~ 34 ~
~ Στο πλοίο ~
Το πλοίο είναι ένα μέρος μοναδικό. Δεν βρίσκεσαι στην στεριά, ζεις και έρχεσαι σε επαφή με άτομα που είτε ή άλλως θα τους γνωρίσεις. Στο πλοίο το συγκεκριμένο όμως όπου βρισκόμουν εγώ και η τρελή παρέα μου -όπως είχαμε ονομαστεί- ήταν ώρα να γνωρίσει ο ένας τους άλλον καλύτερα...
***
-Τι θες εδώ σαμιαμίδι? Του μίλησε η Κριστάλια με απέχθεια.
-Κ. Κριστάλια γιατί με μισείτε τόσο, μοιάζουμε πάρα πολύ. Της εξήγησε.
-Σε τι μοιάζουμε Πέτρο? Δεν έχουμε κανένα κοινό. Απάντησε αδιαφορώντας.
-Συμπαθώ τον Οσά-ι όπως εσείς. Επίσης κάνω πολύ παρέα και με τον κ. Φοινίκ που του έχετε αδυναμία.
-Το μικρό δεν κλείνει το στώμα του... Μουρμούρισε.
-Τι είπατε?
-Τίποτα τίποτα, τα δικά μου λέω. Ο Πέτρος μάζεψε θάρρος και απάντησε:
-Το πρόβλημά σας είναι ότι κάνω πολύ παρέα μαζί του? Μιλήστε μου θέλω να μάθω... Είπε ειλικρινά. Η Κριστάλια δεν ήξερε τι να απαντήσει, τον είχε πάρει με κακό μάτι, σκέφτηκε στο τέλος να του δώσει μια ευκαιρία... Και που ξέρεις ίσος να ήταν και καλή επιλογή.
***
Κατευθυνθήκα προς την πλώρη. Σταμάτησα μόλις είδα τον Πέτρο παρέα με την Κριστάλια. Αυτό το παιδί μπορεί να καταφέρει τα πάντα. Γελούσαν και διασκέδαζαν. Πλησίασα κι εγώ χαμογελαστός. Ακούμπησα το ένα μου χέρι στον ώμο του μικρού και το άλλο στην μέση της Κριστάλιας.
-Τι συμβαίνει, τα βρίσκεται? Ρώτησα και βέβαια ο μικρούλης μας μίλησε πρώτος:
-Ναι ναι και λέγαμε για εσάς πως βγάλατε εκτός μάχης
τον-τον τύπο.
+Ούτε να μιλήσει δεν μπορεί για αυτόν... Πώς άραγε να τον είχαν βασανίσει στο παλάτι? Αχ θεέ μου...
-Ώρα να πας για ύπνο μικρέ. Του είπα τελικά μην χάνοντας το χαμόγελο. Ο Οσά-ι δεν θα είναι χαρούμενος αν αργήσεις. Πρόσθεσε.
-Φτου! Έχετε δίκαιο, πάω. Καληνύχτα σας!
-Καληνύχτα Πέτρο. Του απαντήσαμε ταυτόχρονα κι εκείνος αποχώρησε. Μείναμε μόνη μας στο τέλος.
-Πώς τον κόβεις? Δεν είναι πανέξυπνος? Της αποκρίθηκα.
-Ναι αλλά γιατί τον έφερες? Δεν κινδυνεύει εδώ μαζί μας? Απόρησε.
-Έχω... Αχ, κολλήματα σε τέτοια θέματα... Μίλησα ειλικρινά.
-Δηλαδή? Είπε και στάθηκε δίπλα μου παρηγορητικά. Μου έπιασε το χέρι και εγώ την έβαλα στην αγκαλιά μου.
-Από την μέρα που έχασα τον πατέρα μου θέλω να τους έχω όλους σε στενή παρακολούθηση. Να ξέρω πως είναι ασφαλής και παρόλο αυτά-
-Συνεχίζεις να είσαι ανασφαλής. Αυτό λέγεται αγάπη και πατρότητα αγαπημένε μου. Δεν είναι κάτι περίεργο. Μου ανέφερε και ξεφύσησα στα λόγια της.
-Τι? Οχ συγνώμη! Κατάλαβε την μου προκάλεσε αυτή η υπενθύμιση.
