~ 44 ~
~ Η Κατάρα των Αναμνήσεων ~
-Δεν είναι αλήθεια! Είπα, αλλά δεν μπορούσα να αλλάξω τα πράγματα...
-Νομίζεις ότι δεν σου έλεγα κάτι τέτοιο έτσι για πλάκα! Αυτό περίμενα να συμβεί! Απάντησε νευριασμένος ο Οσά-ι. Με κοίταξε στα βαθειά μέσα στα μάτια. Το κεφάλι μου άρχισε να πονάει ξανά, ήταν έτοιμο σπάσει. Δεν ήξερα τι μου έκανε. Είχα ασπασμούς από τον πόνο. Φώναζα να σταματήσει τον ίδιο και η Κριστάλια:
-Σταμάτα, τον πονάς! Η φωνή της δεν τον επιρέασε.
Ξαφνικά το ίδιο απότομα με τον ξεκίνημα ο πόνος εξαφανίστηκε. Μόλις μου έφυγε εντελώς μου είπε:
-Θέλω να τις δεις όλες. Μην αυτοκτονήσει πριν δεις και την τελευταία ανάμνηση. Είναι σημαντική. Μου είπε. Μόνο τα λόγια του με καθοδηγούσαν για το τι πρόκειται να δω.
-Πήγαινε κάπου μόνος σου να ηρεμήσεις και μετά η μοίρα του -είπε και έδειξε με τα μάτια του τον Φίλντιξ- είναι στα χέρια σου. Μπορείς να κάνεις ότι θες, γνωρίζοντας όμως τι έχεις κάνει.
-Φοινίκ σε παρακαλώ, μη! Με δάκρυα στα μάτια με αγκάλιασε η Κριστάλια.
-Δεν πρόκειται να κάνω τίποτα μέχρι να γυρίσω. Της αποκρίθηκα και στράφηκα προς τους στρατιώτες.
-Μην τον πειράξετε μέχρι να επιστρέψω. Σε μια δύο ώρες θα είμαι πίσω. Έχω πολλά να χωνέψω... Μόλις γυρίσω θα σας πω τι θα κάνουμε με αυτόν. Και έδειξα τον τρομοκρατημένο Φίλντιξ. Με ένα άγριο βλέμμα να τον διαπερνά απομακρύνθηκα. Ο Ραούλ και οι υπόλοιποι θα τελούσαν νεκρικές τιμές στον φίλο μου.
+Η μόνη αλήθεια που γνώρισα έφυγε από αυτόν τον κόσμο. Ένα μυστικό την αντικατέστησε βουτυγμένο κι αυτό στο βούρκο... Δεν είμαι πρίγκιπας, δεν είμαι τίποτα!
Αυτές οι σκέψεις με παρακίνησαν να κάτσω κοντά σε ένα δέντρο να ξεκουραστώ. Ακουμπόντας την πλάτη μου στον γυμνό κορμό του δέντρου με πήρε ο ύπνος. Αντί να δω όμως όνειρα με περίμενε κάτι πιο σκοτεινό... Η κατάρα των αναμνήσεων του πρόην θείου μου και βιολογικού μου πατέρα...
+Είμαι και εγώ ένα τέρας? Θα γίνω?
Με αυτή την σκέψη άνοιξα τα μάτια μου. Πλέον το είχα συνηθίσει. Ήμουν ξεκάθαρα στο σώμα του Λίτσβερ και δεν είχα κανένα δικαίωμα να παρέμβω στην ιστορία του. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να σκέφτομαι και να κρίνω ανάλογα με τις καταστάσεις... Κάλπαζα πάνω σε ένα μαυρόασπρο άτη. Βρισκόμουν στο δάσος και δεν ήμουν μόνος μου, δίπλα μου-στον Λίτσβερ βρισκόταν ένας νεαρός. Καστανομάλλης με μαλλί μέχρι τον ώμο φορούσε πανοπλία. Η ηλικία του δεν θα ήταν πάνω από δεκαπέντε χρονών.
