~ 43 ~

Φοινίκ (↑)

~ Οργή, πόνος, θυμός κι μια αλήθεια~

Για να δούμε...

***

-Οσά-ι γιατί δεν είπες την αλήθεια στον Φοινίκ; Ρώτησε η Κριστάλια νευριασμένη μαζί του.
-Κάποιες αλήθειες πληγώνουν πιο βαθιά από κάθε πληγή. Της αποκρίθηκε. Η Κριστάλια δεν πείστηκε. Την πρόλαβε όμως η φίλη της.
-Μα τι σκεφτόσουν? Τον άφησες στην τύχη του θεού και νόμιζες ότι δεν θα κάνει καμία παλαβομάρα!; Μίλησε με την ίδια στάση η Ελεωνόρα.
-Σταματήστε και κρατηθείτε γερά. Μίλησε αυστηρά ο Οσά-ι ενώ έκανε μια ακόμα βουτιά στον αέρα για να ελαττώσει το ύψος. Όταν σταθεροποιήθηκε είπε:
-Δέχτηκα να πάρω και εσάς μεγαλειοτάτη, γιατί είναι ανάγκη. Αν κινδύνευε ο Φοινίκ και ο μέλλοντας σύζυγος σας και πατέρας του παιδιού σας ούτε που θα το σκεφτόμουν. Ζήτω κατανόηση και από τις δύο σας και ειδικά από εσάς βασίλισσα Ελεωνόρα -που κρατήσατε τόσο καιρό- ένα άκρος σημαντικό μυστικό! Άντε δεν το έχω και πολύ να σας στείλω με τον Ραούλ.
    Η Ελεωνόρα μαζεύτηκε. Είχε δίκαιο. Η πράξεις τις δεν ήταν διαφορετικές από ότι αυτού του πλάσματος ούτε οι προθέσεις του είχαν κακή πρόθεση. Η περίπτωση του ήταν ακριβώς όπως η δική της ή τουλάχιστον αυτό έλπιζε.
-Αα μην φορτώνεις τα λάθη σου στην Ελεωνόρα! Του αντιγύρισε η Κριστάλια. Την Ελεωνόρα δεν την ενδιέφερε τόσο αυτό όσο κάτι άλλο που είπε.
-Για ένα λεπτό, είπες ότι ο Ντικίλ μου κινδυνεύει!
Ο Οσά-ι δεν απάντησε κι ας γνώριζε ότι κάτι πάει στραβά. Αντίθετα άρχισε να μονολογά. Η σκέψεις του ήταν συνεχώς για τον Φοινίκ.
-Πάντα βρισκόταν σε κύνδινο από τότε που γεννήθηκε. Αχ...
Ίδιος ο πατέρας του! Με την αποφασιστικότητα και το πείσμα του μπορεί να καταφέρει τα πάντα! Σπάζοντας τους τοίχους που τον περικλείουν. Κι οι δύο είχαν την δυνατότητα σώσουν κόσμο, κι οι δύο υπερασπίζονται το δίκιο. Με την ευφυία τους μπορούν να ισοπεδώσει στρατούς ολόκληρους μα.. Δεν είναι πάντα έτσι. Κάποιοι τοίχοι Κριστάλια δεν σπάνε. Πρέπει να τους προσπεράσεις ή να κάνεις πίσω αλλά... Μας βγήκε ο γιός το ίδιο αμετακίνητος με τον πατέρα! Πρώτα θα αυτοκαταστραφεί προσπαθώντας με κάθε του δύναμη να περάσει κι αφού μείνει αδύναμος 
-ξεζουμισμένος από κάθε λογική, κάθε είδους σκέψη- θα καταστρέψει τους πάντες και τα πάντα!