-Μακάρι να έφταιγες εσύ... Της αποκρίθηκα.
-Γιατί? Τι λες? Θες να έφαιγα εγώ για το φόνο του πατέρα σου! Τρελάθηκες Φοινίκ? Σταμάτησα το σύχνα ερωτήματά της με ένα φιλί. Ήταν τόσο ακαταμάχητη όταν νευρίαζε.
+Όπα τι είπα. Αυτό ακούστηκε σαν να μιλάω εγώ σαν Ραούλ για την Άλισον!
Τελικά της ψιθύρισα στο αφτί:
-Αναφέρω εσένα αγάπη μου, γιατί μόνο σε εσένα μπορώ να συγχωρέσω τα πάντα. Δεν πήρα απάντηση με λέξεις αλλά με ένα ακόμα μοναδικό φιλί. Πέρασα τα χέρια μου γύρω από την μέση της εμβαθύνοντας το.
-Πάμε? Με ρώτησε παιχνιδιάρικα τραβώντας με απότομα χέρι.
-Όχι Κριστάλια λυπάμαι. Έχω βάρδια να προσέχω το πλοίο. Της ανέφερα απορρίπτοντας την πρόταση της.
-Δεν μπορεί να περιμένει?! Μίλησε σαν μικρό παιδάκι.
-Κριστάλιαααα.
-Καλά, καληνύχτα. Είπε ξερά και απομακρύνθηκε με τα μούτρα στο πάτωμα. Έμεινα με τις σκέψεις μου. Οι ώρες δεν περνούσαν. Ένα βήμα, μια σκέψη, ένα δακτυλίδι για θέμα.
+Δεν θέλω να κινδυνεύει, είμαι εξόριστος! Να την διαλύσω όμως την σχέση μας ή έστω να αντισταθώ δεν μπορώ? Τι θα κάνω... Θέλω να το επισιμοποιήσω μαζί της, να το φωνάξω, αλλά φοβάμαι για εκείνη... Αν πάθω κάτι αν... Αυτό το "αν" μου κόβει τα φτερά...
***
Ο Ντικίλ άλλαξε πλευρό. Σήκωσε το σώμα του και άφησε την πλάτη να αγκήξει το ξύλο του κρεβατιού. Της έδωσε απλά ένας φιλί στο μάγουλο.
-Ντικίλ νυστάζω. Του απάντησε η Ελεωνόρα απότομα ενώ σκέπασε το πρόσωπο της με την κουβέρτα.
-Κι εγώ, αλλά... Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Της αποκρίθηκε.
-Δεν μπορεί να με περιμένει αύριο? Ρώτησε με ένα χασμουρητό.
-Όχι. Είπε πολύ σκεπτικός.
-Οχ... Λέγε, σε ακούω. Άλλαξε πλευρό και τον κοίταξε στα μάτια. Τα καταπράσινα εκείνα μάτια, που τόσο είχε ερωτευτεί, πέταγαν φλόγες. Ο Ντικίλ έμοιαζε περισσότερο με ένα μικρό αφελές πλασματάκι που όλα στο μυαλό του είναι αγνά και ξέγνοιαστα παρά με ένα γεροδεμένο άνδρα που φανέρωνε το παρουσιάστηκε του.
-Μακάρι να έχει τα μάτια σου. Ψιθύρισε τις σκέψεις της.
-Την είπες αγάπη μου? Ρώτησε ενώ την κοίταξε με απορία.
-Τίποτα, είναι κι περασμένη ώρα, πες μου τι σε απασχολεί? Άλλαξε θέμα αμέσως.
-Είμαι καλός βασιλιάς? Μίλησε και η Ελεωνόρα δεν μπορούσε να μην χαμογελάσει μπροστά στο κατσουφιασμένο πρόσωπο του, που τόσο αθώο, την μάγευε.
-Γιατί πότε δεν ήσουν? Αντέστρεψε την ερώτηση.
