Στη βοή του πολέμου
Καταστροφή: απόλυτη φθορά, διάλυση, αποσύνθεση.
Χάος: μεγάλη αναστάτωση.
Πόλεμος: καταστροφή, χάος. Απλά αυτό.
Δεν ήταν και δύσκολο να περιγραφεί η κατάσταση στην Αθήνα του 1942. Μερικές λέξεις μόνο αρκούσαν για να μεταφέρουν την αποπνικτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Νεκρά κορμιά πεταμένα στους δρόμους σαν σακούλες σκουπιδιών, ερειπωμένα σπίτια, συντρίμμια και που και που κάποιος ακόμα ζωντανός, να γυρεύει από τους περαστικούς ένα κομμάτι ψωμί, λίγα λεφτά ή κάποιο κουρέλι για να φορέσει. Και αυτό, ίσως ούτε καν για τον ίδιο˙ ίσως για κάποιο παιδί που είχε αφήσει στο σπίτι, κάποιον άρρωστο αδερφό ή μια ηλικιωμένη μητέρα.
Χάος.
Αυτή η λέξη περνούσε από το μυαλό του νεαρού Χανς. Μέσα στην στρατιωτική του στολή, με την σβάστικα στο μπράτσο, δεν άφηνε πολλά περιθώρια στον κόσμο ούτε καν να τον κοιτάξει. Και καλύτερα έτσι, γιατί ο Χανς χρειαζόταν την ησυχία του, ήθελε να μην μπλεχτεί κανείς στα πόδια του, γιατί είχε μια αποστολή. Έσφιξε τις τσάντες πάνω του κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά, μήπως και κάποιος τον παρακολουθούσε. Κανείς δεν τολμούσε να ρίξει το βλέμμα του στον εχθρό. Ο Χανς χαμογέλασε πικρά.
Ο νεαρός στρατιώτης κοιτούσε τους άδειους δρόμους και τα έρημα σπίτια και αναρωτιόταν που είχε χάσει ο λαός του τη μπάλα και είχε καταλήξει να είναι υπεύθυνος για αυτή την απαίσια κατάσταση. Αναστέναξε καθώς ήξερε ακριβώς που να τοποθετήσει την ενοχή τους. Στην γραμμή του χρόνου, μια νοητή γραμμή που είχε πάντα στο μυαλό του και τον βοηθούσε να θυμάται πράγματα, η ενοχή εκείνου και των συμπατριωτών του, βρισκόταν στο έτος 1933.
Ο Χανς είχε όμως μια βασική διαφορά σε σχέση με την πλειοψηφία των συμπατριωτών του. Αναγνώριζε το φταίξιμό του, ήξερε που είχε κάνει λάθος και που όχι και ήθελε να διορθώσει την κατάσταση αυτή. Ένας άνθρωπος όμως μόνος του, σε μια κοινωνία που ήταν τόσο άρρωστη, δεν μπορούσε να κάνει και πολλά.
Μπορούσε όμως να την προστατεύσει.
Η Άννα περνούσε την μέρα της σιωπηλά. Δεν μιλούσε για μέρες ολόκληρες, έπρεπε να είναι σιωπηλή, αν ήθελε να επιβιώσει. Το υπόγειο είχε ένα απλό κρεβάτι από ξύλο, μπερδεμένα σεντόνια, ένα μικρό κομοδίνο. Η Άννα είχε μαζί της βιβλία που της έφερνε εκείνος, καθώς και μερικά ρούχα που μπορούσε να βρει, υπολογίζοντας το νούμερό της. Τα βιβλία τα άφηνε πάντα κάτω από το κρεβάτι, ενώ τα λιγοστά ρούχα της προσπαθούσε να τα κρατάει τακτοποιημένα στα πόδια του κρεβατιού.
Η κοπέλα ήλπιζε πως δεν γνώριζε κανείς την ύπαρξή της και πως όλοι υπέθεταν πως το σπίτι ήταν έρημο. Έτσι της είχε πει, εξάλλου. Και δεν είναι ότι μπορούσε να κάνει και πολλά. Δηλαδή μπορούσε, να βγει έξω, να ρισκάρει να πέσει πάνω σε κάποιον από τους στρατιώτες που την κυνηγούσαν και να αφήσει μια για πάντα αυτή τη ζωή. Από αυτή την εκδοχή, προτιμούσε να τον εμπιστευτεί τυφλά, ελπίζοντας για το καλύτερο.
