~ 30 ~


~ Τι μου συμβαίνει? ~

-Ας την! Συνέχισε ο Ραούλ.
+Δεν τον αναγνωρίζω, τι σφίγγα το τσίμπησε?
-Γιατί παρακαλώ? Ο άνδρας σκλήρυνε την λαβή του πάνω μου. Ενώ κρατούσε ακόμα τον σουγιά στο χέρι του κοντά στο λαιμό μου.
-Βασιλικό δεν θες? Εδώ! Ξέρω που βρίσκεται πάντα που βασιλιάς από τα δεκατέσσερά μου έτη. Δεν υπάρχει κάτι πιο εύκολο να σου πω από αυτό! Είπε και χτύπησε ελαφρά το χέρι του σε μορφή γροθιάς στο στήθος του. Ο άνδρας χαμογέλασε ρίχνοντας μου μια γόνατια στο στομάχι, έπεσα στο έδαφος.
+Θα σε...
      Προχώρησε προς το μέρος του Ραούλ και έβγαλε κι αυτός το ξίφος του.
+Μόνο από σπαθιά ξέρουν αυτοί εδώ πέρα...
-Τζετ με βοηθάς?
-Ευχαρίστως φίλε μου. Ένας ψηλός άνδρας βγήκε από τα σκοτάδια με ένα μαχαίρι. Το παρουσιαστικό, με καλυμμένο το πρόσωπο του και μαύρα ρούχα. Το μαχαίρι του άνδρα προσπάθησε να χωθεί μέσα στον σώμα του Ραούλ. Τον πέτυχε ελαφρά. Το μόνο που κατάφερε ήταν μια βαθειά ουλή αλλά εκείνος -όπως πάντα- αγύριστο κεφάλι! Τέντωσε το σπαθί του και διαπέρασε το στομάχι του μασκοφόρου. Ο άνδρας βογκούσε με αίμα να βγαίνει από την μύτη του. Ο Ραούλ μου έριξε και γρήγορη ματιά ενώ του έσκισε το λαιμό με τον ατσάλινο του σπαθί.
-Έχεις κι άλλους? Ρώτησε ο Ραούλ πλησιάζοντας τον μόνο επιζών.
-Μπααα. Αλλά δες την θετική πλευρά, έχω αυτήν. Με άρπαξε από το έδαφος και πήγε να μου το καρφώσει. Δεύτερο μασκοφόρος είχε όρεξη για να φάει ξύλο.
+Πολλά καρφώματα βρε παιδί μου!
Ο Ραούλ όρμηξε κατά πάνω του. Έπεσαν μπουνιές κλοτσιές ένα σωρό.
+Πάλι εγώ θα λήξω τον "τσακωμό"?
Ο Ραούλ σηκώθηκε, ο άνδρας του έχωσε το μαχαίρι στην κοιλιά.
-Όχι! Φώναξα ενώ έτρεξα να τον βοηθήσω. Αυτό μου βγήκε έτσι αυθόρμητα.
+Τι μου συμβαίνει?
-Νίκησα! Φώναξε ικανοποιημένος ο μασκοφόρος.
-Θα μου δώσει και κάτι παραπάνω ο βασιλιά Λίτσβερ... Σίγουρα θα πληρώσει πολλά για την απέθανη επαναστάτρια και για το κεφάλι του συμβουλάτορα του ηλήθιου βασιλιά. Κρίμα που δεν μπορώ να σε πάρω ζωντανή καλή μου. Ήθελε και αυτοπροσώπως να σου κάνει τούτη την τιμή αλλά βλέπεις, μου αρκεί μόνο το κεφάλι σου... Ο τύπος με άφησε και πλησίασε  προς το μέρος του Ραούλ. Έσπρωξα τον Ραούλ μακριά με τα χέρια μου, με ένα χαμόγελο στα χείλη μου.
-Η κύριε προηγούνται, έτσι δεν είναι? Χαμογέλασε πονηρά.
-Σωστά. Έκλεισα τα μάτια μου. Περίμεναν το τέλος όταν... Για ακόμα μια φορά κάποιος παρενέβει. Ένα φανάρι προσγειώθηκε στο κεφάλι του μασκοφόρου τύπου. Έπεσε κάτω αιμόφρικτος. Ο Ραούλ δεν έχασε χρόνο, σηκώθηκε με τις λιγοστές του δυνάμεις και τον αποτελείωσε. Αμέσως μετά έπεσε στο έδαφος σχεδόν αναίσθητος. Ο γέροντας που μας έσωσε τη ζωή έτρεξε προς το μέρος του.
