~ 45 ~


~ Επιλέγω... ~

    Ο ύπνος με πήρε για ακόμα μια φορά και οι εφιάλτες άρχισαν να με κυνηγούν ξανά. Βρισκόμουν στο σώμα του πατέρα μου όμως ο χώρος είχε αλλάξει... Ένα ζεστό αεράκι φυσούσε... Βρισκόμουν στο αγαπημένο μέρος του Έλαμάναμου. Η Περιοχή των ανέμων. Στην πυκνή περιοχή του ελατοδάσους Έρμπον. Διέκρινα σύνχιση στο σώμα του Λίτσβερ. Πηγαινοερχόταν το ίδιο και τα συναισθήματα του. Χαρά, λύπη, φόβος αλλά και θυμός δεν διαφοροποιούνταν εύκολα. Ξαφνικά το πρόσωπο του άστραψε ακούγοντας θόρυβο ανάμεσα στα φύλλα ενός πεύκου.
-Πίστευα ότι δεν θα έρθεις. Μίλησε χαρούμενος με παιχνιδιάρικη διάθεση.
-Σε αφήνω ποτέ μόνο σου? Είπε η μητέρα μου καθώς τον πλησίαζε χαμογελαστή. Δεν πρόλαβε να τον φτάσει και ο Λίτσβερ την τράβηξε πάνω του και την φίλησε με πάθος -αδιαστική αίσθηση εκ μέρους μου- αλλά για πρώτη φορά πρίν πολλά χρόνια ο πατέρας μου ήταν χαμογελαστός...
+Γιατί όμως συναντήθηκαν στο δάσος? Αυτό είναι που δεν μου αρέσει...
Η Ιζαμπέλα σταμάτησε το φιλί του και σπρόχνωντας απαλά στο θώρακα της πανοπλίας του. Το βαθιά μέσα στα καταγάλανα μάτια του και του είπε:
-Λίτσβερ ξέρει πολύ καλά το λόγο που ήρθα. Κανόνισα συνάντηση για να μιλήσουμε και όχι για να...
-Ερωτοτροπούμε? Καταλαβαίνω ο Κάμερον εξάλλου έχει αναλάβει αυτόν τον τομέα. Ξεστόμισε ψυχρά την λύπη του. Η μητέρα μου το φίλησε απαλά στο μάγουλο και τον κοίταξε με αυτά τα υπέροχα μάτια της. Άρχισα να καταλαβαίνω τον λόγο της συνάντησης...
-Σε αγαπώ Λίτσβερ. Του μίλησε γλυκά αγνωόντας προηγούμενα λόγια του.
-Δεν φαίνεται. Της απάντησε μονότονα φανερά πληγωμένος με όλα όσα συνέβαιναν γύρω του.
-Γιατί το λες αυτό? Του μίλησε πικραμένη.
-Ιζαμπέλα άσε με επιτέλους, να κάνω αυτό που πρέπει. Δεν με νοιάζει ο θρόνος δεν με νοιάζει τίποτα από όλα αυτά. Άσε με απλός να σε κερδίσω.
-Δεν είναι ο σωστός τρόπος αυτός που σκεύτεσαι! Του μιλάνε αυστηρά.
-Το να γίνεις αδελφοκτόνος και να σκοτώσεις τον ίδιο μου τον πατέρα δεν θα βγάλει πουθενά!
+Κι όμως το έκανε πάρα της αντίρηση της...
-Τον υποστηρίζεις από πάνω! Παραπονέθηκε ο Λίτσβερ.
-Ναι! Καταλαβαίνεις ότι ο μόνος τρόπος, για να με "κερδίσεις", είναι να σκοτώσεις τον αδελφό σου! Δεν το θέλω με τίποτα κάτι τέτοιο! Μπορεί τον Κάμερον να μην τον βλέπω ερωτικά αλλά τον αγαπώ σαν αδελφό μου! Του μίλησε ξεκάθαρα και εκείνος εξοργίστηκε παραπάνω.