Όλη τη μέρα η Άννα διάβαζε. Της είχε φέρει ως τώρα δέκα βιβλία, όλα λογοτεχνικά και όλα στα ελληνικά. Δεν τον ρώτησε ποτέ που τα έβρισκε και, δεν ήταν και σίγουρη ότι ήθελε να μάθει. Τώρα η Άννα διάβαζε το δέκατο βιβλίο, μια ρομαντική ιστορία για έναν καταδικασμένο έρωτα. Καθόταν στο κρεβάτι με τα γόνατα κοντά στο στήθος της και διάβαζε, ξεχνώντας για μερικές σελίδες το που βρισκόταν, το ποιος την ήθελε νεκρή και το πως θα επιβίωνε. Όσο διάβαζε, η Άννα ήταν σε έναν άλλον κόσμο που τίποτα από αυτά δεν έπαιζε ρόλο.
Από την ιστορία την τράβηξε σχεδόν βίαια το συνθηματικό χτύπημα στην πόρτα του υπογείου. Η Άννα περίμενε μέχρι να τελειώσει το μοτίβο, τρία απαλά χτυπήματα και έπειτα δυο πιο έντονα και, μετά άφησε το βιβλίο της στο κρεβάτι και πήγε προς την πόρτα. Ξεκλείδωσε όπως της είχε υποδείξει και άνοιξε την πόρτα, δαγκώνοντας νευρικά τα χείλη της.
Ο Χανς μπήκε στο δωμάτιο ήρεμα, κρατώντας τα μάτια του μονίμως πάνω στην Άννα, για να της δηλώσει πως δεν είχε σκοπό να τη βλάψει. Ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της. Η Άννα έκανε μερικά βήματα πίσω για του κάνει χώρο και έπειτα έκλεισε την πόρτα πίσω του και κλείδωσε. Ο Χανς στάθηκε όρθιος μέσα στο μικρό δωμάτιο, χωρίς να ξεκολλάει τα μάτια του από πάνω της. Η Άννα, αποφεύγοντας το βλέμμα του, του έκανε νόημα να καθίσει στο κρεβάτι κι εκείνος την υπάκουσε. Εκείνη διστακτικά κάθισε στην άλλη άκρη και τόλμησε να του ρίξει μια ματιά.
"Άννα" είπε εκείνος. Μιλούσε λίγα ελληνικά, με μια βαριά, γερμανική προφορά, αλλά από τότε που τον γνώρισε πρώτη φορά, είχε βελτιωθεί. Της έδειξε τη τσάντα και την άνοιξε ανάμεσά τους στο κρεβάτι. "Έφερα ... να φας" είπε αργά και καθαρά, προσέχοντας να μην κάνει λάθος.
Η Άννα δυσκολευόταν ακόμα να συνηθίσει σε αυτή την κατάσταση. Ήξερε πως αυτό που γινόταν ήταν ανήκουστο και δεν ένιωθε πάντα πολύ καλά, ωστόσο ο Χανς της είχε φερθεί τόσο όμορφα, που μερικές φορές έπιανε τον εαυτό της να ξεχνάει ότι είναι Γερμανός. Κοίταξε τα ρούχα του και δεν μπόρεσε παρά να χαμογελάσει. Το σακάκι της στολής του έλειπε και μαζί με αυτό κάθε διακριτικό του καθεστώτος της χώρας του, κάθε τυχόν παράσημο. Η σβάστικα είχε μείνει έξω από το δωμάτιο της. Κάθε φορά που ο Χανς την επισκεπτόταν, έμπαινε στο χώρο απλά σαν Χανς και όχι σαν στρατιώτης. Η Άννα είχε εντυπωσιαστεί από την διακριτικότητά του. Με ένα απλό μειδίαμα του προσώπου της του είχε δείξει την αποστροφή της για τον αγκυλωτό σταυρό, αλλά ήταν μάλλον αρκετή για να τον κάνει να το καταλάβει. Είχε μείνει σε εκείνο το υπόγειο περίπου ένα μήνα τώρα και κάθε μέρα σκεφτόταν πως κάποια στιγμή ο Χανς θα θα έδειχνε το αληθινό του πρόσωπο. Παρόλα αυτά, ήταν πάντα ο ίδιος.
