κεφαλαιο 14
"...Choose your last words...
This is the last time,
'Cause you and I, we were born to die..."
"Τι θα έλεγες για μια παρτίδα πόκερ
hands up? Εγώ και εσύ..." Με ρώτησε μετά από αρκετή ώρα που η τύχη με ευνοούσε στη ρουλέτα και είχαμε ανοίξει συζήτηση,φλομώνοντας ο ένας τον άλλο στο ψέμα.
Μέτρησα λίγο τις πιθανότητες και έμεινα σκεπτική...
Μια παρτίδα πόκερ εγώ και εκείνος.
"Μη το σκέφτεσαι Μαρκέλλα,αν μη τι άλλο η τύχη είναι με το μέρος σου απόψε,έχεις βγάλει πενήντα χιλιάδες ήδη!"
Μου είπε και ξανά τσεκαρε το ρολόι του.
Ένιωθα πως κάτι περίμενε,οι κινήσεις του έδειχναν πως μετρούσε τον χρόνο.
Ο Μάικ μου έκανε νόημα να δεχτώ και κοίταξα τον Έρικ στα μάτια.
Γιατί κοιτάζεις συνέχεια την ώρα; Τι κρύβεις γαμώτο;
"Hands up λοιπόν... Υπό έναν όρο!"
Του απάντησα και ήπια μια γουλιά σαμπάνιας.
"Τον δέχομαι." Μου είπε και πλησίασε αρκετά κοντά.
Σήκωσα το βλέμμα μου αθώα και τον κοίταξα.
"Μα δεν τον άκουσες..."
"Δεν χρειάζεται,τα όρια μου είναι σίγουρα μεγαλύτερα από τα δικά σου πριγκίπισσα."
Μου απάντησε και χάιδεψε με το δάχτυλο του το μάγουλο μου,τόσο απαλά που ίσα που το ένιωσα.
Σκεφτόμουν αυτό που μου είπε και χαμογέλασα αυτόματα.
Ένα γέλιο βγήκε δυνατά από μέσα μου και σε δευτερόλεπτα άρχισα να γελάω σαν υστερική.
Εκείνος με κοίταζε εξεταστικά και είχε ένα λοξό χαμόγελο στα χείλη.
Αφού ηρέμησα του έπιασα απαλά τον ώμο.
"Πάμε;" Τον ρώτησα και του έδειξα το τραπέζι του Νέιτ.
"Hands up δεν είπαμε πριγκίπισσα; Ακολούθησε με." Μου είπε αποφασιστικά και μου έδειξε με το χέρι του την αντίθετη πλευρά,προς το ασανσέρ.
Για μια στιγμή δίστασα,μα το πείσμα μου ήταν μεγαλύτερο,άρπαξα τη τσάντα μου και πέρασα μπροστά πηγαίνοντας προς το ασανσέρ.
Μπήκαμε μέσα και εκείνος στεκόταν σιωπηλός δίπλα μου.
Έβγαλε ξανά και τσεκαρε το ρολόι του.
Οι πόρτες άνοιξαν και έχωσε το ρολόι στη τσέπη.
Μπήκαμε στο δωμάτιο που υπήρχαν μέσα κυρίως άντρες και πέντε τραπέζια εκ των οποίων τα τρία ήταν γεμάτα.
Με οδήγησε σε ένα άδειο τραπέζι και τράβηξε τη καρέκλα μου.
Κάθησα και έβγαλα μέσα απο τη τσάντα μου ένα ακόμη τσιγάρο.
Η πόρτα του ασανσέρ ακούστηκε και κοίταξα απέναντι μου αυτόματα.
Μπήκε μέσα ο Γολιάθ και ένιωσα πιο ασφαλής από ποτέ στη ζωή μου.
Είδα τον Έρικ να ρίχνει μια κλεφτή μάτια και εκείνος και κάθησε απέναντι μου.
Ο γκρουπιέρης ήρθε και ανακάτευε με μαεστρία τη τράπουλα.
Ο Έρικ τέντωσε τα χέρια του και έμπλεξε τα δάχτυλα του,ενώ έπειτα τα ακούμπησε μπροστά του.
"Δεν θες να ακούσεις τον όρο μου;" Ρώτησα ξανά και αφού έβαλα το τσιγάρο στα χείλη μου, άρχισα να ψάχνω τον αναπτήρα στην τσάντα μου.
Άναψε τον δικό του και τον έφερε μπροστά μου,ενω εγώ αργά άναψα το τσιγάρο μου και φύσηξα τον καπνό προκλητικά στα μούτρα του, κάνοντας σταυροπόδι.
