~ 14 ~
~ Αν ήμουν εκεί... ~
Όλο το μεσημέρι ήμουν σκεπτικός ο ήχος από τα τζιτζίκια δεν με άφηνε στην ησυχία μου αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Μια. Ναι ή όχι?;
Να την πάω μια βόλτα στον τόπο μου? ή θα την βάλω σε θανάσιμο κύνδινο. Το σπίτι μου πλέον δεν είναι κι όσο κοντά κι αν είναι τόσο μακριά στην καρδιά μου. Δεν μου ταιριάζει δεν με συγκινεί. Μόνο κακές αναμνήσεις μου φέρνει και στεναχώρια για τον πατέρα μου. Ο τόπος μου, το παλάτι, κι ας μην είναι πλέον δικό μου μετά την εκθρόνιση, δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδιο χωρίς αυτόν. Δεν θα ξανανιώσω ποτέ "οικία" εκεί μέσα. Όμως χρειάζομαι κάτι και θα το ρισκάρω.
-Ναι θα πάμε! Ήταν η απάντηση που βγήκε από το στώμα μου αυθόρμητα. Η Κριστάλια μες την τρελή χαρά μπροστά στα έκπληκτα μάτια της Μελίγιας και του Οσά-ι.
-Πού? Ρώτησε αυστηρά ο Δρακάκος μας. (Έτσι τον έλεγαν γιατί αυτή η λέξη κρύβει μέσα το Κακός, που είναι στο κάτω κάτω!)
+Μα να με χρησιμοποιήσει για σωματοφύλακα! Να μου δώσει το όνειρο με το σημαδεμένο μάτι μόνο και μόνο για να πάρει εκδίκησή από τον Νιούτ που πήγε να πειράξει την Κριστάλια! Να σκοτώσει τους Ψ.Α.Λ.Ι.Δ την επίλεκτη φρουρά του θείου μου για να την σώσει και εμείς να μην έχουμε πάρει τίποτα χαμπάρι? Τόσο αφελής ήμασταν!
Αυτά μου έλεγε προηγούμενος και με τρόμαζε. Όταν ξυπνάει με σοκάρει με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο αυτό το πλάσμα. Τέλος πάντων ώρα για βόλτα στην εξοχή και στο χωριό.
-Ξαναρωτώ που;! Είπε αυστηρά ο Οσά-ι ο οποίος δεν του άρεσαν τα μυστικά για θέματα της Κριστάλια.
-Εεε.... Όλοι μαζί στον τόπο μου. Χρειάζομαστε προμήθειες για το ταξίδι και κάτι ακόμα.
-Δεν μπορείς να πας μόνος σου. Εσύ δεν ξέρεις τον τόπο καλύτερα από τον καθέναν;
-Ναι αλλά...
-Οσά-ι θέλω να πάω κι εγώ! Του απάτησε αυστηρά η Κριστάλια.
-Ναι πολύ εύκολο πράγμα ένας εξόριστος πρίγκιπας που τον κυνηγά δύο ολόκληροι στρατοί και μια πριγκίπισσα φυγάς από το σπίτι της θα περάσουν απαρατήρητοι να τριγυρνούν σε ένα χωριό-πόλη που όλοι είναι ντόπιοι! Πλάκα μου κάνετε? Πίστευα ότι έχεις μυαλό! Με απογοητεύεις. Ο Οσά-ι είχε δίκαιο παρόλο το καθόλου χιούμορ του και την κριτική του πάντα θέλει το καλύτερο για εμάς. Μας συμπεριφέρεται σαν υπερπροστατευτικός πατέρας ώρες ώρες...
-Θα πάμε κι έληξε! Μελίγια θα έρθεις ναι ή όχι? Απάτησε για ακόμα μια φορά η Κρίσταλια.
-Κ. Οσά-ι δεν θα είμαστε στόχοι ας το εγγυούμε. Έχουν πάνω από πέντε χρόνια να με δουν οι χωρικοί. Δεν εμφανιζόμουν στις γιορτές ούτε καν έβγαινα από το παλάτι οπότε εν θα με αναγνωρίσουν όσο και των Κριστάλια θα την προσέχω εγώ. Η Μελίγια ξέρει εξάλλου να προστατεύεται και να κυκλοφορεί στην πόλη.