-Εειι Λίτσβερ, δε θα ξημερώσουμε χτυπά τα ινία, δεν θα σε φάει.
-Δεν μου αρέσουν τα άλογα Βαρόνε, μην κάνεις ότι δεν το ξέρεις! Πράγματι το αγόρι θύμιζε τον βασιλιά των Λιμνοφιδίων, ήταν ψηλός και είχε τα ίδια καταγάλανα έντονα μάτια της Κριστάλια. Δεν ήταν άλλος παρά ο πατέρας της.
+Άρα, αυτοί οι δύο γνωρίζονται από παιδία... Χρήσιμη πληροφορία. Για αυτό τον βοήθησε στην εκθρόνιση ο Βαρόνος...
Τα άλογα απότομα σταμάτησαν. Ο Λίτσβερ πήγε να πέσει, το αισθάνθηκα και εγώ. Δεν ήταν καλός καβαλάρης...
-Κάτι μυρίζουν. Μίλησε ο Βαρόνος νευρικός.
-Μην λες ανοησίες, δεν βλέπεις τον καπνό. Δεν είναι πολύ μακριά, ούτε δύο χιλιόμετρα.
-Εξυπνοπούλι. Σχολίασε. Εγώ-ο Λίτσβερ απαντήσαμε. Κοίταξε προς το δάσος. Δεν κατάλαβα τι έψαχνε να βρει.
-Τι κοιτάς? Τον ρώτησε ο Βαρόνος βλέποντας τον.
-Αααα. Λέω μήπως, για τον αν το έσκασε η Ιζαμπέλα από το παλάτι... Αχ καημένε μου.
-Τι λες, φυσικά και όχι! Του απάντησα ξερά αλλά με νευρικότητα στην φωνή του.
+Δεν το έχει παραδεχτεί ακόμα...
-Έλα τώρα, όχι τέτοια σε εμένα. Είσαι τσιμπημένος μαζί της... Κρίμα βέβαια που ο πατέρας της είναι σωστό κάθαρμα. Παραδέχτηκε ο Βαρόνος και συνέχισε:
-Ελπίζω παντός να κρατάει τον λόγο του και να ισχύσει η υπόσχεσή του. Συνέχισε λέγοντας.
-Το ίδιο και εγώ, αλλά δεν τον εμπειστεύομαι. Αποκρίθηκε ο Λίτσβερ δειλά.
+Για ποιά συμφωνία μιλάνε?
Ο Λίτσβερ κοίταξε ξανά προς το δάσος.
-Το περίμενα! Τζάκσον ξεκινά, στρατιώτες των Λιμνοφιδίων! Πρόσταξε ο Λίτσβερ. Ούτε που είδα κάτι. Πράγματι ήταν εφυΐα σε κάτι τέτοια...
+Για ένα λεπτό, ο Βαρόνος ή Τζάκσον και οι Λιμνοφιδίων που κολλάνε? Τι γίνεται εδώ?
Ο Βαρόνος προσπάθησε αλλά μπροστά του βρέθηκαν δύο ιππείς. Ο Λίτσβερ όμως δεν έμεινε στάσιμος. Παρόλο που τους περικύκλωσαν είχε σχέδιο απόδρασης από τον κλοιό τους.
-Δεντριδώνες παραβιάσατε τα σύνορο μας. Η ποινή σας είναι ο θάνατος! Πρόσταξε ένας άνδρας με περικεφαλαία και όλη έβγαλαν τα σπαθιά τους. Ο Λίτσβερ σήκωσε τα χέρι του και είπε στον αρχηγό τους:
-Ζητούμε ταπεινά συγγνώμη. Ο φίλος μου από εδώ θέλει να ενταχθεί στον στρατό σας. Αν έχετε την καλοσύνη να τον δέχτηκε τότε θα...
