~ 31 ~
~ Η Παραγγελία ~
Την είχε πάρει ο ύπνος για τα καλά. Η πεισματάρα δεν ήθελε να κοιμηθεί μέσα. Προτίμησε να την πάρει ο ύπνος στο παγωμένο μπαλκόνι. Την σήκωσα απαλά και την μετέφερα μέχρι το κρεβάτι του δωματίου. Την έβγαλα τα παπούτσια και την σκέπασα. Σαν άγγελος κοιμόταν η Κριστάλια κρυμμένη κάτω από τα σκεπάσματα. Την φίλησα απαλά στο μέτωπο και βγήκα έξω, έριξα μια ματιά στο μπαλκόνι. Ξημέρωνε σιγά σιγά, ο ήλιος δεν θα αργούσε να εμφανιστεί. Έκατσα σε μια καρέκλα κοντά στο δωμάτιο. Ευτυχώς υπήρχε και μία και με πήρε επιτέλους εκεί ο ύπνος. Το πρωί δεν άργησε να φανεί. Ξύπνησα και σχεδόν άυπνος άκουσα τρίξιμο στην πόρτα.
+Ξεκλειδώνουν επιτέλους!
Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα και μέσα από αυτήν είδα το πρόσωπο του Ντικίλ. Έτσι νυσταγμένος και εξοντωμένος από το ολονυχτίς ξενύχτι μου τον πλησίασα. Βγήκα έξω και έκλεισα την πόρτα σιγά ώστε να μην ξυπνήσω την Κριστάλια.
-Παμε πιο πέρα μην την ξυπνήσεις. Του είπα παρέα με ένα χασμουρητό.
-Έγινε τίποτα ή μπααα. Τον κοίταξα με το βλέμμα του δολοφόνου.
-Μην με νευριάζεις! Του είπα. Άσε με τουλάχιστον να πιστεύω ότι δεν ήσουν μέσα στο κόλπο.
-Δεν μπορώ να το αρνηθώ. Ότι κάνει η Ελεωνόρα είναι και δικό μου λάθος! Είπε υπερήφανα.
-Αυτό το χαρακτηρισμό μόνο εσύ το έχεις...
-Καλά καλά, σε χρειάζομαι επειγόντως φίλε μου! Είπε με ενθουσιασμό ψιθυριστά.
-Γιατί? Ρωτήσα αδιάφορα, θα προτιμούσα να πάω για ύπνο...
-Για πρωινό ταξιδάκι. Έχω πει στις καμαριέρες για σήμερα, να μου κάνουν την χάρη, να την ξυπνήσουμε την γυναικούλα μου για λίγο. Μια ωρίτσα μονάχα!
-Γιατί στα καλά καθούμενα, τι συμβαίνει? Απόρησα.
-Θα σου εξηγήσω στην διαδρομή... Είπε και άρχισε να προχωρά με γρήγορο βήμα.
+Από ποτέ ο Ντικίλ έχει σχέδιο?
***
Η Άλισον δεν μπορούσε να κοιμηθεί όλο το βράδυ, σκεφτόταν... Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Μιας λοιπόν και δεν υπήρχε περίπτωση να την πάρει ο ύπνος ξεκλείδωσε την πόρτα τα βγήκε έξω στο διάδρομο. Θα πήγαινε μια βόλτα στον κήπο μα... Ο Ραούλ περνούσε έξω από το δωμάτιο της την ίδια ώρα.
-Δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις? Του μίλησε νευριασμένη. Εκείνος της αποκρίθηκε.
-Δεν σε περίμενα, έπεσες στην τελευταία μου βάρδια πριν πάω να κοιμηθώ. Ανέφερε κάνοντάς την το αίμα να της ανέβει στο κεφάλι.
-Πόσες δουλειές κάνεις επιτέλους?! Του μίλησε απότομα.
-Πολλές. Θέλω να μιλήσουμε. Της μαλακά και ήρεμα. Μην αντέχοντας να προσποιείται την σκληρή μαζί του, μαλάκωσε τον τόνο της φωνής της και του είπε τελικά:
-Λάθος μου. Αυτο που έγινε χθές δεν... Δεν θα ξαναγίνει. Είπε δυσταχτικά και πήγε να επιστρέψει στο δωμάτιο της.
-Κι αν... Την σταμάτησε η φωνή του μια γύρισε προς το μέρος του.
