~ 52 ~


~ Ο δολοφόνος ξαναχτυπά ~

~ Μέσα από τα μάτια του Λίτσβερ ~

    Ο αγαπητός μου φίλος Σάλοου άνοιξε την πόρτα. Δεν χάρηκε με την επίσκεψη μου αντίθετα τα μάτια του κατευθείαν έπεσαν πάνω στο λαμπερό μου ξίφος. Και τι σύμπτωση αμέσως μετά στο πρόσωπό μου... Με κοιτούσε με αηδία λες και πάτησε κόπρανα άλογο.
-Ήρθε λοιπόν κακούργε. Άντε τι περιμένεις? Νομίζεις ότι σε φοβάμαι!? Μου μίλησε συνειδηποιημένος, όπως το κάθαρμα ο Ιππόβ τότε... Χασκογέλασα στα λόγια του κάνοντας του νόημα να μου γυρίσει την πλάτη. Δεν αντιστάθηκε.
-Ίδιος ο Ιππόβ. Του ανέφερε αυτό που σκέφτηκα ξεκάθαρα. Χάρηκα που δεν χρειάστηκε να τον εξαναγκάσω.
-Τιμώ τον βασιλιά μου, όχι τα καθάρματα. Σχολίασε.
-Κι εγώ. Του είπα ενώ το σημάδεψα με το ξίφος μου ώστε να αισθανθεί την παρουσία μου, τον κοίταξα παράλληλα με την άκρη του ματιού μου. Ήθελα να νιώσει το ξίφος μου με τον ίδιο τρόπο με Εκείνον.
-Πράττω ότι μου έμαθε. Του ανέφερα κοφτά. Δικαίωμά μου δεν είναι αφού αυτά μου τα δίδαξε? Δεν πήρα απάντηση.
+Όταν τα βρίσκεις σκούρα γλυκέ μου Σόουλ τότε σωπαίνεις.
Αντίθετα αντέδρασε με ειρωνικό τόνο:
-Τι περιμένεις βασιλιά? Έχεις ένα βασίλειο να καταστρέψει. Γέλασα με το χορατό του. Καιρό είχα.
-Ο ανηψιός μου σε επισκεύτηκε? Τον ρώτησα ευθέως. Δεν με ένοιαζε και πολύ αν απαντούσε, θα το μάθαινα έτσι κι αλλιώς.
-Ναι. Δεν θα σου πω τίποτα περετέρο, ότι κι αν μου κάνεις, δεν θα προδώσω ποτέ το βαπτιστήρι μου! Αντέδρασε.
-Καλά καλά αυτό το ξέρω. Μήπως όμως άκουσες να μιλάνε για κανέναν Οσά-ι? Εκεί ήταν που δεν απάντησε. Η άρνηση του ήταν η ίδια απάντηση...
+Πόσο ανόητος! Από εκεί θα τα έμαθε όλα!
-Εγώ δεν του είπα τίποτα. Μου αποκρίθηκε. Είσαι πολύ δειλός που δεν του είπες την αλήθεια εσύ, ο υπαίτιος όλων των δεινών!
-Δειλός ε? Μμμ... Δεν μου το έχει πει κανένας άλλος, πρωτοτύπησες γέρο μπράβο σου. Παλαβό ναι, τρομακτικός, τέρας, δολοφόνο, σατανά τρελό ναι, μα όχι και δειλό... Πρώτη φορά το ακούω. Τον περιμένω με ανοιχτές αγκαλιές, αν θες να μάθεις... Μακάρι να μπορούσες τα του το πεις αυτοπροσώπως αλλά βλέπεις κανονίσες ήδη την μοίρα σου.
+Δεν μου αφήνεις όμως άλλη επιλογή... Έπραξες άρα πρέπει και να πάθεις.
-Τι σου έχει κάνει? Τι σου έχουν κάνει όλοι αυτοί που δολοφόνησες πριν μήνες?! Ο ΑΔΕΛΦΌΣ ΣΟΥ?! Ο ίδιος σου ο αδελφός δεν δέχτηκε να σε εξορίσει! Τον το' πα, το πρότεινα ΕΓΏ Ο ΊΔΙΟΣ, το παραδέχομαι! Τόση αγάπη όμως το φλόμωσε! Γιατί? Απάντησέ μου, ΓΙΑΤΊ ΕΚΕΊΝΟΣ!?? ΤΙ ΈΚΑΝΕ ΓΙΑ ΝΑ ΠΛΗΡΏΣΕΙ ΜΕ ΤΈΤΟΙΟ ΤΊΜΗΜΑ!?!!
-Για εκείνη. Του απάντησα και δεν είπε τίποτα άλλο.