Εκείνη την ώρα ο Χανς άνοιξε ένα σακουλάκι και έβγαλε από μέσα μισή φρατζόλα ψωμί και μπόλικο τυρί. Τα άπλωσε προς το μέρος της κοπέλας και πήρε τα μάτια του από τη μορφή της, για να την αφήσει να φάει με την ησυχία της, χωρίς να νιώθει πως κάποιος την παρακολουθεί. Η Άννα έκοψε ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τυρί και αφού το έφαγε λαίμαργα, κοίταξε προς το μέρος του Γερμανού στρατιώτη. Δίστασε για λίγο αλλά μετά του πρόσφερε ένα κομμάτι από το φαγητό της. Ο Χανς της χαμογέλασε και πήρε πειθήνια το φαγητό για να μην την προσβάλει, αν και θα προτιμούσε να το αφήσει όλο για εκείνη. Είχε αδυνατίσει αισθητά από την πρώτη φορά που την είχε δει. Η Άννα σκεφτόταν το ίδιο και συνέχισε να τρώει, εξάλλου τον τελευταίο μήνα έτρωγε μόνο μια φορά τη μέρα και είχε αδυνατίσει περισσότερο από όσο θα ήθελε, έτσι εκμεταλλευόταν το ότι της έφερνε καθημερινά φαγητό. Δεν αποθήκευε πάντα κάτι για το βράδυ, γιατί και ο Χανς δεν ήταν σε θέση να της φέρνει κανονικές ποσότητες.
Όσο περνούσε η ώρα, η Άννα ένιωθε όλο και καλύτερα, όπως κάθε φορά που ερχόταν ο Χανς και έτσι ανέβασε τα πόδια της στο κρεβάτι κοιτάζοντάς τον. "Χανς" ψέλλισε. Η φωνή της ακούστηκε και στην ίδια ξένη, εξάλλου είχε να μιλήσει πολύ καιρό σε κάποιον που να βρίσκεται πραγματικά εκεί. Ο Χανς την κοίταξε και στράφηκε προς το μέρος της. Δεν μίλησε, περίμενε υπομονετικά να πάρει η κοπέλα θάρρος για να του πει αυτό που ήθελε. "Σ'ευχαριστώ" είπε χαμηλόφωνα. Ο Χανς της χαμογέλασε και αυθόρμητα, όπως δρούσε πάντα, άπλωσε το χέρι του άγγιξε το δικό της. Η Άννα κοίταξε αυτή τη σκηνή σαν να ανήκε σε κάποια άλλη το λεπτό, ντελικάτο χέρι κάτω από το αντρικό, δυνατό και, όχι στην ίδια. Το βλέμμα της συνάντησε εκείνο του Χανς, ο οποίος τράβηξε αμέσως το χέρι του, νιώθοντας άσχημα που την τρόμαξε.
Μπορεί και να μην έφταιγε ο ίδιος, βέβαια. Ίσως ήταν απλά η αδυναμία της Άννας να προστατέψει τον εαυτό της, που τον έκανε να νιώθει σαν να είχε κάνει κάτι άσχημο. Αλλά ήξερε και ο ίδιος πως δεν ήταν η σοφότερη λύση να την πιέσει για να τον εμπιστευτεί. Δεν είχε περάσει και λίγα. Οι γονείς και η αδερφή της ήταν στο εξωτερικό, ασφαλείς, εκείνη εδώ, μόνη της στην Αθήνα με μια στρατιά Γερμανών να προσπαθούν να την εντοπίσουν, με μόνο τον Χανς σύμμαχο στο πλευρό της.
Ο νεαρός δεν μπορούσε να εκφραστεί όπως ήθελε, αλλά ακόμα και να μπορούσε, η κοπέλα δεν θα καταλάβαινε λέξη, τα γερμανικά της περιορίζονταν στα βασικά. Ακόμα και να μιλούσαν την ίδια γλώσσα, ο Χανς δεν θα ήταν σε θέση να της πει αυτά ακριβώς που ένιωθε, δεν ήταν σε θέση να αποτυπώσει τα αισθήματά του σε λέξεις. Δεν ήξερε και ο ίδιος τί ήταν αυτό που ένιωθε. Πέρα από την έντονη επιθυμία να προστατεύσει την νεαρή κοπέλα, τα υπόλοιπα συναισθήματά του ήταν σαν ένα κουβάρι στη ψυχή του.