-Ξέρω αλλά... Ο λαός σου θα με πετρωβολίσει, στην καλύτερη περίπτωση! Τουλάχιστον έχει και ένα καλό: Θα γυμνάσει τον κόσμο... Η Ελεωνόρα γέλασε από μέσα της απλά εκείνος συνέχισε να αναλύει την πίκρα του:
-Θα πουν ότι σε παντρεύονται για το θρόνο ή ακόμα χειρότερα ότι εσύ είχες αυτόν τον σκοπό. Δεν πρόκειται να πιστέψει κανείς ότι εσύ η πανέξυπνη, πανέμορφη, ατρόμητη, πριγκίπισσα ερωτεύτηκε έναν χαζό, άμυαλο, σκέτο κούτσουρο άνδρα με- Του έδωσε ένα έντονο φιλί διακόπτοντας τον.
-Ναι πράγματι είναι όπως τα λες... Είπε σταματώντας το φιλί τους για να του απαντήσει.
-Ερωτεύτηκα έναν χαζό, άμυαλο, σκέτο κούτσουρο άνδρα με τα πιο όμορφα κι εκφράστηκα μάτια σε όλο κόσμο. Με καρδιά πιο χρυσή και ακριβή από κάθε τι πολύτιμο κόσμημα ή λίθο σε ολόκληρη την Κάρλια. Σου αρκεί? Ο Ντικίλ της ανταπέδωσε το φιλί κλείνοντας την μέσα στην αγκαλιά του. Μοιράζοντας φιλιά στο λαιμό, χαϊδεύοντας το κορμί της προσπάθησε να την ευχαριστήσει για τα όμορφα λόγια της. Εκείνη τον σταμάτησε με την δικαιολογία ότι νυστάζει. Ξαναξάπλωσε κρύβοντας το πρόσωπο της κάτω από τα σεντόνια μη θέλοντας να δείξει την αδυναμία της ή ότι την πονούσαν η κινήσεις του.
-Ελεωνόρα? Είπε εκείνος ψιθυριστά.
-Τι είναι πάλι? Τον ρώτησε. Έλπιζε καταβάθος να σεβαστεί το αίτημα της για απόψε.
-Μην με κακοπάρεις αλλά-
-Τι? Ρώτησε αδιάφορα.
-Πάχυνες, λίγο. Της είπε με ένα χαμόγελαστο ύφος. Κόλωσε, το σώμα της πέτρωσε στην σκέψη και μόνο ότι θα καταλάβει το μυστικό της. Βέβαια τα επόμενα λόγια του την ηρέμησαν:
-Δεν ανησυχείς, μετά την άνοδό σου στο θρόνο θα κάνουμε γυμναστική παρέα. Θα αναλάβω εγώ το πρόγραμμα σου, να σε σίγουρη! Είπε με χαρά.
-Ναι έχεις δίκιο, καλό θα ήταν... Ξεφύσησε δειλά αφού άλλαξε πλευρό. Αφού η καρδιά της είχε χάσει για μια στιγμή το παλμό της. Μια σκέψη τριγύριζε στο μυαλό της:
«Ηρέμησε. Ο Ντικίλ πάντα θα είναι ο Ντικίλ»
***
Κατευθυνθήκα προς την καμπίνα μου. Πρώτο πάτωμα, δεύτερη πόρτα αριστερά. Έφτασα έξω από το δωμάτιο όταν, κάποιος άλλος ανέβηκε την σκάλα.
-Φτάνουμε. Μου είπε ο Ραούλ.
-Εσύ είσαι ο καπετάνιος?
-Ναι.
-Πώς αντέχεις? Τον ρώτησα ειλικρινά εξαντλημένος.
-Η δουλειά μου.
-Σε πληρώνουν καλά?
-Χιούμορ και νυσταγμένος Φοίνικας, δεν πάνε παρέα. Άντε, πήγαινε να κοιμηθείς. Είσαι πλάσμα της μέρας Φοίνικα, όχι της νύχτας σαν εμένα το ημίαιμο ψαροπούλι-κουκουβάγια. Δεν έφερα αντίρηση, εξάλλου μόλις έπεσα στο κρεβάτι με πήρε ο ύπνος αμέσως. Δεν είχα κοιμηθεί χθες καλά και αυτό πραγματικά με πήρε βαριά από κάτω...
***
-Πήγαινε για ύπνο. Όλοι κοιμούνται! Του φώναξε εξοργισμένος ο Ραούλ.
-Δεν νυστάζω! Αντιμίλησε.
