Κεφάλαιο 3: Φωτιά μου

Πέρασαν την είσοδο του μαγαζιού και η Αθηνά ένιωθε σαν ψάρι έξω από τα νερά του. Γύρω της , άνθρωποι που έπιναν και γλεντούσαν στους ήχους της μουσικής που έπαιζε η ορχήστρα στο βάθος. Μικρές ή μεγάλες παρέες, ζευγάρια ή οικογένειες, κάθε λογής διαφορετική ομάδα ανθρώπων παραδομένη στη χαλάρωση που προσφέρουν το κρασί και η γενικότερη διασκέδαση. Εκείνη δεν ένιωθε να περνάει καλά, ήταν πολύ εκτός από τα γούστα της και σε διαφορετική περίπτωση ούτε που θα σκεφτόταν να μπει σε τέτοιο μαγαζί. Το ότι μπήκε τελευταία μέσα μαζί με τον αδελφό της, της έδωσε λίγο περισσότερο χρόνο να επεξεργαστεί τον χώρο.

Το μαγαζί ήταν βαμμένο σε καφέ και γκρι αποχρώσεις και οι μουσικοί βρίσκονταν στο βάθος πάνω σε ένα υπερυψωμένο σημείο, για να βλέπουν όλοι όπου κι αν κάθονται. Τα τραπέζια είναι σε τέτοια απόσταση μεταξύ τους ώστε να μπορεί να σηκωθεί όποιος θέλει χωρίς να ενοχλεί κάποιον άλλον, ενώ μπροστά από την ορχήστρα υπήρχε ένας χώρος που χρησιμοποιούνταν σαν πίστα. Εκείνη τη στιγμή δεν είχε κόσμο, ήταν όμως βέβαιη πως σύντομα θα τους συνεπάρει το ποτό και θα αρχίσουν να χορεύουν.

Πριν προλάβουν να κάνουν πολλά βήματα, μια αόρατη δύναμη την τράβηξε να κοιτάξει προς ένα συγκεκριμένο τραπέζι. Για την ακρίβεια, ήταν 3 κολλημένα τραπέζια που συνολικά χωρούσαν περίπου 10 άτομα ή και παραπάνω. Εκεί, κάθονταν ήδη 2 άντρες και 1 γυναίκα και έπιναν το κρασί τους συζητώντας.
Ο ένας από αυτούς, τη μαγνήτισε και ένιωθε να μη μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Ήταν κάπου στα 30, μελαχρινός, με περιποιημένο μούσι και ένα χαμόγελο που την έκανε να κομπιάζει. Χαμογελούσε και άστραφτε ολόκληρη η αίθουσα, η ομορφιά του ήταν σαν από άλλο πλανήτη. Φορούσε ένα άσπρο πουκάμισο, που όποιος το είχε σιδερώσει ήξερε πολύ καλά τι έκανε και ένα μαύρο παντελόνι που της έμοιαζε με τζιν από μακριά. Καθόταν άνετος στην καρέκλα, γυρισμένος στο πλάι και ακουμπούσε το ένα του χέρι στην πλάτη της καρέκλας ενώ στο άλλο είχε το ποτήρι του. Όσο μιλούσε ή χαμογελούσε, φούσκωναν τα μάγουλα του και φαινόταν να έχει πλήρη γνώση του ποιος είναι και τι κάνει. Εντυπωσίαζε, απλά επειδή καθόταν εκεί. Είχε καιρό να δει τόσο όμορφο άντρα.

Όσο προχωρούσαν μες το μαγαζί και πλησίαζαν προς το μέρος του για να πάνε στο τραπέζι τους, η Αθηνά ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει πιο δυνατά. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, ήταν ένα συναίσθημα που δεν είχε νιώσει ξανά και αδυνατούσε να το ερμηνεύσει. Τον κοιτούσε και ένιωθε μια ακατανίκητη επιθυμία να βρεθεί όσο πιο κοντά του γινόταν. Είχε σταματήσει για καιρό να βλέπει οποιονδήποτε άντρα με αυτόν τον τρόπο, είχε πληγωθεί τόσο που είχε αποφασίσει να αφήσει πίσω της αυτά τα συναισθήματα. Ο συγκεκριμένος όμως...ήταν σαν πρίγκιπας βγαλμένος από παραμύθι.
Αυτό που συνέβη το επόμενο δευτερόλεπτο όμως, έκοψε κάθε σκέψη που μπορεί να έκανε. Είχαν φτάσει πια μπροστά ακριβώς από το τραπέζι τους και ο Πέτρος, έσκυψε ελαφρά προς το μέρος του δίνοντας του μια ελαφριά σπρωξιά στον ώμο.