Κάθισαν για λίγο σιωπηλοί, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον κατάματα, κανένας δεν τολμούσε να πει κάτι. Και τι να πει κάποιος σε μια τέτοια κατάσταση; "Με συγχωρείς που ανήκω στην ομάδα που διέλυσε τη χώρα σου", ή "συγγνώμη που δεν γεννήθηκα στη Γερμανία"; Ο Χανς το γνώριζε αυτό και έτσι αποφάσισε πως η καλύτερη τακτική ήταν να μένει σιωπηλός. Δεν είχε να πει κάτι στην κοπέλα, δεν μπορούσε. Ήξερε πως ο,τι και να έλεγε, η φωνή του θα έσπαγε. Είχε να της ζητήσει συγγνώμη για πολλά πράγματα και, ακόμα και αν ξεκινούσε εκείνη τη στιγμή, δεν θα τελείωνε νωρίτερα από τον πόλεμο. Προσευχήθηκε εκείνη τη στιγμή, με όση δύναμη του είχε απομείνει, να καταφέρει να τη σώσει, να φροντίσει ο ίδιος να την κάνει να δει το τέλος του πολέμου και να έχει αρκετό χρόνο στη διάθεσή του για να της απολογηθεί όπως πρέπει και να φτιάξει έναν νέο, καλύτερο κόσμο μόνο για εκείνη, για να εξιλεωθεί για τις πράξεις του. Για όλα αυτά που έκανε εκείνος, για όλα αυτά που έκαναν οι συμπατριώτες του.Σε εκείνη και τη χώρα της.
Μετά από λίγη ώρα, ο Χανς την χαιρέτησε, διστακτικά πάντα μιας και φοβόταν να χαλαρώσει δίπλα της, της έδειξε ξανά πώς να κλειδώσει τη πόρτα και στάθηκε για λίγο στο κατώφλι, σέρνοντας το βλέμμα του πάνω της. Η Άννα τον κοίταξε διστακτικά. Χωρίς τη στολή του, δεν διέφερε και πολύ από τον οποιονδήποτε. Σωστά; Ξανθά μαλλιά, φωτεινά γαλάζια μάτια, έντονες γωνίες στο πρόσωπο, ψηλός. Λίγο πριν κλείσει την πόρτα του χαμογέλασε αβίαστα και χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, άγγιξε φευγαλέα με τα δάχτυλά της το μπράτσο του πάνω από το ύφασμα της στολής του και έπειτα, πριν δώσει χρόνο στον εαυτό της να κάνει κάτι άλλο ή ακόμα και να μετανιώσει γι' αυτό που έκανε, έκλεισε την πόρτα και κλείδωσε. Δεν πρόλαβε ούτε να δει το χαμόγελο στα χείλη του Χανς.
Ο νεαρός στρατιώτης φόρεσε ξανά το πάνω μέρος της στολής του, κρυφοκοίταξε από το παράθυρο του άδειου σπιτιού όπου είχε βολέψει το κορίτσι και βγήκε με προσοχή στο δρόμο.
Όταν η προσπάθεια του Χανς, πριν ένα μήνα, να φυγαδεύσει την Άννα και την οικογένειά της στο εξωτερικό μέχρι τη λήξη του πολέμου πέτυχε μόνο κατά το ήμισυ, εκείνος την άρπαξε απότομα από τους στρατιώτες που τους επιτέθηκαν με σκοπό δήθεν να την ξεφορτωθεί. Η καρδιά του ράγισε στο άκουσμα της κραυγής της κοπέλας που αποχωριζόταν - έστω και προσωρινά, με λίγη τύχη - τη οικογένειά της και καθησύχασε τον εαυτό του, λέγοντας πως θα φρόντιζε ο ίδιος να ξανασμίξουν σύντομα. Άρπαξε την έξαλλη Άννα από τους στρατιώτες και χωρίς πολλά πολλά την απομάκρυνε από εκείνο το σημείο, έπειτα φρόντισε να τους χάσουν οι άλλοι και μόλις βεβαιώθηκε, σταμάτησε με την κοπέλα έξω από ένα άδειο σπίτι σε ένα χαμένο στον πόλεμο στενό και την έβαλε να καθίσει σε κάτι σκαλιά, προσπαθώντας να οργανώσει την επόμενή του κίνηση. Είχε δει εκείνο το σπίτι και γνώριζε πως οι κάτοικοι δεν θα ξαναγύριζαν αν δεν ερχόταν η Δευτέρα Παρουσία, οπότε θεώρησε καλή λύση να κρύψει την κοπέλα εκεί μέχρι να βρει ευκαιρία να την στείλει στους γονείς της και, ποιος ξέρει; Ίσως ακόμα μέχρι να την ακολουθήσει κι εκείνος. Όταν την έσωσε από τους στρατιώτες έκανε κρύο, το κορίτσι τουρτούριζε, αλλά αρνήθηκε το σακάκι του, κοιτάζοντάς το με μια έκφραση απόλυτης απέχθειας. Ο Χανς μειδίασε στην αντίδραση της κοπέλας, αλλά κατάλαβε. Την πήρε γρήγορα από εκεί χωρίς να κάνει κάποια άλλη κίνηση και την οδήγησε προσεκτικά στο άδειο σπίτι. Από τότε σημείωσε στο μυαλό του να μην της ξαναθυμίσει ποιός ή τί ήταν.