-Τι έγινε εδώ? Με ρώτησε. Παρόλο όσα είχαν συμβεί διατηρούσε ψύχραιμη φωνή. Σκύψε προς το μέρος του Ραούλ.
-Αφήστε μας έστησαν καρτέρι. Δηλαδή σε εμένα αλλά έτρεξε να με σώσει και...
-Κατάλαβα. Ο γνωστός Ραούλ.
     Τον σηκώσαμε και το μεταφέραμε στο σπίτι του άνδρα. Δεν ήταν και πολύ μακριά. Μόλις τον βάλαμε μέσα στο σπίτι άναψε και δύο δάδες παραπάνω για να φωτίσει καλύτερα τον χώρο. Τοποθετήσαμε τον Ραούλ πάνω στο τραπέζι. Σαν πασχαλινό γεύμα έμοιαζε. Το μήλο μόνο του έλειπε.
-Η σύζυγός μου κοιμάται. Μην την τρομάξουμε βραδιάτικα. Με ειδοποίησε. Με γρήγορα βήματα έκλεισε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας ώστε να μην ακουγόμαστε. Παρατήρησα το χώρο. Ναυτικός θα ήταν. Παντού μπιχλιμπίδια και καλάμια και καμάκια τους τοίχους. Είχες κι ένα άρωμα θάλασσα ο χώρος. Ο γέροντας με κοίταξε με το χλομό του πρόσωπο. Τα σκουρόχρωμα κάστανα μάτια του το προδίδαν.
-Τι έκανες τέτοια ώρα στον κόλπο, μου λες?
-Αϋπνίες. Απολογήθηκα δειλά.
+Τι να πω...
-Αϋπνίες ή κανένα ραντεβουδάκι?
-Με τίποτα! Εγώ με αυτόν!? Ούτε στους χειρότερους εφιάλτες μου!
-Καλά ηρέμησε.
-Το όνομά σας κύριε? Ρώτησα ενώ είχα χάσει ήδη τον πολύ ενθουσιασμό μου.
+Άκου εκεί. Εγώ με το τέρας. Την πεντάμορφη θα παίξουμε!
-Βίτχουκ. Δεν μου αρέσει να με φωνάζουν κύριο, εντάξει?
-Όπως επιθυμείτε.
+Άλλος γεροπαράξενος από εδώ...
     Στάθηκα πάνω από του Ραούλ. Του έριξα μια ματιά και πόνεσαν τα μάτια μου. Η στολή του είχε σκιστεί και ένα βαθύ κόψιμο στόλιζε αντί αυτού τον ώμο του. Το τραύμα τελικά δεν ήταν κοίλα αλλά στην μέση.
+Πάλι καλά...
-Εκεί το ράφι έχω βελόνες κάτω έχω καθαρά πανιά. Βρέξτα και φέρτα σε παρακαλώ κορίτσι μου.
      Δεν έφερα αντίρηση, το έκανα. Ο κ. Βίτχουκ του έβγαλε την μπλούζα και άρχισε να ράβει.
-Είναι πεισματάρης. Δεν το βάζει ποτέ κάτω. Το καμάρι του βασίλειου! Κρίμα για τους γονείς του, τους μοιάζει πολύ... Έλεγε ενώ δούλευε το χέρι του.
-Σκοτώθηκαν από το πρόην βασιλιά Νιούτ? Ρώτησα. Είχα μάθει πράγματα από τον ίδιο και τον Φοινίκ. Ο τόπος διχασμένος είχε πολλούς νεκρούς, αφότου και άλλα και κατά την διάρκεια του εμφυλίου.
-Ναι. Αλλά το καμάρι μας δεν πτοήθηκε! Από τα δεκατέσσερά μην πω για την ακρίβεια δεκατρία του, ακόμα παιδί, προστάτευε και έλενχε αυτό το μέρος άψογα! Δεν ξέρω αν μπορούσα να το κάνω κι εγώ αν ήμουν στην θέση του... Μιλούσε με περηφάνεια για τον νεαρό.