-Κι αν τι? Τον ρώτησε ενώ σήκωσε τα μάτια της κοιτόντας τον.
-Κι αν μετά από αυτό που έγινε χθές εγώ δεν θέλω να είμαι πλέον εχθρός σου? Είπε ενώ την πλησίασε αργά. Την κοίταξε στα μάτια. Τα γαλαζοπράσινα μάτια του έλαμπαν στο φως του πρωινού. Δεν άντεχε να την κοιτάει έτσι... Ο Ραούλ έγυρε το πρόσωπο του στην απόπειρα του να πλησιάσειτα χείλη της. Η ανάσα της κόπηκε μαχαίρι. Μπήκε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο για να ηρεμήσει. Ήθελε οποιονδήποτε να επανέλθει πίσω ο εαυτός της. Ο Ραούλ απέξω ξεφύσησε. Πήγε να ξεκουραστεί, δύσκολο μεν μετά τα χθεσινά... Η Άλισον το άκουσε να απομακρύνεται. Αναστέναξε και εκείνη.
***
-Και τι είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να παραγγείλουμε? Ρώτησα ενώ σελώναμε τα άλογα.
-Κάτι που δεν βλέπω να είσαι έτοιμος ακόμα. Είπε με ένα, ας το πω, χιουμοριστικό τρόπο.
-Ποτέ σοβάρεψες εσύ και δεν το έχω μάθει? Απόρησα.
-Θα δεις που πάμε στην διαδρομή. Μου είπε και ανέβηκε πάνω στον "Κουφό" κι εγώ στον Έλαμάναμου. Ξεκινήσαμε. Οι δύο τους ήταν αχώριστοι. Τρέχανε παρέα ανεβαίνοντας άνετα τον λόφο...
-Βλέπω καλά τα πας με τον "Κουφό". Παρατήρησα κάνοντας ένα μικρό σχόλιο.
-Ναι. Είναι υπέροχος τύπος... Ααα σε κατάλαβα! Ξέρω τι προσπαθείς να κάνεις! Μου είπε ο Ντικίλ απότομα ενώ εγώ ξεφύσησα.
-Προσπαθείς να αλλάξεις θέμα για να μην ρωτήσω τι έγινε θες με την Κριστάλια!
+Φτου...
-Τίποτα δεν έγινε και σε παρακαλώ ας μιλήσουμε για κάτι άλλο. Ήθελε χωριά καμία αμφιβολία να αλλάξω θέμα.
+Δεν μου αρέσει να αναλύω τα προσωπικά μου...
-Καλά. Είπε και δεν μίλησε ξανά. Το μικρό ταξιδάκι μας δεν κράτησε πάνω από δέκα λεπτά. Φτάσαμε έξω από μια μικρή καλύβα.
-Μην κρίνεις από την εμφάνιση. Μου ανέφερε ενώ χτύπησε την πόρτα ο Ντικίλ.
-Βασιλιά μου! Καλημέρα σας δεν σας περίμενα! Ένας σαστισμένος άνδρας άνοιξε την πόρτα.
-Συγνώμη για την ώρα αλλά είναι αναγκαίο να έρθουμε νωρίς. Απολογήθηκε.
-Τι λες Ντικίλ! Πέρασε μέσα. Ααα βλέπω έφερες και το φίλος σου... Πρόσθεσε με χαρά ο άνδρας.
-Ναι έχω και παρέα μαζί μου. Το όνομά του, είναι Φοινίκ. Φοινίκ από εδώ ο κ. Μάικ. Μας σύστησε.
-Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, είπα με μια θερμή χειραψία.
-Ο Φοινίκ ήρθε μαζί μου καθώς, ο άγγελος μου, η αρραβωνιαστικιά μου, η Ελεωνόρα, δεν με αφήνεις να πηγαίνω πουθενά μόνος μου. Κι για αυτήν πρόκειται η επίσκεψή μου όπως καταλαβαίνετε...
-Αααα κατάλαβα... Είπε ο κύριος συνοδεύοντας μας μέσα.
-Έμαθα ότι θα ήσασταν εδώ σήμερα το πρωί και ήρθα να...
-Να παραγγείλετε κάτι μικρό αλλά όχι ασήμαντο. Καταλαβαίνω. Ανέφερε με χαρά.
-Ντικίλ θα μου εξηγήσεις... Του ψιθύρισα.