Γνώριζε πως οι στρατιώτες θα την έψαχναν για να σιγουρευτούν ότι δεν θα αποτελούσε άλλο πρόβλημα - είχε φέρει λίγους μπελάδες, η αλήθεια είναι, με τις προκηρύξεις και τα σχετικά, από τους οποίους φρόντισε να την γλιτώσει ο Χανς - και έτσι βρήκαμε το άδειο σπίτι σαν την καλύτερη λύση. Την τακτοποίησε στο υπόγειο, της μετέφερε ένα ντιβάνι καθώς και ένα κομοδίνο που μπόρεσε να στριμώξει στο μικρό χώρο και από εκείνη τη μέρα, την επισκεπτόταν καθημερινά για να της πάει φαγητό και ρούχα. Αν το μάθαιναν οι άλλοι στρατιώτες, ήταν βέβαιο πως θα σκότωναν τον ίδιο και την Άννα με εξαιρετικά ειδεχθείς μεθόδους. Ο Χανς έκανε μια στάση σε ένα στενό, κάθισε στο πλατύσκαλο μιας μεγάλης μονοκατοικίας ανάμεσα σε συντρίμμια και με τη μυρωδιά του θανάτου να τον τυλίγει και έβγαλε από την τσέπη του το πρώτο γράμμα που του είχε δώσει η Άννα. Τα γερμανικά της περιορίζονταν στα πολύ βασικά, αλλά αυτές οι τρεις γραμμές που διάβασε για πολλοστή φορά από τότε που την γνώρισε, τον έκαναν να χαμογελάσει. Δίπλωσε ξανά το χαρτί, το έβαλε στην τσέπη του, σηκώθηκε και αφού κοίταξε ξανά τα ερείπια γύρω του και υποσχέθηκε πως εκείνος θα έκανε κάτι διαφορετικό, γύρισε την πλάτη του, παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής.
Οι μέρες περνούσαν και η Άννα είχε χάσει πλέον τον λογαριασμό. Τί μέρα ήταν; Τί ώρα; Αρκετές φορές είχε ακούσει κρότους έξω από το σπίτι, κρότους που έρχονταν από κάτι περισσότερο από μια απλή εξάτμιση αυτοκινήτου και η Άννα δεν χρειάστηκε ώρα να καταλάβει τί ήταν. Πώς ήταν πλέον ο έξω κόσμος; Υπήρχαν ακόμα εκεί έξω άνθρωποι; Καμιά φορά νόμιζε πως ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στη πόλη, έτσι ήσυχα που περνούσαν κάποιες μέρες και, άλλες πάλι, ένιωθε να βρίσκεται στην καρδιά μιας ατομικής βόμβας εξαιτίας της φασαρίας που ερχόταν από έξω. Τί γινόταν; Είχε τελειώσει ο πόλεμος; Συνεχιζόταν; Δοκίμασε μια από τις επόμενες φορές να ρωτήσει τον Χανς σχετικά με την ζωή έξω από το υπόγειό της, αλλά χρησιμοποίησε πολλές λέξεις που δεν καταλάβαινε εκείνος, με αποτέλεσμα να μην μπορέσουν τελικά να συνεννοηθούν. Έτσι βυθίστηκαν για ακόμα μια φορά στη σιωπή, καθώς η Άννα μασούσε προσεκτικά το τυρί και το ψωμί που της είχε δώσει. Εκείνη τη φορά, ο Χανς είχε φέρει μαζί του και κάτι άλλο. Πέρα από την τσάντα με το φαγητό, της έδωσε - κάπως πιο διστακτικά όπως πρόσεξε η Άννα - μια ακόμα τσάντα. Η κοπέλα την άνοιξε αφού τελείωσε το φαγητό της και κρυφοκοίταξε μέσα, ενώ προσπαθούσε από την έκφραση του νεαρού να καταλάβει τί περιείχε.
