κεφάλαιο 25
Τι κάνετε κορίτσια μου; Ξέρω πως δεν ανεβάζω συχνά,αλλά περνάω τη φάση που δεν μου αρέσει τίποτα από όλα όσα σκέφτομαι,σβήνω και γράφω ασταμάτητα και δεν καλύπτω τα θέλω μου!
Ελπίζω να σας αρέσει το κεφάλαιο.
Τα λέμε
Εντζόι.
Για ώρα περπατούσαμε και η ζέστη δεν με άφηνε να ηρεμήσω.
Είχα μια τρελή επιθυμία να πνίξω τον Δάμο,που προχωρούσε μπροστά μου γεμάτος ενθουσιασμό και πίσω μου τον Ούγκο που ανέλυε διάφορα πράγματα για τη φυλή που θα επισκεπτόμασταν,όπως και πληροφορίες για τη Νότιο Αφρική.
Το βλέμμα μου ήταν μόνιμα ορθάνοιχτο για τυχόν φίδια ή οποιαδήποτε άλλα πεινασμένα όντα που θα μας έβλεπαν σαν ξερολούκουμα και δεν μπορούσα να χαλαρώσω στιγμή.
"Σε λίγο θα φτάσουμε στο μαγικό καταρράχτη. Θα δείτε δύο βράχους που μοιάζουν με ανθρώπινες φιγούρες. Ο μύθος λέει πως εκεί μέσα στη πυκνή βλάστηση και τα κρυστάλλινα νερά ζούσαν νεράιδες που σε μάγευαν με ένα τους βλέμμα!
Υπάρχει μια ιστορία για μια νεράιδα που αγάπησε παράφορα ένα θνητό,ο οποίος κάθε μέρα πήγαινε εκεί για να πλυθεί και να δροσιστεί,ενώ εκείνη κρυβόταν και παραφύλαγε κρυφά τον γεροδεμένο νέο και έκρυβε ένα κομμάτι ακατέργαστου χρυσού μέσα στα ρούχα που άφηνε,πριν μπει μέσα στα παγωμένα νερά του."
Γύρισα το βλέμμα μου και κοίταξα τον Ούγκο που μας διηγούταν με περίσσιο ζήλο αυτή την ιστορία και έπειτα κοίταξα τον Δάμο,ο οποίος είχε χαθεί στην ομορφιά που απλωνόταν μπροστά μας.
Πράγματι ξεχώρισα γρήγορα τους βράχους στους οποίους αναφερόταν,έμοιαζαν με ζευγάρι που κοιτούσε ο ένας τον άλλο στα μάτια και σχεδόν τα χείλη τους ακουμπούσαν.
"Ο μύθος λέει πως σε αυτόν εδώ τον καταρράκτη,υπήρχε πολύς χρυσός,όπως φυσικά σε όλη την Νότιο Αφρική και οι νεράιδες τον φυλούσαν σαν κόρη οφθαλμού,καθώς ήταν το σπίτι τους και ο χρυσός η μαγική δύναμη που τις επέτρεπε να πετούν,αν ο χρυσός τελείωνε,τότε καμιά τους δεν θα μπορούσε να ξανά πετάξει!
Κανείς δεν έπρεπε να αγγίξει τα στολίδια του καταρράκτη,μα η καρδιά εκείνης της νεράιδας, χτυπούσε τόσο δυνατά,που χάριζε τα πιο πολύτιμα κομμάτια στον νέο.
Ένα μεσημέρι λοιπόν,η νεράιδα περίμενε καρτερικά κρυμμένη να φανεί εκείνος,μα η ώρα περνούσε και δεν είχε έρθει.
Ο νέος που είχε από καιρό καταλάβει πως κάτι συνέβαινε και πως ο χρυσός δεν εμφανιζόταν από μόνος του ανάμεσα στα αφημένα του ρούχα,είχε αποφασίσει να κρυφτεί και να δει με τα ίδια του τα μάτια τι συνέβαινε,δεν ήξερε ο δυσμοιρος πως όποιος τις έβλεπε πετρωνε από την ομορφιά τους.
