~ 12 ~


~ Η Αναγνώριση ~

~Μέσα από τα μάτια της Κριστάλιας~

   Φώναζα συνέχεια  το όνομα του αγαπημένου μου: «Φοινίκ» δυνατά. Είδα τον Έλαμάναμου να τρώει χορτάρι λίγο πιο πέρα.
+Αναίσθητο ζώο. Πού είναι όμως ο καβαλάρης σου?
άκουσα την φωνή του. Όχι και πολύ ευχάριστο μπορώ να πω, να ακούς ένα δυνατό: «Τρέξε!» αλλά τέλος πάντων...
+Πού είναι? Δεν τον βλέπω? Μήπως τον παγίδεψε το μαγαλωπρεπές ον?
Ξαφνικά από το πουθενά άκουσα θόρυβο. Η Μελίγια κοίταξε μπροστά και.... Λυποθύμησε.
+Ως συνήθως....
Έριξα μια καλύτερη, έντονη μάτια ανάμεσα στα δέντρα. Κάτι, μάλλον, κάποιος χωρίς να ξέρω το γιατί και το πώς με κέντριζε να πλησιάσω. Τέλικα δεν έπεσα έξω γιατί ο παντοδύναμος Καρλιανός δράκος, (που κυνηγούσαμε μαζί με το Φοινίκ επί δύο ολόκληρους μήνες και ήταν η αφορμή να γνωρίσουμε νέους ανθρώπους, μέρη, κουλτούρες...) παρουσιάστηκε μπρος μου.
+Κι εγώ τι κάνω; Βγάζω τα βέλη μου από την θήκη  και τον σημαδεύω στο σημείο της καρδιάς αντί να τον ευχαριστήσω για το δώρο του. Ναι πράγματι δώρο, αφού μου έδωσε λόγο να ζω. Λόγο ύπαρξης και αξία στην ζωή μου!
Για ακόμα μια φορά, σαν από μαγιά δεν έριξα. Μια στρογγυλή τρύπα κοντά στο σημείο της καρδιάς με λύγισε. Το πετράδι του του είχε πέσει σε κάποια μάχη κερδίζοντας αυτόν τον τραυματισμό. Όλοι οι Καρλιανοί δράκοι έχουν ένα στο σημείο της καρδιάς τους. Μου το είχε αναφέρει ο Φοινίκ κι τώρα που τον βλέπω χωρίς αυτό τον λυπάμαι. Χαμήλωσα το τεντωμένο τόξο και το άφησα κάτω. Εκείνος από την άλλη απομάκρυνε το νέφος με τα φτερά του. Περπάτησα και περπάτησε. Φτάσαμε σε απόσταση αναπνοής μεταξύ μας. Δεν ήξερα αν μπορούσε να με καταλάβει αλλά έκανα μια προσπάθεια. Του ανέφερα ψιθυριστά:
-ΕΣΥ. Το όνειρο μα...
+Είναι αυτός που νομίζω; Αποκλείεται να κάνω λάθος. Μα και πάλι είναι παράλογο...
Με διέκοψε απαλά και ήρεμα λέγοντας μου κι αυτός:
-ΕΣΥ. Το βρέφος που γεννήθηκε κάτω από την πανσέληνο.
+Πώς το ξέρει αυτό; Ναι ισχύει κάτω από το φως της πανσελήνου γεννήθηκα. Τυχαία, λόγο μιας νυχτερινής βόλτας της μητέρας μου, εκείνη αναγκάστηκε να με γεννήσει μακριά από το παλάτι. «Δίπλα στην λίμνη» Μου είχε πει.
-ΕΣΥ. Μα αδύνατον... Του απάντησα ενώ παίζαμε τον ίδιο παιχνίδι.
+Με καταλαβαίνει. Αυτός είναι!
-ΕΣΥ Κριστάλια! ΕΣΥ. Που για χάρη σου το νερό της Καρλιανής λίμνης φωτίστηκε γαλάζιο σαν....
-Τα μάτια σου. Τον διέκοψα ενώ τέντωσα τα χέρια μου αυθόρμητα. Το ον δεν αντέδρασε αντίθετα το πρόσωπο αυτού του ζώο φωτίστηκε. Τα χείλη του απλώθηκαν χαρίζοντας μου ένα μικρό χαμόγελο σαν μικρού παιδιού. Έβαλα τα χέρια μου πάνω στο πρόσωπό του. Ένιωσα την ζέστη από την φλόγα που σιγόκαιγε μέσα του. Κατάλαβα τι ένιωθε. Δεν ήταν το σύναισθημα αυτό θυμός, οργή ή μίσος ή της αυτοσυντήρησης αλλά από έκρηξη συναισθήματων μέσα του.
+Το γνωρίζω. Τον θυμάμαι!
-Σε Θυμάμαι Οσά-ι. Του είπα με το χαμόγελο στα χείλη μου όπως και αυτού νου.
-Εδώ είμαι. Εδώ ήμουν και θα παραμείνω Κριστάλια....