Το χέρι της έπιασε ένα μαλακό ύφασμα και τραβώντας το έξω, πρόσεξε πως ήταν ένα γαλάζιο, μακρύ φόρεμα. Το έβγαλε από την τσάντα και το περιεργάστηκε. Θα της ερχόταν στο νούμερο όπως έβλεπε και μάλιστα θα της έφτανε μέχρι κάτω, αγγίζοντας φευγαλέα το πάτωμα. Ήταν στενό μέχρι τη μέση και φαρδύ από εκεί και κάτω, τα μανίκια του κοντά και με τέτοιο σχέδιο ώστε να πέφτουν στους ώμους, ενώ κούμπωνε στο στήθος με μια σειρά κουμπιά. Ασυναίσθητα, η Άννα χαμογέλασε και στράφηκε να κοιτάξει τον νεαρό στρατιώτη. Εκείνος δάγκωνε νευρικά το κάτω χείλος του και την κοιτούσε σαν να περίμενε να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή.
Δεν εξερράγη όμως η Άννα, αλλά κάτι άλλο, πολύ κοντά στο σπίτι που έκανε και τους δύο να αναπηδήσουν ξαφνιασμένοι. Τα μάτια της Άννας γέμισαν ξαφνικά δάκρυα. Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί και έτσι χαμήλωσε το βλέμμα, σφίγγοντας το ύφασμα στις γροθιές της. Ένα χέρι ανασήκωσε απαλά το πρόσωπό της και της σκούπισε τα δάκρυα. "Όχι, όχι... αυτό" είπε ο Χανς δείχνοντάς της το μουσκεμένο μαντήλι. "Εσύ... ασφαλής" πρόσθεσε έπειτα με βαριά προφορά. "Μαζί μου. Ασφαλής".
Η Άννα τον κοίταξε και χαμογέλασε διστακτικά.
Ο Χανς ξεκόλλησε το ύφασμα από τις γροθιές της κοπέλας και της το έδειξε. "Φόρεμα. Μπλε. Και μπλε... μάτια". Η Άννα τον κοίταξε, για να τον βρει να δείχνει πότε το ύφασμα και πότε τα βουρκωμένα της μάτια, που πνίγηκαν ακόμα πιο πολύ στα δάκρυα, γιατί εκείνη τη στιγμή η Άννα μπερδεύτηκε εντελώς.
Γιατί την βοηθούσε; Γιατί την είχε σώσει; Γιατί την προστάτευε; "Εσύ... φόρεμα" επέμεινε ο Χανς. "Εγώ έξω. Μετά, έρθω πίσω". Δεν ήταν σίγουρη, αλλά πίστευε πως της ζητούσε να φορέσει το φόρεμα και της έλεγε πως εκείνος θα περίμενε έξω. Έγνεψε θετικά. Ο Χανς βγήκε από το δωμάτιο.
Το κορίτσι χώθηκε πίσω από το κρεβάτι και πέταξε τα παλιά του ρούχα στο πάτωμα. Χώθηκε μέσα στο φόρεμα και ικανοποιημένη είδε πως της ταίριαζε γάντι. Αγνόησε την φασαρία που ερχόταν από τον έξω κόσμο και άρχισε μηχανικά να κουμπώνει το ρούχο. Μόλις τελείωσε πήγε προς την πόρτα και έβαλε το χέρι της στο πόμολο, όταν κάποιος χτύπησε.
"Άννα;"
"Ναι" είπε εκείνη σταθερά. Ο Χανς μπήκε στο δωμάτιο και κοίταξε την κοπέλα μπροστά του. Έμοιαζε τόσο εύθραυστη, τόσο μικροσκοπική μπροστά στην δική του, επιβλητική παρουσία. Της χαμογέλασε.