«Σήκω ρε μαλάκα να μου ευχηθείς.» του είπε και εκείνος γύρισε απότομα προς το μέρος του. Γούρλωσε τα μάτια του και χαμογέλασε πριν αφήσει το ποτήρι του και σηκωθεί. Δεν είχε παρατηρήσει το πόσο κοντά είχαν φτάσει και τρόμαξε με το σκούντημα στον ώμο του.

«Πετράν! Δεν σας είδα.» απάντησε και του έδωσε το χέρι του τραβώντας τον σε μια αντρική αγκαλιά λίγων δευτερολέπτων. Η Αθηνά, στιγμιαία σκέφτηκε πόσο θα ήθελε να βρίσκεται στη θέση του και αναστέναξε. Γρήγορα όμως επανήλθε και προσπάθησε να κρύψει τη ταραχή της πίσω από ένα χαμόγελο. «Χρόνια πολλά, φίλε.»

«Ευχαριστώ μικρέ.»

«Άντε ρε μια ώρα.» είπε ο άλλος άντρας που καθόταν μαζί του και σηκώθηκε. Έτεινε το χέρι του προς τον Πέτρο και εκείνος τον κοίταξε χαμογελώντας ειρωνικά. Σταύρωσε τα χέρια του μπροστά από το στήθος του και έκανε ένα βήμα πίσω κοιτώντας τον. «Χρόνια πολλά αδελφέ.»

«Έτσι εύχεται ο κόσμος. Σ'ευχαριστώ.» του απάντησε και τον χτύπησε στον ώμο χωρίς να χάσει στιγμή το χαμόγελο του. «Να σας συστήσω. Ο αδελφός μου ο Χάρης και ο κολλητός του, ο Γιώργος.» συμπλήρωσε και οι δύο άντρες μας χαιρέτησαν με ένα νεύμα.

Γιώργος λοιπόν.

«Μήπως να καθίσουμε γιατί μπλοκάραμε ένα μαγαζί ολόκληρο;» πρότεινε ο Έκτορας και η αδελφή του γύρισε προς το μέρος του. Μπορεί από όλη την παρέα να είχαν βρεθεί μόνο 7 άτομα στο μαγαζί, ο τρόπος που είχαν σταθεί όμως εμπόδιζε τον οποιονδήποτε να περάσει.

«Ωχ ναι, δίκιο έχει ρε 'σεις. Καθίστε και θα μιλάμε όλοι, κοντά είμαστε.» απάντησε ο Γιώργος και έκανε μερικά βήματα δεξιά για να περάσουν όλοι προς τις θέσεις τους. Είχε μείνει τελευταία, πίσω από όλους τους υπόλοιπους κι όμως δεν είχε παρατηρήσει τον χαμό που είχαν δημιουργήσει.

Κάθισαν όλοι στις θέσεις του και η μόνη που είχε μείνει ήταν αυτή που δεν ήθελε...δίπλα του. Περνώντας , η Αθηνά δεν τον κοίταξε καθόλου και προσπάθησε να συντονίσει τις ανάσες της, την αναστάτωνε. Δεν μπορούσε όμως με τίποτα να αγνοήσει το άρωμα του, που μπήκε στα ρουθούνια της προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη αναστάτωση. Μύριζε μαγευτικά.

Μόλις κάθισαν όλοι, ο Χάρης πήρε στα χέρια του την μεγάλη γυάλινη κανάτα και σηκώθηκε ώστε να γεμίσει τα ποτήρια όλων για την καθιερωμένη πρόποση.
Τον παρατήρησε για λίγο και διαπίστωσε πως δεν μοιάζει πολύ με τον αδελφό του. Ο Πέτρος είχε καστανά μάτια και καστανόξανθα μαλλιά και παρ'όλο που ήταν γυμνασμένος, δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον Χάρη ο οποίος λόγω προπονήσεων είχε φτιάξει υπέροχο σώμα. Μέσα από το μαύρο του πουκάμισο, φαινόταν πως είχε κοιλιακούς και τα μπράτσα του ήταν ογκώδη και καλογυμνασμένα. Τα μπλε μάτια του σε συνδιασμό με τα μαύρα μαλλιά, τον έκαναν να φαίνεται Θεός στα μάτια της.

Ναι αλλά δεν συγκρίνεται με τον Γιώργο...σκέφτηκε και ασυναίσθητα το βλέμμα της έπεσε πάνω του. Κούνησε ελαφρά το κεφάλο της για να διώξει τη σκέψην και επικεντρώθηκε στην παρέα. Την αναστάτωνε, πολύ!

Ευτυχώς, η φωνή του Έκτορα την έκανε να επανέλθει στην πραγματικότητα και το κοίταξε σε μια προσπάθεια να αποσπάσει το μυαλό της.

«Σαν τα μούτρα του σε έχει κάνει ο κολλητός σου Γιωργάκη!» τον πείραξε και ήπιε λίγο από το κρασί του.«Εσύ δεν έπινες ποτέ ροζέ.»

