~2~
Μια εβδομάδα μετά
Το σώμα της ξαπλωμένο στο έδαφος, με το λευκό της φόρεμα να απλώνεται σε διάφορες κατευθύνσεις. Το χέρι της χάιδευε απαλά το χώμα, με στοργή. Τα ζεστά δάκρυά της έπεσαν πάνω του και απορροφήθηκαν αμέσως.
"Μαμά τίποτα δεν μου έχει απομείνει πια" κοίταξε δίπλα της πάνω στο μάρμαρο όπου αναγραφόταν το όνομα της μητέρας της.Η σκιά του δέντρου έπεφτε πάνω της, προστατεύοντας από τον ήλιο τα πρησμένα από τα δάκρυα μάτια της.Το κεφάλι της ήταν στηριγμένο πάνω στις ρίζες του γέρικου δέντρου.
" Γιατί η ζωή μου είναι τόσο άδικη;" έκλεισε τα μάτια της απολαμβάνοντας τον κρύο αέρα, καθώς τα δάκρυα της διέσχιζαν το γλυκό της πρόσωπο.
"Γιατί να χάσω και τους δύο σας;" συνέχισε να απορεί χωρίς να περιμένει καμία απάντηση. Τα μάτια της έκλεισαν και την πείρε ένας βαθής και ήρεμος ύπνος, καταπραΐνοντας την ανήσυχη ψυχή της. Παρέμεινε εκεί για ώρες μέχρι ο ήλιος να χαράξει και το κρύο αεράκι να την ξυπνήσει......
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και μπήκε μέσα σέρνοντας τα πόδια της. Το κεφάλι της σκυμμένο και το όμορφο λευκό φόρεμά της λερωμένο.
"Που ήσουν τόσες ώρες; "η αυστηρή φωνή της μητριάς της ακούστηκε και γύρισε προς το μέρος της. Κοίταξε το επικριτικό της βλέμμα με το δικό της ταλαιπωρημένο από τα ασταμάτητα δάκρυα. Δεν της απάντησε τα κόκκινα μάτια της έδωσαν όσες απαντήσεις ζητούσε.
Μία μεγάλη παύση επικράτησε ανάμεσά τους μέχρι που η μητριά της πείρε ξανά τον λόγο.
"Πήγαινε πάνω έχουν να σου πουν οι αδερφές σου" η Ελλα απάντησε με ένα νεύμα του κεφαλιού της, περπάτησε με αργά βήματα πάνω στις σκάλες μέχρι που έφτασε έξω από το δωμάτιο της.Πείρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε την σκαλιστή ξύλινη πόρτα απέναντί της.
Ακούμπησε το πόμολο της και την άνοιξε διάπλατα. Μπήκε μέσα και κοίταξε την Λυδία και την Σοφία που τσακώνονταν για άλλη μια φορά. Η Σοφία τραβούσε τα ξανθά μαλλιά της Λυδίας ενώ η Λυδία το ροζ φόρεμα της Σοφίας. Μόλις οι ίδιες κατάλαβαν την παρουσία της σταμάτησαν και την κοίταξαν. Αμέσως συμμορφώθηκαν και έφτιαξαν τα μαλλιά και τα ρούχα τους.
" Έλλα, θέλαμε να σου μιλήσουμε" είπε η Λυδία καθαρίζοντας τον λαιμό της. Κοίταξε την Σοφία δίπλα της και την σκούντησε κάνοντάς της νόημα να συνεχίσει.
"Κοίτα..... Θέλουμε...... Να...." η Σοφία προσπάθησε να μιλήσει αλλά δίστασε.
"Θέλουν να φύγεις από το δωμάτιο γιατί δεν χωράτε και οι τρεις" είπε η μητριά της, με την αυταρχική φωνή της, που τόση ώρα στεκόταν από πίσω της.
" Και εγώ που θα πάω δεν υπάρχει άλλο δωμάτιο στο σπίτι" η Έλλα κοίταξε τριγύρω και είδε πως τα πράγματα της μαζί με το κρεβάτι της έλειπαν ήδη,από το δωμάτιό της.
Δεν μπορεί να πείραν πρωτοβουλία χωρίς να με ρωτήσουν, σκέφτηκε και γύρισε να κοιτάξει την μητριά της.
" Φυσικά και υπάρχει χρυσό μου, η σοφίτα. Έχω ήδη πάει τα πράγματα σου πάνω" είπε η μητριά της και την ακούμπησε στην πλάτη της σπρώχνοντάς την προς τα πάνω.