+Πρέπει... Εσύ από μόνο σου το προκάλεσες.
Το ξίφος μου διαπέρασε την μέση του. Ξεψύχησε μπροστά στα μάτια μου, όπως με ο αδελφός μου. Έπεσε αμίλητος στο έδαφος χωρίς να βγάζει άχνα. Λίγα βογκιτά συνόδευσαν τον πόνο του. Τότε ήταν που εμφανίστηκε σαστισμένη η Μιράντα.
+Οχ...
-Σάλοου! Ούρλιαξε. ΤΙ ΤΟΥ ΈΚΑΝΕΣ ΚΤΉΝΟΣ?!? Ούρλιαξε ενώ δεν την άφησα να τον πλησιάσει.
-Μην εντυπωσιάζεσαι. Μου ξέφυγε στην εκθρόνιση αλλά δεν σημαίνει ότι ξεχνώ την προδοσία του! Συμβούλεψε το Κάμερον να με εξορίσει, ΜΑ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΙ! Της υπενθύμισα με το βαμμένο με αίμα ξίφος να την κρατάει σε απόσταση. Οι στρατιώτες μου βγήκαν από τους θάμνους από πίσω μου, όπως και τους είχα διατάξει να παραμείνουν.
-Απομακρύντε την. Δεν είναι θέαμα για γυναίκες. Βρήκα δικαιολογία κατάλληλη στα μέτρα τους...
-ΠΏΣ ΤΌΛΜΗΣΕΣ?! Μου φώναξε εκείνη εκτός εαυτού.
-

Πρόσεχε πώς μιλάς! Της έκοψα την φορά.
-Ζούσε γιατί εγώ το ήθελα! Τόνισα το λόγια μου να τα ακούσει πεντακάθαρα.
-Τότε πάρε και την δική μου ζωή, αν τολμάς! Μου φώναξε αγριεμένα.
-Μην με προκαλείς! Της απάντησα μπαίνοντας στην λογομαχία.
-ΣΕ ΠΡΟΚΑΛΏ ΑΝΟΙΧΤΆ! Ξεστόμισε ενώ αντιστάθηκε στο κράτημα των φρουρών. Το ξέρω ότι δεν μπορείς! Συνέχισε να υποστηρίζει.
+Ανάθεμά την!
-Σκότωσέ την! Φώναξε ένας φρουρός χαρούμενος. Γύρισα και αφού τον έριξα με δύναμη στο έδαφος με μια γροθιά, τον κάρφωσα με το ξίφος με στόχο απευθείας τα πνευμόνια.
-Θέλει να το παίξει κανένας άλλος βασιλιάς? Ρώτησα ενώ τους κοίταξα έναν έναν. Όλοι κατέβασαν το βλέμμα του κοιτόντας το έδαφος.
+Περνούν και πρωτοβουλίες οι χωριάτες, εκεί κατάντησαμε!
-Μιράντα εσύ δεν έχεις εμπλακεί, άρα δεν θα πληρώσεις. Της είπα μονότονα ενώ δεν την κοιτούσα.
-Πάντα είχες το κόλλημα να αφήνεις κάποιον απέξω!  Ο Ιππόβ σε έκανε τέρας και εσύ διάβολο τον εαυτό σου... Μίλησε πληγωμένη, η φωνή της σπάσε στα λόγια της. Έκανα νόημα να την τραβήξουν. Δεν θα έλυνα το δράμα της βασιλικής οικογένειας, ειδικά μπροστά στους άμυαλους στρατιώτες. Άρπαξα την καρφίτσα από την μπλούζα της ενώ την τραβούσαν έξω από το σπίτι. Με κοίταξε με τρόμο. Όπως πάντα πανέξυπνη, το μυαλό της έκοψε.
-Μην τολμήσεις! Με προειδοποίησε σαν να διαβάζει τις σκέψεις μου.
-Το έκανα ήδη. Της αποκρίθηκα ικανοποιημένος. Να την πάτε στο δωμάτιο μου και μην επιτρέψετε να γίνει κάτι "έκτακτο" στην διαδρομή γιατί ΚΑΊΚΑΤΕ! Τους απείλησα και προχώρησαν.
-Αυτόν τι θα τον κάνουμε? Με ρώτησε ένας που έμεινε πίσω για να με βοηθήσει με το "ξεκαθάρισμα".
-Θάψτε τον δίπλα στο Κάμερον. Την καρφίτσα παρακαλώ. Την ζήτησα και μου την έδωσε.
+Πάει και αυτό...

