~ 65 ~
~ Παίζοντας με την φωτιά (Α μέρος) ~
Το δωμάτιο του Κάμερον ήταν κλειδωμένο. Έσπασα με δύναμη την πόρτα και μπήκα μέσα με φορά. Ήταν άδειο και κάνεις δεν είχε πειράξει τίποτα από μέσα του.
+Ίσος το να παραμείνουν το δωμάτιο της μητέρας μου άθικτο δεν ήταν τελικά απόφαση του Κάμερον...
Ξεφύσησα αργά την ανάσα μου προσπαθώντας να ηρεμήσω με κάποιον τρόπο. Το κενό με έπληττε.
-ΔΕΝ είναι στο αίθουσα του θρόνου, ΔΕΝ είναι στο δωμάτιο μου, ΔΕΝ είναι στο υπνοδωμάτιο του Κάμερον, ΔΕΝ είναι ούτε στης μητέρας μου αλλά ούτε και πουθενά αλλού! ΠΟΎ ΣΤΟ ΚΑΛΌ ΈΧΕΙ ΠΆΕΙ!;
-Υποψιάζομαι... Απάντησε η Ελεωνόρα χαμηλόφωνα με τα τόσα νεύρα που είχα.
-Το περίμενε. Ήταν η λέξη που ξεστόμισε η Ελεωνόρα που τόσο φοβόμουν.
-Είναι πανέξυπνος! Αναφώνησε ο Ντικίλ.
-Άρα περιμένει κάποιου τον Φοινίκ; Μα που; Ρώτησε η Κρίσταλια τρίβοντας μου ελαφρός την πλάτη για να ηρεμήσω.
-Στο δωμάτιο του. Πολύ λογικό. Απάντησα στις ερωτήσεις τους. Στην σύγχιση το μυαλό παίζει παράξενα παιχνίδια....
+Εγώ και αυτός. Χα. Πώς και δεν το σκέφτηκα!
Έτρεξα και έκλεισα την πόρτα αφήνοντας τους μέσα στο δωμάτιο τους υπόλοιπους.
+Αν με περιμένει καλύτερα να μην κινδυνεύουν...
Παρόλο άκουγα φωνές και χτυπήματα από μέσα δεν την άνοιξα αντίθετα την κλείδωσα.
Ανέβηκα τα σκαλοπάτια ταχύτατα και άνοιξα την πόρτα με δύναμη με το πόδι μου βγάζοντας το σπαθί από το θηκάρι. Τον είδα να κάθεται χαλαρός στο γραφείο του.
+Τι σχεδιάζεις πατερούλι;
-Ήρθες τελικά. Ανέφερε τόσο φυσιολογικά σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
-Είσαι το δεύτερο λάθος που έκανα στην ζωή μου. Πρόσθεσε στο προκαλόντας σε εμένα νευρικότητα.
+Πώς γίνεται να ξέρει για το ότι είμαι γιός του;
Ο Λίτσβερ συνέχισε:
-Ήμουν τόσο σίγουρος που η σιγουριά με έφαγε στο τέλος. Μια μικρή ατέλεια και ΤΑ ΚΑΤΈΣΤΡΕΨΕ ΌΛΑ! Φώναξα και πέταξε κάτω τα βιβλία από το γραφείο του.
-Πώς μου ξέφυγε, έπρεπε να σκοτώσω πρώτα το θρεφτάρι του Κάμερον! Μονολογούσε με ήρεμη φωνή ενώ κάρφωσε τα καταγάλανα μάτια του πάνω μου. Κακία, μίσος συναισθήματα που ξεμύτιζαν από μέσα τους.
-Τελικά δεν ξέρεις την αλήθεια. Ανακοίνωσα για να μπω στο παιχνίδι που μόλις έστησε.
-Για ποιό πράγμα... Ααα λες για τις πληροφορίες. Ναι, εκείνες που σου έδωσε ο αγαπημένος μου φιλαράκος ο Οσά-ι, έτσι δεν είναι; Με ρώτησε ριτορίκα.