Έτσι η νεράιδα έπειτα από ώρα παραιτήθηκε και κίνησε να μπει μέσα στα νερά του καταρράκτη."
Ο Δάμος σαν μαγνητισμενος από τα λόγια του ξεναγού μας,άρχισε να σκαρφαλώνει στους βράχους και να προσπαθεί να φτάσει κοντά στα τρεχούμενα νερά του.
"Πρόσεχε μίστερ Δάμος!" Φώναξε ο Ούγκο σταματώντας για λίγο την αφήγηση του.
"Μη σε νοιάζει Ούγκο και δεν έχω ανάγκη!" Του φώναξε εκείνος συνεχίζοντας την αναρρίχηση του.
"Συνέχισε μόνο το παραμυθακι, φαίνεται πως κάποια ανυπομονεί να ακούσει τη συνέχεια!" Συνέχισε και με κοίταξε με πονηρό χαμόγελο.
Θα του απαντούσα κατάλληλα,αλλά είχε χάρη που ήθελα όντως να ακούσω τη συνέχεια!
Κοίταξα τον Ούγκο στα μάτια και κάθησα κάτω,ενώ έπειτα με αντέγραψε και εκείνος και συνέχισε την ιστορία.
"Ο νέος τη κοίταζε από πίσω καθώς ήταν γυμνή και βύθιζε το κορμί της με αργό βήμα μέσα στα κρύα νερά και ένιωσε σαν ένας μαγνήτης να τραβούσε το σώμα του κοντά της.
Βγήκε από τη κρυψώνα του και άρχισε να προχωρά προς το μέρος της,ενώ όταν έφτασε κοντά,δεν έκανε την κίνηση να βγάλει τα ρούχα του,μα μπήκε κατευθείαν μέσα στο νερό,όσο πιο ήσυχα μπορούσε για να μην τη τρομάξει.
Εκείνη όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά της και γύρισε απότομα το σώμα της και τον κοίταξε μέσα στα μάτια.
Ο νέος μαρμάρωσε και έπειτα από λίγο άρχισε να μεταμορφώνεται σε πέτρα!
Η νεράιδα πήγε κοντά του και άρχισε να κλαίει μόλις κατάλαβε ποιος ήταν και τι είχε γίνει,άρχισε να παρακαλά τη μητέρα φύση να της δώσει και εκείνης τη τύχη του,να τη μαρμαρωσει για πάντα κοντά του.
Η μητέρα φύση που άκουσε τη σπαρακτική της παράκληση,αποφάσισε να της δώσει αυτό που ζητούσε και τη μαρμάρωσε αιώνια δίπλα του,ακριβώς τη στιγμή που εκείνη πήγε να αγγίξει τα χείλη του."
Ο Ούγκο τελείωσε την αφήγηση του και εγώ έμεινα σκεπτική, κοιτάζοντας μπροστά μου τους δύο βράχους που έμειναν εκεί σε έναν αιώνιο έρωτα,να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο για πάντα.
Μου άρεσε να ακούω τέτοιους μύθους, γιατί ήξερα πως στη πραγματικότητα,δεν υπήρχε τίποτα.
Δεν υπήρχαν μεγάλες αγάπες,μα πάνω απ' όλα δεν υπήρχε το για πάντα.
"Μην θλίβεσαι δεσποινίς Ροζαλία,εκείνοι είναι ευτυχισμένοι,μαρμαρωσαν,μα ζουν αιώνια την αγάπη! Για εμάς να θλίβεσαι,που δεν θα τη βρούμε ποτέ..."
Μου είπε ο Ούγκο και αντί να κοιτάξω εκείνον,κοίταξα τον Δάμο που μας πλησίασε.
"Μην βάζεις πληθυντικούς, κάποιοι την βρήκαν!" Είπε εκείνος στον Ούγκο και χάιδεψε το σαγόνι μου ενώ έπειτα μου έτριψε τα μαλλιά.
Όσο και να ήθελα,δεν μπορούσα να σταματήσω τη καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.