-Αλλά το να βλέπεις εμένα να υποφέρω και να νιώθω ότι κοιμάσαι κάθε βράδυ μαζί με τον "σύζυγό σου" και αδελφό μου, δεν σε χαλάει! Ο πατέρας μου νευριασμένος απάντησε και όλα πλέον ήταν φανερά. Ο Λίτσβερ κρατούσε εξωσυζυγική σχέση με την μητέρα μου!
-Συγνώμη. Απολογήθηκε και τον πλησίασε με τα γυαλιστερά μάτια της. Ο πατέρας μου ξεχνώντας κάθε του έγνοια την φίλησε έντονα κολώνας το σώμα της πάνω σε ένα δέντρο κόσμο δέντρου. Ξαφνικά και τα "γλυκανάλατα" συνεχιζόντουσαν άκουσα κάποιον να τσαλαπατά ξερά φύλλα. Ο Λίτσβερ με το βλέμμα του δολοφόνου γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Ένας άνδρας γύρω στα τριάντα στεκόταν με ανοιχτό το στώμα. Είχε καστανοκόκκινα μάτια και κάστανα σγουρά μαλλιά...
+Κάποιον μου θυμίζει..
-Μεγαλιοτάτη, συγνώ_γνώμηηη. Μάσαγε τα λόγια του.
-Είχα πάει για κυνήγι και ένα βέλος πέτυχε εκεί το δέντρο και... Ο πατέρας μου έριξε μια ματιά στο βέλος. Αφήνοντας την μητέρα μου κοκαλωμένη από το σοκ έτρεξε στα γρήγορα και αφού έβγαλε το βέλος από το δέντρο επιτέθηκε με μανία, στον άνδρα που τον αναγνώρισα! Ήταν σίγουρα ο πατέρας του Κεν, ο Γούξ Γκρομαν! Ο Γούξ προσπάθησε να αμυνθεί! Μάταιος κόπος, ο Λίτσβερ γυρνώντας τον με δύναμη του έριξε μια αλύπητη γροθιά. Καθώς ο Γούξ έπεσε κάτω στο έδαφος 
-μπρούμυτα- ο Λίτσβερ χωρίς ίχνος ανθρωπιάς του κάρφωσε το βέλος στην καρδιά. Αίμα ξεχύθηκε από την βάθεια πληγή του ο άνδρας ο οποίος ούτε ένα απόσπασμα, ούτε ένα επιφωνήμα, δεν έβγαλε... Η Ιζαμπέλα τον κοιτούσε με γουρλομένα τα μάτια ενώ από τον τρόμο της έβαλε το χέρι της στο στώμα της.
-Τι_ τι έκανες? Τον ρώτησε τρέμοντας.
-Σε προστάτεψα. Ο Γούξ είναι πιστό σκυλί του Κάμερον. Θα του ξεκάθαρα. Μην ανησυχείς τον σκότωσα με τόξο και ο κ. Μπίτζλ κυνηγά σήμερα, άρα ευκαιρία να φορτώσουμε σε εκείνον το "ατύχημα". Ο Κάμερον εκατό της εκατό θα τον αθωώσει, έχε μου εμπιστοσύνη.
+Δίκαιο είχε ο καημένος Κεν που υποστήριζε ότι δεν ήταν ατύχημα ο θάνατος του πατέρα του... Πού να ήξερε και ποιόν υπηρετεί...
-Είσαι τρελός! Ο Λίτσβερ προσπάθησε να την πλησιάσει εκείνη απομακρύνθηκε. «Σε μισώ!» ξεστόμισε, αφήνοντας τον ένα βήμα πριν τον γκρεμό. Δεν απάντησε. Έμεινε ακίνητος στην θέση του κοιτόντας το πάτωμα, καθώς εκείνη έτρεχε στο δάσος. Μακριά του. Τα πράγματα -για ένα μεγάλο ποσοστό- είχαν ξεκαθαριστεί.
+Με λίγα λόγια ανάμνηση με τον τσακωμό ήταν σε ύστερη χρονολογική σειρά...

Η τελευταία ανάμνηση.