-Ακριβώς. Και κάποιες που βρήκα εγώ ο ίδιος. Όσο και αν προσπάθησε να το εμποδίσεις κατάφερα να βρω την αλήθεια. Του είπα και τον πλησίασα εκείνος γέλασε σατανικά.
-Θα χάσεις. Πότε δεν χάνω, ακόμα να το μάθεις. Μου απάντησε με τον ίδιος σατανικό και ήρεμο τρόπο.
-Για όλα υπάρχουν πρώτη φορά. Εξάλλου στο πατέρα μου έμοιασα. Αυτό με πονούσε αλλά συγκρατήθηκα. Έπρεπε να παίξω το παιχνίδι του.
-Δηλαδή; Είπε και σηκώθηκε αργά αργά από την καρέκλα. Την κρατούσε με το αριστερό του χέρι ενώ μου έριξε μια υποτιμητική μάτια.
-Α ξέρεις, έμαθα ποιός είναι ο βιολογικός μου πατέρας. Του ανακοίνωσα. Το κοφτερό μυαλό του όμως με πρόλαβε.
-Εγώ; ΧΑ ΧΑ, μπράβο μου. Και είχα μια υποψία εδώ και χρόνια... Από που αλλού να ξεφύτρωσε τόσο μυαλό, ο Κάμερον δεν κατείχε ούτε το βασικό...
Μόλις άκουσα τα χυδαία λόγια του επιτέθηκα. Δεν θα του επέτρεπα να προσβάλλει και τον Κάμερον! Μπορεί να μην ήταν ακριβώς ο πατέρας μου αλλά με μεγάλωσε σαν να ήταν. Και πραγματικά πικρή αλήθεια μα δεν θα ήθελα να είχα μεγαλώσει με αυτό το κτήνος σαν τον Φίλντιξ. Τουλάχιστον εγώ κατάφερα να κατέχω σωστή διαγωγή στην ζωή μου.
Ο Λίτσβερ πέταξε την καρέκλα για να μου κόψει την φορά το ξίφος μου την έκοψε στα δύο. Λίγο πρίν τον χτυπήσω τα ξίφη μας είχαν ενωθεί με ένα εκκωφαντικό ήχο να κατρακύλα σε όλα το δωμάτιο.
Η αγριάδα του δεν περιγραφόταν. Μπορεί να χειριζόμουν το σπαθί καλύτερα από εκείνον μα εκείνος είχε περισσότερη πείρα για να υπερισχύσει και το σημαντικότερο πονηρία.
Μου πέταξε ένα ποτήρι από το γραφείο. Το έπεφυγα και ακολούθησε το ίδιο το γραφείο! Το αναποδογύρισε χωρίς δεύτερη κουβέντα και πιάστηκε στο πόδι μου.
+Αουτσ! Θα έχω μια μελάνια σε εκείνο τον σημείο. Αν βέβαια επιβιώσω απόψε μετά από αυτή την αναμέτρηση...
-Έπρεπε να δεις τον Κάμερον την μέρα που την έκανες με ελαφρά πηδηματάκια από εδώ μέσα. Προσπάθησε να παρέμβει στην ψυχολογία μου για να πετύχει τον σκοπό του.
-Κάτσε ακίνητος! Του φώναξα ο Λίτσβερ φάνηκε να το διασκεδάζει να μην μπορώ να τον πιάσω και γέλαγε συνεχώς ακατάπαυστα.
-Απλά για ένα στέμμα! Για την δόξα, ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΡΌΝΟ! Τόσο καιρό τούτο επιθυμούσε μίζερη και αλαζονική ψυχή σου! Δεν πρόλαβα να τελειώσω και ο Λίτσβερ έριξε μια πονηρή ματιά μία σε έμενα μία στην κορόνα στο κεφάλι του.