-Ήρθα να αγοράσω δακτυλίδι αρραβώνων και βέρες! Και για να μην με πάρει χαμπάρι η αγάπη μου ξύπνησα νωρίς για να έρθω ως εδώ.
-Από τι υλικό θέλετε? Ρώτησε εκείνος ενώ έγραφε στις σημειώσεις του την παραγγελία.
-Ότι επειθυμείτε εσείς. Ακριβό να είναι και θα σας το πληρώσω μόλις...
-Δεν θα πληρώσετε τίποτα. Είπε διακόπτοντας το με ένα πλατύ χαμόγελο.
-Μα μα...
-Ο βασιλιάς Λίτσβερ πήγε να με κρεμάσει και μόνο εσείς μου δώσατε άσυλο στον τόπο σας. Σας χρωστάω την ζωή μου μεγαλειότατε!
-Εγώ θα πληρώσω. Το τι θα τα κάνετε τα λεφτά μόνο εσείς ξέρετε. Μίλησε αμετακίνητος.
-Καλά άρχοντα μου. Είπε σεμνά.
-Δεν χρειάζεται να με λέτε έτσι. Όσο για τα λεφτά δεν είναι δικά μου αλλά του λαού μου. Τους ρώτησα έναν έναν πριν έρθω σε εσάς.
+Ο συνηθισμένος Ντικίλ...
-Ααα και να το δώρο του γάμου σου Ντικίλ. Πρόσθεσα ενώ άνοιξα το τσαντάκι μου. Δεν πάω πουθενά χωρίς αυτό. Το έδειξα το λέπι της δράκαινας. Όταν βρίσκαμε νεκρή την σύζυγο του Οσά-ι κράτησα ένα λέπι της από το σημείο της καρδιάς που το βρήκαμε -εγώ η Κριστάλια και η Μελίγια- σκορπιό και το κρατήσαμε για ενθύμιο.
-Τι υλικό είναι αυτό? Με ρώτησε ο καταστηματάρχης ενθουσιασμένος κοιτόντας το κολιέ που το πρωτοέπιασε στα χέρια του.
-Λέπι από θηλυκή, λευκή δράκαινα. Είπα.
-Να συμπληρώσω, από το σημείο της καρδιά.
-Πού βρήκες κάτι τέτοιο! Απόρησε με θαυμασμό.
-Μεγάλη ιστορία... Μπορείτε να σκαλίσεται ένα σχέδιο πάνω του? Ίσος να μπορούμε να το βάλουμε σε ένα μικρό κομμάτι στο δακτυλίδι.
-Μα φυσικά. Το σχέδιο πείτε μου μόνο. Άρπαξε μια ακόμα φορά το χαρτί.
-Νομίζω Ντικίλ ότι ένα χρυσό κύμα να χτυπά πάνω στην καφέ πέτρα δίνει ρεαλιστική περιγραφή του γεγονότος... Γελάσαμε όλοι.
-Αα και θα ήθελα αν δεν σας κάνει κόπο να φτιάξετε ένα ακόμα δακτυλίδι. Ζήτησα. Ο Ντικίλ όπως κι ο κ. Μάικ μς κοιτούσαν με πονηρό βλέμμα.
-Και τι θέλεις να έχει κάνω? Ρώτησε ο κ. Μάικ χωρίς να χάσει την περιέργεια του.
-Φοίνικα περιτριγυρισμένος από ένα γαλάζιο φίδι και κόκκινα μάτια. Ανέφερα.
-Περίεργο... Είπε χαμηλόφωνα ο κ. Μάικ ενώ σημείωνε την περιγραφή σε ένα χαρτί. Ο Ντικίλ δεν απόρησε καθόλου.
-Όσο για το κόστος, νομίζω τα υπόλοιπα κομμάτια που θα μείνουν από το λέπι είναι αρκετά.
-Υπερ αρκετά! Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω ότι βρήκες κάτι τέτοιο... Μίλησε ο Μάικ σκεπτικός ενώ το χάζευε ακόμα. Τον χαιρέτησαμε και αποχωρήσαμε. Ελπίζω να μην έχει ξυπνήσει η Ελεωνόρα ούτε η Κριστάλια... Έπρεπε να ετοιμαστώ καθώς το απόγευμα είχα δουλειά. Η ώρα για το σχέδιο είναι κοντά! Πρέπει να σώσουμε τον τόπο της Ελεωνόρας χώρις περετέρο καθιστερήσεις...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top