"Εσύ, όμορφη" της είπε χαμηλόφωνα, προσέχοντας το κοκκίνισμα στα μάγουλά της.
Ακόμα τρεις εβδομάδες πέρασαν και η Άννα αποκτούσε όλο και περισσότερη οικειότητα με τον Χανς. Είχε αρχίσει ακόμα και να τον πειράζει που και που για τις λέξεις που δεν μπορούσε να προφέρει, με αποτέλεσμα εκείνος να γελάει με την ψυχή του και να της ζητάει να του εξηγήσει με το βλέμμα. Και η Άννα εξηγούσε κάθε φορά. Κάποιο βράδυ - που με δυσκολία η Άννα κατάλαβε πως ο Χανς είχε περιπολία στην περιοχή - εκεί έξω γινόταν πανικός. Η Άννα στριφογύριζε στο κρεβάτι της και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ένιωθε πως από στιγμή σε στιγμή κάποιος θα έμπαινε στο δωμάτιο και θα την σκότωνε. Και δεν θα ξαναέβλεπε την οικογένειά της. Κάλυψε τα αυτιά της με το μαξιλάρι και άρχισε να κλαίει βουβά. Λίγο πριν βυθιστεί σε έναν ταραγμένο αλλά επιθυμητό ύπνο, η πόρτα του υπογείου άνοιξε και το ξανθό κεφάλι του Χανς πρόβαλλε από το άνοιγμα.
"Άννα;"
"Χανς!" έκανε το κορίτσι με ανακούφιση. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που χαιρόταν τόσο που τον έβλεπε. Ο νεαρός στρατιώτης μπήκε στο δωμάτιο, κλείδωσε την πόρτα και κάθισε στα πόδια του κρεβατιού.
"Κοιμάσαι;"
"Δεν μπορώ" απάντησε η κοπέλα σκουπίζοντας τα μάτια της.
"Θέλεις μείνω εδώ; Εγώ... σε προσέχω" είπε σε έναν πεισματικό τόνο.
Χωρίς να το σκεφτεί, η Άννα έγνεψε θετικά. ο Χανς κάθισε στο πάτωμα και σύρθηκε μέχρι το ύψος του κεφαλιού της.
"Όχι, όχι" έκανε χαμηλόφωνα η κοπέλα και τον έπιασε από το μπράτσο. Ο Χανς την κοίταξε έκπληκτος και την άφησε να τον σηκώσει και να τον βάλει να κάτσει δίπλα στης στο κρεβάτι. Παρακολουθούσε τις κινήσεις της εκστασιασμένος και με μια υποβόσκουσα ευτυχία. Τον είχε επιτέλους εμπιστευθεί;
Ο Χανς δεν έφερε αντίρρηση στις κινήσεις τις και ένιωσε την καρδιά του να σπάει από χαρά όταν η Άννα τον πλησίασε και έριξε το κεφάλι της απαλά, διστακτικά στο στήθος του, ζητώντας του την άδεια με την αργοπορία της. Μόλις εκείνος την άφησε, το κορίτσι χαλάρωσε και έκλεισε τα μάτια. Ο Χανς πίεσε την καρδιά του να ηρεμήσει και τύλιξε το ένα χέρι του γύρω από το λεπτό κορμί της κοπέλας.
"Εγώ... σε σώσω".
Και αυτό είχε βάλει στόχο να κάνει. Να την σώσει. Οι επιθέσεις στην πόλη είχαν γίνει όλο και πιο συχνές και ο Χανς κατάλαβε πως δεν μπορούσε να το καθυστερήσει άλλο. Ο καλύτερός του φίλος, ο Γκέοργκ είχε συμφωνήσει να τον βοηθήσει να φυγαδεύσει το κορίτσι και έτσι ο Χανς ήταν κάπως πιο ήρεμος. Είχε βρει τα ρούχα που θα της έδινε και είχε συνεννοηθεί με τον φίλο του να τους περιμένει την επομένη τα μεσάνυχτα μπροστά στην έρημη πλατεία. Ο Γκέοργκ θα οδηγούσε την Άννα ως τον σταθμό του τρένου, από όπου θα την παραλάμβανε η μητέρα του Γκέοργκ και μαζί θα έφευγαν. Η Άννα θα πήγαινε επιτέλους να βρει τους γονείς της. Έπειτα, αν όλα πήγαιναν καλά, θα ακολουθούσε και ο Χανς. Είχε ένα προαίσθημα πως ο πόλεμος δεν θα αργούσε να τελειώσει. Δεν είχε πει όμως στην κοπέλα τα σχέδιά του. Φοβόταν μήπως δεν ήθελε να την ακολουθήσει, παρόλο που φέρονταν ο ένας στον άλλον εξαιρετικά φυσιολογικά τώρα πια. Η Άννα μέχρι που τον άγγιζε απροειδοποίητα στέλνοντας κύματα ανατριχίλας στο κορμί του.