-Νομίζεις ότι όλα έγιναν για αυτήν την αντίκα; Πόσο γελασμένος είσαι; Ώρα να σου δώσω ένα μάθημα! Την έβγαλε με φορά και την πέταξε στο πάτωμα. Μόλις προσγειώθηκε την πάτησε με όλη την δύναμη και την λύγισε. Τα μάτια μου καρφώθηκαν πάνω της.
-Τόσους φόνους διέπραξες για να την διατηρήσεις και τώρα ΤΗΝ ΠΕΤΆΣ ΜΠΡΟΣΤΆ ΣΤΑ ΜΟΎΤΡΑ ΜΟΥ ΜΌΝΟ ΜΌΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΟΥ ΜΠΕΙΣ ΣΤΟ ΜΆΤΙ!!! ΤΟΣΗ ΑΞΙΑ ΕΧΕΙ ΓΙΑ ΕΣΕΝΑ Η ΖΩΗ ΚΑΠΟΙΟΥ!!!
-Μχ... Δεν απάντησε αλλά συνέχισε να με εξοργίζει. Έκανε ένα βήμα πίσω για να αποφύγει το ξίφος μου. Το δικό του το σπαθί το έβαλε ξανά στο θηκάρι, τόσο σίγουρος για τον εαυτό του...
+Θα του κόψω το κεφάλι, θα του χύσω όλο το αίμα!!!
-Έπρεπε να δεις την στιγμή... Την μαχαίρια. Είπε και φώναξα αγριεμένος μια πολεμική κραυγή. Το ακινητοποίησα στο τοίχο δίπλα στην βιβλιοθήκη. Έβλεπα πρόσωπο με πρόσωπο τα σατανικά γαλάζια μάτια του ολέθρου. Η λάμα του σπαθιού μου να τρύπα ελαφρά το καρύδι του λαιμού του. Μια μικρή πίεση και όλα θα τελείωναν μια για πάντα.
+Πόσο κακία χωράει ένας άνθρωπος μέσα του!;
Ο πατέρας μου συνέχισε αμετακίνητος, για το τι συνέβη στον Κάμερον, χώρις ίχνος φόβο. Εκείνο το συγκεκριμένο γεγονός έκανε το σώμα μου να βράζει και την ψυχή μου να καεί τα σωθηκά μου έτοιμα να εκραγώ! Όμως παρόλο αυτά συγκρατήθηκα. Δεν του έκοψα τον λαιμό. Αναθεμάμε, τα λόγια του με επειρέασαν! Δεν άντεχα να τον σκοτώσω δίχως να μάθω που θέλει να καταλήξει την συζήτηση. Κι ας ήθελα να τον σκοτώσω όσο τίποτα άλλο στον κόσμο...
-Οοο εκείνη την στιγμή, έπρεπε ειδικά εσύ να την δεις. Μα πραγματικά τι περιμένεις; Δες την μέσα από το μυαλό μου. Ξαφνιάστηκα. Τι προσπαθούσε να κάνει;
-Αίμα Καρλιανού δράκου κυλά στις φλέβες σου, μετά από δικό μου λάθος φυσικά. Δες την εικόνα, την στιγμή, που όλα άλλαξαν εδώ μέσα!
Προσπάθησα να αντισταθώ στον πειρασμό. Δεν ήξερα ούτε είχα προσπαθήσει να κάνω κάτι παρόμοιο ποτέ μου. Όμως όσο κι αν έλεγα και αντιστεκόμουν το μέσα μου είχε ήδη πάρει την απόφαση του. Ήθελε να την δει.
+Όχι όχι είναι παγίδα!
Άδικος κόπος...
-Τι κάνεις εκεί; Ρώτησε ο Κάμερον παρακολουθώντας το μακελειό γύρω του.
-Εξαρτάτε. Είπε ο αδελφός του και πατέρα μου ενώ κατεβαίνε αργά τα σκαλοπάτια προς την αίθουσα του θρόνου αργά αργά όπως και σε εμένα τώρα.