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

      Προσπαθούσα να απεγκλοβίσω το πόδι μου. Έσπρωξα με όλη μου την δύναμη την πέτρα.
+Κριστάλια δεν θα σε αφήσω! Έρχομαι!
Με αποφασιστικότητα κατάφερα να σηκώσω την πέτρα και να βγάλω έξω το πόδι μου. Άρπαξα το σπαθί μου που ήταν ακουμπησμένο πάνω σε ένα ογκόλιθο στο κέντρο της σπηλιάς και έτρεξα στο δάσος. Δεν  σκευφτόμουν τίποτα παρά να την σώσω. Είδα την Κριστάλια πίσω από το τεράστιο τέρας, πάνω από έξι μέτρα, να στέκεται κοντά του.
+Λες να της πήρε το μυαλό! Όχι όχι!
Έτσι φώναξα ενώ τέντωσα το σπαθί μου:
-Ας την ήσυχη!
Ο Οσά-ι γύρισε απότομα και γρυλίγοντας έκανε ένα βήμα βάζοντας την από πίσω του. Σαν να ήθελε να με εμποδίσει να την πλησιάσω.
+Σαν να ήθελε να την προστατεύσει!
Η Κριστάλια μόλις με είδε φώναξε χαρούμενη:
-Φοινίκ! Είσαι καλά! Οσά-ι ας τον, δεν είναι απειλή.
+Πότε πρόλαβαν να αυτοσυστηθούν;
Ο Οσά-ι αμέσως έκανε δύο βήμα πίσω αφήνοντας της χώρο να τρέξει. Έτρεξα κι εγώ κι την αγκάλιασα σφιχτά. Με δάκρυα στα μάτια μου είπε:
-Φοινίκ γιατί με άφησες? Πηγές να σκοτωθείς. Είναι...
-Σςςςςς, την διέκοψα ενώ την κοίταξα στα μάτια. Μου έλειψες, της ψιθύρισα. Χάδι άγγελου μου, να νιώθω τα πανέμορφα μακριά της μαλλιά πάνω στον ώμο μου.
-Δεν με ακούς. Ήταν παγίδα ήθελαν να σε...
-Κυνδίνευσες για χάρη μου. Θα σκοτωνόσουν. Τι στο καλό σκεφτόσουν; Αλλά έλεγε αλλά άκουγαν τα αυτιά μου. Το μυαλό μου για άλλη μια φορά μπροστά της είχε θολώσει...
-Φοινίκ, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα θες ή δεν θες.
-Ερώτηση ήταν αυτό;
-Οοοο σταματήστε πια! Είπε ο Οσά-ι και με έσπρωξε πάνω της χρησιμοποιούντας την ουρά του. Εκείνη με αγκάλιασε για να μην πέσω κάτω. Την κοίταξα στα μάτια και της έδωσα ένα παθιασμένο φιλί. Όπως κάθε φορά οι κακές σκέψεις ή ανασφάλεια μου σβήστηκε σαν τα σχέδια στην άμμο. Υπάρχουν αλλά δεν τα ξαναβλέπεις ποτέ, (αν δεν τα ξανά χαράξεις βέβαια...) Έτσι αισθανόμουν κι εγώ τώρα. Η Κριστάλια ήταν η θάλασσά μου. Η ζωή μου και όλο μου το είναι...
+Υπερβάλλω; Ίσος αλλά έτσι νιώθω...
Ο Οσά-ι απομακρύνθηκε. Η Κριστάλια (για πρώτη φορά να συμπληρώσω) σταμάτησε την όμορφη στιγμή για να δει τι του συμβαίνει. Ο δράκος μπήκε στην σπηλιά αργά και ήρεμα. Τον ακολουθήσαμε. Καθώς προχωρούσαμε την ρώτησα:
-Κριστάλια που είναι η Μελίγια και από που τον γνωρίζεις?
-Μεγάλη ιστορία. Είναι ο Φύλακας Άγγελος μου. Από μικρή με προστατεύει. Η ειρωνία είναι ότι τόσο χρόνια πίστευα ότι όλα αυτά που έχει κάνει νησί εμένα τα φαντάστηκα. Όσο για την Μελίγια είναι λυπόθυμη απέξω μαζί με τον Έλαμάναμου, την Βολίδα και τον Άστερντ μου. Να συμπληρώσω ότι το πανέξυπνο κατοικίδιό σου είναι τελείως αναίσθητο.
Ο Οσά-ι ακούγοντας την συζήτησή μας σταμάτησε και μας είπε:
-Νομίζω είναι ώρα να μάθεις την αλήθεια δεσποινής μου.
-Για πιο πράγμα; Τον ρωτήσαμε και οι δύο.
-Πιστεύω τώρα που κατάλαβες ότι δεν είμαι όνειρο να έχεις συνειδητοποιήσει ότι σε προστατεύω μια ζωή ολόκληρη ζωή και για ότι χρισημοποιούσα τον Φοινίκ σου, όπως τον αποκαλείς, σαν εκτελεστικό όργανο.
-ΤΙ;!;!

