~ 11 ~


~ Ξέρω ποιός είσαι... ~

***

-Κριστάλια πιο αργά! Δεν μπορώ να σε φτάσω! Φώναξε η Μελίγια ενώ κάλαπαζαν όσο ποτέ άλλοτε για να με φτάσουν.
-Α ναι. Εσύ δεν διάλεξες Βολίδα για το άλογό σου;
-Ακριβώς. Όχι Αντοχή!
-Για ένα λεπτό, νομίζω ότι φτάσαμε.
-Πού; Δεν βλέπω τίποτα με τόσο καπνό.
-Ακριβώς. Εδώ είναι! Κάνε γρήγορα!


***
(Λίγο πιο πριν)

  Κοιμόμουν βαθειά αλλά το γλυκό μου ύπνο διέκοψε αυτό το τρομαχτικό ΓΚΡΡΡΡΡ κι ξύπνησα απότομα. Δεν άνοιξα όμως και τα μάτια μου. Ο Θείος μου και χιλιάδες άλλοι κυνήγοι τέτοιων τεράτων μου είχαν πει μάλλον προειδοποιήσει για την επικυνδινότητα αυτής της κίνησης: «Σου στραγκίζει το μυαλό! » είχε πει ένας και ένας άλλος απάντησε: «Όχι όχι! Σου πίνει σαν χυμό τις σκέψεις και αναμνήσεις σου! » παντός σε ένα συμφωνούσαν εκατό της εκατό : «Μην κοιτάξεις ποτέ μα ΠΟΤΕ το θεριό στα μάτια!». Κι αυτό έκανα. Τα κρατούσα κλειστά με όλη μου την δύναμη, όμως το επόμενο δευτερόλεπτο με σοκάρισε:
- Χαχα ξέρεις βλέπω.... Είπε μια βαρειά ψυχρή φωνή.
+ΜΙΛΆΕΙ ΚΙ ΌΛΑΣ!;!;
-Ναι! Απάτησα με θάρρος. Δεν θα μου πάρεις τις σκέψεις. Κι Συνέχισα λέγοντας:

"Το μυαλό και το πνεύμα γερά κρατεί
  αν ωστόσο προσέξεις καλά τα μυστικά να μην δει!
  Δράκου τέτοια μάτια μην προσπαθήσεις ούτε καν να     
  φανταστείς! Είναι παγίδα! Η απάντηση είναι απλή..."

Είπα τους στοίχους που είχαν φτιάξει οι κυνηγοί.
-Χαχα, ξαναγέλασε μοχθηρά.
-Γιατί?
Αφουγκράστηκε αλλά δεν απάτησε. Ένιωσα την καυτή του ανάσα. Βρισκόταν σε μικρή απόσταση από το σώμα μου. Εγώ εν το μεταξύ ακουμπούσα ένα άγριο και κρύο αντικείμενο. Μάλλον βράχο. Άκουγα επίσης να στάζει νερό.
+Για ένα λεπτό. Βράχοι, σταγόνες..... Είμαι σε σπηλιά!
Έπεφυγα να ρωτήσω «Τι θα με κάνεις;» για ευνόητους λόγους. Τον πήρα με το μαλακό.
+Ίσος να ζήσω έτσι λίγο παραπάνω...
-Λοιπόν δεν μου είπατε , ποίο είναι το όνομά σας κύριε;
-ΟΣΑ-Ι. Ξερά απάντησε.
+Αχ δεν βγάζουμε άκρη...
-Καλημέρα λοιπόν Οσά-ι. Είπα χαρούμενα. (Τα αυτιά μου έπιαναν ήχους από κελαϊδήμα πουλιών άρα είχε ξημερώσει...)
-Πλάκα μου κάνεις! Ήρθες να με σκοτώσεις και μου λες καλημέρα! Δεν μιλάς στον φίλο σου, αλλά στον εχθρό σου! Κατάλαβες?! Κι άνοιξε επιτέλους τα μάτια σου! Αν ήθελα να μπω στο μυαλό σου θα το είχα κάνει, χθες! Εξάλλου ΞΈΡΩ ΠΟΙΌΣ ΕΊΣΑΙ! Φώναξε φανερά εξοργισμένος.
-Αδύνατον. Είπα και δεν άνοιξα τα μάτια μου , αντίθετα τα έσφηξα περισσότερο.
+Δεν την πατάω έτσι εύκολα εγώ!
-Πολύ καλά Φοίνικ. Με εφνοιδίασε. Ο Οσά-ι το κατάλαβε κι  συνέχισε, Ναι! Εξόριστε Πρίγκιπα Φοίνικ του βασιλείου των Δεντριδών, κάνε ότι θες. Ναι ΕΣΎ! που κάνεις ότι δεν ακούς, γιε της βασίλισσας Ιζαμπέλας και του.....
Αμέσως μόλις άκουσα όλα αυτά άνοιξα τα μάτια μου.
+Πώς ξέρει το όνομα της μητέρας μου? Αυτό δεν το ξέρω καν εγώ! Αν δεν μπήκες στο μυαλό μου πώς τα ξέρει όλα αυτά?
Ο Οσά-ι όπως ήταν το όνομά του ήταν πράγματι ένας Καρλιανός ενήλικος δράκος. Κατάμαυρος και με εκείνα τα καταγάλανα μάτια. Βρισκόμουν, να προσθέσω -όπως είπα πριν- σε σπηλιά. Όχι βάθος αλλά κοντά στην είσοδό της. Σαν κάτι να περιμένει... Μάλλον κάποιον!
+Οχ η Κριστάλια! Πρέπει να ξεμπερδέψω γρήγορα αλλιώς θα την πάρω κι αυτήν στον λαιμό μου!
-Πώς ξέρεις ποιός είμαι; Πώς ξέρεις ποιά είναι η μητέρα μου? Εγώ ποτέ δεν έμαθα το όνομά της!
-Πολλά ρωτάς κι μάλιστα με διακόπτεις.
Ο περίφανο ψωνισμένος δράκος κοίταξε προς το δάσος. Η κόρες των ματιών του έμειναν ακίνητες.
+Κάτι είδε! Οχ!
Ο Οσά-ι  άρχισε να τρέχει προς το δάσος με όλη του την δύναμη κι μια φωνή ξεπετάχτηκε σαν λαγός από την τρύπα μέσα από το πυκνό δάσος γεμάτο νέφος....
-Φοινίκ! Φοινίκ! Πού είσαι; Η φωνή της Κριστάλιας με κατατρόμαξε όσο ποτέ άλλοτε.
-Τρέξε! Ήταν η απελπιστική κραυγή που έβγαλα. Το τέρας είχε βάλει μια πέτρα στο πόδι μου για να μην πάω πουθενά. Την είχε σφυνώσει μέσα σε μια τρύπα. Δεν πονούσα αλλά και ταυτόχρονα να πάω κι πουθενά! Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν ακούω! Να ακούω το τέλος...
+Όχι! Δεν θα την αφήσω θα βρω την άκρη όπως πάντα! Έλα Φοινίκ σκέψου σπρώξε. Κάνε κάτι!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top