμα του κλειδώνει με το δικό μου.
-"Μεγάλωσες άρχοντα Ταλ, αλλά μυαλό δεν έβαλες. Παρέμεινες ένα ξιπασμένο παιδί, που νομίζει ότι μπορεί να τα βγάζει πέρα μόνος του και να κάνει του κεφαλιού του. Μην αγνοήσεις την προσφορά μου, γιατί περί προσφοράς πρόκειται και καλά θα κάνεις να το καταλάβεις. Δεν θα έχεις άλλη ευκαιρία. Έχεις μια βδομάδα!" λέει και φεύγει προς την πόρτα.
Μένουμε όλοι ακίνητοι, παγωμένοι στο δωμάτιο, μέχρι που ακούμε την άμαξα και τα άλογα των συνοδών του Στάνλεϊ να απομακρύνονται.
Η φωνή του Άντονι με βγάζει απ'τις σκέψεις μου.
-"Όλοι το βλέπουμε ότι είναι ξεκάθαρη απειλή Τζέθρο. Ακόμα χειρότερα, είναι τελεσίγραφο με συγκεκριμένο χρόνο. Γι'αυτό πρέπει να μετρήσουμε με πολύ προσοχή τις κινήσεις μας. Αυτός ο άθλιος έχει δίκιο σε ένα πράγμα. Είσαι μόνος σου Τζέθρο. Σε γώνιασε και δεν έχεις άλλες επιλογές πια. 'Η υποτάσσεσαι, ή ορμάς και όποιον πάρει ο χάρος."
Σηκώνω το κεφάλι μου και τον κοιτάζω με μαραμένο βλέμμα. Γυρίζω προς τους αξιωματικούς μου.
-"Συμμερίζεστε και σεις την τοποθέτηση του 'Αντονι? Σερ Τζέιμς? Σερ Ουίλιαμ? Πιστεύετε ότι δεν έχουμε καμιά άλλη επιλογή?"
Οι δύο άντρες κοιτάζονται μεταξύ τους. Κανείς τους δεν μου δίνει απάντηση.
-"Ε! λοιπόν ΟΧΙ!" Σηκώνομαι απότομα και κοπανάω τις γροθιές μου στο τραπέζι.
-"Μου έριξε το γάντι! Δέχομαι την πρόκληση, αλλά αν νομίζει ότι θα του το κάνω εύκολο, κάνει μεγάλο λάθος."
-"Άρχοντά μου, συγχώρα με, αλλά δεν έχει να κάνει με μονομαχία μεταξύ εσένα και του Άρχοντα Στάνλεϊ. Στο είπε ευθέως, έχει το στρατό μαζί του. Και όπως το καταλαβαίνω εγώ, η πρόκληση ήταν, ή αποδέχεσαι την πρότασή του και ο στρατός μας προστατεύει, ή αρνείσαι οπότε ο στρατός έρχεται εναντίον μας. Το τελεσίγραφο ήταν ότι η απόφαση έχει παρθεί. Το Στέμμα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την περιουσία σου." λέει ο Σερ Τζέιμς με βαριά φωνή.
Τον κοιτάζω με βαρύ βλέμμα. Περνάνε λίγα δευτερόλεπτα που ακούγονται μόνο οι ανάσες μας. Χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του, τον ρωτάω ξεψυχισμένα:
-"Σερ Τζέιμς, πιστεύεις πως ο στρατός μας θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε μια τέτοια επίθεση?"
Γουρλώνει τα μάτια του.
-"Άρχοντά μου, οι άντρες μου θα ακολουθήσουν ότι εντολή τους δοθεί. Είναι όλοι εξαίρετοι άντρες, με τιμή και καλά εκπαιδευμένοι. Θα μπουν μπροστά και θα πεθάνουν για να σε υπερασπιστούν, αν αυτή είναι η εντολή σου."
-"Δεν ρώτησα αυτό Σερ Τζέιμς. Ρώτησα αν θα αντέχαμε μια τέτοια επίθεση."
-"Απέναντι στον αγγλικό στρατό Άρχοντά μου? - με κοιτάει έκπληκτος! Προς τιμήν του, συνεχίζει να απαντάει την τελείως ανόητη ερώτησή μου- Θα κρατάγαμε λίγο, θα σκοτώναμε κάμποσους, αλλά δεν ξέρω για πόσο." Κατεβάζει το βλέμμα του στο πάτωμα. Τα μάτια του γυαλίζουν.
