~ 36 ~


~ Όλα έτοιμα... ~

- "Αντιπρόσωποι του Βασιλείου της Πέτρας, σήμερα συγκεντρώθηκαμε εμείς εδώ για το κοινό σκοπό. Ο Θείος μου ξέρω και σας καταλαβαίνω για πιο λόγο με μισείτε σας στέρησε την ελευθερία σας! Και για αυτό μιας και η ευθύνη των πράξεών του πέφτουν στα χέρια μου είμαι εδώ! Όπως και οι άλλοι τρείς βασιλείς για να παραδώσουμε τον θρόνο στον νόμιμο κάτοχό του. Στη βασίλισσα Ελεωνόρα! Όλοι μέχρι το βράδυ να πάρουν τις θέσεις τους! Η ομάδα Α μπορεί να αποχωρήσει. Οι Θαλασσινοί που έχουν έρθει για ενησχίσεις, παρακαλώ να έχουν μεταφέρει μέχρι το σημείο που αναφέραμε. Οι ντόπιοι να τους βοηθήσουν και για να μην ξεχάσετε σας υπενθυμίζω... Το υπνοτικό στην ποσότητα που σας έδωσα όχι παραπάνω! Θα υπάρξουν συνέπειες για τυχόν "λάθη"! Όλος ο άοπλος πληθυσμός  πρέπει να κοιμάται μέχρι αργά το απόγευμα... Οσά-ι σε καθιστώ υπεύθυνο της ομάδας Α!"
Μουρμουρητά πλημμύρισαν τον χώρο... Ο Οσά-ι που μας έκανε τελικά την τιμή να εμφανιστεί χαμογέλασε κοιτόντας του διστακτικούς Ορεινούς και Θαλασσινούς... Δεν ξέρω αλλά το πήραν λίγο πιο ελαφριά από την Άλισον με τον Ζακ μόνο ένας δύο λυποθυμίσαν... Συνέχισα λοιπόν την ομιλία μου. Ήμουν πολύ καλύτερος από την προηγούμενη φορά...
- "Ναι όπως είπα! Μαζί σας θα είναι ο Δράκος, η πριγκίπισσα Κριστάλια και η γνωστή σε όλους μας , παρόλο της πρόην καταγωγή της, Μελίγια!"
Όλοι είχαμε αλλάξει. Είχαμε γίνει αυτό που είμαστε όχι αυτό που θέλουν να είμαστε... Ζωντανό παράδειγμα εμείς οι τρείς της αρχικής ομάδας... Το επόμενο κόμπιασα να το πω:
-"Πότε μου δεν θα το έλεγα αλλά... Άλισον θα ηγηθείς της Β! Ραούλ, Ζακ θα υπακούτε σε εκείνην!"
+Ούτε πιστεύω τι ξεστώμησα....
-Αδύνατον! Φώναξε ο Ζακ μαζί με τον Ραούλ.
-Η διαταγή είναι διαταγή! Διέταξε η Ελεωνόρα και σώπασαν.
- "Ελεωνόρα και Ντικίλ μαζί μου! Εμείς είμαστε η Γ ! Ξέρετε τι πρέπει να γίνει..."
Τα λόγια βαρειά και με πόνο. Θα σκοτώσω τον θείο μου και αυτό δεν είναι λίγο! Εκτός ότι θα γίνω δολοφόνος και θα σκοτώσω το ίδιο μου το αίμα, δυστυχώς είναι έναν από τους ελάχιστους συγγενείς μου... Πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί. Λίτσβερ είναι και παμπονηρός! Δεν θα πέσει εύκολα! Το ξέρω καλά... Το συμβούλιο έληξε με τον τρόπο του. Ο Οσά-ι με τους άλλους θα κατευθυνόντουσαν το βράδυ για λόγους ασφαλείας και μυστικότητας... Η διαδρομή δύσκολη αν σκεφτεί ότι θα πρέπει να περάσει ένα μεγάλο τμήμα του στρατού και μάλιστα ξένοι από το ίδιο το χωριό. Θα κοιμάται βέβαια και μάλιστα για πολλέεεες ώρες αλλά και πάλι οι Ψ.Α.Λ.Ι.Δ. παραφυλάν παντού και πουθενά!