«Ναι είδες; Είναι μικρός ακόμα, θα μάθει.» αστειεύτηκε ο Χάρης και του χτύπησε ελαφρά το μάγουλο με την παλάμη του. Ήταν ένας μάλλον κακός συνδυασμός το να κάθονται μαζί δίπλα δίπλα αυτοί οι δύο. Ο Γιώργος χαμογέλασε και τα μελί του μάτια φωτίστηκαν πιο πολύ. Γαμώτο...

«Μαζέψτε τον μωρέ, σαν τη γιαγιά μου κάνει!» απάντησε και έτριψε το μάγουλο του κοιτάζοντας τον κολλητό του δήθεν νευριασμένος. Το παιχνιδιάρικο βλέμμα του, έφερνε κύματα αναστάτωσης σε όλη της το κορμί. Είχε μπλέξει άσχημα.

«Τον ξέρεις να μαζεύετε αυτός;» ρωτάει ρητορικά ο Έκτορας και όλοι γελάνε με την ατάκα του. Η αδελφή του, παρ'ολο που γελούσε ήταν αμήχανη και φαινόταν στις κινήσεις της. Έπιανε πολύ αργά το ποτήρι και έπινε μεγάλες γουλιές. Είχε πάρει μια τούφα ανάμεσα στα δάχτυλα της και έπαιζε νεκρικά με το μαλλί της. Πρώτη φορά αισθανόταν τόση μεγάλη αμηχανία.

Εκείνη την ώρα, έφτασαν οι μεζέδες που είχε παραγγείλει ο Πέτρος και το τραπέζι γεμίζει τόσο που με τα βίας χωράνε τα πιάτα. Όλο αυτό το φαγητό, έφτανε άνετα για τα τριπλάσια άτομα, υπήρχαν τα πάντα. Από πατάτες τηγανητές, κολοκυθάκια, τυριά, σαλάτες και γενικά ορεκτικά, μέχρι ποικιλίες κρεάτων και φυσικά τα αγαπημένα σε όλους, κεφτεδάκια.
Η Αθηνά, ως λάτρης του φαγητού, μόλις είδε τα πιάτα να έρχονται έκανε ένα πολύ γρήγορο ψάξιμο για να εντοπίσει με τα μάτια τα αγαπημένα της πιάτα. Μπορεί να της άρεσε πολύ να τρώει, ήταν όμως απαιτητική και παράξενη. Ήταν πολλά αυτά που δεν πλησίαζε, πάντοτε όμως έβρισκε κάτι να της αρέσει.

Τσούγκρισαν για άλλη μια φορά όλοι μαζί τα ποτήρια τους και αμέσως μετά, η Αθηνά ήπιε μονορούφι το δικό της. Ο Έκτορας την σκούντηξε διακριτικά ρωτώντας την τι έχει, όμως επέλεξε να μη του απαντήσει και απλά ανασήκωσε τους ώμους της. Η μουσική δεν είχε σταματήσει να την ενοχλεί, παρ'όλο που ο τραγουδιστής είχε αντικειμενικά πολύ ωραία φωνή. Το όλο στυλ του μαγαζιού, ήταν ενάντια στα γούστα της και δεν μπορούσε να συνηθίσει.

«Δεν είναι του στυλ σου αυτά ε;» άκουσε τη φωνή του Γιώργου και γύρισε να τον κοιτάξει. Είχε σκύψει προς το μέρος της και είχε βάλει το πόδι του στο πλάι της καρέκλας της ακουμπώντας τον αγκώνα του πάνω σε αυτό, για να είναι πιο κοντά της και να την ακούει καλύτερα. Είχε έρθει τόσο κοντά της που ένιωθε τη μυρωδιά του να τη ζαλίζει.

«Καθόλου.» απάντησε ειλικρινά και έκανε κίνηση να πιεί λίγο κρασί ακόμη, τελευταία στιγμή όμως άλλαξε γνώμη και το άφησε πάλι πίσω. Είχε πιει αρκετά και απότομα και δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να την πειράξει.

«Ούτε εμένα.» δήλωσε χωρίς να πάρει στιγμή το βλέμμα του από το δικό της, προκαλώντας την έναν εκνευρισμό που δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. Ένιωθε πολύ παράξενα δίπλα του. «Γιώργος.» συμπλήρωσε και έτεινε το χέρι του προς το μέρος της.

Η καρδιά της ξαφνικά χτυπούσε σε τρελούς ρυθμούς και ένιωθε να φοβάται να τον αγγίξει. Δεν υπήρχε αμφιβολία, έχανε το μυαλό της. «Αθηνά.» απάντησε μετά από αρκετή ώρα και ακούμπησε διστακτικά το χέρι του. Ένας ηλεκτρισμός την διαπέρασε και χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη της την ψυχραιμία για να συνεχίσει την συζήτηση μαζί του.

