~ 48 ~
~ Ένας διαφορετικός Φίλντιξ ~
Η Μελίγια -θέλοντας και μη- της "ανέθεσαν" μια άκρος "σημαντική" δουλειά και για αυτό κατευθύνθηκε στα άδεια μπουντρούμια του κάστρου. Ο Φίλντιξ παρατήρησε μια σκιά να κατεβαίνει τις σκάλες και σηκώθηκε από τα μαλακά
-ευτυχώς για εκείνον όχι γεμάτο ψηλούς- σανό.
-Πρέπει να είσαι περίφημος για το εαυτό σου. Του ανέφερε η Μελίγια χώρις ίχνος συναισθήματος.
-Για εσένα και μόνο, εγκαινιάστηκε αυτός ο νέος χώρος. Του μίλησε κοροϊδευτικό ενώ εκείνος πλησίασε τα κάγκελα του κελιού του.
-Πώς και από τα μέρη μας; Την ρώτησε με τον ίδιο ειρωνικό τόνο.
-Εσύ να μου πεις. Η Ελεωνόρα έχει πείσει οποιαδήποτε συμπατριώτισσά της μόλις σε δει ή βρει ευκαιρία να σε σκοτώσει -επιτόπου- ενώ οι θαλασσινές σε φοβούνται και... Από ότι κατάλαβες κατέληξα να έρθω εγώ. Λοιπόν, τι αποφάσισες; Κανονικά αν ήμουν εγώ στην θέση του Φοινίκ και σκότονες την Βολίδα μου, θα σου είχα πάρει το κεφάλι χωρίς δεύτερη σκέψη! Αλλά βλέπεις, την γλύτωσες, ΞΑΝΆ. Του τόνισε την τελευταία λέξη και ο Φίλντιξ θυμήθηκε την συζήτηση τους την πρώτη φορά που μεταφέρθηκε σε αυτό το μέρος πριν λίγες ώρες:
(Flashback:)
Ένας άνδρας έσπρωξε με δύναμη εκείνον μέσα σε αυτό το κελί. Ήθελε να τον βρίσει. Βασιλιάς θα γίνονταν που να πάρει! Οι άνδρες αποχώρησαν με διαταγή της κοπελιάς αυτής. Την θυμόταν κι ας την είχε κρατήσει όμιρο ακόμα και για λίγα λεπτά. Είχε μάθει το όνομά της, Μελίγια. Και επιπλέον του κρατούσε ακόμα κακία από εκείνη την μέρα...
-Γιατί εναποθέτετε τις δυνάμεις σας σε έναν άνδρα; Δεν λέω ο ξάδελφος μου -που αποδείχτηκε αδελφός μου- είναι έξυπνος, πανέξυπνος... Μα είναι μονάχα ένας!
-Παρακαλώ; Ρώτησε ειρωνικά η Μελίγια σταματώντας την αποχώρησή της για να του απαντήσει. Οι άλλοι έφυγαν.
-Δεν περίμενες να σε μιλήσω? Της απάντησε με τον ίδιο τόνο ο Φίλντιξ.
-Όχι, δεν το περίμενα. Απάντησε ειλικρινά. Και μην νομίζεις ότι ο Φοινίκ είναι ένας.
-Γιατί έχει δίδυμο αδελφό; Χαχα.. Γέλασε μόνος του με το χορατό του.
-Όχι. Είναι δύο γιατί έχει την Κριστάλια, είναι τρεις γιατί τον υποστηρίζει η πανέξυπνη Ελεωνόρα. Είναι χίλιοι και τρεις γιατί το υποστηρίζει ο Ντικίλ με τον λαό του, είναι δύο χιλιάδες μαζί με τους υπικόους της Ελεωνόρας και τέλος είναι δύο χιλιάδες και ένας γιατί τον υποστηρίζω ΕΓΏ! Ο Φίλντιξ έμεινε άφωνος. Για ποιο λόγο να τον υποστηρίζουν όλοι τόσο φανατικά;
-Τι του βρήκατε; Ο Λίτσβερ είναι ισχυρότερος!