Ψιθύρισε ο Οσά-ι μέσα στο κεφάλι μου. Αυτήν την φορά δεσ' την όλη...Περπατούσα στους διαδρόμους του κάστρου.
+Αυτήν την ανάμνηση ήταν είχα ξαναδεί πρίν καιρό... Είναι η γέννηση μου!
Ο Λίτσβερ -πλέον γνώριζα ποιός ήταν- έτρεχε σχεδόν στο διάδρομο και κρυφοκοιτούσε στην πόρτα. Μέσα στο δωμάτιο με φως βρίσκονταν η μητέρα μου και μονολογούσε -σε εμένα- τα τελευταία της λόγια. Προσπαθούσε για να με καθησύχασει καθώς έκλεγα γοερά ως νεογέννητο:
-Φοίνικ αγοράκι μου! Παιδί μου. Μην κλαις για μένα!  Δεν φτες εσύ! Κάποιος άλλος!
Έλεγε ο πατέρας μου ήταν εξαγριωμένος ως πότε άλλοτε!
+Εκείνος την σκότωσε επειδή ήμουν παιδί του Κάμερον! Για ένα λεπτό, αυτό δεν βγάζεις νόημα... Αν είμαι παιδί του τότε γιατί η μητέρα μου είπε ότι είμαι του Κάμερον!? Του είπε ψέματα! Τώρα κατάλαβα... Ούτε ο ίδιος ο Λίτσβερ δεν γνωρίζει ότι είμαι γιός του!
-Φοίνικ ,αγόρι μου, σε αγαπάω όσο τίποτα στο κόσμο! Θα γίνεις μεγάλος και δυνατός. Κι όσο θα σε καίνε και θα σε υποβαθμίζουν τόσο θα αναφλεγεσαι! Είσαι φοίνικας! Δεν φταις εσύ για αυτό που έπαθα! Είσαι αθώος όσο κανένας άλλος. Εμένα με...  Πήγε να μου πει ότι την δηλητηρίασαν. Η πόρτα άνοιξε και ιδού η φάτσα του πατέρα μου.
-Τι με κοιτάς? ΕΣΎ φταις! Του φώναξε.
+Επιβεβαιωμένα...
Και τότε, άκουσα αυτό που δεν κατάφερα να παρακολουθήσω την προηγούμενη φορά... Ο Λίτσβερ πλησίασε προς το μέρος της αγριεμένα:
-Τι παιχνίδι παίζεις μαζί μου!? Νομίζεις ότι θα να σε λυπηθώ? ΕΣΎ φταις Ιζαμπέλα μόνο ΕΣΎ! Με έθαψε στην λάσπη ΣΟΥ και στον φόνο του πατέρα ΣΟΥ! ΕΣΎ είσαι ότι χειρότερο μου συναιβεί, ΜΕ ΚΑΤΈΣΤΡΕΨΕΣ! Φώναξε, εκείνη δεν απάντησε. Τον κοίταξε αμήχανα μην ξέροντας τι να υποστηρίξει. Τα μάτια της παρατήρησα ότι ήταν θολά. Ο Λίτσβερ δεν το είχε προσέξει από ότι κατάλαβα...
-Πως γεννήθηκε αυτό! Εγώ ο ίδιος κανόνισα να μην... Έκοψε τα λόγια του. Ενώ τίναξε το κεφάλι του. Είχε κάνει μεγάλη ανοησία...
-Ζήσει. Πηγές να τον σκοτώσεις, ξέρω. Του απάντησε μαλακά η μητέρα μου παρόλο που το θέμα ήταν άκρως σοβαρό.
-Το όνομα του είναι Φοίνικ. Μόνο στο άκουσμα νευρίασε περισσότερο αλλά στο τέλος ο θυμός ισοπεδώθηκε μέσα του.
-Συγνώμη, μίλησε σιγανά.  Συγνώμη Ιζαμπέλα δεν... Η Ιζαμπέλα ακούμπησε το κεφάλι της στο κρεβάτι. Ζαλιζόταν ανυπόφορα.
