κεφάλαιο 52

Amantes sunt amentes
(Οι ερωτευμένοι είναι τρελοί)

Τερέντιος


















"Να πάμε που;" Με ρώτησε έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα.

"Σταμάτησε το αυτοκίνητο τώρα,θέλω να πάρω καθαρό αέρα!" Του απάντησα και εκείνος προς έκπληξη μου υπάκουσε.

Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και άρχισα να τρέχω προς τα χωράφια,τα πόδια μου άρχισαν να τσούζουν από τα ξερά κλαδιά που πατούσα μα προχωρούσα χωρίς να ξέρω τι κάνω,το μυαλό μου ήταν αλλού.

Τα χέρια του με έπιασαν από τους ώμους και με έστρεψαν προς το μέρος του.
"Τι κάνεις τρελάθηκες;"
Με ρώτησε ενώ έσφιξε τα μπράτσα μου με τα δύο του χέρια και με ταρακούνησε.

Μάλλον είχα παρεκκλίνει από το σχέδιο του,δεν πήγαινα όπως εκείνος πίστευε...
Ήθελε...
Ποιος ξέρει;

"Γιατί το κάνεις αυτό;" Τον ρώτησα με τα μάτια μου γεμάτα από δάκρυα που πάλευαν να μην ξεχυθούν.

"Τι κάνω;" Ρώτησε αντί να απαντήσει.

"Μην κάνεις τον τρελό!" Του φώναξα και πήγα να τον σπρώξω μα δεν με άφησε.

"Ροζαλία η κόρη σου μας κοιτάζει,ανέβα στο αυτοκίνητο σε περιμένουν!" Μου απάντησε με την ίδια παγωμένη έκφραση που είχε από τη πρώτη στιγμή.

"Πάμε να φύγουμε μαζί!" Του είπα τη στιγμή που με άφησε και γύρισε πλάτη για να πάει στο αυτοκίνητο.

Έμεινε ακίνητος και δεν γύρισε να με κοιτάξει.
"Εμείς οι δυο δεν θα πάμε πουθενά μόνοι μας,μπορείς να πάς όπου θέλεις με τον άντρα σου..."
Μου απάντησε και συνέχισε να περπατά ώσπου μπήκε στο αυτοκίνητο.

"Μαμά,είσαι καλά;" Ρώτησε η Λάουρα αφού κατέβασε το παράθυρο.

"Καλά είμαι αγάπη μου,απλώς θέλω να πάρω λίγο αέρα!!"
Της απάντησα και γύρισα από την άλλη να σκουπίσω τα λίγα δάκρυα που μαζεύτηκαν και δραπέτευσαν.
Κοίταξα ψηλά όσο τα σκούπιζα και προσπαθούσα να ανασάνω.

"Γιατί θεέ μου;" Ρώτησα και επέστρεψα στο αυτοκίνητο.

Εκείνος δεν μίλησε ούτε ξανά κοίταξε προς τη μεριά μου από τον καθρέφτη.
Απλως έβαλε μπροστά τη μηχανή και φύγαμε...

Φτάσαμε στην εκκλησία και όλα πήραν τον δρόμο τους.
Ο γάμος έγινε κανονικά,ο Δάμος με άφησε να παντρευτώ τον Αχιλλέα και μάλιστα στεκόταν δίπλα στην Μαρίλια σε όλη τη διάρκεια της τελετής και της κρατούσε το χέρι.

Σε όλη τη διάρκεια του γάμου οι φορές που γέλασα ήταν επειδή έπρεπε να προσποιηθώ.
Δεν έπρεπε να ξεχνώ ποιον παντρεύομαι.
Στο γλέντι τα πράγματα ήταν πιο υποφερτά γιατί είχε άφθονο ποτό και εγώ δεν σταματούσα να πίνω.