-Δεν είναι ο Κάμερον, έτσι δεν είναι? Ρώτησε διστακτικά τον Οσά-ι η Κριστάλια. Εκείνος κοίταξε αμήχανα το κενό, τα χείλη είχαν σχηματίσει μια λεπτή γραμμή. Δεν μπορούσε να κοιτάξει κανέναν στα μάτια μετά από τα καμώματά του. Ένιωθε τύψεις. «Λάθος σου. Έπρεπε να πω την αλήθεια τότε. Δεν του άξιζε η απόκρυψη ενός τέτοιου μυστικού...» Μάλωνε τον εαυτό του ψιθυριστά...
-Όχι. Μακάρι να 'ταν. Ήταν αυτό που απάντησε τελικά. Τα κορίτσια δεν επέμειναν. Τους αρκούσε αυτό που άκουσαν.
-Η συζήτηση τελείωσε... Φτάνουμε! Τις ενημέρωσε ο δράκος κοιτώντας την θέα του δάσους από κάτω του.

***

+Πώς μας έμπλεξα έτσι! Μόνο και μόνο για να μάθω  θα άθλια αλήθεια θα πεθάνει ο Ντικίλ για χάρη μου! Και έχει και παιδί να αναθρεύσει!
-Τι έγινε, δεν θα βγείτε πουλάκια μου? Δεν σας αρέσει η παρέα μου? Μας ρωτούσε με το ύπουλο γελάκι στο πρόσωπό του ο Φίλντιξ.      
    Είχαμε κρυφτεί κάτω από το τραπέζι. Βάλαμε για ανθρώπινη ασπίδα το σώμα του νεκρού Ταιλκ...
-Αηδία. Ψιθύρισε ο Ντικίλ σχεδόν κολλημένος πάνω μου. Το αίμα έσταζε πάνω στο ρούχο του.
-Τι θες Φίλντιξ; Τον φώναξα απότομα.
-Έλα τώρα ξαδελφούλι μου. Τι να θέλω, το κεφάλι ίσος? Μπα αυτό θα το κάνει ο μπαμπάς. Κοίταξε αγριεμένα στους φρουρούς του και φώναζε:
-Άντε τι περιμένετε! Σπάστε την πόρτα! Τον ηλίθιο δεν με νοιάζει τι θα τον κάνετε μα τον ξάδελφό τον θέλει ο Λίτσβερ!
Δεν σκέφτηκα απλός έπραξα.
-Τότε δεν θα του κάνω την τιμή! Τραβώντας το σπαθί μου και παίρνοντας το σχεδόν ξυστά στο λαιμό μου απείλησα τον Φίλντιξ ότι θα αυτοκτονήσω.
+Δεν θα του αρέσει αυτή η ιδέα...
-Φτου. Ύπουλο! Ο Φίλντιξ κούνησε το χέρι του προς τους φρουρός που βρίσκονταν στην πόρτα. Ο ήχος από σπροξήματα στην πόρτα σταμάτησε. Με ρώτησε ξεκάθαρα:
-Τι ζητάς; Η απάντηση κρεμόταν από τα χείλη μου.
-Να αφήσεις τον Ντικίλ ίσυχο και θα έρθω οικειοθελώς. Του είπα.
+Σας γλυτώσει αυτός τουλάχιστον...
-Αδύνατον. Μου αποκρίθηκε. Δεν μπαίνω ούτε καν στον κόπο να σου πω ψέματα. Είναι γέλιο, δεν πρόκειται να το κάνω! Μου απάντησε νευριασμένος χωρίς καμία ένδειξη αλλαγής της άποψής του...
-Για πρώτη φορά μίλησες ειλικρινά, τι σε έπιασε? Ξαφνιάστηκα από τα λόγια του. Ο Φίλντιξ πάντα από όταν ήμασταν μικρά έλεγε ψέματα.
-Τίποτα, απλός κέρδιζα χρόνο για να ανοίξει ο φίλος μου από εδώ την πόρτα.
+Να πάρει!
     Η θύρα άνοιξε διάπλατα και το τόξο τον δύο στρατιωτών Ψ.Α.Λ.Ι.Δ, σημάδεψαν εμένα και φυσικά τον Ντικίλ.
+Ανάθεμά τον!