-Εξαρτάτε σε ποιά πλευρά ανήκεις. Επαναλάβε και είδα τον Κάμερον να τον κοίτα έντονα στα μάτια.
Το σπαθί του Λίτσβερ βρισκόταν μέσα στο θηκάρι του. Κανένας από τους δύο δεν έβγαλε το σπαθί του. Ο Λίτσβερ σταμάτησε σε απόσταση αναπνοής απέναντι του και συνέχισε τα λόγια που είχε αφήσει στην μέση:
-Οι δικοί μου το λένε "απομωνή δικαιοσύνης", οι δικοί σου το λένε εκθρόνιση και εγώ και εσύ... Μα φυσικά το λέμε εκδίκηση αδελφούλη. Του απάντησε με μάτια να βγάζουν φλόγες πόθου να εκπληρώσουν την πράξη που τόσο επιθυμούσε η ψυχή του. Ο Κάμερον κοίταξε το πάτωμα με κατεβασμένα τα μάτια.
-Ωραία. Του απάντησα πικραμένος και έκανε μια κίνηση που δεν μπορούσα να το πιστέψω. Έβγαλα την κορόνα από το κεφάλι του και του την έδωσε, έτσι απλόχερα! Ο Λίτσβερ έσκυψε και την φόρεσε με τα χαράς. Σήκωσε το κεφάλι του και φορώντας την και χαμογελάσε πονηρά στον αδελφό του.
-Πόσο σε καλά σε ξέρω αδελφούλη. Απάντησε ο Λίτσβερ με ένα Τς Τς να συνοδεύει τα λόγια του.
-Αξιολύπητος όπως πάντα.
-Αν θεωρείς την αγάπη αδυναμία τότε ναι. Είμαι πολύ αδύναμος. Του απάντησε και γύρισε την πλάτη περιμένοντας το τέλος του ενώ πέταξε στο πάτωμα το ξίφος του.
+Μα τι κάνει! Πολεμά τον σαν βασιλιάς! Είναι εχθρός! Κρατάει σπαθί!
Δεν πίστευα αυτά που έβλεπα.
Είναι όμως και αδελφός του...
Άκουσα την φωνή του Οσά-ι μέσα μου. Έβλεπε και εκείνος το ίδιο όνειρο.
Έρχομαι.
-Τελείωσε αυτό που ήρθες να κάνεις. Συνέχισε ο Κάμερον με ήρεμη φωνή.
-Δεν θα αργήσω να σε συναντήσω. Στο υπόσχομαι. Μα πρώτα θα έχω σκοτώσει τον γιό σου, που ήταν και η αφορμή αφαιρέσω την ζωή -καταλάθος- από το πιο όμορφο πλάσμα στον κόσμο. Συμπλήρωσε ο Λίτσβερ ενώ σήκωσε το σπαθί του. Σημάδεψε την καρδιά του αδελφού του αμετακίνητος.
-Δεν θα το καταφέρεις. Του απάντησε ενώ του έριξε μια πισογυριστή μάτια. Μια ματιά γεμάτα συμπόνια...
-Αδελφέ. Πρόσθεσε μέσα από την πικραμένη του καρδιά ο Κάμερον και σήκωσε τα χέρια του ψηλά.
-Α κάτι τελευταίο τώρα που τα είπαμε. Ανέφερε ο Λίτσβερ πάνω στο ήδη θλιβερό κλίμα.
-Όσο έλειπες στον νότο εγώ κοιμήθηκα μαζί της. Ήταν ναρκωμένη, δεν σε πρόδωσε... Μπορεί μάλιστα και το μοναχοπαίδι σου να είναι και δικό μου κατά μία ελάχιστη πιθανότητα. Ο Κάμερον απλά έκλεισε τα μάτια του. Δεν απάντησε αντίθετα ένα δάκρυ έπεσε στο πάτωμα. Ο Λίτσβερ τον κάρφωσε με το σπαθί. Είδα το αίμα, το αίμα του ανθρώπου που με μεγάλωσε να κυλά πάνω στο σπαθί του δολοφόνου αδελφού του ενώ ο ίδιος τον άφησε να υλοποιήσει την παρανοϊκή πράξη του...