Ο Βαρόνος τον πλησίασε και του ψιθυρίσε:
-Τι λες! Θα μας σκοτώσουν επί τόπου!
-Πάντα ήθελες να πας στον στρατό τους. Και μην ανησυχείς, τα έχω όλα υποέλενχο. Ο βασιλιάς σε έχει πραγματικά γραμμένο, παραδέξου το. Άσε που δεν θα του λείψει ένας πρόην ληστής... Όσο για την προσφορά σου ως ιατροδικαστής, έχει εμένα και του παραφτάνω...
+Ο Βαρόνος ήταν Ληστής στα νιάτα του. Έτσι εξηγείται ο χαρακτήρας της Κριστάλια...
-Χάνω την υπομονή μου! Συνέχισε ο άνδρας με την περικεφαλαία.
-Συγνώμη για την μικρή συζήτηση. Χαμογέλασε δειλά ο Λίτσβερ.
-Θέλετε να τον δοκιμάσετε στον στόχο? Αν δεν τα καταφέρει σκοτώστε μας. Ο Βαρόνος και εγώ είχαμε μείνει άφωνοι με την πίστη του Λίτσβερ.
-Καλά. Ρίξε. Είπε μονότονα. Αμέσως ο Βαρόνος έβγαλε το τόξο του. Ο άνδρας πέταξε το κράνος του στον αέρα. Ο Τζάκσον όχι μόνο το πέτυχε αλλά το κάρφωσε και στο κέντρο ενός δέντρου.
+Κάτι μου θυμίζει...
Ο άνδρας χαμογελάσε.
-ΕΣΎ μένεις, ΕΣΎ φεύγεις και μην τολμήσεις να σε ξαναδώ ποτέ μου! Διέταξε ενώ χτύπησε τα γκέμια του καφετί αλόγου του να ξεκινήσει. Ο Βαρόνος "μας κοίταξε"-τον Λίτσβερ- λίγο πριν αποχωρήσει μαζί τους:
-Σε ευχαριστώ, θα σου το ξεπληρώσω.
Τα μάτια μου ταράχτηκαν και πριν προλάβω να αντιδράσω άλλαξα ανάμνηση. Από το πουθενά βρέθηκα στο κάστρο, πρόην σπίτι μου να στέκομαι έξω από την κυρία πύλη. Ένας άνδρας σε μεγάλη ηλικία με πλησίασε. Ένιωσα την αηδία στα συναισθήματα του Λίτσβερ. Τον χτύπησε απαλά στον ώμο, δεν είπε τίποτα, απλά χαμογελάσε. Ο Λίτσβερ προσπάθησε να το ανταποδώσει αλλά στην πραγματικότητα τον περνούσε από αποδοκιμασία. Τα άσπρα του μαλλιά ήταν κοντά και τότε ήταν που πρόσεξα την κορώνα στο κεφάλι του. Ήταν ο παππούς μου! Ο Ιππόβ Γ'! Μπορεί να είχα ακούσει την περιγραφή του από τον Κάμερον όμως ποτέ δεν πήρα μια ξεκάθαρη απάντηση για το αν ήταν καλός ή κακός ως βασιλιάς. Πολύ όμως μου έλεγαν ότι ήταν αγαπητός στον λαό, έκανε τα πάντα για να είναι εκείνοι χαρούμενοι... Ενώ εγώ ονειροπολούσα ο Λίτσβερ προχώρησε στην αίθουσα. Τότε ήταν που στάθηκα δίπλα στο -θετό και νεκρό πλέον- πατέρα μου! Δεν μπορούσα να το χωνέψω. Νέος γύρο στα δεκαεφτά, ψηλός, αρρενωπός, με πανέμορφα μαύρα με χρυσή επένδυση ρούχα. Σωστός αξιωματικός του βασιλιά έδειχνε ο Κάμερον! Ο Λίτσβερ λίγο πιο ψηλός από εκείνον, ντυμένος και αυτός με παρόμοιο τρόπο. Φορούσε -από τις αισθήσεις που ένιωθα- τις ίδιες μπότες είχε και στην προηγούμενη ανάμνηση που είδα πρίν καιρό! Στάθηκα στο πλάι του σε στάση προσοχής. Οι δύο πατεράδες μου είχαν μια σύντομη συζήτηση:
-Η μέρα σου αδελφέ μου. Είχες άγχος? Ρώτησε ο Κάμερον με ένα ζεστό χαμόγελο τον αδελφό του.