-Λάθος! Ο Λίτσβερ είναι ο χειρότερος όχι ο δυνατότερος! Δρα με τον φόβο και όχι με την πίστη όπως ο Φοινίκ! Ο Λίτσβερ θα χάσει και οποιοδήποτε άλλος τον ακολουθεί θα πεθαίνει, πρώτα πρώτα και πρώτα από όλα εσύ! Ο Φοινίκ σου πρότεινε μια συμφωνία. Στην θέση σου θα την εκτιμούσα, γιατί ούτε ΕΓΏ δεν έχω τόσο μεγαλόψυχη καρδιά! Αυτά του είπε και έφυγε αφήνοντάς τον σκεπτικό.
Τώρα όμως ήξερε τι να πει και πως να πράξει...
-Γιατί ήρθες εδώ; Την ρώτησε μονότονα.
-Το χέρι σου τραυματίστηκε και εγώ είμαι-ήμουν προσωπική θεραπεύτρια και υπηρέτρια της Κριστάλιας στον τόπο μου. Άρα εγώ "πρέπει" να σε βοηθήσω.
-Δεν συνηθίσουμε στον τόπο μου οι υπηρέτριες να έχουν γλώσσα. Της μίλησε ψυχρά αλλά δεν ενωούσε τίποτα από όσα έλεγε, στην πραγματική σκεφτόταν διαφορετικά.
-Άντε, δεν θα μείνω εδώ όλη την ώρα. Έχουμε γαμήλιο γλέντι επάνω. Είπε για να τον βάλει στην θέση του.
-Πώς και άφησες τον παρτενέρ σου και ήθελες εδώ; «Σε εμένα» Ήθελε να πει αλλά δεν το είπε... Τέντωσε το χέρι του κι εκείνη του έδεσε την παλάμη με ένα βρεγμένο πανί χωρίς να τον πονάει με τα απαλά της χέρια. «Αν ζήσω και γίνω βασιλιάς θα την προσλάβω. Πρώτη φόρα δεν ουρλιάζω από τον πόνο εξαιτίας μια ανίδεης υπηρέτριας...»
-Δεν έχω συνοδό, αν σε ενδιαφέρει να μάθεις. Του είπε ενώ σχεδόν τελειώσει την δουλειά της. Εκείνος την κοίταξε επίμονα, η Μελίγια του έδενε το χέρι και δεν τον παρακολουθούσε. Έβλεπε τα γυμνασμένους του μυς και τα στιβαρά το μπράτσα και σκεφτόταν φοβισμένη:
«Πως άμοιρες ψυχές θα έχουν θερίσει αυτά τα χέρια με ένα κοφτερό σπαθί;» Ο Φίλντιξ δεν είπε τίποτα και Μελίγια συνέχισε την συζήτηση:
-Έμεινα όλη μου την ζωή στους τέσσερις τοίχους εκείνου του παλατιού. Ο Φίλντιξ την παρακολουθούσε με προσοχή ή έτσι της φαινόταν τουλάχιστον...
-Στο παλάτι του δολοφόνου της οικογένειάς μου. Αν δεν ήταν η Κριστάλια, δεν_ δεν θα ζούσα... Δεν σε αφορά το ξέρω παντός εγώ δεν θα κάνω τα ίδιο λάθος. Δεν θα υποκύψω σε συναισθηματισμούς. Κέρδισα την ελευθερία μου και δεν πρόκειται να την χάσω για να ζω -σαν εσένα- μέσα σε ένα κλουβί, του υποτιθέμενου "συντρόφου" μου... Ο Φίλντιξ αυθόρμητα χαμογέλασε. Μάλλον για να το περιγράψω καλύτερα: Άρπαξε το χέρι της και την κόλλησε πάνω στα κάγκελα του κελιού με ένα μαχαίρι να στολίζει το λαιμό της σαν κολιέ -και τότε χαμογέλασε.