Εκείνο το βράδυ, λίγες τελευταίες ώρες πριν την ηρωική τους έξοδο, ο Χανς της έφερε τα ρούχα που θα χρειαζόταν και της εξήγησε με δυσκολία αυτό που είχαν να κάνουν. Παραδόξως, η Άννα τον κατάλαβε και σε συνδυασμό με τις τρελές χειρονομίες που έκανε προκειμένου να της δώσει να καταλάβει, είχε στο μυαλό της το σχέδιο ολοκάθαρο.
"Εσύ;" τον ρώτησε μόλις τελείωσε. "Θα έρθεις μαζί μου;"
"Θέλεις;" την ρώτησε κι εκείνος με την σειρά του.
Η Άννα πήρε μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξε σταθερά στα μάτια.
Δεν είδε τον εχθρό. Δεν είδε τον Γερμανό.
Είδε τον Χανς, τον δικό της Χανς, τον μοναδικό της φίλο και σύμμαχο που την φρόντιζε και την είχε κρατήσει ζωντανή, ζεστή και ασφαλή όλον αυτόν τον καιρό. Είδε τα ανακατεμένα του μαλλιά, το ειλικρινές του χαμόγελο και τις ρυτίδες γέλιου γύρω από τα μάτια του. Είδε όλες εκείνες τις φορές που την κράτησε στα χέρια του μετά από εκείνο το πρώτο βράδυ, για να μην φοβάται. Είδε τον Χανς.
"Θέλω" του είπε σταθερά.
Εκείνος συγκρατήθηκε για να μην την τρομάξει με την αντίδρασή του και μόλις βεβαιώθηκε ότι δεν επρόκειτο να τον χαστουκίσει ή να τον σπρώξει μακριά, την τράβηξε στην αγκαλιά του και την κράτησε εκεί. Η Άννα ανταπέδωσε την χειρονομία και έκρυψε το πρόσωπό της στο στήθος του, βάζοντας τα κλάματα. Ο Χανς την κοίταξε, κρατώντας το πρόσωπο της κοπέλας στα χέρια του και περιεργάστηκε τα χαρακτηριστικά της.
"Εγώ..." ξεκίνησε δειλά. "Εγώ σε προστατεύω πάντα" της είπε με όση ειλικρίνεια κρυβόταν στην ψυχή του. "Υπόσχομαι".
Η Άννα του χαμογέλασε και ξαναέπεσε στην αγκαλιά του. Έμειναν για λίγο εκεί, μέχρι που έφτασε η ώρα η Άννα να μεταμφιεστεί και να φύγουν. Την άφησε να ντυθεί, της φόρεσε το καπέλο και την κοίταξε προσεκτικά, ελέγχοντας μήπως τυχόν κάτι πάνω στην αμφίεση πρόδιδε την ταυτότητά της.
Δεν εντόπισε κάτι.
Έπειτα εντελώς απροειδοποίητα πέρασε τα χέρια του στα πλάγια του λαιμού της και άφησε ένα φιλί γεμάτο απόγνωση στα χείλη της. Η Άννα δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα, που μέχρι να καταλάβει τί είχε μόλις συμβεί, η στιγμή είχε ήδη χαθεί στο παρελθόν. Ο Χανς δεν είπε τίποτα, παρά μόνο την κοίταξε σταθερά στα μάτια ελέγχοντας το ρολόι του.
"Έτοιμη;" την ρώτησε.
"Έτοιμη" απάντησε η Άννα. Εκείνος της έπιασε το χέρι και μαζί κατευθύνθηκαν προς την πόρτα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top