***
(Flashback)
~ Μέσα από τα μάτια του Οσά-ι ~

+Τι κάνει αυτό το μικρό εδώ; Ααα δεν σφάξανε! Δεν είναι εγώ η νταντά του.
Οι λύκοι ξεψύχησαν μπρος στις δυνάμεις μου. Δεν είναι σωστό να επεμβαίνω αλλά τέλος πάντων ας κάνω μια εξέρεση....
+Για μένα λεπτό, τι έχει κρύψει εκεί;
Πλησίασα τα βήματα του έκαναν αυτό το αδύναμο μικρό κοριτσάκι να γυρίσει να με κοιτάξει.
Το μικρό μπήκε μπροστά μου αδύνατοντας να ανοίξω την τρύπα. Δεν μπορούσα να το πατήσω. Απαγορεύονται ο Σεντάλα θα γίνει σκιά μου και οι τύψεις θα με κυνηγούν!
+Ας το τρομάξω λοιπόν.
-Ώρα να τρέξεις μικρή μου. Ο μπαμπούλας είναι εδώ! Είπα άγρια ενώ ρουθούνισα έντονα στο πρόσωπό της.
-Δεν είσαι μπαμπούλας! Μου είπε νευριασμένη η άφοβη μικρή.
-Δεν είμαι? Και τότε τι είμαι;
-Είσαι ένας αγενής. Μου απάντησε. Ζάρωσα σαν παραγόμενη σταφίδα.
-Ίσος, αλλά όταν κάποιος σου λέει να φύγεις πρέπει να το κάνεις! Την τόνισα και ύψωσα τον τόνο της φωνής μου.
-Όχι! Αν το έκανα αυτό θα πέθαινε. Μου φώναξε ατρόμητη στην θέση της.
-Ποιός? Ρώτησα απορημένος.
-Δεν λέω. Δεν είσαι έμπιστος.
-Τι κάνει η πριγκίπισσα στο δάσος; Είπε η Μάγια ενώ προσγειώθηκε στο έδαφος λίγο πιο πέρα. Μας πλησίασε και κοίταξε έντονα την μικρή.
-Πριγκίπισσα είναι? Την ρώτησα.
+Αποκλείεται...
-Ναι. Οι άλλοι είναι νεκροί. Η Ζάνζελ αποφάσισε την μοίρα τους. Μην πας ενάντια στις αποφάσεις τις. Μου ψιθύρισε η σύζυγός μου.
Σκέφτηκα και μετά ρώτησα την μικρή και να μάθω αλήθεια:
-Ποιό είναι το όνομά σου;
-Κριστάλια και κανονικά δεν θα έπρεπε να σου μιλάω.
-Τι έχω χάσει; Με ρώτησε η Μάγια.
-Θα σου πω μετά. Άλλαξα το βλέμμα μου και ρώτησα την μικρή. Αν σου έδινα κάτι που επιθυμούσες θα μου δώσεις αυτό που έχεις κρύψει εκεί;
+Για να δούμε...
-Όχι. Δεν χρειάζομαι δώρα το μωρό είναι από μόνο του πολύτημο. Οχ το είπα.
-Το μωρό; Την ρώτησα ενώ σκευτόμουν.
-Ναι! Και δεν θα το πειράξεις!
-Τι ίδιους μωρό γλυκιά μου. Μίλησε η σύζυγός μου μαλακά και ήρεμα. Εκείνη φαινόταν να την εμπειστεύεται.
-Ένα αυγό! Η Μάγια έβαλε τα κλάματα. Προσπάθησα να την παρηγορήσω με την φτερούγα μου αλλά ξαφνικά η μικρή ρώτησε:
-Συγνώμη αν είπα κάτι που σας αναστάτωσα. Είστε καλοί ζώα δεν είστε αγενείς.
-Δεν φταις εσύ μικρή μου. Έχουμε χάσει και εμείς ένα... ΕΝΑ...
-Μήπως είναι αυτό?
+ΔΕΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΎΩ!
-Αυτό αυτό... Πήγε να απαντήσει η Μάγια ανήμπορη να το πιστέψει. Μπήκα στο μυαλό της μικρή για να δω τι είχε γίνει.

Συνεχίζεται...



















































































Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top