Η Έλλα ανέβηκε μέχρι την σοφίτα και μπήκε μέσα με την μητριά της να την ακολουθεί. Μπροστά της βρισκόταν ένας μεγάλος χώρος άδειος από έπιπλα.
"Μα..." δεν πρόλαβε να παραπονεθεί έστω και στο ελάχιστο, καθώς την διέκοψε.
" Α και σε παρακαλώ φορά αυτό. Δεν θέλω να σε ξαναδώ με καλά ρούχα" η μητριά της έκλεισε την πόρτα αφού της έδωσε ένα κουρέλι για φουστάνι.
Η Έλλα κοίταξε τριγύρω της.
Το δωμάτιο ήταν καταβρόμικο , το κρεβάτι της ήταν το μόνο καθαρό που βρισκόταν μέσα σε αυτό.
Πάνω σε αυτό μια παλιά βρόμικη κουβέρτα που, λογικά, είχε σκοπό να την κρατήσει ζέστη τα κρύα βραδιά του χειμώνα. Λίγο πιο πέρα ένα μπαούλο πάνω στο οποίο έπεφταν μερικές ηλιαχτίδες που τρίπωναν από το μοναδικό παράθυρο του δωματίου. Πλησίασε το παράθυρο και το άνοιξε διστακτικά, καθώς πάνω του βρίσκονταν ιστοί από αράχνες. Αμέσως διαλύθηκαν και φως μπήκε μέσα στο δωμάτιο κάνοντας την σκόνη να φαίνεται από παντού.
Τίναξε την κουβέρτα αφήνοντας την σκόνη να πέσει έξω από το παράθυρο.
Άρχισε να βήχει ανεξέλεγκτα λόγω της αμέτρητης σκόνης που εισχωρούσε μέσα στα πνευμόνια της. Άλλαξε τα ρούχα της και φόρεσε τα κουρέλια που της έδωσε η μητριά της.
Γιατί να κάνω τόσες υποχωρήσεις, σκέφτηκε και βγήκε έξω από την σοφίτα.
Κατέβηκε αθόρυβα τις σκάλες και πήγε στην κουζίνα. Έψαξε να βρει την Μαρίζα την οικιακή βοηθό του σπιτιού μα δεν ήταν πουθενά.
Κοίταξε μέχρι και κάτω από τα τραπέζια, χωρίς αποτέλεσμα.
"Τι ψάχνεις Έλλα;" ρώτησε η μητριά της, καθώς στηριζόταν στην κάσα της πόρτας. Η Έλλα γούρλωσε τα μάτια της από την έκπληξη και γύρισε να την κοιτάξει. Το υπεροπτικό της ύφος την έκανε να καταπιεί ηχηρά.
Δεν είχε να κρύψει κάτι, όμως το βλέμμα της την έκανε να νοιώθει ένα ίχνος φόβου.
"Την Μαρίζα να μου δώσει μια σκούπα, για να καθαρίσω την σοφίτα" είπε απολογητικά και την κοίταξε στα μάτια.
"Η Μαρίζα δεν είναι εδώ απολύθηκε" το βλέμμα της Έλλα ήταν ακόμη πιο έκπληκτο από πριν.
"Γιατί;" ρώτησε με έναν απαιτητικό τόνο στην φωνή της.
"Καταρχάς δεν θα μου υψώνεις τον τόνο της φωνής σου και κατά δεύτερον ο πατέρας σου δεν μας άφησε αρκετά χρήματα για να συντηρήσουμε μια δούλα" εξοργισμένη πλέον φώναζε η μητριά.
"Και ποιος θα κάνει τις δουλειές;" ρώτησε η Έλλα απορημένη.
"Εσύ, εγώ είμαι μεγάλη και δεν μπορώ και οι αδερφές σου δεν ξέρουν ούτε αυγό να βράσουν " το βλέμμα της έντονο πάνω στο δικό της. Έφυγε έξω από την κουζίνα ευχαριστημένη αφήνοντας την Έλλα μόνη της. Κάθισε σε μια καρέκλα και κράτησε το πρόσωπό της στις χούφτες των χεριών της.
Δάκρυα άρχισαν να ξεγλιστρούν από τα μάτια της.
Μπαμπά σε χρειάζομαι. Που είσαι;
~~~~~~
Γειά σε όλους τους τυχερούς ή άτυχους που διαβάζουν αυτή την ιστορία.
Ελπίζω να σας αρέσει ο τρόπος που προσπαθώ να αποτυπώσω αυτό το υπέροχο παραμύθι.
Σας εύχομαι Καλά Χριστούγεννα και Καλές γιορτές με υγεία, ευτυχία και αγάπη....
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top