Τύψεις
Χαράζει άλλη μια μέρα ο ήλιος,
κι αιχμαλωτίζει τους ανίδεους ονειροπολους.
Νοσταλγεί η εξαντλημενη μου καρδιά
τα παιδικά τραύματα και εκείνο το αθώο κλάμα
γιατί τότε δεν ήξερε πως η πληγή στο γόνατο είναι γλύκισμα, μπροστά στις αυλακώσεις της ψυχής,
ούτε φαντάζονταν πως απ' τα μάτια δραπετεύουν ανείπωτες λέξεις.
Στιγμές σπατάλησα μπροστά σε εκείνη την πανούργα αντανακλαση,
που αχόρταγα καβροχθισε κάθε ίχνος μου
και ντροπιασμένο έφτυνε το κάτισνο δοχείο.
Με μοχθηρια ποδοπατουσανε τα χρόνια τούτο το κορμί, σαν να μην έφταναν τα έως τότε βάσανά του.
Γεμάτο μόλωπες απ' τους
γνωστους που το απαρνήθηκαν
και τους ξένους που τ' αγνοησαν
περιπλανάται τωρα με το κεφάλι χαμηλά.
Αναμοχλευει συχνά το παρελθόν, αγκομαχωντας να γευτεί τα απομεινάρια των όμορφων αναμνήσεων
που χλευαστικα άρχισαν να σβήνουν.
Πασχίζει να κάνει την πληγή πληγή
και το κλάμα κλάμα.
Μοναχή πια κάθομαι, κι απολαμβάνω την πικρία των τύψεων αφού μάλλον αργά κατάλαβα
πως απ' την ζωη μου πάντοτε έλλειπε η ζωή.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top