-Ναι. Ανησυχώ μήπως και δεν της αρέσει το δακτυλίδι. Θα νευριάσει στο λέω και θα με παρατήσει! Απάντησε με χιούμορ ενώ ο Κάμερον χαμογελάσε πιο πολύ.
+Σε τι στιγμή τον έχω πετύχει θεέ μου! Λίτσβερ με χιούμορ? Από πιο παραμύθι ξεφύτρωσε!
-Αποκλείεται. Συμπλήρωσε σίγουρος ο Κάμερον. Ο Λίτσβερ παρέμεινε σοβαρός. Εκείνη την στιγμή, ο Βασιλιάς μπήκε στο χώρο και αμέσως μετά ακολούθησε καμαρωτή η κόρη του. Εκείνη την στιγμή, κατάλαβα τα αισθήματά που έτρεφε για χάρη της ο πατέρας μου. Για λίγα λεπτά ήταν διαφορετικός... Άλλος άνθρωπος! Χαμογελαστός και με ένα χαμόγελο, την κοιτούσε. Δεν ξεκόλλαγε το βλέμμα του από πάνω της! Φορούσε και ένα έντονο γαλάζιο με χρυσή επένδυση φόρεμα, του έτρεχαν τα σάλια. Ήταν πραγματικά πανέμορφη. Έσφιξε το δακτυλίδι γερά μέσα στην παλάμη του.
+Η καταραμένη βέρα! Οχ, ξέρω σε ποιός στιγμή της ζωής του θα παρακολουθήσω... Δράμα έχει τον τίτλο.
Ο Βασιλιάς με κύρος άρχισε να μιλά στον λαό του που είχε μαζευτεί έξω και μέσα στο παλάτι:
-Μαζευτήκαμε σήμερα εδώ για έναν πολύ σημαντικό λόγο. Ο ποιός σημαντικός από όλους κατά την γνώμη μου... Σήμερα λοιπόν, θα στέψω διάδοχό μου αυτόν που θα παραδώσω την κόρη μου και αύριο είστε όλοι καλεσμένοι στον γάμο της μέλλουσας βασίλισσας και συζύγου Ιζαμπέλας! Φασαρία διαπέρασε τον χώρο.
-Μακάρι να είναι ο Κάρολος. Άκουσα να λέει ένας μέσα από το πλήθος.
-Μα η πριγκίπισσα άκουσα φήμες να λένε ότι τρέφει αισθήματα για τον αδελφό του, Λίτσβερ? Απόρησε μια άλλη φωνή ενός νεώτερου μέσα στο μπουλούκι.
-Αποκλείεται να μας αφήσει με τον Βασανιστή ο Ιππόβ! Θα κάνει την σωστή επιλογή. Ένας γέρος συμπλήρωσε. Ο Λίτσβερ προσπάθησε να τους αγνωήσει. Η Ιζαμπέλα κοιτούσε και τους δύο αδελφούς με την άκρη του ματιού της, αλλά κύριος εκείνον. Δεν τον περιφρονούσε όπως οι άλλοι...