Μα δεν θα γελούσα τον εαυτό μου,όλα έχουν ημερομηνία λήξης έλεγα από μέσα μου,ειδικά ο έρωτας.
Παρόλα αυτά τον κοίταζα και έλιωνα σαν κερί.
"Έλα σήκω!" Μου είπε και μου άπλωσε το χέρι του να το πιάσω.
"Είστε σίγουροι ότι θέλετε να πάμε ακόμα;" Ρώτησα μήπως και έπαιρνα μια διαφορετική απάντηση και ο Δάμος γέλασε προκλητικά.
"Δεν χαίρεσαι μωρό μου που θα δεις από κοντά μια αρχέγονη φυλή και θα ζήσεις μαζί της είκοσιτέσσερις ώρες;"
Σοκ νούμερο ένα: με είπε μωρό του μπροστά σε τρίτο άτομο.
Σοκ νούμερο δύο: "ΕΙΚΟΣΙΤΈΣΣΕΡΙΣ ΩΡΕΣ;"
Αναφώνησα και σταμάτησα να περπατάω ενώ γύρισα και τους κοίταξα με τα χέρια στη μέση!
"Αυτός επέμενε!" Είπε ο Ούγκο ενώ σήκωσε το χέρι και έδειξε τον Δάμο.
Ο Δάμος ξέσπασε σε τέτοια γέλια που με έκανε να μην μπορώ να κρατηθώ ούτε εγώ και ήρθε κοντά μου παρασέρνοντας με μαζί του στο βάδισμα.
"Δεν είσαι σοβαρός αλήθεια!"
"Με παρασέρνει αυτό που νιώθω για εσένα!" Μου απάντησε και κοιταχτηκαμε στα μάτια.
Έγλυψα τα χείλη μου και εκείνος πήρε το βλέμμα του από τα μάτια μου και εστίασε εκεί.
"Μην το κάνεις αυτό Ρόζι,δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο!Με προκαλείς τόσο πολύ..."
Άπλωσα ένα αργό, βασανιστικό και προκλητικό χαμόγελο και αφού έφυγα από τη λαβή του,συνέχισα να προχωράω μπροστά,στο μικρό μονοπάτι.
Η διαδρομή μας ήταν αρκετά μεγάλη και εξαιτίας μου κάναμε συχνά στάσεις,έτσι που όταν φτάσαμε είχε πια μεσημεριάσει.
Μπροστά μας φαίνονταν μικρά ξύλινα σπιτάκια,φτιαγμένα μεθοδικά και με τρόπο που έμοιαζαν με σφαίρες και κόσμος,ντυμένος με ελάχιστο ύφασμα,ενώ κάποιες γυναίκες τριγυρνούσαν με το στήθος απέξω.
Το σοκ μου ήταν τόσο μεγάλο που είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό,όσο μικρά παιδάκια είχαν κάνει κύκλο γύρω μας και μας επευφημούσαν,ενώ εγώ σκεφτόμουν πως ήμουν σαν τη μύγα μες το γάλα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Μετά από λίγο έκαναν την εμφάνιση τους κοντά μας και κάποιες γυναίκες που μας προσέφεραν κάτι να πιούμε σε μικρά αυτοσχέδια ποτήρια από ξύλο.
Το έπιασα στο χέρι μου και αφού κοίταξα το λευκό υγρό,πήρα μια έκφραση αηδίας και κοίταξα τον Δάμο και τον Ούγκο που το κατέβασαν μονομιάς.
"Δεσποινίς Ροζαλία,είναι προσβολή αν δεν το πιείτε." Μου υπέδειξε ο Ούγκο και κράτησα την αναπνοή μου.
Κοίταξα για μια στιγμή γύρω μου, τους ανθρώπους που υπήρχαν εκεί και έπειτα έκανα την καρδιά μου πέτρα και το ήπια με αργές κινήσεις.
Ξαφνικά άρχισαν όλοι να χορεύουν και να τραγουδούν παρασέρνοντας μας και εμάς,μέσα στο παραλήρημα τους προς τη μέση του μικρού χωριού τους.