↓ (Έχει κι άλλο)

***

    Η πόρτα άνοιξε και αντίκρυσε το πρόσωπό του. Ανυποψίαστο όπως πάντα.
-Καλημέρα, πως μπορώ να σε εξυπηρετήσω Κεν? Ρώτησε με το γελίο του χαμόγελο.
-Σταμάτα να φλυαρείς. Τέρμα τα ψέματα ήρθα για να απονύμω δικαιοσύνη του βασιλιά! Ο Κεν έβγαλε το σπαθί μου και ο Έβαν προχωρήσε μέσα στο σπίτι.
-Μα τι λες, τι έκανα? Ρώτησε σαν να μην ξέρει.
-Εσύ όχι ακριβώς, αλλά κάποια με το όνομα Άλισον Σμίθ έχει κάνει πολλά! Φώναξε ενώ έσπωξε τις καρέκλες που τον εμπόδιζαν να τον πλησιάσει.
-Πιάστηκε το γεράκι της. Αυτό μόνο και μόνο είναι αρκετό για απόδειξη της συμμετοχής σου! Το ξίφος του Κεν θέρισε τον αέρα καθώς ο Έβαν έσκυψε για να αποφύγει τα χτυπήματα.
-Ας είναι, είπε και σηκώθηκε ενώ στάθηκε προσοχή μπροστά του.
-Α και για να μην παραλήψω. Η τρελή αδελφή σου ζητάει να πας μαζί του κάπου στον νότο ώστε να είσαι ασφαλής. Να προσθέσω ότι τα βρήκε και με ένα από τους νότιους, όνομα δεν αναφέρει. Του είπε και ο Έβαν χάρηκε και πληγώθηκε ταυτόχρονα. Από την μια η ζωή της αδελφής του άνθιζε και από την άλλη θα θεριζονόταν.
-Λυπάμαι, αλλά τα καμώματά της θα τα πληρώσεις και εσύ. Μίλησε ήρεμα ενώ το ξίφος του έκανε το αντίθετο. Το κάρφωσε στο σημείο της καρδιάς και εκείνος έπεσε στο έδαφος μουρμουρίζοντας.
-Η αδελφή μου, η αδελφή μου, βρήκε κάποιον... Άσε είναι, τελείωσα το χρέος μου... Τα τελευταία του λόγια πριν κλείσει τα μάτια του. Χαμένος πλέον στο σκοτάδι της αιωνιότητας...