-Ο Διάδοχος μου θα είναι οοοο ΚΑΡΟΛΟΣ! Φώναξε και όλοι ζητοκραύγαζαν. Ο Κάρολος σαστισμένος δεν ήξερε τι να πει -και το σημαντικότερο που να κρυφτεί!- από τον πληγωμένο αδελφό του. Το πλήθος τον επιφημούσε έντονα ενώ έριχναν επιθετικές ματιές κατά του Λίτσβερ. Εκείνος από την άλλη κοίταξε με λύπη τον αδελφό του. Δεν έχω νιώσει ποτέ μου τόσο θυμό όσο τώρα. Ο Λίτσβερ, έτοιμος για όλα, έφερε το χέρι του πάνω από το θηκάρι του σπαθιού του. Όμως μια κίνηση της Ιζαμπέλας με τα μάτια τον σταμάτησε από να λερώσει το πάτωμα της αίθουσας... Ήταν αρκετά πειστικό το βλέμμα της. Δεν έδειχνε χαρούμενη ούτε να το περιμένει... Πικραμένη ήταν, απλός προσπαθόντας μην το δείχνει. Αυτό ενωούσε ο Ταιλκ: "Ακυρώθηκε ο αρραβώνας"...
-Ανάθεμάσε Ιζαμπέλα με τα μελοδραματικά σου! Ξεστόμισε ο Λίτσβερ ηττημένος. Άφησε το θηκάρι ενώ έδωσε το δακτυλίδι του στον αδελφό του. Βγήκε έξω φρενών από την αίθουσα. Αντίθετα όμως με τις σκέψεις του, έκλεισε ήρεμα την πόρτα. Ομιλίες κατέκλυσαν τον χώρο αλλά δεν τον ένοιαζε.
Σε δευτερόλεπτα ο χώρος άλλαξε ξανά. Πικράθηκα στα αλήθεια με αυτή την ιστορία.... Πλέον -στο σώμα του πατέρα μου- ήμουν αναγκασμένος να πηγαίνω πέρα δώθε στο δωμάτιο του. Δεν είχε καμία αλλαγή. Ο χώρος ήταν ολόιδιος. Ένα λύτο δωμάτιο. Δεν μπορούσα να το χρονολογήσω. Ό χρόνος δεν το επιρέαζε όσο καιρός κι αν είχε περάσει... Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα εξοργισμένη η μητέρα μου.
-Πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό! Μετά από τόσο που σου έκανε ο πατέρας μου εσύ... Ο Λίτσβερ αμέσως την διέκοψε:
-Μην πιάνεις στο στόμα σου το κάθαρμα! Άκου εκεί! ΘΑ ΤΟ ΞΑΝΑΚΆΝΑ ΚΑΙ ΔΈΚΑ ΚΑΙ ΤΕΤΡΑΚΌΣΙΕΣ ΦΟΡΈΣ! Φώναξε εξοργισμένος ενώ τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω στα δικά της.
-Τι θα πω τώρα στον Κάμερον? Μίλησε έτοιμη να βάλει τα κλάματα αλλά συγκρατήθηκε, μη θέλοντας να δείξει αδυναμία μπροστά του. Θα κρατούσε την αξιοπρέπεια της.
-Δεν με νοιάζει. Μίλησε ψυχρά ο πατέρας μου.
+Έγινε ο εαυτός του πάλι. Τα γεγονότα παντός είναι μετά την στέψη...
-Όπως νομίζεις. Εσύ στην μίζερη ζωούλα σου και εγώ στην δική μου, με το παιδί μου και τον άνδρα σύζυγό μου. Του ξεστόμισε και εκείνος έχασε τον έλεγχο. Έτσι θηρίο πέταξε την καρέκλα που βρίσκονταν μπροστά του και την πλησίασε με απέχθεια. Πρόσωπο με πρόσωπο την ρώτησε ευθέως:
-Πώς το είπες? Εκείνη έμεινε άκαιρη στην θέση της. Τον γνώριζε καλά. Δεν τον φοβόνταν καθόλου!
-Ποιό? Για τον άνδρα μου ή...