-Έχασες... Με ειρωνεύτηκε. Είδα το σατανικό του βλέμμα για ακόμα μια φορά. Πότε μόνος του. Δειλός. Πάντα είχε κάποιους να τον συνοδεύουν και τώρα μάλιστα ήταν δύο από τους πιο γεροδεμένους του άνδρες... Δεν θα νικούσα. Είχε δίκαιο, ηττήθηκα...
-Αποτελείωσε τον στραβάδι. Διέταξε και ο φρουρός στάθηκε σε θέση βολής για να σκοτώσει τον καημένο τον Ντικίλ. Έως και εκνευρισμό μου δημιουργούσε το στάσιμο βλέμμα του Φίλντιξ και το χαζοχαρούμενο χαμόγελο.
    Σε λίγα δευτερόλεπτα όμως αλλάξαμε θέσεις... Το άψυχο σώμα του τοξότη έπεσε στο δάπεδο μαζί με τον τόξο ενώ ένα μαχαίρι στόλιζε τον λαιμό του αξιαγάπητου ξαδέλφού μου αφού βέβαια ο "ψυχρός δολοφόνος" αποτελείωσε μέσα σε δεύτερα τον δεύτερο σωματοφύλακά του...
-Έκπληξη αρραβωνιαστικέ μου! Η Ελεωνόρα ήταν γεγονός. Τον ειρωνεύτηκε και εκείνη με την σειρά της. Ο Φίλντιξ ξεροκατάπιε. Διπλός φόβος τον διαπέρασε -μάλλον τριπλός- αν προσθέσεις ότι ένας ολόκληρος στρατός στέκονταν έξω από το σπίτι... Βγήκαμε όλοι έξω και ο Φίλντιξ συνοδία του μαχαιριού... Πρώτα αγκάλιασα την Κριστάλια. Η ανακούφιση μόλις την είδα δεν περιγραφόταν. Την έσφιξα στην αγκαλιά μου ψιθυρίζοντας:
-Πάντα θα με βρίσκεις. Δεν ήταν ερώτηση.
-Είναι γεγονός... Μου αποκρίθηκε. Να λοιπόν και ο φίλος μας... Είπε γυρνώντας το βλέμμα της προς τον ξάδελφό μου.
-Πώς είπες πρίν τον δάσκαλό μου? Εξόριστο καθίκι αν δεν κάνω λάθος. Θα το σημειώσω. Έχω βέβαια και πολλά ακόμα για την λίστα μου: Την παραλίγο δολοφονία μου την αφεγγάρη νύχτα, την αιχμαλώτιση της Μελίγιας και άλλα τόσα... Τους ανέφερε κι ο Φίλντιξ κατέβασε το βλέμμα του.
-Πριγκίπισσα μήπως θέλετε να τον αποτελειώσω? Ρώτησε ο Ζακ ενώ πλησίασε προς το μέρος μας.
-Πριγκίπισσα? Απόρησε μπερδεμένος ο Φίλντιξ. Μα το παλάτι του βασίλειου της Πέτρας έχει μόνο μια κόρη! Συνέχισε έκπληκτος.
-Καλά κρατεί η μνήμη σου. Βλέπω ξέρεις πιο καλά το γενναλογικό δέντρο των εχθρών σου παρά των ίδιων των συμμάχων σου! Πριγκίπισσα Κριστάλια του Βασίλειου των Λυμνοφίδιων. Η ΜΟΝΑΔΙΚΉ ΔΙΆΔΟΧΟΣ. Κρίμα για την ηλιθιότητα σου, τσάμπα τόσο μπόι. Ο Φίλντιξ είχε χάσει την γη κάτω από τα πόδια του...
-Δική σου είναι αυτοί? Συνέχισε να ρωτά η Κριστάλια πονηρά. Του έδειξε προς τον σορό από νεκρούς άνδρες του Φίλντιξ.