-Πώς το κατάφερνε? Την απορία την είχα στο στόμα προ πολλού.
-Μυστικός​ της καρδιά. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορώ να στο εξηγήσω καλή μου. Τον πλησίασα έκπληκτη, όταν... Ένιωσα κάποιον να μου κρατάει το χέρι. Όσο ο Βίτχουκ έραβε την πληγή του εκείνος κοιτούσε μόνο προς το μέρος μου. Δεν τράβηξα το χέρι μου. Δεν ξέρω το γιατί... Σε κάθε πληγή σε κάθε ράμα ένιωθα τον πόνο του να κυλά μέσα μου σαν να ήταν δικός μου. Ο Βίτχουκ του είπε τελικά:
-Τελείωσα αγόρι μου. Να προσέχεις περισσότερο άλλη φορά. Ο λαός σε χρειάζεται, το ίδιο με την δεσποσίνη από εδώ... Σχολίασε. Άφησα απότομα το χέρι του και χάζευα από την αντίθετη κατεύθυνση, το ίδιο κι εκείνος. Είχα κοκκινίσει από τροπή...
+Πώς ξεχάστηκα τόσο...
     Ο Ραούλ σηκώθηκε έβαλε την μπλούζα του. Σοβαρός πλέον είπε:
-Καλύτερα να πηγαίνουμε Άλισον. Ο κ. Βίτχουκ είναι πολύ κουρασμένος. Έτσι δεν είναι?
-Τι υπονοείς αγόρι μου? Εγώ αν θες να ξέρεις στα νιάτα μου ήμουν... Αα ναι, τώρα που το λες νυστάζω λίγο. Είπε με ένα χασμουρητό.
+Περίεργοι άνθρωποι...
        Βγήκαμε έξω. Στεκόμουν δίπλα στον Ραούλ καθώς περπατούσε δίπλα στην θάλασσα. Ο ήχος το κυμάτων ονειρικός και η μυρωδιά μοναδική. Το φεγγάρι στόλιζε τη γη μαγευτικά λες και είχε φτιαχτεί μόνο για εκείνη την στιγμή, μόνο για την θάλασσα.
+Ο Φοίνικ είχε δικό. Ο τόπος αυτός είναι υπέροχος.
Άλλο ήταν όμως που με προβλημάτιζε. Ο ενθουσιασμός ήταν ξεκάθαρος στο βλέμμα μου.
-Πόση δύναμη κρύβεις μέσα σου? Πριν λίγο σου ράψανε τις πηγές και περπατάς! Δεν μου απάντησε απλά περπατούσαμε συνέχισε το περπάτημα. Το σταμάτησα βάζοντας το χέρι μου στον μη-τραυματισμένο ώμο του.
-Τι κανείς? Του λέω μαλακά και ήρεμα.
-Μπορείς να με αφήσεις, την δουλειά μου κάνω! Μίλησε εκνευρισμένος καθώς επέστρεψε ο παλιός και γνώριμος εαυτός του.
-Πλάκα μου κάνεις? Μόλις τραυματίστηκες!
+Ξεροκέφαλος! Μουλάρι!
-Περίμενα να συμβεί. Είπα τόσο φυσικά και έμεινα στα πρόθυρα εγκεφαλικού.
-Πλάκα μου κάνεις, έτσι δεν είναι?! Απόρησα.
+Δεν πάει καλά ο τύπος. Τι του δίνουνε?
-Έμαθα από τους κατοίκους στην πόλη ότι κάποιος ρωτούσε αν είναι καλά στην υγεία ο βασιλιάς Ντικίλ.
-Έ και? Τι παράξενο βρίσκεις σε αυτό? Απόρησα όπως ήταν λογικό.
-Είναι ανόητο! Στον τόπο μου όλοι πάνε και ρωτάνε τον ίδιο αυτοπροσώπως! Δεν κρατάει μυστικά...
-Είστε παράξενοι. Ήταν το μόνο που μπορούσα να πω.
-Δεν ήταν μόνο αυτό. Συνέχισε.
-Αλλά?
-Έχει και άλλο: "Ο προσωπικός λόγος που δεν είναι δικός μου."  Σου θυμίζει κάτι? Νομίζεις ότι δεν θα υλοποιούσα έναν από τους ελάχιστους νόμους που έχει γράψει ο βασιλιάς Ντικίλ, απλώς για να "διασκεδάσω"?