-Μπράβο Φοινίκ! Η Κριστάλια με πλησίασε ενθουσιασμένη.
-Τα μάτια μου δεν άντεχαν να την κοιτάζω. Θα ήθελα να είναι μαζί μου στην ίδια ομάδα, να ξέρω πως κάνει καλα αλλά αυτό είναι ταυτόχρονα εφιάλτης!
-Φοινίκ τι σκεύτεσαι? Έλα σε καταλαβαίνω κινδυνεύω και ανησυχείς. Δεν απάντησα, κάποιες φορές διαβάζει τις σκέψεις μου...
-Για να ξέρεις, μου αρέσει όταν το κάνεις αυτό με τα μάτια σου.
-Δηλαδη τι κάνω? Την ρώτησα απορημένος.
-Εεεμ... Πως να το πω? Κάποιες φορές καρφώνεις το βλέμμα σου κάπου και τα μάτια σου μένουν ακίνητα. Τώρα πριν λίγο κοιτούσες το φίδι λίγο πιο κάτω.
-Πράγματι ισχύει και?
-Έλα τώρα. Όταν κοιτάς δηλώνεις ότι σκεύτεσαι κάτι με αυτό το θέμα. Παράδειγμα το λαό μου και εμένα με την Μελίγια.
-Δεν χρειάζεται να πω κάτι άλλο. Να προσέχεις. Της απάντησε δειλά.
-Εγώ? Εσύ ενωείς! Εσύ θα πολεμήσεις με το θείο σου και τον ξάδελφό σου, όχι εγώ! Με αγάλιασε σφιχτά. Κάτι μου λέει ότι αύριο το απόγευμα δεν θα συμβεί αυτό περιμένουμε αλλά κάτι άλλο...
+Διαίσθηση, τι να πω? Δύσκολο να υπολογίσεις κάτι με τον Λίτσβερ αντίπαλο...
Τους αποχαιρέτησα και κατευθυνθήκα προς την πόλη. Ήταν όπως την θυμόμουν. Σκόρπια σπίτια και άλλοτε συγκεντρωμένα πάνω στο κατηφορικό έδαφος του λόφου. Πέρασα από δρομάκια της πόλης προσεκτικά. Είχα βάλει πορεία για τον σιδηρουργό κ. Όμποκ.
+Να δω τι θα μου πει πάλι...
Δεν είχε κόσμο το μαγαζί ούτε και το δρομάκι. Γλύτωσα από τους στρατιώτες. Το ώρα να δούμε αν θα γλιτώσω από τις πληθώρες ερωτήσεις του κουτσομπόλη σιδηρουργού... Μόλις μπήκα είπα ένα δυνατό: «Γεια σας». Του Όμποκ του έπεσαν τα σπαθιά από τα χέρια. Δεν τραυματίστηκε ευτυχώς.
-Ψυχοπαθή τι κάνεις εδώ πέρα! Ζεις ακόμα?
-Μια χαρά είμαι και βλέπω πως με θυμάστε. Σχολίασα.
-Πώς να ξεχάσω το τρελάρα που μου ζήτησε μια σιδερένια μαγκούτα -χωρίς μυτερή άκρη- μια μέρα πριν τον πόλεμο! Ποίος ζητάει τέτοια αντικείμενα θεέ μου... Μονολογούσε.
-Εεε.. Εγώ. Θέλω ακόμα κάτι, τώρα που τα λέμε.
-Τι παλαβό χρειάζεσαι πάλι? Με ρώτησε.
-Μια μεταλλική ράβδο και δύο σκουριασμένες ασπίδες.
-Θεέ μου τι τραβάω...
-Θα μου τα δώσετε ναι ή όχι?
-Ναι. Πάρτα και αν χρειάζεσαι κάτι άλλο μην ξανάρθεις.
-Παρακαλώ. Είπα και βγήκα από το μαγαζί.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top