-ΤΟ ΆΛΛΟ! Και μην με εξοργίζεις! ΞΈΡΕΙΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΑΠΌ ΤΟΝ ΚΑΘΈΝΑΝ ΜΈΧΡΙ ΠΟΥ ΜΠΟΡΏ ΝΑ ΦΤΆΣΩ! Φώναξε και η φωνή του διαπέρασε τον χώρο.
-ΕΊΜΑΙ ΈΓΚΥΟΣ. Θες να μεταφέρεις τα νέα ΕΣΎ στο αδελφό σου ή να του το πω ΕΓΏ. Του μίλησε με αδιάφορο ύφος. Για μια στιγμή κόλωσε. Είχε νικήσει στην αψυμαχία τους. Δεν ήξερε τι να απαντήσει.
-Έχω δουλειά. Πήγαινε και άφησε με μόνο μου! Την διέταξε. Αυτά τα λόγια ήταν ότι του είχε απομείνει από την φωνή του... Η εικόνα, διαγράφτηκε αστραπιαία. Όλα θόλωσαν για ακόμα μια φορά. Κατα επανάληψη βρέθηκα στο παρελθόν.
+Το βαρέθηκα πια! Δεν το αντέχω... Βλέπω και μπερδεύομαι ακόμα πιο πολύ!
Ήταν σκοτεινά, το μόνο που ξεχώριζα ήταν μια σκιά στο βάθος. Ο Λίτσβερ άναψε μια δάδα. Είδα τον γέρο Ιππόβ να πετάγεται όρθιος από από το φόβο. Τον είχε πάρει ο ύπνος στον δωμάτιο του δίπλα στον καθρέφτη. Έτρεμε ολόκληρος ενώ τον κοιτούσε τρομαγμένα λες και είδε τον σατανά με τα μάτια του.
+Ή τον είδε?
-Νομίζεις ότι απειλήσε? Τι γλυκό. Χασκογέλασε στο τρόμο του ο Λίτσβερ, βγάζοντας από το θηκάρι το γαλάζιο σπαθί του.
-Καλό σημάδι, δεν σε και έπιασα αδιάβατο. Είπε καθώς έγδαρε το ακονισμένο του ξίφος πάνω σε ένα τραπέζι, αφήνοντας μια βαθιά χαρακιά. Ο ήχος ήταν ανατριχιαστικός. Ο Ιππόβ τον παρακολουθούσε αμέτοχος ενώ το σώμα του είχε παραλύσει από τον τρόμο.
-Με την εικόνα σου αυτοπροδίδεσε από μόνο σου. Άρα έχεις συνείδηση των πράξεών σου, πεθερούλι. Η καρδιά του Ιππόβ για έλα λεπτό σταμάτησε να χτυπά. Για μια στιγμή δεν τολμούσε καν να πάρει ανάσα. Η αποδοκιμασία στο βλέμμα του Λίτσβερ ήταν ολοφάνερη... Ο Ιππόβ ξεροκατάπιε, κυριευμένος από τον ίδιο του τον φόβο. Τελικά προσπάθησε να μιλήσει:
-Συνχώρεσέ με. Έκανα λα_θ...
-Λάθος; Αδύνατον! Αναφώνησε ψυχρά ο Λίτσβερ.