-Κρίμα, η Ελεωνόρα είχε πολύ όρεξη σήμερα... Δεν της αρέσει καθόλου μα καθόλου η ιδέα να εκτελούν εν ψυχρό τον έρωτα της ζωής της. Κάνω λάθος και σε αυτό? Ο Φίλντιξ είχε ασπρίσει, με γουρλομένα τα μάτια προσπαθούσε να χωνέψει τις πληροφορίες... Η Ελεωνόρα τον έσπρωξε ελευθερώνοντάς τον στο κέντρο του στρατού. Ενώ στεκόταν στο επίκεντρο της προσοχής είδε το κεφάλι του Οσά-ι να αναδύεται μέσα από την σκιά του δάσους. Τότε ήταν που χλόμιασε εξολοκλήρου... Κοίταξε προς το μέρος μου:
-Δρα_δρα... «Δράκος» πήγε να πει δείχνοντας μου. Το χέρι του να τρέμει λες και είχε πάρκισον...
-Ναι τον βλέπω. Και για να θυμάσαι, όπως και για την Ελεωνόρα έτσι και στον Οσά-ι αρέσει καθόλου να πληγώνουν την προστατευόμενή του. Το ευχαριστήθηκα μα τον Θεό... Ήταν λες και όλα αυτά τα χρόνια ζούσα για να τον δω σε τούτα τα χάλια.
     Έστεψα το βλέμμα μου άλλου κι έχασα βρέθηκα στα πρόθυρα λυποθυμίας. Ο_οο_ο Έλαμάναμου μου είχε τραυματιστεί μάλλον τρυπηθεί από ξίφος κοντά στο στήθος. Ευτυχώς ο Κουφός ήταν καλά. Ο Ραούλ μαζί με στρατιώτες προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν. Το αγόρι μου, μόλις με είδε να τον κοιτώ έντονα προσπάθησε να σηκωθεί. Δεν μπορούσε, τα πόδια του δεν τον βάσταγαν. Πονούσε πάρα πολύ... Ξάπλωσε ξανά στο έδαφος με την μουσούδα του να τρέμει. Έτρεξα στο μέρος του. Ένα πικρό δάκρυ έτρεξε από το πρόσωπό μου. Τον χάιδεψα.Με κοιτούσε μες τα μάτια. Δεν πρόλαβα να κάνω απόλυτος τίποτα. Ξεψύχησε στα χέρια μου. Τα μάτια του θολά κοιτούσαν νεκρικά τον ουρανό.
-Συνχώρεσέ με αδελφέ μου. Του ψιθύρισα. Δεν με άκουγε πια. Η ψυχή του είχε πατάξει μακριά για άλλο κόσμο. Έμεινα μόνος...
    Οργή διαπέρασε το κορμί μου, θυμός έπνιξε το αίμα μου.
Έτοιμος να εκραγώ σηκώθηκα αδιάφορος για το τι γινόταν γύρω μου! Η Κριστάλια έφερε ελαφριά το χέρι της στον ώμο μου. Ξαφνιάστηκα τα πάντα έγινα αόρατα. Δεν γνώριζα που ήμουν, τι έκανα, ποιός ήμουν, μονάχα ένα ήταν πεντακάθαρο.... Άρπαξα το σπαθί μου και μπήκα στον κύκλο σπρώχνοντας τους γύρω μου.
+Ώρα να αναμετρηθώ μαζί του!
-Θα σε σκοτώσω! Τον άλογο μου βρήκες! Τον αδελφό μου! Όρμηξαν πάνω του σαν λυσασμένο ζώο ενώ το ξίφος μου θέριζε τον αέρα.
-Δεν το έκανα εγώ. Καταλάθος, ένας στρατιώτης... Νομίζεις ότι χάρηκα! Ο πατέρας μου τον ήθελε ζωντανό... Απολογήθηκε, δεν με άγγιζε ούτε στο ελάχιστο.