Η υπόλοιπη ώρα , πέρασε πολύ ευχάριστα μιλώντας του και έμαθε πολλά για εκείνον. Της είπε πως είναι επίσης ποδοσφαιριστής και παίζει στον Ολυμπιακό και κατάγεται από το Ναύπλιο. Μόλις το άκουσε αυτό η Αθηνά, γούρλωσε ελαφρά τα μάτια της και τον κοίταξε με το πιο πλατύ χαμόγελο που θα μπορούσε να έχει. Την λάτρευε αυτή την περιοχή, ήταν από τους αγαπημένους της προορισμούς και κάθε φορά που βρισκόταν εκεί ένιωθε μοναδικά. Εκείνος, της είπε πως ο δικός του αγαπημένος προορισμός ήταν τα Χανιά και οριακά την ζήλευε που έχει καταγωγή από εκεί.
Στιγμιαία αφαιρέθηκε και το μυαλό της ταξίδεψε στη μαγευτική Κρήτη και τα αγαπημένα της Χανιά. Βρέθηκε στα στενά της Παλιάς Πόλης, στα λιθόστρωτα σοκάκια με τα μαγαζιά και τους χαμογελαστούς ανθρώπους. Σιγά σιγά, έφτασε στην Δημοτική Αγορά στον βενετσιάνικο προμαχώνα Piatta Forma και πέρασε από το Πάρκο Ειρήνης και Φιλίας των Λαών, το Δημοτικό Ρολόι, τα Δικαστήρια και τον Δημοτικό Κήπο, όλα τα μικρά αγαπημένα της σημεία. Περπάτησε νοητά κάθε δρόμο με τουριστικά είδη, χάζεψε βιτρίνες και απήλαυσε την ηρεμία που της προσέφερε ο τόπος της. Χάθηκε στη μεθυστική μυρωδιά που είχαν τα λεγόμενα Tαμπάκικα, ο δρόμος με τα βυρσοδεψία και της κάθε λογής μαγαζιά με δερμάτινα και περπάτησε το Κουμ Καπή, την παραλιακή περιοχή στην Ανατολική πλευρά του Παλιού Λιμανιού για να φτάσει τελικά στο Ενετικό Λιμάνι της Πόλης.

Αχ Κρήτη μου...

«Τώρα που πήγε επίσημα μεσάνυχτα και άλλαξε η μέρα, θα πούμε ένα τραγούδι για να ευχηθούμε στο αφεντικό. Χρόνια πολλά Πέτρο.» λέει ένας από τους μουσικούς και σηκώνει το ποτήρι του προς το μέρος του. Ο εορτάζων απαντάει σηκώνοντας το δικό του και τον ευχαριστεί ακουμπώντας το χέρι του στο στήθος του.

«Δεν μας έφταναν όλα, τώρα θα έχουμε και όλη την προσοχή πάνω μας.» ψιθύρισε ο Γιώργος τόσο σιγά που δυσκολεύτηκε ακόμη και η Αθηνά να τον ακούσει. Παρ'όλα αυτά, γέλασε με το αστείο του μιας και ήταν απόλυτα σύμφωνη. Ένα ολόκληρο μαγαζί είχε στραφεί προς το μέρος τους και όλοι τους κοίταζαν. Οι περισσότεροι, είχαν στραμμένη την προσοχή τους στον Πέτρο, δεν έλειπαν όμως και οι ματιές σε όλους τους υπόλοιπους γεγονός που την έφερνε σε τρομερή αμηχανία.

Το γνωστό σε όλους τραγούδι των γενεθλίων ακούστηκε από τα ηχεία και κάθε ένας από τους θαμώνες του μαγαζιού, τραγουδούσε τους στίχους και χαμογελούσε. Ο Πέτρος από την άλλη, είχε κοκκινήσει και σίγουρα αισθανόταν αμηχανία. Δεν τον αδικούσε κανείς βέβαια, ένα ολόκληρο μαγαζί ασχολούνταν με εκείνον και την παρέα του.
Λίγο πριν τελειώσει το τραγούδι, εμφανίστηκε μια από τις σερβιτόρες του μαγαζιού κρατώντας στα χέρια της μια μεγάλη τούρτα. Ήταν παραλληλόγραμμη, σε άσπρες και κόκκινες αποχρώσεις και στις γωνίες είχαν τοποθετήσει μικρούς πυρσούς-πυροτεχνήματα, ενώ τα κεριά ήταν στη μέση. Δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο, ήταν αφηρημένη αλλά πολύ περιποιημένη και όμορφη.
Μόλις η κοπέλα τους πλησίασε, Πέτρος, σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά της κοιτώντας μια την τούρτα και μια τον κόσμο. Μόλις έσβησε τα κεριά, χαμογέλασε και με ένα νεύμα τους ευχαρίστησε όλους πριν καθίσει πάλι στη θέση του.