"Θέλω..." Μου είπε με βραχνή φωνή και ένα λοξό χαμόγελο κόσμησε το αρρενωπό του πρόσωπο.
"Όλα η τίποτα,μια παρτίδα ότι έχουμε πάνω μας!" Δήλωσα αποφασιστικά και εκείνος γέλασε.
"Δεν νομίζω να πηγαίνει η τσάντα σου με το κουστούμι μου!" Μου απάντησε και γέλασα εγώ αυτή τη φορά.
"Το ρολόι σου όμως θα ταίριαζε απόλυτα μέσα στη τσάντα μου." Του είπα πονηρά και εκείνος σοβάρεψε.
Με κοίταξε για λίγο σκεπτικός και έπειτα δέχτηκε.
"Σε βλέπω σίγουρη για τον εαυτό σου." Απάντησε και ακούμπησε τους αγκώνες του γοητευτικά πάνω στο τραπέζι.
Ακολούθησα τη κίνηση του και έκανα μια γερή τζούρα από το τσιγάρο μου,αφήνοντας τον καπνό να βγει αργά.
"Ξεκίνα..." Είπα στον γκρουπιέρη και εκείνος μοίρασε τα φύλλα.
Σήκωσα αργά τα δικά μου και είχα δύο ρηγάδες. Προσπάθησα να μην δείξω τη χαρά μου και κατέβασα τα φύλλα και πάλι ανάποδα μπροστά μου.
Εκείνος κοίταξε τα δικά του απαθής και έπειτα μου έκλεισε το μάτι.
"Τι θα έλεγες να χοντρινουμε κι άλλο το παιχνίδι;"
Σήκωσα το φρύδι μου και κοίταξα μπροστά μου τις μάρκες μου.
Έσβησα το τσιγάρο μου και τις έσπρωξα στη μέση του τραπεζιού.
"Δεν λέω όχι στις προκλήσεις..."
Του απάντησα κάνοντας all in.
Εκατό πενήντα χιλιάδες ευρώ και εμένα.
"Αν κερδίσεις,παίρνεις τα χρήματα.
Αν χάσεις παίρνεις εμένα..." Του δήλωσα αποφασιστικά και χαμογέλασα προκλητικά.
Για μια στιγμή έδειξε να τα χάνει,μα γρήγορα έβαλε σε τάξη τις σκέψεις του.
Μου άρεσε το αποψινό παιχνίδι με τον Έρικ,όχι δεν εννοώ τη ρουλέτα και το πόκερ,μα το παιχνίδι που παίζαμε και οι δύο και πλέον ήμουν σίγουρη πως ήξερε και εκείνος.
Έσπρωξε τις μάρκες του και εκείνος και ανοίξαμε τα φύλλα μας.
Εκείνος κρατούσε Άσσο ντάμα.
Έπεσε το φλοπ και έβγαλε δύο ντάμες και ένα Ρήγα.
Με κοίταξε με ένα λοξό χαμόγελο ενώ είδα τη φλέβα στο μέτωπο του να φουσκώνει.
Το επόμενο φύλλο άνοιξε και ήταν Άσσος.
Φουλ του Άσσου με ντάμες,είχα χάσει πανηγυρικά.
Έσπρωξε τα φύλλα του μπροστά και του έκανε νόημα να συνεχίσει.
Η μόνη πιθανότητα για να κερδίσω,ήταν να βγάλει Ρήγα και να κάνω καρέ,μα όση τύχη και να είχα απόψε, αυτό ήταν πάνω από τις προσδοκίες μου.
Δεν ξέρω πόσες σαμπάνιες είχα πιεί,μα εκείνην ακριβώς τη στιγμή είχα αρχίσει να νιώθω τη ζάλη.
Στο μυαλό μου ήρθε ο Δάμος.
Θα ήταν άραγε περήφανος για αυτά που έκανα για εκείνον;
Μα ποιον δούλευα; Εκείνος με είχε παρατήσει στο έλεος μου...
Άνοιξε το τελευταίο φύλλο και ήταν Ρήγας.
Με κοίταξε στα μάτια και σηκώθηκε.
Υποκλίθηκε μπροστά μου και μου άπλωσε το χέρι του.
Το έπιασα και με τράβηξε κοντά του.
"Ο νικητής ή ο χαμένος τα παίρνει όλα απόψε άραγε;" Με ρώτησε και με κόλλησε στο σώμα του.
Ένιωθα περίεργα με την επαφή μας αυτή.
Αυτός ο άντρας είχε κάτι πάνω του που σε έκανε να ανατριχιαζεις και να θέλεις να πας παραπέρα.
Ο Δάμος...
Ένιωσα θυμό μέσα μου...