-Φύγε πριν έρθει ο Κάμερον, καλύτερα να μην σε δει εδώ... Είπε χαμηλόφωνα με μάτια λυπιμένα. Ο πατέρα μου δεν αντέδρασε. Αποχώρησε ήσυχα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα βρήκε τον Κάμερον να τρέχει στο διάδρομο.
-Πού είναι? Είναι καλά? Ρωτούσε απεγνωσμένα τον Λίτσβερ.
-Δεν ξέρω, δεν την είδα. Του απάντησε.
+Ψέμα...
       Ο Κάμερον τρέχοντας μπήκε στο δωμάτιο ακολούθησε και οι υπηρέτριες και ο κ. Μπίτζλ. Το θέαμα δεν ήταν καθόλου ευχάριστο. Η Ιζαμπέλα έδειξε τον γιο της. Εμένα.
-Το λένε Φοίνικ, να μου το προσέχετε. Είπε και το κεφάλι της έγυρε αργά προς την άκρη του κρεβατιού, έτοιμη να πέσει και χτυπήσει το κεφάλι της το πάτωμα. Το βλέφαρα της έκλειναν σιγά σιγά. Ο Λίτσβερ έτρεξε σαν λαγός και την πρόλαβε. Ακούμπησε απλά τον λαιμό της με το χέρι του. Ο Κάμερον λυποθύμησε στα χέρια του καλού του φίλου, κ. Μπίτζλ. Η Ιζαμπέλα με την δύναμη που της είχε απομείνει χάιδεψε το πρόσωπο του Λίτσβερ.
-Αντίο Φοίνικά μου. Του είπε ψιθυριστά και έκλεισε τα μάτια της μια για πάντα. Το πρόσωπο της δεν έφερνε καμία αντίσταση πλέον.
    Μια παραμάνα πήρε εμένα μακριά της ενώ συνέχιζα να κλαίω γοερά. Δάκρυα έτρεχαν και στα δικά μου μάτια... Ο κ. Μπίτζλ έσυρε τον θετό μου πατέρα μέχρι έξω για να συνέλθει. Ακολούθησαν και οι περισσότερες υπηρέτριες. Ο Λίτσβερ με ασπασμούς διέταξε με απειλητική φωνή να βγουν όλοι έξω και να κλείσουν την πόρτας πίσω του. Έμεινε μόνος του να θρηνεί και να παραμιλά:
-Ποτέ δεν θα έβλαπτα εσένα! Πότε! Έλεγε ενώ δάκρυα είχαν θολώσει τα μάτια του.
-Ότι έκανα ήταν για να ζήσουμε μια ζωή μαζί! Σε αγαπώ και δεν πρόκειται να αγαπήσω καμία άλλη! Μακάρι να με ακούς... Μακάρι, συγνώμη που σου έκανα κακό, ΣΥΓΝΏΜΗ! Θα πληρώσουν όλοι στο ορκίζομαι! Όλοι, μαζί με έμενα!
    Ένας στρατιώτης μπήκε από το παράθυρο μέσα στον χώρο. Ο Λίτσβερ έβγαλε το σπαθί του έτοιμος να σκοτώσει τον οποιοδήποτε -και το οτιδήποτε- θα τον χώριζε από εκείνη.
-Κύριε τι θα γίνει με την εκθρόνιση? Ο Βαρόνος περιμένει την διαταγή σας για έφοδο. Ο Λίτσβερ έσφιξε το σπαθί του στο χέρι του.
+ΕΚΘΡΌΝΙΣΗ! ΚΑΙ ΆΛΛΗ ΕΊΧΕ ΕΤΟΙΜΆΣΕΙ?!!
-Αν δεν ήσουν ο μόνος που θα μεταφέρει το μήνυμα, πραγματικά θα σε ΣΚΌΤΩΝΑ! Τόνισε την τελευταία λέξη εξοργισμένος.
-ΑΚΥΡΏΝΩ την απόπειρα εκθρόνισης! Ότι ήθελα από αυτήν μου την πράξη βρίσκεται ΕΔΏ! Τον κοίταξα αγριεμένα ενώ του έδειξε την νεκρή μητέρα μου.