-Άλισον χρειάζεσαι ύπνο, σε λίγο φτάνουμε! Προσπαθούσε ο Ραούλ απεγνωσμένα να την λογικέψει.
-Οχι αν δεν μου υποσχεθείς ότι θα κοιμηθείς σήμερα το βράδυ! Υποστήριξε εκείνη.
-Δεν υπόσχομαι τίποτα. Είναι η δουλειά μου! Απάντησε ενώ δεν άφησε τα μάτια του από το τιμόνι του πλοίου.
-Να πεθάνεις!? Του αντιγύρισε εκνευρισμένη.
-Και αυτό μέσα σε αυτήν είναι. Συνέχισε αμετακίνητος.
-Άσε κάποιον άλλον στο τιμόνι. Πάμε μια βόλτα... Τον παρότρυνε.
-Πού? Τι λες? Έχω δουλειά!
-Θα δεις... Μίλησε χωρίς να απαντά στις ερωτήσεις του.
-Όχι. Έχω δουλειά σου είπα. Αρνήθηκε κατηγορηματικά.
-Καλααά εγώ προσφέρθηκα. Είπε και απομακρύνθηκε. Ο Ραούλ την άρπαξε και την φίλησε με πάθος παίρνοντας τα χέρια του γύρω από την μέση της ενώνοντας τα σώματά τους. Δεν θα την άφηνε να του ξεφύγει.
-Είμαι μέσα. Ανακοίνωσε παιχνιδιάρικα.
-Τώρα όχι, δεν θέλω. Να σε δοκιμάσω απλός ήθελα. Τον άφησα με το στόμα ανοιχτό.
-Για ποιο πράγμα? Μίλησε λίγο θιγμένος από την συζήτηση.
-Δεν θα σου πω, αν δεν με αφήσεις. Του αποκρίθηκε.
-Καλά. Είπε και τι να κάνει -θέλοντας και μη- την άφησε από την αγκαλιά του.
-Κολλάς πιο πολύ αν σε φτύνουν. Ιδού το συμπέρασμα μου. Του είπε με ένα χαμόγελο η Άλισον ενώ ο Ραούλ αντέδρασε:
-Εμένα δεν με φτύνει κανένας! Παραπονέθηκε. Δεν θα του επέτρεπε και την αξιοπρέπεια αυτή η κοπέλα. Όσο όμορφη και ακαταμάχητη κι αν ήταν. Όσο κι αυτή η αντιδραστικότητα της τον τρέλανε...
-Μέχρι να έρθω εγώ. Για αυτό και κόλλησες... Ανέφερε ικανοποιημένη.
-Με παροτρύνεις να βρώ άλλη?
-Για προσπαθήσε... Το στοίχημα καταχωρηθεί στο μυαλό του.
-Εύκολο. Να σου συστήσω την Μαρία. Είπε και κοιταξε προς την πόρτα. Η Άλισον έτρεξε ως εκεί σαν τρελή αλλά δεν είδε κανέναν. Έμεινε άπρακτη χώρις να ξεμαλλιάσει κάποια. Αυτό όμως δεν θα περνούσε έτσι εύκολα.
-Ψέμα! Αυτό ήταν, ΦΕΎΓΩ! Φώναξε εξοργισμένη και βγήκε έξω χτυπώντας με δύναμη την πόρτα πίσω της. Ο Ραούλ την ακολουθήστε τρέχοντας ξοπίσω. Η Άλισον έφτασε μέχρι το δωματίου της, μπήκε μέσα κι κλείδωσε την πόρτα.
-Φύγε! Του είπε νευριασμένα ενώ εκείνος χτυπούσε την πόρτα ελαφρά.
-Έκανα ανοησία, έτσι δεν είναι? Της μίλησε έξω από την πόρτα λαχανιασμένος.
-Μικρή. Του απάντησε με ένα χαμόγελο. Εκείνος δεν έβλεπε, σίγουρα όμως καταβάθος το διαισθανόταν...
-Με συγχωρείς? Ρώτησε παιχνιδιάρικα σαν μικρά παιδία.
-Θα δίξει... Απάντησε με τον ίδιο τρόπο. Ήθελε να τον παιδέψει λίγο, αυτόν ήταν η αλήθεια...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top