-"Τζέθρο τι είναι αυτά που λες? Λογικέψου!" πετάγεται ο Άντονι.
-"Εντάξει λοιπόν, Άντονι. Περιμένω να ακούσω. Πώς θες να το χειριστούμε? Να δείξουμε 'καλή θέληση' όπως είπε και να στείλουμε τα παιδιά να δουλέψουν και να σακατευτούν στο άθλιο εργοτάξιό του και να ανοίξουμε τις πύλες να κάνουν τα κτήματα τουβλάδικα? Γιατί αν αυτό σκέφτεσαι, αυτή τη στιγμή!, ενώπιον του Σερ Ουίλιαμ και του Σερ Τζέιμς, σου μεταβιβάζω όλη την περιουσία μου και τους τίτλους μου και βγες εσύ να ανακοινώσεις στους συγχωριανούς μας, ότι παραδώσαμε τα παιδιά τους και τη γη τους, στα χέρια ενός αιμοσταγούς τυράννου."
Μένει ακίνητος. Τα βλέφαρά του ανοιγοκλείνουν νευρικά. Χαμηλώνει το κεφάλι.
Κουνάω το κεφάλι μου πάνω κάτω.
Περνάνε μερικά δευτερόλεπτα νεκρικής ησυχίας.
-"Ενημέρωσες τους αξιωματικούς για τη συνάντησή μας με τον σιδερά?" ρωτάω μετά από λίγο τον Άντονι με ξεψυχισμένη φωνή. Ξαφνικά νιώθω πολύ κουρασμένος.
-"Ναι! Οι άντρες είναι ενήμεροι για ότι ειπώθηκε. Ο Σερ Ουίλιαμ έχει ασφαλίσει τα όπλα που μαζέψαμε απ'το σιδηρουργείο και περιμένει εντολές σου."
-"Σερ Ουίλιαμ, έχουμε κανένα νέο για αυτόν τον Ουίλ Ντον?"
-"Όχι, Άρχοντά μου. Κανένας δεν τον ξέρει, ή όλοι τον καλύπτουν. Και αυτός δεν επιχείρησε καμιά επικοινωνία με μας. Ούτε με τον σιδερά μέχρι στιγμής."
-"Λοιπόν, πρέπει να τον βρούμε. Μιλήστε με τους άντρες σας. Όποιος έχει κάποιο στοιχείο, έχει αντιληφθεί κάτι, κάποια κίνηση, που να υποδεικνύει προετοιμασία, προφύλαξη, αντίσταση, είναι ώρα να το πει. Διαδώστε ότι τον αναζητώ. Και ας ελπίσουμε ότι υπάρχει όντως οργανωμένη αντίσταση και δεν είναι απλώς ένα τσούρμο ληστές και παράνομοι."
-"Τζέθρο, αν είναι αλήθεια ότι ερχόταν βοήθεια απ'έξω... εννοώ... η άμαξα που κάηκε... ίσως να ξαναμίλαγες... να πιέσεις λίγο περισσότερο..."
-"Μίλα ξεκάθαρα Άντονι, τι προσπαθείς να πεις?"
Κοιτάζει τους άντρες και μετά εμένα.
-"Η... ξαδέλφη σου Τζέθρο, ίσως μπορούσε να μας βοηθήσει."
-"Δεν νομίζω ότι μπορεί, μίλησα μαζί της. Δεν ξέρει κανέναν εδώ. Θα ερχόντουσαν αυτοί σε επαφή μαζί τους."
-"Εκεί όμως? Εννοώ από εκεί που ξεκίνησε. Κάποιον που θα μπορούσε να μας φέρει σε επαφή..."
-"Δεν μας παίρνει ο χρόνος Άντονι. Το Άρνεμ είναι αρκετές μέρες ταξίδι, ακόμα και μόνο με άλογο, χωρίς άμαξα. Μεσολαβεί θάλασσα, μεταφορά με πλοίο. Δεν μας παίρνει ο χρόνος."
-"Άρνεμ, είπες Άρχοντά μου? Στις Κάτω Χώρες?" Μπαίνει στην κουβέντα μας ο Σερ Τζέιμς.
-"Ναι, Σερ Τζέιμς. Από κει έμαθα ότι ξεκίνησε η άμαξα που κάψανε στο δάσος έξω απ'το Χάνγκερφορντ. Έχεις ακούσει κάτι? Γιατί σου κάνει εντύπωση?"