-Το ποτήρι ξεχύλισε! Θα σε σκοτώσω κάθαρμα. ΜΕ ΤΑ ΊΔΙΑ ΜΟΥ ΤΑ ΧΈΡΙΑ! Χύμηξα σαν ταύρος χωρίς να σκεφτώ απώλειες ή να προφυλακτώ. Η καρδιά φώναζε από μόνη της: «ΣΚΟΤΩΣΕ! ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ!». Δεν μπορούσε να αντισταθώ σε τέτοιο δελεαστικό κάλεσμα...
    Απέφυγε τα απανωτά μου χτυπήματα. Πριν προλάβει να βγάλει το ξίφος του από το θηκάρι τον πέτυχα ξυστά στο χέρι. Λίγο -κατά την γνώμη μου- αίμα έτρεξε από την πληγή του. Έβαλε τελικά το σπαθί του προσπαθόντας να αμυνθεί. Δεν πρόλαβα να τον κουρέψω ούτε λίγο και ο Οσά-ι παρενέβει. Μπήκε ανάμεσα μας φωνάζοντας:
-Αρκετά! Φτάνει, ΣΤΑΜΑΤΆ ΤΟ!
-Δείξε έλεος. Με παρακάλεσε ο Φίλντιξ με μια λυπημένη φάτσα.
+Με συγκίνησες τώρα....
-Ποτέ! Μετά από αυτό που έκανες,νμε τίποτα! ΘΑ ΣΕ ΣΦΆΞΩ ΣΑΝ ΚΟΥΝΈΛΙ! Ούρλιαξα και επιτέθηκα ξανά προσπαθώντας να προσπεράσω τον Οσά-ι που με εμπόδιζε από το να του κόψω το λαιμό επιτόπου. Δεν θα τον συγχωρούσα! Γνώριζε τι θα γινόταν με αυτήν του την πράξη και αυτό με έκανε έξω φρενών! Δεν με συγκρατούσε κανένας, εκτός...
     Ένας διαπεραστικός ξαφνικά άρχισε να βουίζει μέσα στο αφτί μου σαν μέλισσα. Πονούσα ανυπόφορα, ένιωθα ότι μου ανεβαίνει πυρετός...
     Παρόλο αυτά δεν έμεινα με στραυρωμένα τα χέρια. Επεσα πάνω του. Εκεί που πήγαινα να του πήξω το μαχαίρι στο λαρύγγι ο Οσά-ι με έσπρωξε με μακριά χρισημοποιώντας την ουρά του.
-Γιατί τον υποστηρίζει! Είπα προσπαθόντας να σηκωθώ. Στάθηκα τελικά με την βοήθεια του σπαθιού μου για στήριξη.
Κάνεις δεν μιλούσε, όλοι παρακολουθούσαν αμέτοχοι... Αφού στάθηκα όρθιος, ξαναπροσπάθησα για μια ακόμα μια φορά. Πριν φτάσω σε επαφή με τον Φίλντιξ η γη σκίστηκε από μια δυνατή δρασκελιά του Οσά-ι. Με πλησίασε. Είδα τα καταγάλανα μάτια του να αστράφτουν στο φως. Οι κόρες των ματιών του μίκρυναν σχηματίζοντας μια μαύρη λουρίδα. Με βαριά φωνή μου είπε:
-Δεν μπορώ όσο να σε αφήσω να σκότωσε τον ετεροθαλή αδελφό σου! Είναι αδελφοκτονία!
-Τι;!! Φωνάξαμε όλοι μαζί στον χώρο και ο Φίλντιξ δεν αποτελούσε εξέρεση... Τον κοιτάξαμε εκπληκτικοί με ανοιχτό το στόμα.
-Νομίζετε ότι το ξέρω; Μας απάντησε το ίδιο απορημένος με όλους μας...
+ΜΑ ΑΥΤΌ ΣΉΜΑΝΕΙ ΌΤΙ ΚΑΠΑΣΑ ΠΙΘΑΝΌΤΗΤΑ Ο_Ο ΛΊΤΣΒΕΡ ΕΙΝΑΙ ΠΑΤΈΡΑΣ ΜΟΥ!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top