***
(Το ίδιο βράδυ)

~ Μέσα από το μάτια της Μιράντας ~

     Όπως είπε ο Λίτσβερ έτσι και έγινε. Με συνόδεψαν έως το κάστρο στο δωμάτιο του και έκλεισαν την πόρτα. Δεν φοβήθηκε αλλά σάστισα με το θέαμα. Το ίδιο δωμάτιο. Το ίδιο ακριβώς δωμάτιο εδώ και δεκαοκτώ χρόνια. Ήξερα ότι του άρεσε να είναι τα πάντα σε τάξη, μα αυτό ξεπερνάει κάθε φαντασία! Δεν είχε αλλάξει απόλυτος τίποτα. Δεν πείραξε τίποτα ούτε μετέφερε κάτι από το δωμάτιο του αδελφού του. Πιθανόν είχε τύψεις. Ίσως, αλλά τι να σκεφτείς κανείς? Το μυαλό του παίζει περίεργα παιχνίδια... Έχει χάσει κάθε επαφή μετά συναισθήματα.
     Κοίταξα περετέρο το δωμάτιο. Ένα κρεβάτι που τρίζει σε μια γωνιά κοντά στην πόρτα, ένα γραφείο πλατύ και ξύλινο κοντά στο παράθυρο που το μόνο μοναδικό στοιχείο που είχε ήταν ότι είχε θέα ολόκληρο το δάσος και το χωριό. Ακόμα και οι δύο τεράστιες βιβλιοθήκες στους δύο πλαϊνούς τοίχους δεν είχαν αλλάξει. Τέλος το πολυπόθητο γραφείο με τα φάρμακα και τα μαραφέτια που ασχολείται... Εκεί είχε τοποθετήσει τα εργαλεία για την "δουλειά" του. Σοκαρίστηκα. Διέθεται μια γκάμα από δηλητήρια...
+Ποίος βάζει εργαλεία βασανισμού και θανατηφόρα δηλητήρια στο δωμάτιό του! Τι λέω, ξέχασα για ποιόν μιλάω...
Πολλές φορές στην ζωή μου ονειροπολούσα. Μια ακόμα δεν έβλεπε. Τον θυμάμαι σαν σήμερα, νέος και αρρενωπός. Πότε, δεν χαμογελούσε, μονάχα στο πρόσωπο της Ιζαμπέλα...
+Αχ... Τι τράβηξε και εκείνη.
Του είπε ψέματα για να σώσει τον αγαθό Κάμερον αλλά δεν τα κατάφερε... Το κτήνος νίκησε. Την σκότωσε, σκότωσε τον αδελφό του, που μάλιστα τον αγαπούσε σαν τίποτα στο κόσμο! Θυμάμαι ακόμα τον τσακωμό του Σάλοου με τον Κάμερον. Από εκεί και πέρα ο Κάμερον δεν του ξαναμίλησε ποτέ του:

-Διωξ' τον αφού δεν μπορείς να τον σκοτώσεις! Θα σε δολοφονήσει, στο λέω ξεκάθαρα! Φώναζε ο καημένος ο σύζυγος μου αλλά που να τον ακούσει ο Κάμερον. Ήταν τυφλωμένος από την αγάπη που έτρεφε για εκείνον...
-Και ποιος είμαι εγώ που θα το κάνω αυτό? Είναι ο μόνιμος βασιλιάς και ας μην φοράει το στέμμα και το χειρότερο δεν το άκουσες ΕΓΩ το ξέρω! Βλέπω, δεν είμαι τυφλός! Βλέπω, πώς τον κοιτάει και την κοιτάει, βλέπω πόσο πονάει, βλέπω πόσο τον αγαπάει! Είναι ερωτευμένη μαζί του! Αν το διώξω
-όπως λες- θα πεθάνω και πρώτον από όλα εκείνη, και να δω ποιός θα διοικήσει μετά! Φύγε από εδώ και μην σε ξαναδώ μπορούσα μου! Φώναζε ο Κάμερον αγριεμένα. Ήταν μια από της λίγες φορές που τον είχα δει τόσο εκτός εαυτού...
-Ο αδελφός μου θα μείνει εδώ όπου ανήκει! Τις συνέπειες των πράξεών μου, θα τις πληρώσω εγώ. Το αξίζω που να πάρει!