Έκλεισα τα μάτια μου και επανήλθα στο παρόν. Ο Λίτσβερ με κοίταξε πονηρά για ακόμα μια φορά. Το σπαθί μου λύγισε.
+Το περίμενε.
Η αντίδραση μου ήταν προβλέψιμη για εκείνον όσο ένα μωρό που κλαίει στην γέννα... Τον άφησα με αποτέλεσμα να πάρω εγώ την θέση του. Είχα χάσει την μισή μου ψυχή και η άλλη θα χανόταν σε λίγα δευτερόλεπτα από τώρα...
-Πως μπόρεσες; Τον ρώτησα με τα μάτια μου να καίνε γεμάτα πίκρα παρά μίσος.
-Γιατί την νίκη απαιτούνται πάντα θυσίες. Είπε με σοβαρό ύφος. Κάτι μου έλεγε ότι δεν ήταν και η καλύτερη του εκτέλεση...
-Ήταν ο αδελφός σου. Τα λίγα μου όμως δεν τον έπειθαν ούτε τον επειρέαζαν καλόθου.
-Καμία τελευταία επιθυμία; Με ρώτησε, αφού πρώτα τίναξε το κεφάλι του φανερώνοντας προσωρινά τις τύψεις που τον κυνηγούσαν.
-Να κανείς έργο αυτά που του υποσχέθηκες. Ήταν το μόνο που του ζήτησα.
-Δεν είχα και σκοπό να παραβλέψω την υπόσχεση μου. Είπε και τότε -πριν προλάβει να κάνει πράξη τα λόγια του- από την πόρτα μπήκε μέσα η Κριστάλια, ο Ντικίλ, η Ελεονώρα μαζί με την Μελίγια και τον Φίλντιξ (που μάλλον αυτοί τους βοήθησαν να δραπετεύσουν...) Ο Λίτσβερ με χτύπησε στο στομάχι και έπεσα στο έδαφος με τα χέρια μου πάνω στο χτύπημα.
-Όλη η παρέα σου βλέπω. Ανέφερε ο Λίτσβερ:
-Πριγκίπισσα Κριστάλια κόρη του Βαρόνου και της Ισημερίας, πριγκίπισσα του Βασιλείου της Πέτρας και βασίλισσα απ' ότι έμαθα μετά την ένωση και του Βασιλείου της Χρυσής Ακτής Ελεωνόρα, κόρη του Κάμερον και της Θεονόης κα μην παραλήψω το λούτρινο της βασιλιάς, Ντικίλ του Βασιλείου της Χρυσής Ακτής και σύζυγος σου και μία υπηρέτρια. Η Μελίγια έβαλε τα χέρια στην μέση της νευριασμένη.
-Α και ο γιός μου! Κατάφωνη! Χλεύασε. Προδότης που συνεργάζεται με τον εχθρό, τι προβλέψιμο... Αχου. Τον λυπάμαι. Ήμουν τόσο σίγουρος... Ο Φίλντιξ κατέβασε ντροπιασμένος τα μάτια του ενώ η Μελίγια το έπιασε το χέρι.
-Από ποιον θες να ξεκινήσω να τους σκοτώσω απόψε; Έριξε μια γρήγορη ματιά σε εμένα βογγούσα ακόμα από το χτύπημα του.
-Μην κουνηθείς από την θέση σου! Του φώναξα η Μελίγια.
-Έλα; Και είχα σκοπό να το κάνω. Της αντιγύρισε.
-Το ενωώ θα σε θάψω μαζί τα κοράκια! Φώναξε η Κριστάλια.