-"Κάτι έχω ακούσει... Μπορεί να μην είναι τίποτα, αλλά πάλι... Μια τυχαία, μικρή πόλη... Τέτοια σύμπτωση?"
-"Μίλα Σερ Τζέιμς, είμαστε σε πάρα πολύ δύσκολη θέση. Οτιδήποτε μπορεί να μας δώσει κάποιο στοιχείο, από κάπου να ξεκινήσουμε, είναι ευπρόσδεκτο."
-"Πάνε μέρες άρχοντά μου, δεν θυμάμαι πόσες ακριβώς. Γυρίζαμε από περιπολία εγώ και τρεις άντρες μου και κάτσαμε στην ταβέρνα του Μπιλ, να πιούμε μια μπύρα. Ήταν τέσσερις άντρες στην άκρη του δωματίου, που είχαν έντονη συζήτηση μεταξύ τους, όταν μπήκαμε εγώ και οι άντρες μου. Έπιασα κάποια νεύματα, κάποιος έδειξε προς εμάς και αμέσως σταμάτησαν να μιλάνε. Σηκώθηκαν, πλήρωσαν και φύγανε. Φορούσαν όλοι κουκούλα και δεν είδα πρόσωπα. Μου κίνησαν όμως την περιέργεια και ρώτησα τον Μπιλ ποιοι ήταν αυτοί. Μου απάντησε πως δεν τους ήξερε, περαστικοί ταξιδιώτες μου είπε.
-"Και τι λέγανε γερο-Μπιλ? Μου φάνηκε σα να τσακωνόντουσαν και μόλις μπήκαμε, σταμάτησαν τη συζήτηση."
-"Τι να σου πω Σερ Τζέιμς - μου λέει- κάτι πολιτικά συζητούσαν, δεν έδωσα σημασία. Κάτι για τη διαμάχη της εταιρίας των ανατολικών Ινδιών με την εταιρία ανατολικών Ινδιών της Ολλανδίας λέγανε, για τα νησιά των μπαχαρικών στην Ινδονησία λέγανε, για το ότι θα χάσει ο Βασιλιάς μας τα νησιά Άι και Ρουν στις Ανατολικές Ινδίες λέγανε, για τα παλλικάρια απ'το Άρνεμ στις Κάτω Χώρες, -τονίζει- που μάθανε ότι η εταιρία ανατολικών Ινδιών της Ολλανδίας θα αναζητήσει Βορειοανατολικό πέρασμα, απ'τις αποικίες μας στην Αμερική λέγανε."
Έβαλα τα γέλια και του είπα πως ευτυχώς που δεν έδωσε σημασία, παρόλα αυτά είχε καταγράψει όλη τη συζήτησή τους. Ούτε το ξανασκέφτηκα, αλλά τώρα αναφέρεις και συ την ίδια πόλη." με κοιτάζει με απορία.
Σουφρώνω τα φρύδια μου. Τι διάολο? Η αλήθεια είναι ότι απ'την αρχή μου φάνηκε περίεργο, να έρχεται βοήθεια στην περιοχή μας από τόσο μακριά. Απ'την άλλη, η Ιζαμπέλα μου είπε ότι ξεκίναγε από κάποιους κυνηγημένους ευγενείς απ'το Βασιλιά, που είχαν καταφύγει εκεί, για να σώσουν τη ζωή τους.
Πάλι, όλο αυτό δεν ακούγεται καθόλου παράλογο. Οι Κάτω Χώρες μόνο για να ρίξουν το Βασιλιά, θα είχαν συμφέρον να ανακατευτούν. Αλλιώς, γιατί να στείλουν βοήθεια? Χρυσό, όπλα, μπαρούτι... Κλείνω τα μάτια μου και σφίγγω με τα δάχτυλά μου, το κόκκαλο της μύτης μου. Το κεφάλι μου πονάει.
Κοιτάζω αποφασισμένος τους άντρες μου.
-"Πάμε να μιλήσουμε με τον Μπιλ. Μπορεί να θυμηθεί τίποτα ακόμα, ή να τους ξαναείδε. Όντως είναι περίεργο Σερ Τζέιμς, μια τυχαία πόλη της Ολλανδίας, να αναφέρεται ξανά και ξανά, από διαφορετικές πηγές. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα. Στη χειρότερη περίπτωση, θα μάθει και αυτός ο ανακατώστρας ο Μπιλ, ότι κάποιον αναζητούμε. Καλύτερος τρόπος να διαδοθεί, δεν υπάρχει."
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top