"Ο χαμένος..." Απάντησα και ξανά πήγα στη θέση μου και έβαλα τις έξι μάρκες των πενήντα χιλιάδων στην τσάντα μου.
Πήγα πάλι δίπλα του και τον έπιασα αγκαζέ,κοίταξα τον Γολιάθ και ήμουν σίγουρη πως όλα θα πάνε καλά.
"Πάμε;" Τον ρώτησα και ένιωσα το κορμί του να αντιδρά δίπλα μου.
Ίσως τελικά και να μην είχε ιδέα.
Έβγαλε από τη τσέπη του το ρολόι και το κοίταξε.
Άπλωσε το χέρι του και το έκλεισε στη χούφτα μου.
"Έπαιξα και έχασα." Μου είπε και με οδήγησε στο ασανσέρ.
Μπήκαμε μέσα και αφού έκλεισε η πόρτα, επιτέθηκε απότομα στα χείλη μου.
Έκλεισα τα μάτια μου και σκέφτηκα τον Δάμο.
Το φιλί του Ερίκ όμως,δεν άγγιζε στο ελάχιστο το δικό του.
Οι πόρτες άνοιξαν και βρεθήκαμε στον κάτω όροφο ξανά.
"Πάμε;" Με ρώτησε και εγνεψα θετικά.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που τον ακολούθησα έξω,άρχισα να νιώθω τις παλάμες να ιδρώνουν.
Όλα είχαν πάει καλά με το σχέδιο,ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν.
Πέρασα δίπλα από τη Σόνια και ένιωσα πως η ασφάλεια μου σιγά σιγά χανόταν.
Τι θα γινόταν όταν έμπαινα σπίτι του;
Ποιος θα ήταν ο τρόπος διαφυγής μου;
Θα έπρεπε να κοιμηθώ μαζί του;
Οι σκέψεις αυτές με έκαναν να τα χάσω.
Άνοιξε τη πόρτα της πόρσε και μου έκανε νόημα να μπω μέσα.
Μπήκα μέσα δειλά και έσφιξα το ρολόι στο χέρι μου.
Το κοίταξα και ήταν περίτεχνο,με μικρά διαμάντια να το κοσμούν γύρω γύρω.
Ένα τέτοιο κρατούσε πάντα στη τσέπη του ο πατέρας μου.
Το κοίταξα καλύτερα και ήταν σταματημένο...
Μα τι κοιτούσε συνέχεια τότε εκείνος;
Μπήκε στη θέση του και έβαλε μπροστά.
Εγυρε δίπλα μου και με ξανά φίλησε.
Έκλεισα και πάλι τα μάτια μου και σκέφτηκα τον Δάμο...
Ένιωσα πόνο στη καρδιά μου που δεν ήταν δίπλα μου απόψε.
Αν μη τι άλλο είχα γίνει θυσία για εκείνον...
Έπαιζα στο μυαλό μου κορώνα γράμματα,είχα την ευκαιρία να πω τα πάντα στον Έρικ και να βγω από τη φυλακή του Δάμου,να τον εκδικηθώ όπως τόσα βράδια ευχομουν.
Κοιτούσα τον Έρικ και ζύγιζα τις επιλογές μου...
"Έρικ..." Είπα δειλά και εκείνος με κοίταξε για λίγα δεύτερα και γύρισε πάλι στον δρόμο.
"Μμμ;" Έβγαλε ένα ελαφρύ μουγκριτό και πάτησε κι άλλο το γκάζι,ενώ κοίταξε πίσω τους καθρέφτες.
"Μαρκέλλα μην τρομάξεις ίσως και να μας ακολουθούν, σκύψε."
Μου είπε πριν προλάβω να μιλήσω και κοίταξα πίσω.
"Είσαι τρελή; Σκύψε σου είπα!" Μου είπε και με έσπρωξε κάτω ενώ έκανε έναν απότομο ελιγμό και επανέφερε ξανά το αμάξι.
Το σχέδιο κατέρρεε με μαθηματική ακρίβεια και δεν ήξερα τι να κάνω για να σωθώ.
Φοβόμουν πως δεν θα ζήσω άλλο,φοβόμουν πως δεν θα τον ξανά δώ...
Όσο και να σκεφτόμουν τη φυγή μου,κάθε φορά που έφτανα στην άκρη του γκρεμού και ήμουν έτοιμη να ανοίξω τα φτερά μου,ήθελα να γυρίσω πίσω και να μη φύγω από κοντά του...
"Ποιοι είναι αυτοί; Ποιος είσαι;" Ρώτησα παίζοντας την ανηξερη και εκείνος γκάζωσε περισσότερο.
"Μη μιλάς, σκέφτομαι!" Μου είπε και το βούλωσα αμέσως.