-Θα τον ενημερώσω άλλη στιγμή τώρα, ΠΑΡΕ ΔΡΟΜΟ! Ο άνδρας βγήκε από το παράθυρο όπως όπως. Ο Λίτσβερ πλησίασε την μητέρα μου. Την φίλησε απαλά στο μέτωπο και μετέπειτα την σκέπασε με το σεντόνι του κρεβατιού.
-Καληνύχτα άγγελε μου. Ο Φοίνικας θα θρηνεί αιώνια... Ψιθύρισε και έκλεισε την πόρτα στο δωμάτιο. Μια υπηρέτρια με κατεβασμένο το κεφάλι τον ρώτησε δειλά:
-Θέλετε κάτι υψηλότατε? Έτρεμε από τον φόβο της.
-Πάρε τα πόδια σου και φρόντισε τον αδελφό μου. Φώναξε μία άλλη άχρηστη να πάει να ετοιμάσει το μπάνιο μου! Δεν θα ανεχτώ κανέναν απόψε! ΚΑΝΕΝΑΝ! Και μην τολμήσει κανείς να μπεις στο δωμάτιο της γιατί θα του κόψω τα πόδια με τα ίδια μου τα χέρια! Οτιδήποτε για την κηδεία της Μεγαλειοτάτης θα το κάνω μόνος μου! ΈΓΙΝΑ ΣΑΦΉΣ!?
-Μάλιστα κύριε. Μουρμούρισε η κοπέλα αφού υποκλίθηκε άρχισε να τρέχει στον διάδρομο μήπως και γλυτώσει από τη οργή του.
+Μόλις γνωρίσαμε τον παραδοσιακό Λίτσβερ...
     Άνοιξα τα μάτια μου και πρώτη φορά μόνος μου. Μια σκέψη περιτριγύριζε το μυαλό μου. Η επιστροφή. Σηκώθηκα και κατευθυνθήκα προς το σπίτι του νεκρού Ταιλκ. Δύο τάφοι ήταν στημένοι αντικριστά. Ο Ραούλ ήταν ο πρώτος που συνάντησα. Με χτύπησε ελαφριά στον ώμο.
-Θάψαμε τον φίλο σου. Είναι επικύνδινο να ξέρεις τον κάψουμε οπότε...
-Καταλαβαίνω. Τους απάντησα παρόλο που δεν ήμουν σε διάθεση να μιλήσω. Ακούμπησα απαλά το φρεσκοσκαμμένο χώμα. Η διαίσθηση μου λέγε ότι ήταν του αλόγου μου.
+Καλή ανάπαυση αδελφέ μου.
Ο συνοδός μου σε όλες μου τις περιπέτειές, δεν ήταν πια μαζί μου... Περπάτησα λίγο παρακάτω με αργά βήματα. Τους είδα όλους μαζεμένους δίπλα στον Φίλντιξ, εκείνος με αλυσίδες. Η Κριστάλια έτρεξε και με αγκάλιασε σφιχτά για συμπαράσταση.
-Ηρέμησε είναι όλα καλά. Της είπα ενώ πραγματικά έλεγα ψέματα. Την φίλησα τρυφερά στα μαλλιά.
-Είσαι το στήριγμα μου σε όλο αυτό. Ομολόγησα.
-Δεν σου πάνε τα ψέματα. Απάντησε και με φίλησε ελαφρά στα χείλη.
+Πώς με ξέρει...
Γύρισα να δω τον αδιάκριτο Φίλντιξ. Ζήτησα από την Κριστάλια να μην επέμβει σε ότι κι αν κάνω. Πλησίασα προς το μέρος του "αδελφού" μου.
+Σιχαίνομαι να το σκέφτομαι...
-Περιμένετε όλοι μια απάντηση και θα σας την δώσω. Ανακοίνωσα και όλος ο στρατός με κοίταξε. Έβγαλα το σπαθί μου από το θηκάρι του.
-Το βλέπεις αυτό Φίλντιξ? Τον ρώτησα ενώ του έδειξα την κοφτερή διακοσμημένη λεπίδα. Εκείνος στραβοκατάπιε.