Καθόμουν ανάμεσα στον Αχιλλέα και την Υβόννη ενώ πιο δίπλα μου ήταν ο Δάμος και η Μαρίλια.
Μην μιλήσω για τις οικογενειακές φωτογραφίες που βγαίναμε όλοι μαζί μια ωραία ατμόσφαιρα!

Με τον Αχιλλέα ευτυχώς είχαμε συμφωνήσει πως δεν θα κόψουμε τούρτες,πρώτους χορούς και όλες αυτές τις ανοησίες και λόγω της θέσης του και λόγω του ότι δεν άρεσαν και στους δύο, οπότε όλο το βράδυ δεν είχα σκοπό να κουνηθώ από τη θέση μου.

Κάποια στιγμή η βραδιά χαλάρωσε και άρχισαν να παίζουν μπλουζ κομμάτια.
Τότε μέσα στη ζάλη μου είδα τη Μαρίλια να τραβάει τον Δάμο να χορέψουν ανάμεσα στους καλεσμένους που ήδη χόρευαν.

Ήθελα να πάρω το μικρόφωνο και να τα πω όλα! Να γίνουμε πρωτοσέλιδα παντού και να πάνε στο διάολο όλα!
Ο Αχιλλέας δεν σταμάτησε να πηγαίνει από τραπέζι σε τραπέζι και να ευχαριστεί τους καλεσμένους μας,κυρίως όσους είχαν να κάνουν με το κόμμα.

Δεν άντεχα να τον κοιτάζω να χορεύει μαζί της!
Τους κοίταζα που χόρευαν και είχε χώσει τη μούρη στο λαιμό της,ενώ μαζί μου ήταν αδιάφορος.

Μνήμες κατέκλυσαν το μυαλό μου από εκείνες τις μέρες στη Μποτσουάνα και τον άτυπο γάμο μας στη φυλή των ιθαγενών κάνοντας με να θέλω να κλάψω.

Τον τρόπο που με φρόντιζε,τις εκπλήξεις του,τη πρώτη μου φορά...
Τα λόγια του...

"Ξέρω πως δεν ήταν ο γάμος που είχες ονειρευτεί,ξέρω πως όλα αυτά είναι ελάχιστα μπροστά σε όλα εκείνα που αξίζεις να έχεις,όμως ήθελα να σου χαρίσω κάτι ξεχωριστό,κάτι που δεν θα είχες ζήσει ποτέ,ούτε κανείς θα μπορούσε να σου διηγηθεί,παρα μόνο εσύ στα παιδιά μας.
Σήμερα έγινες γυναίκα μου,με κανένα τυπικό τρόπο,μα με τον μόνο τρόπο που ξέρω για να σου δείξω τι νιώθω.
Από σήμερα θα είσαι η Ροζαλία Σαράντη και θέλω να ξέρεις πως θα κάνω τα πάντα για να σε βλέπω να γελας όπως τώρα,γιατί πολύ απλά Ρόζι εγώ... Εγώ...
Σ' αγαπώ..."

Στη θύμηση αυτή δεν άντεξα,σηκώθηκα από το τραπέζι και έφυγα.
Το κέντρο έβλεπε σε μια παραλία και εγώ έτρεξα εκεί,στη θάλασσα,τη μόνη φίλη μου.

Κάθησα στην αμμουδιά και άφησα επιτέλους τα δάκρυα μου να τρέξουν...
Όχι δεν ήταν δυνατόν να αντέξω να βλέπω τον Δάμο μαζί της,ήθελα να φύγω από τον ίδιο μου τον γάμο.

"Μαρκέλλα;" Ο Αχιλλέας κάθησε δίπλα μου και με πήρε αγκαλιά!
"Τι έπαθες καρδιά μου;" Έκανε πισω και έπιασε το πρόσωπο μου με τα δύο του χέρια.

"Απλώς δεν μπορώ,νιώθω πολύ συγκίνηση!" Του απάντησα ότι μου ήρθε στο μυαλό.

"Γιατί αγάπη μου; Σε είδα να φεύγεις έτσι και τρόμαξα!"