-Λάθος κάνει μόνο αυτός που δεν ξέρει τις συνέπειες των πράξεών του. Εσύ όμως, ούτε σήμερα αλλά ούτε και στο παρελθόν κατάλαβες το ΔΉΘΕΝ λάθος σου. Ξέρεις τι μου θυμίζει η ιστορία μας? Είναι σαν το "τραγικό" τέλος του χωριάτη Δολνερ και του αγαπημένο του κυνηγόσκυλου. Φύλακας σωστός ήταν αυτό το ζωντανό. Σωματοφύλακας και καλό στο κυνήγι. Εξαιρετικό πλάσμα. Γιγάντιο και μεγαλοπρεπή θηρίο από την μία, με κοφτερά σαγόνια από την άλλη. Κάνεις δεν τολμούσε να το πλησιάσει, ούτε καν σκέφτονταν να περάσει τον φράχτη του σπιτιού του. Όμως ο θάνατος του γέρου δεν ήρθε από απέξω αλλά από μέσα. Ξέρεις γιατί; Πιθανόν θα μάθεις... Ο εγωιστής άνθρωπος, δυστυχώς για εκείνον, ήθελε και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη. Μακάρι δηλαδή να έκανε και τα δύο. Το ζωάκι του δεν ζητούσε πολλά... Τροφή, στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η ιστορία, τώρα που τα λέμε, μοιάζει πολύ με κάποια άλλη... Και σε εκείνη, υπήρχε ο ρόλος του "ζωάκι" και μάλιστα και εκείνο ζητούσε το κακόμοιρο "τροφή". Τίποτα ακριβό, τίποτα υπερβολικό. Ένα φτηνό συναίσθημα έψαχνε και έψαχνε. Άγνωστο σε εσένα. Λέγεται, για όσους δεν το ξέρουν, αγάπη. Όχι όμως! Δεν του το έδωσε, δεν το άξιζε! Η τροφή παρόλο αυτά, ήταν απαραίτητη για αυτό το αθώο πλάσμα... Πεινούσε και νηστικό σαν να μην έβρισκε τίποτα άλλο, έφαγε -ζωντανό- το αφέντη του και κάνεις μα κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει όσο κι αν εκείνος ούρλιαζε. Ο λόγος; Οι γείτονες του ψωροαφέντη το φοβόντουσαν... Έτρεμαν στην εικόνα του πλάσματος επειδή, ΕΚΕΊΝΟΣ τον ανέθρεψε να γίνει έτσι. Το ζωάκι δεν έφτεγε. Το εκπαίδευσαν, του ΖΉΤΗΣΑΝ να γίνει ένα ΤΈΡΑΣ και εκείνο -το ανόητο!- συμφώνησε για να πάρει την τροφή.
Ο Ιππόβ έβαλε τα κλάματα. Τα λόγια του Λίτσβερ ήταν φοβερά από κάθε άποψη...
-Μην με σκοτώσεις Λίτσβερ, θα σου δώσω ότι θες! Τον παρακάλεσε.
-Αυτό που ήθελε και ζητώ, θα το πάρω έτσι κι αλλιώς. Ιδού του συμπέρασμα: Δεν σε χρειάζομαι πια. Μίλησε ενώ τον κοίταξε με περιφρόνηση με την άκρη του ματιού του. Γέμισε ένα ποτήρι κρασί μέχρι την μέση και του το έδωσε. Εκείνος το πήρε δειλά και ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του:
-Δηλητήριο? Η απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του.
Ο πατέρας μου -που με είχε αφήσει άφωνο- έβαλε τα γέλια.
-Χαχα, στην αρχή, έτσι τώρα που το αναφέρεις, σκέφτηκα να σε σκοτώσω κατά αυτόν τον τρόπο. Αλλά βλέπεις, είσαι τόσο αχάριστος και άξεστος που ούτε αυτό δεν σου αξίζει... Είχα και άλλες εκδοχές: Να σε κρεμάσω, να σε δέσω πίσω από ένα κινούμενο καρό, να σου ανοίξω το κεφάλι στην μέση, να δώσω αργότερα το άψυχο τομάρι σου αργότερα στα σκυλιά αλλά...
-Αλλά? Που κατέληξες? Ρώτησε φρικιασμένος. Εκείνος τον πλησίασε. Τρόμαξα ακόμα και εγώ που ήμουν μέσα του. Τον κοιτούσε σαν λεοπάρδαλη έτοιμη να χημήξει στο θύμα της.