-Όχι αλλά... Μετάνιωσα.
-Ο Φαδάζ θα κάνει πρόταση γάμου κι είχε βάρδια απόψε...
Ο μελλοντικός πεθερός του φεύγει για ταξίδι αύριο το πρωί και θέλει να τον δει ότι μπαρκάρει. Να προσθέσω ότι επιθυμεί να τον ρωτήσει αν γίνει ο γάμος πριν ή μετά το ταξίδι του...
-Κάτσε, πώς είναι τόσο σίγουρος ότι θα δεχτεί ο πατέρα να παντρέψει την κόρη του αυτόν τον "Φαδάζ"?
-Πρώτον είναι καλό παιδί και δεύτερον αυτόν θέλει η κόρη του οπότε.... Δεν ξέρω τι γίνεται στον τόπο σου αλλά εδώ η κοπέλα έχει λόγο σε ένα τέτοιο θέμα. Πρόσθεσε ενώ συνέχισε να περπατά.
-Είστε διαφορετικοί. Συμπλήρωσα σοκαρισμένη. Στην πατρίδα μου ούτε άχνα δεν έπρεπε να βγάζουμε. Καλά όχι ότι το τηρούσα αλλά λέμε τώρα...
     Η θάλασσα με επιρέαζε διαφορετικά, ο χρόνος για μια στιγμή χάθηκε. Απολάμβανα τον ουρανό και την θάλασσα. Ήταν φύσης όνειρο απόψε.
+Μην το κάνεις!!!
Πάλευα με τον εαυτό μου. Ξαφνικά οι σκέψεις μου μετατράπηκαν σε αδίστακτες προσδοκία.
-Διάλεξε: Διαφορετικοί ή παράξενοι. Ένα από τα δύο... Με κοίταξε επίμονα και με ένα επικριτικό βλέμμα. Το μέσα μου να βράζει.
+Μην τολμήσεις να πεις αυτό που σκέφτεσαι!!!
-Κανένα. Είπα και ανασήκωσα τους ώμους μου, τόσο απλά.
-Τι τραβάω... Έγυρε το πρόσωπο του για να δει το δρόμο για το παλάτι. Τον σκούντηξα για να με κοιτάξει ξανά.
-Θα έλεγα... Όμορφοι. Του είπα έτσι απρόβλεπτα. Δεν πρόλαβε να απαντήσει και παρασύρθηκα. Ένωσα τα χείλη μας μειώνοντας κάθε απόσταση. Τον φίλησα αναζητώντας να αισθανθώ την ζέστη του ανάσα στα χείλη μου. Δεν ήθελε να τον αφήσω ούτε λεπτό. Για μια στιγμή ήμουν έρμαιο του εαυτού μου. Τον αγκάλιασα. Τα συναισθήματά μου όμως
-μπερδεμένα- με παρότρυναν να τρέξω, να τον αποφύγω. Εκείνος από την άλλη εμβάθυνε το φιλί μας κουνόντας μου το πιο πολύ δύσκολο.
+Δεν με καταλαβαίνω ώρες ώρες. Τι μου συμβαίνει?!
Με όλη την δύναμη της διχασμένης ψυχής μου, τον άφησα και έφυγα τρέχοντας για το παλάτι. Ο Ραούλ έμεινε να με παρακολουθεί κοκαλομένος στην θέση. Τον είδα να περνά το χέρι του ανακατεύοντας τα μαλλιά του μπερδεμένος. Δεν περίμενε ούτε εκείνος -όπως και εγώ- τέτοια εξέλιξη...    
     Κλείδωσα την πόρτα στο δωμάτιο μου. Έκατσα στο πάτωμα ακουμπόντας πάνω της την πλάτη μου. Μάζεψα τα πόδια μου και τα αγκάλιασα. Προσπαθούσα να βρω την ανάσα μου. Τα πάντα πάλευαν μέσα μου. Δεν ήξερα... Έπρεπε να το αγνοήσω, να κλάψω, να χαρώ, να θυμώσω, να πικραθώ, ή να συνεχίσω αυτό που μόλις έκανα?
+Πρέπει να σκεφτείς Άλισον. Πρέπει κάτι να του πεις αύριο...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top