"Γιατί το περιμέναμε τόσο καιρό και τώρα τελείωσε,έφυγε το άγχος πάει και αυτό... Συγνώμη που φέρομαι περίεργα!" Του απάντησα με ειλικρίνεια στη τελευταία μου φράση.

"Δεν φέρεσαι περίεργα καρδιά μου,ήσουν αγχωμενη,τελείωσε τώρα.Τι λες πάμε να μου χαρίσεις έστω ένα χορό;" Με κοίταξε και μου έκλεισε το μάτι ενώ μου άπλωσε το χέρι.

"Πως μπορούσα να αρνηθώ;" Του έδωσα το χέρι μου και μπήκαμε μέσα!

Με οδήγησε στη πίστα που ακόμα χόρευαν ο Δάμος με τη Μαρίλια και αρχίσαμε να στριφογυρίζουμε στις όμορφες μελωδίες.

Χορέψαμε για αρκετή ώρα και προσπαθούσα σε όλη τη διάρκεια να κρατώ πλάτη το ζευγάρι που μου μονοπωλούσε το ενδιαφέρον.
Όμως κάποια στιγμή ήρθαν δίπλα μας και τότε έγινε το μοιραίο.

"Τι λες να μου προσέξεις για λίγο τη γυναίκα μου και εγώ να χορέψω αυτήν την όμορφη κυρία;" Ρώτησε ο Αχιλλέας τον Δάμο και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα ανάμεσα στα χέρια του.

Ο Αχιλλέας πήρε αγκαλιά τη Μαρίλια και άρχισαν να χορεύουν γελώντας και να απομακρύνονται,ενώ δεν σταμάτησε να τη στριφογυρίζει κάθε λίγο.
Ήταν τόσο επιδέξιος χορευτής!

Εγώ κρατούσα τον Δάμο από τον λαιμό και εκείνος απαλά από τη μέση,το κεφάλι μου φοβόμουν να το σηκώσω για να τον ανρικρύσω,μόνο ένιωθα την ανάσα του ζεστή και τους ανεβασμενους παλμούς μου.

Οι μνήμες μου γύρισαν και πάλι στην Μποτσουάνα,τον κοίταξα στα μάτια και θυμήθηκα εκείνη τη νύχτα.
Είσαι μια κούκλα μου είχε πει και με φίλησε.

"Προσπάθησε να κοιτάζεις έτσι περισσότερο τον σύζυγό σου και λιγότερο εμένα..." Έσπασε τη σιωπή εκείνος.

"Θέλω να σε δω απόψε! Μια φορά,να σου πω κάποια πράγματα!" Του ζήτησα χωρίς να ρωτάω αλλά θεωρώντας το δεδομένο.

"Νομίζω είχες την ευκαιρία να μπορείς να μου λες ότι θες, όποτε θες,ΟΠΩΣ ΘΕΣ,αλλά επέλεξες να μην το κάνεις,τι μπορεί να θέλεις να μου πεις τώρα;"
Μου απάντησε σχεδόν αδιάφορα και εριστικά.

"Δάμο μην με κάνεις να σε παρακαλέσω,γιατί αν χρειαστεί θα το κάνω και αυτό..." Του είπα με ειλικρίνεια.
Ήμουν έτοιμη για όλα, θολωμένη και απρόβλεπτη.

Έσφιξε τα χέρια του στη μέση μου τόσο που άρχισα να πονάω.
"Έχεις πάρει πολύ θάρρος,δεν έχω σκοπό να χάσω άλλο χρόνο με εσένα,ειδικά απόψε που περιμένω πως και πως να φύγω από αυτό το καρναβάλι και να κάνω έρωτα στη Μαρίλια..."

Αουτς...

Με άφησε απότομα και πήγε στο τραπέζι ενώ εγώ έμεινα για λίγο σκυφτή και ακολούθησα έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα.