-Μμμ.... είπε σκεπτικός. Τελικά η Κριστάλια τον έπιασε. Θα πηγαίναμε το απόγευμα και το βράδυ θα γυρίζαμε πίσω εδώ στην σπηλιά. Και ξεκινήσαμε... Η Μελίγια πιο επιφυλακτική από όλους. Το δάσος το ξέρω καλά όπως και τους ανθρώπους του και οι Δεντριδώνες δεν είναι και οι καλύτεροι σαν προσωπικότητες...
Μόλις ο ήλιος κατέβηκε και το απογευματινό αεράκι άρχισε να φυσά ξεκινήσαμε για το χωριό. Πότε μου δεν τον έλεγα πόλη τον τόπο μου. Έμοιαζε περισσότερο με επαρχεία... Την σιωπή λίγο πριν φτάσουμε την διέκοψε η ενθουσιασμένη Κριστάλια.
-Αχ θέλω τόσο πολύ να δω που μένεις. Είναι περίεργο συναίσθημα και μου φέρνει ανατριχήλα. Θα μας κάνεις ξεναγήσει; Ή θα πάμε όλοι μαζί παρέα και ότι βρίσκεται μπροστά μα θα μας το εξηγείς... Άρχισε και μίλαγε μίλαγε μέχρι που την έχασα. Κάποια στιγμή από ότι άκουσα με ρώτησε κάτι η Μελίγια.
-Τι είδους πράγμα χρειάζεσαι και πως ακριβώς θα αγοράσουμε προμήθειες? Δεν έχουμε λεφτά ξέρεις και να είχαμε δηλαδή θα καταλάβαιναν αμέσως ποιοί είμαστε.
-Αυτό αφήστε το πάνω μου. Να πάρε αυτά Μελίγια. Αρκούν για να αγοράσουμε μπόλικες προμήθειες και μην ξεχνάς αγοράζεις ότι μπορείς....
-Να κουβαλήσεις.... Ναι ναι ξέρω. Δεν πάω πρώτη φορά για ψώνια. Κι εσύ τι θα κάνεις; Σε παρακαλώ παντός μην την αφήσεις μαζί μου θα με τρελάνει!
-Δεν είχα σκοπό. Μην ξεχνάτε τα πιο παλαβά πράγματα τα κάνουμε παρέα. Πήγαινε εσύ για ψώνια και σημείο συνάντησης θα έχουμε το γεφύρι.
-Το ποίο? Είπαν και οι δύο μαζί.
+Ξέχασα δεν είναι από εδώ.
-Αα ένα πέτρινο χτίσμα φτιαγμένο για λόγους κυκλοφορίας μιας και σε εκείνο το σημείο όπου βρίσκεται από κάτω υπάρχει ποτάμι. Με λίγα λόγια σαν την γέφυρα στον τόπο σας.
-Αααα. Υπέροχο ακούγεται. Αναφώνησε η Κριστάλια.
-Δεν ήξερα ότι αρχίζεις να μοιάζεις στον Βασιλιά Ντικίλ. Είπα και βάλαμε τα γέλια.
+Τι να κάνει κι αυτή η ψυχή τώρα... Αχ μου λείπει. Είναι και ένας από τους καλύτερούς μου φίλους. Για τον τόπο του έχουμε χαράξει πορεία οπότε σύντομα θα τον ξαναδώ. Ελπίζω να ελέγχει καλά η Ελεωνόρα το Βασίλειο. Όσο καλός κι αν είναι ο Ντικίλ σε χαρακτήρα για άσκηση εξουσίας δεν κάνει... Ευτυχώς θα είναι σίγουρα κι ο πιστός αξιοματικός του - αντιβασιλέας,ο Ραούλ, στο πλάι του και της Ελεωνόρα...
(Ποτέ δεν κατάλαβα σε ποίο από τα δύο ανήκει).