-Θα πληρώσεις με το ίδιο τίμημα. Θα σου δείξω πως ένοιωσα την μέρα της στέψης, θα σου δείξω το τρόπο αλλά και την τιμωρία που θα επιβάλλω σε όποιον θα πέσει από εδώ και πέρα στα χέρια μου. Σαν την δική σου δική θα τους δικάζω. Του ψιθύρισε στο αφτί. Ανατρίχισα. Αμέσως μετά του έκανε νόημα να γυρίσει προς τον τοίχο. Εκείνος έκλεγε ασταμάτητα και τα δόντια του χτυπιώντουσαν συνεχώς κανόνας ένα μικρό κρότο.
+Τι σχεδιάζει?
-Και για να ξέρεις, αύριο, το πτώμα σου, θα περάσεις από τα χεράκια μου για αυτοψία. Οι δώδεκα φρουροί σου -που του πλήρωσες γιατί με φοβόσουν ξέρεις που λέω- οι ίδιοι μου έκαναν χώρο για να περάσω απόψε. Ααα και να μην παραλήψω. Αύριο επίσης οι ίδιοι θα ενημερώσουν τον λαό ότι μπήκαν "ληστές" απόψε στο παλάτι. Κάνεις δεν αντιστέκεται στην εξουσία του κυνηγόσκυλου. Να το θυμάσαι καλά. Θα απονέμω δικαιοσύνη σε οποίον κριθεί απαραίτητο. Χωρίς εξέρεση! Σου εύχομαι αιώνια ζωή στην κόλαση. Θα τα ξαναπούμε, εκεί κάποια μέρα. Ο Ιππόβ τελικά μίλησε ως τελευταία του λόγια:
-Καν' το! Σκότωσε με, αφού σε ευχαριστεί! Το ίδιο θα σου έκαναν αν μπορούσα αυτήν την στιγμή! Πρόσταξε.
-Με ψυχολόγισες με ακρίβεια. Καλό σκυλάκι. Του απάντησε με ειρωνία. Προσπάθησα να κλείσω τα μάτια μου, δεν μπόρεσα. Το σπαθί του πατέρα μου διαπέρασε την πλάτη του παππού μου, τρυπώντας την καρδιά του. Το γαλάζιο σπαθί διαπέρασε το σώμα του φτάνοντας ως έξω. Ο Λίτσβερ τράβηξε το σπαθί, αφήνοντας πίσω έναν βαθύ αιματοβαμμένο λεκέ στα βασιλικά του ρούχα. Ο Ιππόβ αμίλητος έπεσε στο έδαφος με κλειστά τα μάτια. Το σώμα του σφιγμένο. Αίμα ανάβλυζε πηχτό και πλημμύρισε τον χώρο. Έτρεξε και πάνω στο σπαθί, στα χέρια μου, στο πάτωμα. Ο Λίτσβερ με ένα μαντήλι σκουπίσε τα χέρια του και κατευθυνθήκα προς την πόρτα. Αμείλικτος χώρις ίχνος ντροπής μέσα του... Σωστός εκτελεστής.
+Σκότωσα τον παππού μου! Ούρλιαξα ενώ ξύπνησα από τον λήθαργό μου από την σύνχιση. Τα μάτια μου είχαν γίνει κόκκινα από τον πόνο και τον πυρετό. Το στήθος μου ανεβοκατέβαινε σαν πριν λίγο να είχα χάσει την ανάσα μου. Αυτοκαταστρεφόμουν...
Δεν τελείωσες...
Ξεπήδησε η φωνή του Οσά-ι στο μυαλό μου.
-Δεν μπορώ άλλο. Του απάντησα δειλά ενώ ήταν καθαρά η αλήθεια...
Μπορείς! Έχεις αίμα δράκου μέσα σου!
Τα λόγια του μου έδωσαν θάρρος. Πήρα βαθειά ανάσα και έκλεισα τα μάτια μου.
+Ότι είναι ας γίνει...
Συνεχίζεται....
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top