Εκείνος τους αγνώησε συγκεντρώνοντας το βλέμμα του στην Ελεωνόρα.
-Αγαπητή μου, μπορώ να πω ότι με εντυπωσίασες περισσότερο από όλους. Περίμενα ότι ο Φοίνικ θα ταιριάξει με την Κριστάλια και δεν του σύστησα ποτέ -για να μην μπουν εμπόδια στα σχέδια μου, περίμενα ότι ο γιός μου -ως πάντα αξιολύπητος- θα μπορούσε να με προδώσει. Ακόμα και ότι τα έφτιαξε με μια υπηρέτρια από ότι λένε και η πηγές μου. Τα μάτια του γεμάτα αδιαφορία.
-Μπορούσα να αναγνωρίσω την ηλιθιότητα και το ποσό κατώτερος πνευματικά είναι ο βασιλιάς των θαλασσινών, ακόμη και ότι ένα άτομο τόσο πολύς περιορισμένης αντίληψης ηγηθείτε ενός πλουσιοπάροχου βασιλείου μέχρι κι ότι η Ελεωνόρα είναι μια πανέξυπνη ιδιοφυΐα -αν και στην αρχή έπεσα στην έξω αλλά ποτέ μα ποτέ δεν θα μπορούσα -ακόμα και τώρα- να πιστέψω ότι έναν άτομο, που χαρακτηρίζεται από μεγάλη πνευματική ικανότητα και ιδίως αντίληψη, νόηση, κρίση, επινοητικότητα να ερωτευτεί ένα πλάσμα που προέρχεται από είδος χαμηλού διανοητικού επιπέδου!
-Μην βρίζεις την γυναίκα μου! Φώναξα ο Ντικίλ ενώ μπήκε μπροστά.
-Αχ τι γλυκό αγάπη μου, αλλά βγάλε το σκασμό σε παρακαλώ... Η συζήτηση είναι λιγουλάκι πιο υψηλού επιπέδου. Του μίλησα τόσο γλυκά η Ελεωνόρα.
-Καλά ότι πεις. Απάντησε ο Ντικίλ ενώ ο Λίτσβερ έβαλε τα γέλια.
+Μάλλον δε κατάλαβε τι της είπε...
-Πάντα υπάρχει πρώτη φορά. Όπως και ότι θα χάσεις και θα πεθάνεις απόψε. Συνέχισε η Ελεωνόρα βγάζοντας το σπαθί της.
-Δεν το νομίζω. Εκτός κι αν θες να τον σκοτώσω; Με άρπαξε από τον γιακά.
-Όχι! Φώναξαν με μια φωνή.
-Κρίμα. Είπε και ενέργησε. Το σπαθί του παραλίγο να καρφωθεί πάνω μου όταν κι οι δύο έκπληκτικοι είδαμε ξαφνικά μια μαύρη σκιά στον ουρανό έξω από παράθυρο (με βεράντα) να μεγαλώνεις όλο και περισσότερο... Πλησίαζε με αυξανόμενη ταχύτητα.
Τζάμια θρυμματήστηκαν και βλέμματα καρφώθηκα κατά πάνω του. Ο Οσά-ι ήταν παρών και με ένα γιγαντιέο βρυχηθμό δήλωσε ξεκάθαρα τις προσθέσεις του.
-ΛΊΤΣΒΕΡ!!! Τα δόντια του φανερώθηκαν μαζί με τα λαμπερά κόκκινα χείλη του εσωτερικού του στόματος του. Φωτιά γέμισε στον πρόβολος του καθώς η μύτη του έβγαζε καπνό.
-Υπέροχα, το παιχνίδι τώρα ξεκινάει! ΡΊΞΕ! Διέταξε κατεβάζοντας το χέρι του ως σινιάλο πριν προλάβει ο Οσά-ι να ρίξει την φωτιά.
-ΌΧΙ! Ούρλιαξε η Κριστάλια. Η καρδιά μου για μία στιγμή έχασε το χτύπο της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top