Και για μένα ήταν η πρώτη φορά μωρό μου,δεν έχω ξανα κάνει έρωτα,ούτε πίστευα πως θα το ζήσω ποτέ...
Θυμήθηκα τα λόγια του τη πρώτη μας νύχτα,τη πρώτη φορά που παρέδωσα τη ψυχή μου και όχι απλά ένα σώμα σε εκείνον...

Πέρασα από δίπλα του και δεν έχασα οπτική επαφή μαζί του,ο Αχιλλέας ακόμη χόρευε με τη Μαρίλια και η Υβόννη δεν βρισκόταν στο τραπέζι.
Κάθησα δίπλα του και πήρα ένα τσιγάρο από το πακέτο του Αχιλλέα.
Το έβαλα στο στόμα μου και το άναψα...

"Ξέρω ότι με το να μου λες όλα αυτά τα λόγια δεν σκοτώνεις μόνο εμένα, σκοτώνεις και τον ίδιο σου τον εαυτό!
Ξέρω ότι για να είσαι εδώ μ αγαπάς ακόμη όπως και εγώ,μην μιλήσεις,δεν έχει νόημα,στις πέντε θα σε περιμένω στο σπιτάκι του κήπου."
Του δήλωσα και αφού φύσηξα το καπνό πάνω του έσβησα το τσιγάρο και πήγα στη θέση μου.

Δεν ξανά κοίταξα προς το μέρος του όλη την υπόλοιπη βραδιά.
Άλλωστε εγώ ο και ο Αχιλλέας φύγαμε τελευταίοι από εκεί,μείναμε μέχρι να φύγει και ο τελευταίος.
Η καρδιά μου χτυπούσε με χίλια,ήθελα λίγο ιδιωτικό χρόνο και χώρο μαζί του.

Το μόνο μου άγχος ήταν να μην θέλει παιχνίδια ο Αχιλλέας,δεν είχα καμία διάθεση για σεξουαλική επαφή.
Όχι μαζί του τουλάχιστον.
Όταν γυρίσαμε στο δωμάτιο ο Αχιλλέας ήταν κουρασμένος,έβγαλε τα ρούχα του και έπεσε με τα μούτρα στο κρεβάτι ενώ εγώ μπήκα στη ντουλάπα μου,έβγαλα με προσοχή το νυφικό μου και κοίταξα το είδωλο μου στον καθρέφτη.
Φορούσα ακόμα τα νυφικά μου εσώρουχα και τις ζαρτιερες μου.
Έλυσα τα μαλλιά μου και άφησα τις ξανθές μου μπούκλες να πέσουν ελεύθερες πάνω στο στήθος μου.

Φόρεσα το νυχτικό μου και τη ρόμπα μου και γύρισα στο δωμάτιο,όπου ο Αχιλλέας είχε ήδη ξεκινήσει να ροχαλιζει,κάτι λογικό αφού δεν είχε καθήσει λεπτό όλο το βράδυ.
Κοίταξα το ρολόι και ήταν ακόμα τρεις,έπρεπε να περιμένω άλλες δύο ώρες για να τον δω.
Κάθησα στο κρεβάτι και έκλεισα τα μάτια μου,το μόνο που σκεφτόμουν και έβλεπα ήταν ο Δάμος.

Κοίταξα τη βέρα στο δάχτυλο μου και ένιωσα τσιμπήματα ζήλειας που η Μαρίλια φορούσε το δαχτυλίδι του Δάμου.
Ξαφνικά όλα αυτά που είχα βολευτει πάνω τους, όλα αυτά στα οποία βρήκα προσωρινό λιμάνι με τύλιξαν από το λαιμό σαν μια θηλιά και με έπνιγαν.

Η ώρα πέρασε και αφού σιγουρευτηκα ότι ο Αχιλλέας κοιμάται βαθιά, βγήκα από το δωμάτιο στις μύτες των ποδιών μου και με απόλυτη ησυχία έκλεισα πίσω μου τη πόρτα, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά να μην με δει κανείς.