Γρήγορα, η μουσική επανήλθε στον κανονικό της ρυθμό και ξεκίνησαν να παίζουν τραγούδια που τόσο η Αθηνά όσο και ο Γιώργος δεν ήξεραν, αλλά δεν φαινόταν να τους αρέσουν. Συγκεκριμένα, η κοπέλα κουνούσε νευρικά το πόδι της και παρακαλούσε να περάσει γρήγορα η ώρα και να φύγουν. Μπορεί να είχε συμπαθήσει τον Πέτρο αλλά το να ανεχτεί όλη αυτή την κατάσταση, της έπεφτε βαρύ και δεν άντεχε. Με την άκρη του ματιού της, κοίταξε τον Έκτορα και τον είδε να γράφει κάτι στο κινητό του. Από μέσα της, ευχήθηκε να τον καλέσουν κάπου εκτάκτως και να πρέπει να φύγουν.
Απ'την σκέψη της, την απέσπασε το επόμενο τραγούδι που ακούστηκε καθώς η μελωδία την τράβηξε να το ακούσει και γύρισε προς την ορχήστρα.

"Γυαλί που δεν ραγίζει
θα 'βρισκα να σου τάξω
Πες μου πως να πετάξω
με δανεικά φτερά

Φωτιά μου εσύ κι αέρας
στο σύνορο τούτης της μέρας
Το γέλιο σου δώσ' μου
και γίνε του κόσμου το πέρας..."

Οι στίχοι, ήταν οι καλύτεροι που είχε ακούσει σε ελληνικό τραγούδι και την εντυπωσίασαν. Έκρυβαν μέσα τους έναν πόνο, ένα κενό και σίγουρα αναφέρονταν σε κάποια χαμένη αγάπη ή έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Ο έρωτας και η αγάπη ήταν δύο θέματα που είχαν σταματήσει να την απασχολούν καιρό πριν. Είχε αποφασίσει να θέσει άλλες προτεραιότητες και να βάλει τη δουλειά της πάνω από όλα και όλους. Δεν την ενδιέφερε να αναλωθεί σε περιττά συναισθήματα που το μόνο που θα άφηναν εν τέλει θα ήταν πόνος και πίκρα. Δεν της χρειαζόταν κάτι τέτοιο.

Περίπου την ίδια σκέψη είχε και ο Γιώργος για το συγκεκριμένο κομμάτι. Δεν αναλωνόταν σε συναισθήματα και πίστευε πως το μόνο που μπορούσε να του προσφέρει μια σχέση, ήταν η σαρκική επαφή. Γι'αυτό και επεδίωκε να βρίσκεται περιστασιακά με όποια γυναίκα πετύχαινε στον δρόμο του, χωρίς καμία δέσμευση και εξάρτηση. Εξάλλου, η εξωτερική του ομορφιά ήταν κάτι που τον βοηθούσε πολύ στο να προσελκύσει κάποια όπου κι αν βρισκόταν. Περνούσε καλά και αυτό είχε σημασία.

Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά και ο Έκτορας σκούντηξε την Αθηνά κάνοντας της νόημα να σκύψει προκειμένου να της μιλήσει. Εκείνη, γύρισε προς το μέρος του χαρούμενη πιστεύοντας πως είχε φτάσει επιτέλους η ώρα να φύγουν.

«Αθηνά μου.» είπε και κόμπιασε. Έτριψε τον σβέρκο του και μειδίασε αμήχανα. «Πρέπει να...να φύγω.» ολοκλήρωσε διστακτικά την φράση του και την κοίταξε με παιχνιδιάρικο ύφος σαν να την παρακαλούσε να μην νευριάσει μαζί του. «Μου έστειλε η Σοφία και...ξέρεις.»

«Ρε Έκτορα! Πως θα γυρίσω τώρα; Προλαβαίνεις να με πας σπίτι πρώτα;» αναρωτήθηκε η κοπέλα και εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεφύσηξε μαρτυρώντας τον εκνευρισμό και την αμηχανία του, ενώ παράλληλα έγνεψε αρνητικά. Ήξερε πολύ καλά ποια ήταν η Σοφία και πόσο σημαντική ήταν για τον Έκτορα, το να την αφήσει όμως εκεί ήταν εκτός λογικής.

«Γιώργο! Μπορείς μετά να πας την Αθηνά σπίτι; Πρέπει να...φύγω.» τον άκουσε να λέει και απευθείας γούρλωσε τα μάτια και τον κοίταξε έντρομη. Δεν μπορεί να το εννοούσε, θα έκανε πλάκα.

Ο Γιώργος φάνηκε να έχει σοκαριστεί από την απροσδόκητη ερώτηση και τον κοιτούσε χωρίς να μιλάει για λίγο. Γρήγορα όμως, επανήλθε στην πραγματικότητα και χαμογέλασε.