+Αχ Κάμερον, δεν μόνο που πλήρωσες το τίμημα, ζούσες και στην αφάνεια... Ο Φοίνικ... Ο Φοίνικ δεν ήταν ούτε είναι γιός σου. Μακάρι να ήταν, τον αγαπούσες τόσο πολύ...
   Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο γνωστός. Περπάτησε ως το γραφείο του -και χωρίς να πει τίποτα ή να μου ρίξει έστω μια ματιά- έκατσε αθόρυβα στην καρέκλα δίπλα στο γραφείο του. Άρχισε αμέσως να γραφεί το γράμμα. Τον πλησίασα ενώ έγραφε με το μελάνι από το δοχείο δίπλα του. Τον ρώτησα αυτό που με βασάνιζε πόσα χρόνια.
-Πόσο μίσος κουβαλάς μέσα σου? Ήταν ξεκάθαρη ερώτηση.Τον ρώτησα αυτό που με βασάνιζε πόσα χρόνια. Ο Λίτσβερ σταμάτησε για λίγο αυτό που έκανε.

-Όσο δεν φαντάζεσαι. Μου απάντησα μουντά ενώ έγυρε το πρόσωπο του να με κοίταξε. Αδιάφορος συνέχισε να γράφει ξανά.
-Πραγματικά δεν κατάλαβα ποτέ τι σου βρήκε η Ιζαμπέλα... Μονολογούσα από τα νεύρα μου. Το χαστούκι που έλαβα στο άκουσμα στο εκείνης της φράσης ήρθε απρόβλεπτα. Το πρόσωπο μου κοκκίνισε.
-ΑΥΤΌ ΌΝΟΜΑ ΑΠΑΓΟΡΕΎΕΤΑΙ ΝΑ ΤΟ ΠΡΟΦΈΡΕΙΣ! ΜΊΑ ΦΟΡΆ ΑΚΌΜΑ ΚΑΙ ΘΑ ΕΚΤΕΛΈΣΩ ΕΠΙΤΌΠΟΥ ΤΟ ΠΡΏΤΟ ΧΩΡΙΚΌ ΠΟΥ ΘΑ ΒΡΏ ΣΤΟ ΔΙΆΒΑ ΜΟΥ! ΜΌΝΟ ΑΠΌ ΑΠΕΙΛΈΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΊΝΕΙΣ ΑΠΌ ΌΤΙ ΒΛΈΠΩ! Μου μίλησε απότομα ενώ τα μάτια του πέταγαν σπίθες οργής.
+Σε βαρέθηκα!
-ΑΝ ΔΕΝ ΘΕΣ ΝΑ ΣΟΥ ΒΆΛΩ ΜΥΑΛΌ, ΤΌΤΕ ΓΙΑΤΊ ΤΙ ΜΕ ΧΡΕΙΆΖΕΣΑΙ!? Μπήκα κατευθείαν στο ψητό.
-Ο Φίλντιξ είναι το πιο χαζό παιδί που ξέρω. Ως η καλύτερη φίλη της πρόην βασίλισσας και κάτι παραπάνω, γνωρίζεις πολλά για την διοίκηση και τις αποφάσεις που πρέπει να πάρει ένας νέος βασιλιάς. Εξάλλου προξενήτρα δεν ήσουν στα νιάτα σου? Έχεις πολύ δουλειά να κάνει και πολλές ατέλειες του να διορθώσει... Η φωνή του είχε κοπάσει. Μιλούσε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
-Άρα, συμπέρανα, σχεδιάζεις να σκοτώσεις τον Φοίνικ και να στρέψεις βασιλιά τον Φίλντιξ κι εσύ...
-Θα αυτοκτονήσω. Απάντησα ψυχρά χωρίς σύναισθημα. Πίεσα την πένα πάνω στο χαρτί. Με κοίταξε. Μάτια αληθινά, λαμπερά και δυστυχισμένα. Είχαν χάσει το χρώμα τους, την ουσία τους. Δεν με εντυπωσίασε η απάντηση του.
-Αυτά θα πράξω και κάνεις μα κανείς δεν θα μπει στο δρόμο μου. Μου είπε και έμεινα αμίλητη να τον κοιτάω.
+Φοίνικα κάνε το θαύμα σου και σώσε αυτό τον τόπο. Σε ικετεύω, πρέπει να να οικοδομηθεί από τις στάχτες... Σε χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top