-Ο πραγματικός για εμένα πατέρα μου, ο Κάμερον, μαζί με τον θείο μου -που τελικά έμαθα ότι οι ρόλοι τους να είναι ανάποδα- μου το έκαναν δώρο στα δεκαεφτά μου. Ο Λίτσβερ πέταξε το σπαθί στα πόδια του Κάμερον αδιάφορος. Το οποίο μάλιστα θα γινόταν το δώρο των γενεθλίων μου. Επειδή όμως ο Κάμερον  -ήρεμα να αναπαύεται η ψυχή του- με είχε για γιό του. Έτσι θέλοντας να μου κάνει ένα μάθημα σχετικά με την ζωή κι τον θάνατο ενέργησε ανάλογος. Μου έδωσε αυτό το υπέροχο αλλά και ψυχρό ξίφος. Είναι αδιακοστιμένο από έναν πολύ καλό τεχνίτη. Αγνωρίζεις το σχέδιο αδελφούλη? Τον ρώτησα με αηδία στα λόγια μου μόνο και μόνο που το έλεγα αδελφό μου. Δεν περίμενα απαντήσει οπότε συνέχισα:
-Στην λαβή -στο ξύλο- η αναπαράσταση δείχνει ένα ανθισμένο δέντρο με πολλά χρυσά φύλλα και κλαδιά. Όμορφο, όμως όσο προχωράς προς την κοφτερή άκρη της λεπίδας τα φύλλα λιγοστεύουν, τα κλαδιά σπάνε και σαπίζουν με αποτέλεσμα το όμορφο σχήμα του κλαδιού να εξαφανίζεται στην άκρη του. Τι σου λέει αυτό? Μήπως ότι η κάθε ζωή είναι σημαντική και ότι πρέπει να απονύμω σωστά την δικαιοσύνη? Αυτό πιστεύω εγώ. Για αυτό θα κάνω το σωστό. Του απάντησα.
-Τέλειωσε το να τελειώνουμε! Μου πρότεινε ενώ στάθηκε προσοχή. Τον οδήγησαν -με αυτό- κοντά σε ένα κορμό ενός ηλικιωμένου πεύκου. Σημάδεψα το λαιμό του από τα πλάγια άλλοτε προς το μέρος του και άλλοτε προς το δικό μου. Του χαμογέλασε πονηρά και με όλη μου την δύναμη κίνησα το ξίφος προς το μέρος του. Αντί όμως να κόψω το κεφάλι του έκανα μια βαθειά χαρακιά στο δέντρο. Άνοιξε εκείνος τα μάτια του και είδε το σοβαρό μου βλέμμα.
-Επιλέγω, να ζήσω και να φέρω τον Λίτσβερ στην δικαιοσύνη, όπως θα ήθελα εξάλλου και ο Κάμερον. Όσο για εσένα σου, επιλέγω να σου δώσω διορία, μέχρι μια μέρα, να επιλέξεις σε ποιά πλευρά θα είσαι. Ή μαζί μου και θα αντιμετωπίσουμε τον ίδιο μας τον πατέρα ή μαζί με εκείνον και θα αμετρηθούμε όπως και την μέρα που μας συνάντησες εμένα την Μελίγια και την Κριστάλια στα  σύνορα. Θυμάσαι στα σύνορα Χρυσής Ακτής και Βασιλείου της Πέτρας, έτσι δεν είναι?
-Μα εγώ θα σε σκότωνα ύπουλα με την βοήθεια ενός τοξότη!? Με ρώτησε σαν χαζός...
-Τότε καλό είναι που έχουμε την Κριστάλια εδώ. Τους μίλησα ψυχρά ενώ δεν έλειψε η αντίδραση της Ελεωνόρας:
-Αποκλείεται είναι άδικο! Εγώ θα το σκοτώσω! Παραπονέθηκε ενώ το κοιταξε με το βλέμμα του δολοφόνου.
-Ακούς Φίλντιξ? Θα σε αναλάβει η Ελεωνόρα την δική σου. Του είπα και εκείνος κατατρόμαξε ακόμα περισσότερο...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top