-Άνοιξε την πόρτα! Την διέταξε.
-ΠΟΤΕ! ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΑΦΉΣΩ ΝΑ ΣΚΟΤΏΣΕΙΣ ΤΙΣ ΦΊΛΕΣ ΜΟΥ! Είπε προσπαθόντας να ελευθερωθεί μάταια.
-ΕΊΠΑ ΆΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΌΡΤΑ! Επανέλαβε την διαταγή του. Η Μελίγιας παρόλο που γνώριζε τις συνέπειες τελικά υποχώρησε. Ξεκλείδωσε με δάκρυα στα μάτια την πόρτα. Ο Φίλντιξ όμως δεν βγήκε από το κελί αντίθετα τράβηξε εκείνη μέσα κολλώντας την στον τοίχο του κελιού με το μαχαίρι να την απειλεί περισσότερο από ποτέ.
-Ποιός είναι πλέον σε κλουβί, γλυκιά μου; Είπε ειρωνεύτηκα. Η Μελίγια δεν απάντησε σαστισμένη από την γρήγορη αντίδραση του. Ο Φίλντιξ την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής και της ψιθυρίσε στο αφτί:
-Αυτό που θα κάνω ήθελε το κάνω από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα... Της είπε με την βαρειά του φωνή και η Μελίγια έκλεισε τα μάτια της. Περίμενε την λεπίδα του μαχαιριού του να εισχωρεί αργά και βασανιστικά μέσα της, περίμενε το θάνατο ή ακόμα χειρότερα! Το μυαλό της παίζε και διάφορα πιο άσχημα σενάρια... Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν έγινε. Αντί αίμα να τρέξει από τον λαιμό της και να χυθεί σε όλο τον χώρο πλημμυρίζοντας τον με κόκκινο χρώμα ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα στο λαιμό της. Στην σύνχιση που βρισκόταν εκείνο της φάνηκε σαν χάδι και οι ώμοι της χαλάρωσαν. Για κλάσματα του δευτερολέπτου όμως... Αμέσως μόλις συνήλθε από την παράξενη αίσθηση, άνοιξε τα μάτια της διάπλατα με απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Το μαχαίρι δεν βρισκόταν πλέον στο λαιμό της, ακόμα και ο Φίλντιξ είχε απομακρυνθεί προς την είσοδο του κελιού. Την μόνη της διέξοδο και τρόπο σωτηρίας...
-Τι θες από εμένα;! Του φώναξε και εκείνος χαμογέλασε πονηρά. Φοβήθηκε, το σώμα της πέτρωσε. Ήταν παγιδευμένη και ακόμα μια φορά θύμα του απαγωγέα της.
-Εξαρτάτε πόσο γρήγορη και καλή είσαι σε αυτά τα θέματα... Τρομοκρατήθηκε με τα λόγια του. «Τι θέλει από εμένα; Ή μάλλον τι δεν θέλω να θέλει από εμένα...». Η Μελίγια δεν επιζητούσε σε καμία περίπτωση να πράξει με το σενάριο που έχει βγάλει ως συμπέρασμα στο μυαλό της ενώ τα χείλη της αντιδρώντας σχημάτισαν μια ευθεία γραμμή από το φόβο που όσο πήγαινε καταλάμβανε όλο και περισσότερο έδαφος.
Ο Φίλντιξ άνοιξε την κλειστή του παλάμη. Της έδειξε το κλειδί του κελιού.
-Αν είσαι αρκετά γρήγορη και σβέλτη για να μου το πάρεις από την παλάμη τότε έχεις την ελευθερία σου σώζοντας και τους φίλους σου, αλλιώς...