Στο σπίτι δεν ήμασταν μόνο εμείς,μα και αρκετό προσωπικό.
Ήξερα πως αυτό που έκανα ήταν παρακινδυνευμένο,όμως δεν με ενδιέφερε.
Ο κίνδυνος ήταν η δεύτερη φύση μου.
Πάντα μου άρεσαν τα επικίνδυνα πράγματα και οι επικίνδυνοι άνθρωποι.

Κατέβηκα στον κήπο και κοίταξα το δωμάτιο του Δάμου και της Μαρίλιας,έδειχνε σκοτεινό.
Έτρεξα στο σπιτάκι και μπήκα μέσα χωρίς να ανάψω το φως,παρα μόνο ένα κερί για να φωτίζει χαμηλά.

Κοίταξα το ρολόι στον τοίχο ήταν πέντε παρά δέκα,είχα κατέβει νωρίτερα για να σιγουρευτώ ότι θα τα καταφέρω.
Έξω ακόμα επικρατούσε μαύρο σκοτάδι.

Δεν μπορούσα να καθήσω και να περιμένω,πήγαινα και ερχόμουν σαν υστερική και η ώρα περνούσε να εκείνος δεν εμφανιζόταν.
Κάποια στιγμή άκουσα βήματα και ομιλία και από τον φόβο μου κρύφτηκα στο μικρό δεύτερο χώρο που υπήρχε εκεί μέσα ως αποθήκη και κοίταζα μέσα από τα σκοτεινά.

Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η Μαρίλια,σχεδόν μεθυσμένη,ενώ γελούσε σαν ηλίθια μαζί με τον Δάμο,ο οποίος τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την έβαλε να καθήσει πάνω στο γραφείο,ενώ μπήκε ανάμεσα στα πόδια της.

"Σσσσσ μην γελάς και μας πιάσει κάποιος!" Της είπε εκείνος και συνέχισε να τη φιλάει στο λαιμό χαμογελώντας.

"Μα πως σου ήρθε να κάνουμε σεξ στο σπιτάκι;" Τον ρώτησε εκείνη και γέλασε πνιχτα ενώ ήπιε μια γουλιά από τη σαμπάνια που κρατούσε στο χέρι της.

"Αφού ξέρεις ότι βαριέμαι τα συνηθισμένα εύκολα..." Της απάντησε και σήκωσε το νυχτικό της και εγώ έκλεισα το πρόσωπο μου με τα χέρια μου να μην ουρλιάξω.

"Δεν αντέχω άλλο Μάνο,πόσες φορές απόψε!" Νιαουρισε παραπονιάρικα η Μαρίλια και έπειτα ακούστηκε ένα βογκητό από τα χείλη της.
Πήρα τα χέρια μου από μπροστά και τους κοίταξα να κάνουν σεξ,εκείνος να έχει μπει μέσα της και εκείνη να του σηκώνει τη μπλούζα και να του γδέρνει με τα νύχια της τη πλάτη.

Κοίταξα τριγύρω μου για ένα παράθυρο να βγω από αυτό το θάνατο που με καταδίκασε να ζω,αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε διέξοδος από πουθενά, έπρεπε να καθήσω εκεί και να ακούω κάθε ανάσα μέσα στην ησυχία,κάθε βογκητό κάθε ήχο που έβγαζε το κορμί του πάνω στο δικό της.
Δεν ξέρω πόσο κράτησε όλο αυτό,εγώ έμεινα εκεί και έπειτα,έκλεισα τα μάτια και μπήκα σε ένα δικό μου κόσμο μόνη μου,τα δάκρυα μου βουβά.
Στο δικό μου κόσμο ούρλιαζα,του ούρλιαζα πως με σκότωνε...

Πως μπόρεσε να μου το κάνει αυτό;

Πως μπόρεσε;




















Την υπομονή σας,όλα για κάποιο λόγο γίνονται!
Πείτε ότι θέλετε παρόλα αυτά,εγώ σας αγαπώ! 😘♥️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top