«Ναι...ευχαρίστως.»

«Ευχαριστώ μικρέ. Τα λέμε κούκλα.» τους χαιρέτησε και άφησε ένα φιλί στο κεφάλι της Αθηνάς πριν βάλει το μπουφάν του και φύγει.

Ναι τέκνον Βρούτε! Με παρατάς εδώ και νομίζεις ότι όλα είναι μια χαρά. σκέφτηκε και κατέβασε μονορούφι το υπόλοιπο κρασί της.

«Ό,τι ώρα θέλεις πάντως...μπορώ να σε γυρίσω.» της είπε ο Γιώργος και στράφηκε ξανά προς το μέρος του. Δεν ήξερε αν έφταιγε το ότι είχε πιει αρκετά και απότομα, πάντως στα μάτια της φαινόταν ο πιο όμορφος άντρας που είχε δει για καιρό.

«Δεν πειράζει, όποτε θέλεις εσύ. Μην στο χαλάσω, δεν φτάνει που θα με πας...»

Εκείνος, έγνεψε καταφατικά και επικεντρώθηκε ξανά σε μια συζήτηση που είχε ανοίξει με τον Χάρη σχετικά με κάποιες προπονήσεις και επερχόμενους αγώνες.
Πέρασε αρκετή ώρα με την Αθηνά να μη δίνει καμία σημασία σε ό,τι και αν γινόταν γύρω της. Το μόνο που την ενδιέφερε, ήταν να περάσει η ώρα για να εξαφανιστεί από εκείνο το μέρος. Είχε θυμώσει τόσο πολύ με τον Έκτορα που δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο από να βρεθεί στην ησυχία του σπιτιού της. Ονειρευόταν τη ζεστασιά του καναπέ της και την τηλεόραση της, όσο τίποτα άλλο.

«Πάμε;» την έβγαλε από την σκέψη της η φωνή του Γιώργου και αμέσως κοίταξε το κινητό της. Είχε πάει 3:00 η ώρα και δεν το είχε καταλάβει. Έριξε μια ματιά στον χώρο και συνειδητοποίησε πως είχαν μείνει ελάχιστες από τις παρέες που είχε δει προηγουμένως, το μαγαζί είχε σχεδόν αδειάσει.

«Ναι...πάμε.»

Σηκώθηκαν από τις καρέκλες του και αφού χαιρέτησαν τους υπόλοιπους, ανανέωσαν τη συνάντηση τους με τον Πέτρο για κάποια άλλη φορά και έφυγαν. Ο Γιώργος, έκανε μερικά βήματα πίσω και της έκανε νόημα να περάσει μπροστά του. Τον προσπέρασε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο έχοντας ένα χαμόγελο ευχαρίστησης κολλημένο στα χείλη της. Επιτέλους θα έφευγε!

«Από εδώ.» λέει ο Γιώργος και πηγαίνει προς το μαύρο Audi που είχε δει πριν νωρίτερα η Αθηνά. Η μοίρα της έπαιζε παιχνίδια, δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Πόσες πιθανότητες υπήρχαν το πανέμορφο αυτό όχημα να ήταν δικό του...

«Είναι πανέμορφο. Πάντα ήθελα ένα S3.» παραδέχτηκε η κοπέλα και εισέπραξε ένα ξαφνιασμένο βλέμμα που δήλωνε πως ο άντρας απέναντι της δεν περίμενε την απάντηση που πήρε. Χαμογέλασε και χωρίς να της απαντήσει, ξεκλείδωσε και της άνοιξε την πόρτα να μπει.

«Δεν περίμενα να ξέρεις το μοντέλο για να είμαι ειλικρινής.» της είπε μόλις κάθισε στην θέση του οδηγού και έβαλε μπροστά. Έβαλε τη διεύθυνση της στο GPS, έδεσε τη ζώνη του και κοίταξε από τον καθρέφτη πριν ξεκινήσει.

«Γιατί έτσι;»

«Απλά είναι περίεργο. Γυναίκα είσαι, δεν περίμενα να ξέρεις.» απάντησε και η Αθηνά δεν πίστευε στ'αυτιά της. Όσα θετικά στοιχεία και αν είχε πάνω του εξωτερικά, αν συνήθιζε να υποτιμά τους άλλους και να κρίνει βάσει του φύλου, το πρόβλημα ήταν σοβαρό. «Είσαι και δικηγόρος ε;»

«Ναι.» απάντησε απλά, για να μην δημιουργήσει οποιαδήποτε ένταση. Είχε καταλάβει πως και η τελευταία του ερώτηση ήταν ειρωνική και δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την συγκεκριμένη συζήτηση.