Η Μελίγια δεν υπολόγισε τίποτα. Πριν προλάβει να τελειώσει έτρεξε με φορά στο χέρι του. Άρπαξε το κλειδί αλλά το χέρι της εγκλωβίστηκε στην παλάμη του. Με την φόρα που είχε πάρει σε συνδιασμό με το τράβηγμα που υπέστη κατέληξε πάνω στο σώμα του. Ο Φίλντιξ κατευθείαν την φίλησε με το πάθος που έκρυβε για εκείνη εκφράζοντας κάθε του σύναισθημα πάνω στα χείλη της. Η Μελίγια δεν ήξερε τι να κάνει. Το φιλί του την παρέσυρε, την διεύθερε. Το μυαλό της θολωμένο δεν έφερε καμία αντίδραση. Μια κίνηση του έφερε την άλλη και η αντίσταση της ολοένα και χάνονταν.
Το άφησε για λίγα δεύτερα απολαμβάνοντας την στιγμή κι ας το υποσυνείδητο της αντιδρούσε. Με τα βίας κατάφερε να δραπετεύσει από την αγκαλιά του -κι όχι γιατί την εμπόδιζε ο ίδιος. Ακόμα και τότε ήταν πιο μπερδεμένη από ποτέ. «Γιατί δε αντιστάθηκα νωρίτερα; Γιατί! Γιατί!». Πάλευε με τον ίδιο της τον εαυτό μάταια. Ήξερε τι ένιωθε. Με τα κλειδιά στο χέρι της έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά για να ανοίξει την πόρτα, όμως μια κίνηση του Φίλντιξ την αποσυντόνισε. Ένιωσε το ίδιο άγγιγμα με πριν... Ίδιο και πιο έντονο. Ο Φίλντιξ την φιλούσε τρυφερά στο λαιμό ενώ παράλληλα ένιωθε το πρόσωπό του να την αγγίζει απαλά τον ώμο της. Την ήθελε δεν θα την άφηνε να του ξεφύγει. Η Μελίγια "δυσκολεύονταν" να ανοίξει την πόρτα... «Μην το κάνεις! Μην το αφήσεις!» Της έλεγε η συνείδηση της αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στο δελεαστικό του "κάλεσμα".
Άφησε το κλειδί να πέσει στο έδαφος σημάδι υποταγης. Παραδώθηκε σε εκείνον, στα συναισθήματα της και γύρισε βλέποντας τον με διαφορετική ματιά. Ένωσε τα χείλη τους ξανά. Είχε βρει την αδυναμία της κι ο Φίλντιξ το είχε καταλάβει... Το εκμεταλλεύτηκε λοιπόν. Την αγκάλιασε και εμβάθυνε ακόμα περισσότερο το φιλί. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στην έξαψη που της προκαλούσε. Η Μελίγια με όλο δύναμη της αντίστασης της τον σταμάτησε και αποτραβήχτηκε για να πάρει ανάσα. Σε μια στιγμή η λογική επανήλθε.
-Τι κάνουμε; Τι κάνω; ΕΊΣΑΙ ΕΧΘΡΌΣ ΜΟΥ! Μονολογούσε καθώς ανασφάλειες πλημμύριζαν το μυαλό της. Ο Φίλντιξ την έσφιξε πάνω στο σώμα του και για ακόμα μια φορά την φίλησε στον λαιμό με το απαλά του φιλί ενώ πέρασε τα χέρια του γύρω από την μέση της. Πλησίασε στο αφτί της ψιθυρίζοντας:
-Ναι, είμαι εχθρός. Της ψιθύρισε και φιλώντας ελαφρά τον λοβό της αναστέναξε.
-Ναι, είμαι κατακτητής και το κάστρο που βρίσκεται απέναντι μου εγώ θα το πορθήσω, θα το κατακτήσω! Με αυτές τις λέξεις και με πονηρό ύφος ενώ την ξάπλωσε στο έδαφος με την δύναμη του. Νύχτα, φεγγάρι, ερημιά λέει πολλά παραπάνω...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top