-Εεει Φοινίκ; Σε ποιόν κόσμο ταξιδεύεις; Με ρώτησε χαχανίζοντας η Κριστάλια.
-Έεε στην Χρυσή Ακτή. Είπα και γελάσαμε όλοι μαζί.
Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα και φτάσαμε στο τόπο μου. Πρόην. Τίποτα δεν μου φαινόταν ίδιο όπως και το περίμενα. Ο Μάνταλ και ο Δίζελ ήταν νεκροί και είχαν αντικατασταθεί από άλλους φρουρούς. Εγώ γνώριζα κι άλλον δρόμο για να μπούμε αλλά και πάλι μου έλειπαν. Ήταν νέοι κι άδικο να φύγουν από την ζωή. Όμως η πίστη τους στο πατέρα μου τους καταδίκασε μετά την εκθρόνιση...
+Αχ.... Πατέρα και χαμένοι υποστηριχτές του τους λυπάμαι. Ντρέπομαι που δεν ήμουν εκεί την νύχτα που το παλάτι βάφτηκε με αίμα. Συνχωρέστε με δεν δεν.... Ήξερα. Όχι! Εγώ φταίω. Έφυγα για μια βόλτα. Για μια ασήμαντη επιθυμία μου, να γνωρίσω δήθεν τον κόσμο και να τα αποτελέσματα...
-Φοινίκ μην κατηγορείς τον εαυτό σου δεν φταις εσύ. Μου είπε με την γλυκιά της φωνή η Κριστάλια μια με ακούμπησε με το χέρι της απαλά τον ώμο. Κοίταξα γύρω μου, βρισκόμασταν στο γεφύρι. Είχα ακουμπήσει τους αγκώνες μου πάνω του και αγνάντευα την θέα. Γύρισα και την ρώτησα:
-Πώς ξέρεις...
-Τι σκεύτεσαι? Έλα τώρα Φοινίκ! Λογικό είναι. Μην στεναχωριέσαι , πέρασε.
-Όχι δεν πέρασε! Οι αδικοχαμένοι δεν γυρνούν πίσω.
-Και ακόμα και αν ήσουν εκεί τι θα μπορούσες να κάνεις;
+Αχ... Αν ήμουν εκεί....
-Ώρα για ψώνια! Φοινίκ θα μείνεις τελικά με την Κριστάλια ή θα την συνοδεύσω εγώ? Με ρώτησε η Μελίγια ενθουσιασμένη. Της αρασέ καταβάθος πολύ αυτή η ιδέα.
-Δεν χρειάζομαι συνοδεία!
-Κι όμως ναι.
-Όχι σου λέω! Φώναξε η Κριστάλια.
-Δεν μπορείς να ....
-Να κάνω τι; Να ζήσω σαν φυσιολογικός άνθρωπος; Τώρα θα δεις! Απάτησε νευριασμένη και το έβαλε στα πόδια. Μπερδεύτηκε ανάμεσα στο πλήθος. Στην κεντρική πλατεία του χωριού είχε μαζευτεί πολύς κόσμος λόγο της γιορτής του Ήλιου και δεν μπορούσαμε να την βρούμε. Τότε εμένα νόημα στην Μελίγια να με πλησιάσει ώστε να συνεννοηθούμε.
-Χάνουμε χρόνο. Είναι μεγάλη γιορτή σήμερα δεν θα ο την βρούμε ποτέ έτσι. Πήγαινε για τις προμήθειες εσύ. Θα την βρω εγώ την πεισματάρα. Σε δύο ώρες συνάντηση εδώ στο γεφύρι.
-Εντάξει. Κι αν όμως δεν την βρεις;
-Υπάρχει τέτοια περίπτωση; Αφού με την ξέρεις. Πιο εύκολο για εκείνη είναι να δημιουργήσει πανικό παρά να περάσει απαρατήρητη.
-Δίκαιο έχεις. Την αφήνω σε καλά χέρια. Είπε και με ένα πλατύ χαμογέλο αποχώρησε. Το ίδιο κι εγώ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top