«Δεν στο 'χα. Δεν πίστευα πως μπορείς να αντιμετωπίσεις εγκληματίες.»

«Δεν κατάλαβα;»

«Δεν σου φαίνεται, πως το λένε...» της είπε και εκείνη ένιωθε να χάνει την ψυχραιμία της. Την υποτίμησε για ακόμη μια φορά και μάλιστα, ακούμπησε το κομμάτι του εαυτού της για το οποίο ένιωθε πιο περήφανη. Τη δουλειά της. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει άλλο τα νεύρα της και πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα πριν του απαντήσει.

«Άκου να δεις! Έχω τ'άντερα να αντιμετωπίσω τον οποιοδήποτε έχει κάνει μαλακία. Όποιος και αν είναι, όποια μαλακία και αν έκανε! Σταμάτα να σχολιάζεις τη ζωή μου και έχει το νου σου στο να μη μας σκοτώσεις!»

«Μην ανησυχείτε δεσποινίς! Έχω τ'άντερα να οδηγήσω καλά.» η ειρωνεία του ήταν ξεκάθαρη και η Αθηνά ένιωθε το αίμα να της ανεβαίνει στο κεφάλι. Οι παλμοί της αυξήθηκαν σημαντικά και απόρησε πως τον είχε συμπαθήσει με το τόσο λίγο που είχαν μιλήσει στο μαγαζί. Για ακόμη μια φορά, απεδείχθη πως ένα όμορφο περιτύλιγμα δεν συνεπάγεται με ένα όμορφο δώρο. 'Ηταν απερίγραπτα άξεστος.

«Μην. με. ειρωνεύεσαι!» είπε μια μια τις λέξεις καταβάλλοντας μια τελευταία προσπάθεια να κρατήσει την ψυχραιμία της.

Αντί να της απαντήσει, γέλασε ειρωνικά και δυνάμωσε την μουσική ακόμη περισσότερο. Η αηδία που ένιωσε η κοπέλα εκείνη την στιγμή, ήταν το χειρότερο συναίσθημα που θυμόταν να έχει νιώσει.

Αυτό ήταν!

«Σταμάτα το αυτοκίνητο.»

«Τι πράγμα;» ρώτησε και έκλεισε απευθείας τη μουσική, χωρίς να κόψει καθόλου ταχύτητα. Δεν είχε σκοπό να την αφήσει μες τη μέση του δρόμου, σε καμία περίπτωση. Παρ'όλο που ήταν κοντά από εκεί το σπίτι της, δεν θα την παρατούσε έτσι. Εξάλλου, δεν είχε μάθει να δέχεται υποδείξεις από καμία γυναίκα.

«Σταμάτα το αυτοκίνητο Γιώργο.»

«Μη λες μαλακίες.»

Δευτερόλεπτα αργότερα, σταμάτησε σε ένα φανάρι και η Αθηνά άρπαξε αμέσως την ευκαιρία. Άνοιξε την πόρτα, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και ξεκίνησε να περπατάει γρήγορα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ήξερε πολύ καλά την περιοχή και δεν φοβόταν να γυρίσει μόνη της παρ'όλο που ήταν περασμένες 3:00. Περπατώντας, τον άκουσε να φωνάζει το όνομα της αλλά φυσικά τον αγνόησε και χαμογέλασε ανασηκώνοντας τους ώμους της. Είχε νευριάσει μαζί του σε υπερβολικό βαθμό, ο θυμός της ήταν τόσος που άνετα περπατούσε ως τη Θεσσαλονίκη με τα πόδια για να εκτονωθεί.
Μπήκε σε μικρά δρομάκια και στενά στα οποία δεν χωρούσε αυτοκίνητο για να αποφύγει τις πιθανές ανεπιθύμητες συναντήσεις και σε ελάχιστα λεπτά, είχε φτάσει στο σπίτι της. Με δυσαρέσκεια διαπίστωσε πως το μαύρο Audi βρισκόταν εκεί και ο άνθρωπος που της είχε προκαλέσει όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα, στηριζόταν σε αυτό έχοντας τα χέρια στις τσέπες.
Επέλεξε να μη του δώσει σημασία και τον προσπέρασε πηγαίνοντας προς την είσοδο της πολυκατοικίας. Στάθηκε λίγο έξω από την πόρτα για να βρει τα κλειδιά της και βρήκε τον χρόνο να την πλησιάσει.

«Μπορείς να μην κάνεις σαν μαλακισμένη σκύλα γαμώ;»

«Τι διάολο είπες μόλις;» ο τόνος της φωνής της φανέρωνε τον εκνευρισμό της και εξεπλάγη και η ίδια με τον εαυτό της που δεν είχε αρχίσει να φωνάζει μες τη μέση του δρόμου.

«Με άκουσες!»