Οι ήχοι που έβγαζαν έμοιαζαν τόσο πρωτόγονοι,μα και τόσο ξεσηκωτικοι ταυτόχρονα που σου δημιουργούσαν μια αίσθηση ευφορίας.
Όπως μας πληροφόρησε αργότερα ο Ούγκο,οι αυτόχθονες αυτοί άνθρωποι δεν γνώριζαν λέξη αγγλικών και έτσι η επικοινωνία μας μαζί τους θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη,μόνο που δεν γνώριζα ως τότε πόσα πολλά μπορεί να πει κάποιος με τη γλώσσα του σώματος.
Η στιγμή που τους επισκεφθηκαμε,αποδείχθηκε πολύ καλή,καθώς θα βλέπαμε και ένα παραδοσιακό δικό τους γάμο εκείνο το βράδυ,καθώς ο μικρότερος γιος του αρχηγού,θα παντρευόταν την εκλεκτή της καρδιάς του.
Αφού κατάφερα να βγω από τον κλοιό των παιδιών,που λες και ήξεραν πόσο απολάμβανα να παίζω μαζί τους,δεν με άφησαν στιγμή,μας οδήγησαν στις μικρές καλύβες που θα μας φιλοξενούσαν εκείνο το βράδυ.
Εγώ και ο Δάμος θα μοιραζόμασταν την ίδια και ο Ούγκο θα είχε τη δική του,ακριβώς δίπλα σε εμάς.
"Εσύ ήσουν εκείνη που δεν ήθελε να έρθει,όμως δεν ξεκόλλησες στιγμή από τα παιδιά!" Μου είπε ο Δάμος όσο είχα ξαπλώσει στο αυτοσχέδιο κρεβάτι από φύλλα και υφάσματα εξουθενωμένη.
"Μα πως να τους πεις όχι! Δεν βλέπεις πως είναι η χαρά της ζωής; Όταν είσαι μαζί τους,γίνεσαι ένα!" Του είπα μια λάμψη στο βλέμμα που ήμουν σίγουρη πως πρώτη φορά έβλεπε.
Ήρθε κοντά μου και μου έπιασε το χέρι.
Το πήρε αργά και τύλιξε τα δάχτυλα μου με τα δικά του,ενώ το σήκωσε και το φίλησε τρυφερά.
"Έλα να παντρευτούμε και εμείς απόψε,εδώ σ αυτό το μικρό χωριό των ιθαγενών,ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν... Γίνε γυναίκα μου Ροζαλία!"
Η φωνή του αργή και τρυφερή,σχεδόν ψίθυρος,μου μιλούσε και νόμιζα πως ονειρεύομαι.
"Δάμο τι λες;" Τον ρώτησα χωρίς να μπορώ να συνειδητοποιήσω το βάθος της αλήθειας που έκρυβαν τα λόγια του.
"Γίνε δική μου, αιώνια,όπως εκείνη η νεράιδα έμεινε για πάντα στην αγκαλιά του έρωτα της..."
Δεν είχα λέξεις να περιγράψω όσα ένιωθα,μόνο δέος και ένα τρέμουλο πόθου,να διαπερνά όλο μου το κορμί.
Μιλούσε σοβαρά και το κακό ήταν πως δεν με ένοιαζε ακόμα και αν μου έκανε πλάκα.
"Πες μου λοιπόν Ροζαλία... Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου απόψε; Θέλεις να δέσεις το πεπρωμένο σου με το δικό μου; "
Κατάπια αργά και έφερα το πρόσωπο του κοντά στο δικό μου με το ελεύθερο χέρι μου,έτσι που τα χείλη μου χάιδευαν απαλά τα δικά του.
Ήξερα πως εκείνη τη στιγμή,όλα θα έπαιρναν τον δρόμο τους,όπως και αυτό που ήθελα πιο πολύ από ποτέ,τα κορμιά μας να γίνουν ένα,έτσι όπως εκείνην ακριβώς τη στιγμή,είχαν γίνει ένα και οι καρδιές που χτυπούσαν μέσα στα φλεγόμενα κορμιά μας...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top