Δεν θα τον ξανά δώ ποτέ...
Στη σκέψη και μόνο γέμισαν τα μάτια μου!
Μετά από ώρα ελιγμών και τη καρδιά μου να πηγαίνει με περισσότερα χιλιόμετρα την ώρα στρίψαμε σε ένα στενό και χτύπησε το τιμόνι χαρούμενος.
"Μας έχασαν..." Είπε και σήκωσα το κεφάλι μου.
"Ποιοι είναι αυτοί;" Ρώτησα δειλά και ακούμπησα το κεφάλι μου πίσω.
Έτρεμα ολόκληρη και προσπαθούσα με νύχια και με δόντια να μην το δείξω.
"Κάποια πράγματα καλό είναι να μην τα ξέρεις πριγκίπισσα!" Είπε και σταμάτησε το αυτοκίνητο έξω από μια μεγάλη συνοικία με οικοδομές.
"Εδώ μένεις;" Ρώτησα περισσότερο απαξιωτικά από ότι ήθελα και με κοίταξε άγρια.
Κατέβηκε από το αμάξι και ήρθε στη πόρτα μου,την άνοιξε και μου έδωσε το χέρι του.
Κοίταξε δεξιά και αριστερά καθώς έβγαινα έξω και έπειτα έκλεισε τη πόρτα και άρπαξε το χέρι μου.
Τρομοκρατήθηκα,το τράβηξα δυνατά και έμεινε ακίνητος όπως και εγώ και κοιταζόμασταν.
Πλησίασε κοντά μου και με έσπρωξε πάνω του.
"Μη φοβάσαι... Έλα πάμε μέσα..." Μου είπε και έπιασε π;Λι το χέρι μου.
Ή τώρα ή ποτέ...
Τον χτύπησα με την τσάντα μου στο πρόσωπο και τον αιφνιδίασα.
Του έδωσα μια κλοτσιά στα γεννητικά όργανα και άρχισα να τρέχω.
Είχε διπλωθεί στα δύο και ένιωσα ανακούφιση γιατί θα έπαιρνα καλή απόσταση.
Πέταξα τις γόβες από τα πόδια μου και άρχισα να τρέχω γρηγορότερα.
Ήμουν ελεύθερη πια μα δεν ήθελα να είμαι...
Άρχισα να κλαίω και να τρέχω σαν τρελή στα σκοτεινά με τη καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή.
Άκουγα βήματα πίσω μου μα δεν γυρνούσα να κοιτάξω,ήθελα απλα να φτάσω κάπου με κόσμο.
Το κεφάλι μου ήταν ζαλισμενο από το ποτό και το σώμα μου άρχισε να με εγκαταλείπει,μα συνέχιζα να τρέχω.
Στο χέρι μου κρατούσα ακόμη το ρολόι του.
Τα βήματα πλησίαζαν και νόμιζα πως άκουγα το όνομα μου,μα ένιωθα δειλή να κοιτάξω πίσω.
Έπρεπε να φύγω...
Να φύγω...
Πονούσα μέσα μου,να φύγω να πάω που; Πονούσα τόσο πολύ...
Άρχισα να κόβω ταχύτητα και το τρέξιμο έγινε γρήγορο βάδισμα, ενώ τα βήματα συνέχιζαν να ακούγονται δυνατά.
Έκοψα τελείως και κρύφτηκα πίσω από ένα αυτοκίνητο.
Κάθησα κάτω και έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά,ενώ τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου βροχή.
Έπνιγα τους λυγμούς μα ήμουν σίγουρη πως ακούγονταν.
Ένιωσα δύο χέρια να τυλίγονται γύρω μου και τινάχτηκα ενω άρχισα να τσιρίζω...
"Σσσσ ησύχασε μωρό μου εγώ είμαι..." Η φωνή του Δάμου με έκανε να ανοίξω τα μάτια μου.
Με έσφιγγε πάνω του και εγώ νόμιζα πως έβλεπα όνειρο.
"Εδώ είμαι μωρό μου..."
Με έσφιξε στην αγκαλιά του και φιλούσε το πρόσωπο μου.
Άκουγα τη καρδιά του να χτυπάει δυνατά,τόσο δυνατά που νόμιζα πως ήταν έξω από το σώμα του.
Την άγγιξα με τη παλάμη μου και τον κοίταξα στα μάτια.
Δεν έκλαιγα πια...
"Τελικά... Έ ε εχεις καρδιά!" Ψέλλισα δειλά και τον κοιτούσα με μισάνοιχτα χείλη...
Έπειτα βαθύ σκοτάδι με τύλιξε και όλα σβήσαν...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top