«Είσαι τελείως μαλάκας! Κρίνεις τη γνώση μου για τα αυτοκίνητα, ειρωνεύεσαι τη δουλειά μου και με βρίζεις κιόλας! Πας καλά γαμώτο σου; Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα; Νομίζεις ότι μπορείς να κλωτσάς την αξιοπρέπεια μου όπως την μπάλα στο γαμημένο γήπεδο; Είσαι σοβαρός; Τράβα στο γήπεδο σου και άσε με να μπω στο σπίτι μου.»

«Όσο καλά παίζω μπάλα στο γήπεδο, έτσι παίζω και σε...άλλα γήπεδα, δεν περιορίζομαι.» της απάντησε με πλήρη ηρεμία και απάθεια και σήκωσε το ένα του φρύδι.
Η Αθηνά, χαμογέλασε και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω για μερικά δευτερόλεπτα. Έπειτα, ξεκλείδωσε την πόρτα και την άνοιξε χωρίς να μπει μέσα.

«Ναι ε; Αν θυμάμαι καλά μου είπες ότι έχεις να βάλεις γκολ έναν μήνα...» τον ειρωνεύτηκε πατώντας πάνω σε κάτι που ήξερε πόσο πολύ θα τον ενοχλήσει. Το χειρότερο για έναν επιθετικό, είναι να έχει να σκοράρει καιρό. Ο Γιώργος, αυτόματα άνοιξε το στόμα του και έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης.

Τι έπαθες γλυκέ μου; Θίξαμε τον εγωισμό σου; Στόχος επετεύχθη τότε.

«Πρόσεχε τι λες!»

«Και γιατί να το κάνω αυτό;»

«Γιατί εγώ θα κάνω αυτό!» απάντησε και σε κλάσματα του δευτερολέπτου, την πλησίασε, την έσπρωξε ελαφρά μέσα στην πολυκατοικία κλωτσώντας την πόρτα και την κόλλησε στον τοίχο.
Έβαλε τα χέρια του δίπλα από το κεφάλι της εγκλωβίζοντας την ανάμεσα τους. Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της και πλησίασε τα χείλη του υπερβολικά κοντά στα δικά της.

Τι διάολο κάνει;

«Όσο και να θες, δεν θα το κάνω. Θα σε αφήσω να σκέφτεσαι τι θα γινόταν αν σε φιλούσα. Τι θα γινόταν αν βρισκόσουν από κάτω μου, αν σε άγγιζα...εκεί.» είπε με χαμηλή αισθησιακή φωνή και την κοίταξε στα μάτια πριν απομακρυνθεί ελαφρά.

«Άντε μου στον διάολο!» ένα χαστούκι προσγειώθηκε στο μάγουλο του με δύναμη. Η Αθηνά, πήρε την τσάντα της από το πάτωμα και ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα χωρίς να του ρίξει ούτε ματιά.

Ανέβηκε στον όροφο της και μόλις μπήκε στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα και στηρίχθηκε πάνω της. Σκέφτηκε το χαστούκι που του έδωσε και χαμογέλασε. Θα το θυμόταν για καιρό, είχε πληγωθεί ο εγωισμός του.

Δεν μπλέκεις με Κρητικιά, Ναυπλιώτη...δεν μπλέκεις!

-----------------------------------------

ΒΑΣΙΚΑ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ.

Επιστρέψαμε μετά από ένα διάστημα απουσίας, με ένα κεφάλαιο...φωτιά. (γελάστε και ας μην ήταν αστείο, σας παρακαλώ!)

Έκανε δυναμική εμφάνιση το καμάρι μας και έβγαλε όση περισσότερη αλαζονεία μπορούσε, θα έλεγε κανείς. Βέβαια, πιστέψτε με...ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ.

Η Αθηνά η κακομοίρα... την παράτησε το άλλο το γομάρι για να πάει στην γκόμενα και ο Γιώργος της φέρθηκε τόσο άσχημα. Δεν ξέρω πως ήταν τόσο ψύχραιμη, τι να σας πω. Σίγουρα μετάνιωσε που στην αρχή τον είχε συμπαθήσει τόσο.

Έφαγε όμως το χαστούκι του και ηρέμησε! Τα ήθελε ο απαυτός του και με το παραπάνω, έτσι δεν είναι; Δεν θα το ξεπεράσει εύκολα να ξέρετε.

Περιμένω τα σχόλια και τις προβλέψεις σας για το επόμενο ή γενικά για τα παρακάτω.

Πριν σας χαιρετήσω, θα σας δώσω κάτι. Ένα hint για το βιβλίο μας.

Όταν με δείτε να γράφω «χι χι», να ξέρετε δεν θα πάνε τόσο ήρεμα τα πράγματα...όλο και κάτι θα γίνει που θα ταράξει τα νερά. ΧΙ ΧΙ, λοιπόν το σημερινό κεφάλαιο.

Τα λέμε στο επόμενο!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top